ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 21 Γενάρη 2005
Σελ. /40
Πρότυπο καπιταλίστα, βασικού μετόχου!

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Αμερικάνος Βασικός Μέτοχος του παγκόσμιου καπιταλισμού, Χάουαρντ Χιουζ, παρότι στα χέρια του δισταχτικού, να πει την αλήθεια, Μάρτιν Σκοτσέζε, λίγο θέλει να μετατραπεί σε πρωταγωνιστή μιας αδιάφορης βραζιλιάνικης μεσημβρινής σαπουνόπερας.

Ο Κεν Λόουτς, για μια ακόμα φορά, υπέκυψε στις παρορμήσεις του και το συναισθηματισμό του, και στέρησε την ταινία του από μια νηφάλια διαλεκτική ανάλυση του ρατσισμού.

Μια σχεδόν ενδιαφέρουσα ματιά στον Τελευταίο Παγιδευτή Θηραμάτων, και μετά το ...χάος. Ενα ακόμα γιαπωνέζικο θρίλερ και μια ακόμα χαζή αμερικάνικη κωμωδία. Να μην ξεχάσουμε τον Ναγκίσα Οσιμα. Σκέψη. Αισθητική. Δικαίωση του Κινηματογράφου.

ΜΑΡΤΙΝ ΣΚΟΡΤΣΕΖΕ
Ιπτάμενος κροίσος

Δεν είναι σωστό να κάνεις συγκρίσεις. Καμία σχέση ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο με τον Ορσον Γουέλς. Καμία σχέση, φυσικά, και ο «Ιπτάμενος κροίσος» με τον «Πολίτη Κέιν». Το μόνο πράγμα που ενώνει τα παραπάνω είναι η τεχνική (δε λέμε η τέχνη) του κινηματογράφου. Πρόκειται για δυο ταινίες που χειρίζονται το ίδιο (σε τελευταία ανάλυση) θέμα. Την περιπετειώδη, και άκρως ενδιαφέρουσα (από πολλές απόψεις), ζωή του Χάουαρντ Χιουζ.

Ποιος είναι ο Χάουαρντ Χιουζ; Από πού να αρχίζεις και πού να τελειώνεις! Στα 18 του κληρονομεί τον Τεξανό εφευρέτη πατέρα του. Αμέσως μετακομίζει στο Λος Αντζελες και γίνεται κινηματογραφικός παραγωγός του Χόλιγουντ. Στα πόδια του, στα χέρια του, στην αγκαλιά του (όπως το πάρετε) πέφτουν μερικές από τις πιο όμορφες γυναίκες της εποχής (Τζιν Χάρλοου, Κάθριν Χέπμπορν, Αβα Γκάρντνερ κ.ά.). Μετά τον κινηματογράφο, ο «δραστήριος» αυτός κύριος «χώνεται» στα ηλεκτρονικά και στη συνέχεια στα καζίνα. Και τέλος, στη μεγάλη αγάπη του, το πάθος του, την αεροπλοΐα. Δική του η TWA! (Ο ίδιος ήταν ένας από τους καλύτερους πιλότους του κόσμου).

Να σημειώσουμε, πως όλα αυτά γίνονται πριν και αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μια πολύ ενδιαφέρουσα (από πολλές απόψεις) περίοδο. Περίοδο που η επιστήμη, η τέχνη, η βιομηχανία, οι μεταφορές, ο κινηματογράφος, τα καζίνα, η αεροπλοΐα, σημειώνουν αλματώδη πρόοδο. Ο Χιουζ εκμεταλλεύεται, με όλους τους τρόπους, αυτή την πρόοδο. (Για να είμαστε δίκαιοι, συμβάλλει και αυτός σε αυτή την ανάπτυξη - για τους δικούς του βέβαια λόγους. Ιδιαίτερα στο χώρο της αεροπλοΐας, αφού είχε τη διορατικότητα να «ποντάρει», με πολλούς τρόπους, στη δημιουργία μιας σύγχρονης υπερατλαντικής αερομεταφοράς ανθρώπων και εμπορευμάτων).

Ολοι γνωρίζουμε πως «υπάρχουν πέντε τρόποι για να πεις την αλήθεια». Ο Σκορτσέζε, δυστυχώς, διάλεξε τον... έκτο. Αυτόν που τα λέει όλα και δε λέει τίποτα! Εκανε τη ζωή και το «έργο» τού Τεξανού μεγιστάνα μια επική, ερωτική περιπέτεια. Ετσι, γεγονότα ιδιαίτερης αξίας, πέρασαν στα ψιλά. Το βάρος έπεσε στους έρωτες και στη «δημιουργική» προσωπικότητα του ήρωα. Ο οποίος όμως, για την ιστορία και από την ιστορία, ήταν χωμένος βαθιά στη διαπλοκή, στις απάτες, στους εκβιασμούς και στις εξαγορές συνειδήσεων. Ηταν μοχλός του καπιταλιστικού συστήματος. Για να αντιληφθείτε, για τι πρόσωπο μιλάμε, θα σας αναφέρω μόνον ένα σημείο, που έχει να κάνει και με τη χώρα μας. Θυμάστε την περίφημη αμερικανική αεροπορική βιομηχανία «Λόκχιντ»; Ε, λοιπόν, και αυτός ήταν «συνδεδεμένος» μαζί της. Την εξαγόραζε χοντρά και τον εξαγόραζε χοντρά! (Οι δικοί μας, συγκριτικά, ψίχουλα έδιναν - ψίχουλα έπαιρναν)!

Ο Σκορτσέζε δεν το έκρυψε αυτό. Ούτε τον άγριο και εξοντωτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στην TWA και την PAN-AMERICAN (δυο αμερικανικά αερομεταφορικά, ανταγωνιστικά μονοπώλια). Δεν έκρυψε, επίσης, πως ο Χιουζ έπαιρνε χαριστικές αναθέσεις από τον αμερικανικό στρατό, για όπλα, αεροπλάνα και υποβρύχια, τα οποία ποτέ δεν παρέδιδε, κρατώντας - ωστόσο - τα λεφτά για «πάρτη» του (κάποια από αυτά, βέβαια, πήγαιναν για προεκλογικές εκστρατείες). Ούτε και το ρόλο των πολιτικών στον ανταγωνισμό των μεγάλων εταιριών έκρυψε. Ομως, διάλεξε την τεχνική τού CNN, για να μας αφηγηθεί την ιστορία. Και ο θεατής πέφτει θύμα της «ηλεκτρονικής» πληροφόρησης. Αντί να φτάνει στο ψητό, τρώει τις πέτσες. Αντί να βλέπει τον πραγματικό πόλεμο στο Ιράκ, ας πούμε, βλέπει διάφορα «φωτάκια» να αναβοσβήνουν. Και κάτω, βέβαια, τα θύματα σχηματίζουν σωρό!

Τα «φωτάκια», λοιπόν, του Σκορτσέζε, εάν είσαι πολιτικά απληροφόρητος, σε γραπώνουν από το λαιμό και σε σέρνουν. Παρακολουθείς τον «επικό» δρόμο του Χιουζ, αναγνωρίζεις το «δημιουργικό» μεγαλείο του και συμπάσχεις μαζί του στις αναποδιές που του τυχαίνουν ή σε αυτές που ο ίδιος προκαλεί (αποτυχημένοι έρωτες, μικροβιοφοβία κ.ά.). Πράγματι, αν ξεγυμνώσεις πολιτικά τον άνθρωπο Χιουζ και τον δεις σαν μια «περίπτωση», είναι όντως ένα τραγικό πρόσωπο. Τέτοιο που συναντάς στις δικές μας αρχαίες τραγωδίες. Ενα πρόσωπο φιλόδοξο, αλαζονικό, βίαιο, ακραίο! Και η κατάληξη αυτού του προσώπου, όπως είναι φυσικό, δε θα μπορούσε να ήταν άλλη από αυτή του Χιουζ. Μοναξιά και πόνος!

Ο πονηρεμένος θεατής, όμως, θα κάνει - πρέπει να κάνει - τις δικές του αναφορές. Και τους δικούς του συνειρμούς. Διατηρώντας τις αναλογίες θα συσχετίσει - πρέπει να συσχετίσει - τον Χιουζ με τον Αγγελόπουλο, τον Μπόμπολα και τον Κόκκαλη. Το μόνο μειονέκτημα των δικών μας «δραστήριων» βιομηχάνων είναι ότι τον Χιουζ παίζει ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Ο οποίος και καλός ηθοποιός, τελικά, είναι (στη συγκεκριμένη ταινία) και αρέσει και στα κορίτσια.

Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κέιτ Μπλάνσετ, Κέιτ Μπέκινσεϊλ, Τζον Σ. Ρέιλι, Αλεκ Μπάλντουιν, Αλαν Αλντα, Τζουντ Λο, Γκουέν Στέφανι.

ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ
Ενα τρυφερό φιλί

«Ενα τρυφερό φιλί»
«Ενα τρυφερό φιλί»
Ο Κεν Λόουτς, ιδιαίτερα όταν ασχολείται με «καθαρά» πολιτικές ταινίες («Γη και Ελευθερία»), δεν μπορεί ή δε θέλει να βγει «έξω» από το πρόβλημα με το οποίο καταπιάνεται. Παίρνει και αυτός παρορμητικά μέρος στην ιστορία της ταινίας, λέει την άποψή του, με αποτέλεσμα να χάνει την αντικειμενικότητά του. Στοιχείο απαραίτητο για το δημιουργό. Ο οποίος είναι υποχρεωμένος να κρίνει λογικά και όχι συναισθηματικά. Να παραθέτει τα γεγονότα, ως έχουν, για να μπορεί ο θεατής να τα μελετήσει σωστά, να τα επεξεργαστεί σωστά, για να κατορθώσει να φτάσει σε σωστά συμπεράσματα Το συναίσθημα, λοιπόν, και η παρόρμηση, που είναι κυρίαρχο στις ταινίες του Λόουτς, είναι και η αχίλλειος φτέρνα του. Που τον αποδυναμώνει και τον αδικεί. Γιατί ο Βρετανός σκηνοθέτης γνωρίζειτα αίτια. Ξέρει τις πηγές του κακού. Είναι ένας πολιτικοποιημένος σκηνοθέτης.

Το, «Ενα Τρυφερό Φιλί», δεν ξεφεύγει απ' αυτόν τον κανόνα. Ο θεατής αφοπλίζεται από το σκηνοθέτη. Το συναίσθημα, που είναι διάχυτο στην ταινία, αναγκάζει το μέσο θεατή, να μείνει στο πρώτο επίπεδο του ρατσισμού. Δεν τον αφήνει να προχωρήσει βαθύτερα. Να φτάσει στη ρίζα του προβλήματος. Που είναι, βέβαια, ο καπιταλιστικός τρόπος συγκρότησης της κοινωνίας.

Στη σκοτσέζικη εργατούπολη Γλασκόβη ένας νεαρός Πακιστανός λογιστής γνωρίζεται με μια νεαρή Ιρλανδέζα καθηγήτρια μουσικής. Το ζευγάρι αναπτύσσει μια έντονη ερωτική σχέση. Το κοινωνικό περιβάλλον, όμως, δεν επιτρέπει τους «μεικτούς» έρωτες. Τόσοι οι λευκοί όσο και οι έγχρωμοι είναι σκληροί απέναντι στους «παραβάτες». Αλλοτε με «στεγνούς» και άλλοτε με συγκαλυμμένους εκβιασμούς, απαιτούν διακοπή αυτής της σχέσης. Το ζευγάρι δίνει τη μάχη του. Με δεκάδες πισωγυρίσματα. Ιδιαίτερα από την πλευρά του νεαρού, ο οποίος, κατά τη γνώμη του Λόουτς, είναι πιο ευάλωτος. Αφού η θρησκευτική και οικογενειακή κουλτούρα του είναι πιο καθυστερημένη.

Η ταινία δε σε εκστασιάζει κινηματογραφικά. Η γραφή της είναι απλή. Ντοκιμαντερίστικη. Χωρίς αναζήτηση κάποιου υψηλού αισθητικού αποτελέσματος. Αυτό, όσο και αν αποτελεί «άποψη», δε βοηθάει στην καλύτερη - και βαθύτερη - σχέση του έργου με το θεατή. Η μπρεχτική αποστασιοποίηση δε σημαίνει εγκατάλειψη της αναζήτησης «εκφραστικής» γωνίας λήψης, αδιαφορία στις σκιές και στο φως, στην ατμόσφαιρα, γενικά. Ωστόσο, το φιλμ, πέρα από τις όποιες αδυναμίες - ιδεολογικές, αισθητικές - είναι ένα χρήσιμο κινηματογραφικό έργο. Είναι μια σοβαρή αναφορά στον «καθημερινό» ρατσισμό. Αυτόν που άρχισε να σκάει μύτη και στη χώρα μας (περίπτωση σημαιοφόρων, δυσκολίες στην ενοικίαση σπιτιών από μετανάστες, η άγνωστη μεικτή ερωτική σχέση - εκτός από «ακραίες αστυνομικές περιπτώσεις» - η ανύπαρκτη «μεικτή» κοινωνική παρέα, ευκολία χαρακτηρισμών κλπ).

Στην ταινία γίνονται, και λέγονται, πράγματα. Βλέπουμε και ακούμε τις αιτίες του οικονομικού ξεριζώματος. Τις συνθήκες που ανταμώνουν οι μετανάστες. Βλέπουμε και ακούμε πώς λειτουργεί το κράτος (νόμοι, σχολείο, εκκλησία, οικογένεια, κ.ά.). Ολα αυτά, όμως, ακροθιγώς σημειωμένα. Οχι γιατί ο σκηνοθέτης δε θέλει να πει την αλήθεια. Αλλά γιατί τα εξωτερικά στοιχεία τον έλκουν περισσότερο (συναισθηματική αντιμετώπιση του προβλήματος).

Σε αυτόν τον τομέα (τον συναισθηματικό) η ταινία πλησιάζει το άριστα. Τη βοηθάει σε αυτό η ερμηνεία του νεαρού ζευγαριού. Και κυρίως της νεαρής Ιρλανδέζας (Εύα Μπέρθιστλ), η οποία είναι πραγματικά μια θαυμάσια, αισθαντική ηθοποιός. Και μόνο η σκηνή, που «μπάζει» για πρώτη φορά στο σπίτι της τον Πακιστανό φίλο της, αξίζει για να τη σημειώσεις στη μνήμη σου. Μόνο με τα μάτια σκορπάει έναν πλούσιο ερωτισμό. Απλώνει μια μοναδική «υγρασία» στο χώρο. Εχεις την αίσθηση, πως αυτά που θα ακολουθήσουν μόλις το ζευγάρι μπει στο σπίτι, θα είναι μοναδικά.

Παίζουν: Εύα Μπέρθιστλ, Ατα Γιακούμπ, Σαμσάντ Αχτάρ, Σαμπάνα Μπακς.

ΝΙΚΟΛΑ ΒΑΝΙΕ
Ο τελευταίος κυνηγός

«Ο τελευταίος κυνηγός»
«Ο τελευταίος κυνηγός»
«Ο τελευταίος κυνηγός» είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Ο πρωταγωνιστής του είναι και ο πραγματικός ήρωας της ταινίας. Πρόκειται για τον τελευταίο παγιδευτή θηραμάτων στον κόσμο, τον κ. Νόρμαν Γουίντερ.

Ο κ. παγιδευτής, λοιπόν, είναι πενήντα χρόνων και ζει με τη γυναίκα του, μια Ινδιάνα της φυλής Νεχάκι, ονόματι Νεμπράσκα, σε μια κατάλευκη (από το χιόνι) απομονωμένη περιοχή, στα πολύ βόρεια της Αμερικής. Το ζευγάρι επιβιώνει, όπως τα ζώα, τα οποία παγιδεύει και στη συνέχεια πουλάει τα δέρματά τους στις διάφορες αγορές! Το ζευγάρι ζει μόνο του μακριά από τον πολιτισμό και τις ανέσεις. Μόνο του χτίζει (από ξύλα) το σπίτι του, μόνο του εξασφαλίζει (με τις παγίδες) όλες τις τροφές που καταναλώνει, μόνο του γιατρεύεται (με ό,τι του προσφέρει η φύση), αν αρρωστήσει. Ο κοντινότερος άνθρωπος είναι μέρες (με το έλκηθρο, που σέρνουν σκυλιά) μακριά!

Ο «πολιτισμένος» θεατής, βλέποντας την ταινία, θα χαμογελάσει πονηρά και θα πει: Εντάξει παιδιά, πού έχετε κρυμμένο το «κινητό», τώρα! Την «αντλία» για το ηλεκτρικό, τα τηλέφωνα για τις πρώτες βοήθειες (ελικόπτερα, συνεργεία διάσωσης κλπ)... Και μπορεί, έτσι να έχουν τα πράγματα σήμερα. Ωστόσο κανένας δεν εμποδίζει τη φαντασία μας να φτάσει στις συνθήκες που ζούσαν οι «παρόμοιοι» κυνηγοί στο πρόσφατο, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν. Και ήταν πράγματι συνθήκες για δυνατούς, για πολύ δυνατούς ανθρώπους. Το κρύο, η απομόνωση, τα άγρια ζώα, το απρόβλεπτο, ήταν δίπλα τους κάθε στιγμή. Ο τρόπος ζωής τους απαιτούσε ατσάλινα νεύρα.

Το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του Νικολά Βανιέ, με αρκετά ικανοποιητικό τρόπο, είναι αλήθεια, κατορθώνει να μας «μεταφέρει» στην καρδιά του προβλήματος. Δεν είναι λίγες οι φορές που νομίζεις πως αυτό που βλέπεις (σπάσιμο των πάγων στη λίμνη, πτώση από πλαγιές του έλκηθρου μαζί με τα σκυλιά και τον ήρωα κλπ), είναι πραγματικές εικόνες, που συμβαίνουν εκείνη τη στιγμή, και όχι «δραματοποιημένες» (δηλαδή, αναπαράσταση).

Το φιλμ παρακολουθείται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για τα δυο πρόσωπα που παίζουν, για τα τοπία, για τη φύση. Για την ηρεμία που σου προσφέρει στα μάτια και στα αυτιά. Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, δεν παίρνεις στα σοβαρά κάποιες περιβαλλοντολογικές «ανησυχίες» που ακούγονται. Την ισορροπία του οικοσυστήματος βλάπτουν το ίδιο με τους «ελεύθερους» ξυλοκόπους και οι «ελεύθεροι» κυνηγοί.

Παίζουν: Νόρμαν Γουίντερ, Νεμπράσκα (οι πραγματικοί ήρωες).

ΤΑΚΑΣΙ ΣΙΜΙΖΟΥ
Η κατάρα

«Η κατάρα»
«Η κατάρα»
Από εδώ και κάτω αρχίζει το χάος! Τόσο «Η Κατάρα», όσο και «Το Ταξί της Νέας Υόρκης»,μας αναγκάζουν να τραβήξουμε το πέπλο και να δούμε την κινηματογραφική πραγματικότητα με τα μάτια της αλήθειας και όχι με αυτά της επιθυμίας και της ανοχής.

Ο (μόλις) 33χρονος Γιαπωνέζος σκηνοθέτης Τακάσι Σιμίζου, αδιαφορώντας για τον καλό ιαπωνικό κινηματογράφο, κάνει ό,τι μπορεί για να μας τρομάξει. Αυθαίρετα και καταχρηστικά, βάζει στο κάδρο μας χέρια και πόδια κομμένα. Δημιουργεί ένα απόκοσμο σκοτεινό περιβάλλον και σκορπάει γύρω μας κραυγές, τριξίματα και άλλους απειλητικούς θορύβους, για να μας τρομοκρατήσει. Σκοπός του να αποσπάσει το ενδιαφέρον μας (και το εισιτήριό μας, βέβαια).

Για έναν ομαλό άνθρωπο, είναι δύσκολο να κατανοήσει, πέρα από όποιες θεωρητικές αερολογίες, την αρρώστια, που βγαίνει από κάποια κεφάλια δημιουργών και περνάει -χωρίς καμία επεξεργασία- στην τέχνη. Δεν είναι εξυπνάδα ούτε ικανότητα, μέσα σε ένα «κλειστό» και σκοτεινό κάδρο να χώσεις, για παράδειγμα, ένα μαχαίρι στο λαιμό κάποιου ανθρώπου. Και στη συνέχεια να το στρίψεις. Και μετά το στρίψιμο να πεταχτεί αίμα και το θύμα να χτυπιέται σαν χταπόδι και αφού κάνει αιμόπτυση, να ξεψυχήσει! Ο καθένας θα ανατριχιάσει, βλέποντας μια τέτοια εικόνα. Και, λοιπόν; Είναι αυτό τέχνη; Είναι αυτό κινηματογράφος;

Ξέρω, κάποιοι θα πούνε, κουνώντας ανόητα τα χέρια, πως «ο φόβος είναι ένα συναίσθημα...» και άλλες παρόμοιες ανοησίες. Αν οι πράξεις δε δικαιολογούνται δραματουργικά, δεν έχουν λόγο να γίνονται. Η άποψη που προβάλλει η ταινία ότι «η κατάρα γεννιέται από την οργή του ανθρώπου που πεθαίνει, ενώ το μίσος βράζει ακόμα στην ψυχή του», είναι... (θου, «Κύριε», φυλακή τω στόματί μου).

Παίζουν: Σάρα Μισέλ Γκέλαρ, Γουίλιαμ Μαπόδερ, Κλέο Ντιβάλ, Γκέις Ζαμπρίσκι, Μπιλ Πούλμαν, Ρόζα Μπέιζι, Κάντι Στρίκλαντ, κ.ά.

ΤΙΜ ΣΤΟΡΙ
Το ταξί της Νέας Υόρκης

«Το ταξί της Νέας Υόρκης»
«Το ταξί της Νέας Υόρκης»
Μήνες πριν, έφταναν στον υπολογιστή μου διάφορα διαφημιστικά της ταινίας. Αυτή η επιμονή μού δημιούργησε μια διάθεση προσμονής. Ηξερα, επίσης, πως η ταινία ήταν η αμερικάνικη εκδοχή μιας γαλλικής παραγωγής που «έσπασε ταμεία». Τελικά, όπως γίνεται με όλες τις ...φαντασιώσεις, έφτασε η ημέρα της προβολής. Αμέσως μετά τα πρώτα πλάνα της ταινίας, ήρθε και η ...απομυθοποίηση. «Το Ταξί Της Νέας Υόρκης» χάνει λάδια, έχει φθαρμένα ελαστικά και ρετάρει. Δεν κάνει να μεταφέρει ούτε αποσκευές και σε καμία περίπτωση, βέβαια, ανθρώπους!

Τρεις πανέμορφες Βραζιλιάνες λησταρχίνες τραπεζών αναστατώνουν τη Νέα Υόρκη. Τις κυνηγάει ένας παν-βλάκας (λευκός) αστυνομικός. Στο κυνήγι μπαίνει (αναγκαστικά) και μια μαύρη χοντρή ταξιτζού. Από κοντά και μια όμορφη (άσπρη αυτή) αξιωματικίνα. Στο τέλος, όπως γίνεται -πάντα- στο Χόλιγουντ, τα πάντα θα αποκατασταθούν. Και το ζευγάρι (ο παν-βλάκας αστυνομικός και η αξιωματικίνα) θα παντρευτούν! Ολα αυτά, βέβαια, με φρεναρίσματα και μαρσαρίσματα...

«Τι κρίμα», έλεγε κάποιος μεγάλος διανοητής, «να σπαταλιέται τόσο χρήμα, και τόσος ανθρώπινος κόπος, για να γίνει ένα τέτοιο κακό και ηλίθιο έργο τέχνης». Εμείς, τι άλλο να πούμε; Ας ευχηθούμε, αφού το ρίξαμε στη μεταφυσική, κάποια στιγμή να μαυρίσει από το κακό της η άσπρη οθόνη και να καταστεί, έτσι, αδύνατη η προβολή τέτοιων ανόητων ταινιών.

Παίζουν: Κουίν Λατίφα Τζίμι Φάλον, Ζιζέλ Μπουνσέτ, Αν Μάργκρετ.

ΝΑΓΚΙΣΑ ΟΣΙΜΑ
H Τελετή

Οποιος δεν είδε την «Τελετή» του Ναγκίσα Oσιμα (που γυρίστηκε το 1971) έχει χάσει ένα μεγάλο κομμάτι της κινηματογραφικής του παιδείας. Είναι, το δίχως άλλο, μια έλλειψη! Μια έλλειψη που πρέπει να καλυφθεί. (Μόνο το Σάββατο στις 4 μ.μ. στο «Τριανόν»).

Το ταξίδι του Μασούο (του κεντρικού ήρωα της ταινίας) στο νησί ενός συγγενή του δίνει την αφορμή στον Γιαπωνέζο σκηνοθέτη να περιγράψει αδρά την οικογενειακή του ιστορία (η οποία είναι ταυτόχρονα και η ιστορία της μεγαλοαστικής ιαπωνικής οικογένειας) από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το 1970.

Μέσα από αυτές τις αναπολήσεις και τις θύμισες, προβάλλει, σε πρώτο πλάνο, η περιπέτεια της ίδιας της Ιαπωνίας. Μιας χώρας, που, με τις νέες συνθήκες που προέκυψαν, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην παράδοση και στις νέες αξίες που προέκυψαν.

Τα παραπάνω τα παρακολουθούμε μέσα από μια σειρά τελετών (γεννήσεις, έρωτες, γάμοι, θάνατοι) και με μια «θεατρική», ας πούμε έτσι, κινηματογραφική καταγραφή. Αφού είναι γνωστή η «γλώσσα» που χρησιμοποιεί ο μεγάλος μάστορας του ιαπωνικού κινηματογράφου Ναγκίσα Oσιμα. Μια γλώσσα αποσπασματική, στιλιζαρισμένη και σημειολογική. Η αγωνία της Ιστορίας συναντά την προσωπική αυτογνωσία και - ενδεχομένως - την αυταπάτη.

Η ταινία θεωρείται η πιο ώριμη δημιουργία του Γιαπωνέζου δημιουργού.

Παίζουν: Κένζο Καβαραζάκι, Ατσούκο Κάκου, Ατσούο Νακαμούρα, Κέι Σάτο.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ