Είναι η δεύτερη φορά που ο γνωστός δημιουργός εκθέτει σχέδια. Προηγήθηκαν τα «Ταξίδια με στυλό διαρκείας», ένα σχεδιαστικό ημερολόγιο που ξεκινούσε από το 1971 και κατέληγε στη δεκαετία του '90. Στην τωρινή έκθεση παρουσιάζονται σχέδια μεγάλων διαστάσεων (120 Χ 80 εκ.), τα οποία αποτελούν καταγραφή καταστάσεων εσωτερικών και εξωτερικών. Φιλοτεχνήθηκαν, όπως και το μοναδικό γλυπτό που εκτίθεται παράλληλα, με αναδρομές και ερεθίσματα που υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν.
Η συνάντησή του με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, «γέννησε» το σχέδιο που αναφέρεται σ' αυτόν, ενώ η φιλία και η εκτίμηση για τον Μάνο Ελευθερίου, τον Γιάννη Χ. Παπαϊωάννου και το συνθέτη Χρήστο Λεοντή, στάθηκαν η αφορμή για τα τρία, αφιερωμένα σ' αυτούς, έργα. «Είναι από τους ανθρώπους που σε νιώθουν. Δεν έχουν διαβάσει κείμενα περί τέχνης. Αλλά όπως σχεδιάζω και κάνω γλυπτική, έτσι μιλούν και αυτοί για τη δουλιά μου, με τον τρόπο το δικό τους, τον τρόπο που εκείνοι ξέρουν. Αυτό είναι που μου αρέσει. Τα άλλα σχέδια είναι προσωπικά βιώματα που δεν ξεπερνιούνται. Προσωπικά βιώματα του καθένα μας, όπως το φεγγάρι της Μονεμβασιάς που το έχουμε ζήσει όλοι, ή τις ανατολές και τις δύσεις του ήλιου, που μπορούμε και τις βλέπουμε όλοι και αισθανόμαστε την ανάγκη να πούμε "Αν ήμουν ζωγράφος, αν ήμουν ποιητής, αν ήμουν μουσικός θα έγραφα κάτι γι' αυτό το μεγαλειώδες θέαμα που βλέπω"».
Οπως σημειώνει στο βιβλίο του: «Ποτέ μου δε συνάντησα άνθρωπο/ που να έπεσε πάνω σε ηλιοβασίλεμα/ και να μην κοντοστάθηκε έστω και για μια στιγμή.../ Που να σηκώθηκε απ' τα μάτια του το φεγγάρι/ και να μη χαράχτηκε το χαμόγελό του στον ουρανό!/ Που να βρέθηκε κάτω από το θόλο των αστεριών/ και να μην ένιωσε, το πόσο ασήμαντος και μόνος είναι!/ Που να αγάπησε και να μην έκλαψε!/ Που να πόνεσε και να μην είπε "γιατί";/ Δεν είναι τα κοινά σημεία επαφής διαφορετικών κόσμων;/ Θεϊκά δώρα, για όλους, τα πολύτιμα πετράδια/ που μεγαλώνουν με το πέρασμα των χρόνων μας!».
«Ο θεατής, βλέποντας τα έργα μου, αισθάνεται ότι δεν τον κοροϊδεύω, ότι δεν του λέω ψέματα. Αυτό είναι κάτι που πήρα από τον παππού μου τον κομμουνιστή και από τον πατέρα μου, που ήταν συγκαταβατικά σιωπηρός σε οτιδήποτε έκανα. Και οι δυο αυτοί άνθρωποι πέθαναν με το μέτωπο καθαρό. Γιατί δεν είπαν ποτέ ψέματα. Και αυτό το κουβαλάω. Δουλεύω έτσι, γιατί έτσι μου βγαίνει. Δε με ενδιαφέρει να με χαρακτηρίσουν πρωτοπόρο. Δε με ενδιαφέρει να ανοίξω περιοδικά να δω τι είναι σύγχρονο για να το παρουσιάσω εδώ. Για μένα σύγχρονος είναι αυτός που ζει στην εποχή του, που μπορεί και "μυρίζεται" το τι συμβαίνει γύρω του, που μπορεί να καταγγείλει οτιδήποτε θέλει, γιατί αυτός δεν έχει κάνει κάτι παρόμοιο "μικρό" στη ζωή του».
«Οταν σχεδιάζω δε σκέφτομαι τι θα σχεδιάσω ή πώς θα το σχεδιάσω. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε να έχει η ψυχή ένα χέρι και να γράφει, έτσι σχεδιάζω και κάνω γλυπτική. Δεν κάνω τέχνη για την τέχνη, εγκεφαλικά. Αισθάνομαι κάτι και θέλω να το αποτυπώσω. Αν δεν αποτυπώνεται ούτε με σχέδιο, ούτε με γλυπτική, κάθομαι και το γράφω. Τώρα ετοιμάζω το νέο βιβλίο μου, που έχει τίτλο "Η πεταλούδα του Ινσενμπορν"».
Για τον Κ. Ρόκο το σχέδιο και η γλυπτική είναι δύο ξεχωριστοί δρόμοι. Ο τρίτος είναι το γράψιμο, χωρίς όμως να θεωρεί ότι έχει σχέση με συγγραφέα. «Είναι τρεις ανεξάρτητοι δρόμοι. Στη γλυπτική μου δε χρησιμοποιώ σχέδιο. Δουλεύω κατευθείαν το υλικό, που θα ψάξω και θα το βρω εγώ. Οταν βλέπω κάποιο υλικό, είναι "σα να μου κλείνει το μάτι", σα να με καλεί να το πάρω. Οταν δούλεψα στο συμπόσιο γλυπτικής στο Διόνυσο, βρήκα αφημένο έναν τεράστιο όγκο, που θα γινόταν άμμος. Ενα κουφάρι που προοριζόταν για χαλίκι. Αυτός ο όγκος, αν και ήταν μέσα στο δάσος, φωτιζόταν από τον ήλιο και έλαμπε σα διαμάντι. Ηταν από μόνος του ένα έργο τέχνης, από τον τρόπο που το φως έπεφτε πάνω του. Αισθάνθηκα "να μου κλείνει το μάτι". Οι επεμβάσεις που έκανα, έγιναν σεβόμενος αυτό που μου έδινε το υλικό. Δε γίνονται συνειδητά. Από μόνος του ο βράχος σου βγάζει αυτά τα πράγματα».
Στα παρουσιαζόμενα έργα, γράμματα, μικρές λέξεις και φράσεις στο πάνω ή στο κάτω μέρος του τελάρου, συνοδεύουν το σχέδιο. Ολα τα έργα είναι στις ίδιες διαστάσεις. Το ένα δίπλα στο άλλο, ξεδιπλώνονται μπροστά μας σαν φιλμ μιας φωτογραφικής μηχανής. Ενας φωτογραφικός φακός, με τον οποίο απαθανατίζεται «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», όπου όλα είναι ένα, ανήκουν στο ίδιο φιλμ, και όλα είναι ξεχωριστά. «Ενα άλλο "κουσούρι" που έχω, είναι ότι είμαι παραμυθάς. Την ώρα που δουλεύω ανοίγω ένα διάλογο με το σχέδιο ή την πέτρα και ξεδιπλώνω την ιστορία μου. Είναι η πραγματικότητα. Είναι όλων η πραγματικότητα, γιατί είμαστε όλοι άνθρωποι».
Το μοναδικό γλυπτό (ξύλο), που εκτίθεται, είναι η «γέφυρα» των παρουσιαζόμενων σχεδίων με τη γλυπτική του Κ. Ρόκου. Και σε αυτό, όπως σε όλα σχεδόν τα έργα του, υπάρχει το κλειδί, το οποίο «ξεκλειδώνει» τις μαγικές «διαδρομές» του και τις εξιστορήσεις του.
Η ενδιαφέρουσα αυτή έκθεση αφιερώνεται στο δάσκαλό του, τον Γιάννη Παππά, το μεγάλο Ελληνα γλύπτη που «έφυγε» από κοντά μας πριν λίγες μέρες στα 93 του χρόνια. «Μ' όλες τις ιδεολογικές αντιθέσεις που είχαμε, ο Γ. Παππάς κατάφερε να μας μεταφέρει πράγματα που μόνοι μας δε θα μπορούσαμε να τα αποκτήσουμε ή θα τα αποκτούσαμε μετά από πολλά χρόνια και πολλούς κόπους. Ηταν ο άνθρωπος που μας έμαθε τους μεγάλους γλύπτες, τους μεγάλους συγγραφείς, τους μεγάλους ποιητές, μεταφράζοντας ο ίδιος κείμενα μέχρι την τελευταία του στιγμή. Οι περισσότεροι ενεργοί τωρινοί γλύπτες της χώρας μας υπήρξαν μαθητές του. Ποτέ δε μας μετέφερε την ιδεολογία του. Πάντα κρατούσε την προσωπικότητα του κάθε ενός μας και βάδιζε ανάλογα με το τι ήταν ο καθένας μας πάνω στη δουλιά. Για τη σημαντική του προσφορά, η πολιτεία δεν κατάφερε να τον ξεπροβοδίσει όπως του έπρεπε. Στην κηδεία του δεν παρευρέθηκε κανένας από τις εξουσίες που περάσανε ή που υπάρχουν τώρα. "Εφυγε", συνοδευόμενος μόνο από την οικογένειά του και τους μαθητές του που κρατήσαμε το φέρετρό του...».
«Για μένα, ο Γ. Παππάς, ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε να "ξεκαβαλικέψω το καλάμι". Στο προπαρασκευαστικό τμήμα της ΑΣΚΤ, πληρώναμε δίδακτρα. Αναγκαζόμουν να δουλεύω για να έχω τα χρήματα των διδάκτρων. Από το σπίτι μου δε με άφηναν να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οταν κάποια στιγμή είδε ο δάσκαλος ότι έπεφτε η δουλιά μου, με ρώτησε τι μου συμβαίνει. Του είπα ότι αναγκαζόμουν να δουλεύω. Τότε, προσφέρθηκε να μου πληρώνει εκείνος τα δίδακτρα για να συνεχίσω».
«Ετυχε να μπω πρώτος στη Σχολή. Επειδή σε όλη την προηγούμενη ζωή μου ήμουν ο τελευταίος, ο πιο κακός από τους κακούς μαθητές που υπήρχαν, "καβάλησα το καλάμι". Η έπαρσή μου μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν στο πρώτο έτος είπε σε μένα και στον Μπάμπη Κρητικό πως μας θέλει για βοηθούς του στο εργαστήριό του. Περίμενα πότε θα ξημερώσει για να πάω στο ατελιέ του να δουλέψω. Μόλις έφτασα εκεί "καβάλα στο καλάμι μου", περίμενα να μου πει να ανέβω στη σκαλωσιά και να αρχίσω τη δουλιά μαζί του. Αντί γι' αυτό, μου έδωσε μια σκούπα στα χέρια και μου είπε να σκουπίσω. Επί έξι μήνες εγώ και ο Μπάμπης σκουπίζαμε το εργαστήριό του. Από τότε "ξεκαβαλίκεψα το καλάμι" και αυτό του το χρωστάω».