ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 11 Γενάρη 2000
Σελ. /36
1900-2000
Αιώνας μεγάλων ταξικών αναμετρήσεων
Β' ΜΕΡΟΣ

Συνεχίζοντας σήμερα την ανασκόπηση του 20ού αιώνα, σκιαγραφούμε την περίοδο που στην ιστορία έμεινε καταγραμμένη ως περίοδος του μεσοπολέμου. Είναι η περίοδος μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η εποχή του Μεσοπολέμου

Ο Γ. Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Ο Γ. Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κάθε άλλο παρά άμβλυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. H «ειρήνη» των Βερσαλλιών, με την οποία επισφραγίστηκε το τέλος των πολεμικών αναμετρήσεων, όπως ήταν αναμενόμενο, βασιζόταν στο ξαναχάραγμα των κρατικών συνόρων, στο ξαναμοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής, όπου τον πρώτο λόγο είχαν οι νικητές και κυρίως οι ισχυρότεροι απ' αυτούς. Από τη μοιρασιά, τη μερίδα του λέοντος άρπαξαν η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Αναλυτικότερα, η Αγγλία και η Γαλλία είχαν αρπάξει το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών αποικιών, με την πρώτη να παραμένει κυρίαρχος των θαλασσών και τη δεύτερη να είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη. Και οι δύο όμως παρουσίαζαν κάμψη στην οικονομική και πολιτική τους ισχύ, δεδομένου ότι η ανερχόμενη, οικονομικά και πολιτικά, δύναμη ήταν οι ΗΠΑ, που η μεταπολεμική περίοδο τις βρήκε χωρίς ιδιαίτερες απώλειες και, το σημαντικότερο, χωρίς να έχουν υποστεί την καταστροφή των παραγωγικών τους δυνάμεων που είχε επιφέρει ο πόλεμος στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, κυρίως στις ευρωπαϊκές. Τέλος ο μεγάλος χαμένος του πολέμου ήταν η Γερμανία, που όχι μόνο βρέθηκε χωρίς αποικίες, αλλά και έχασε το 1/8 των εδαφών της - ή το 10% του πληθυσμού της - όταν το 1923 η Γαλλία εισέβαλε στο Ρουρ. Οικονομικά, για τη Γερμανία η απώλεια του Ρουρ ήταν μεγάλο πλήγμα, αφού σ' αυτή την περιοχή παραγόταν το 88% του άνθρακά της, καθώς και μεγάλες ποσότητες σε ατσάλι και μαντέμι.

Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Γερμανία

Το κυριότερο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης αμέσως μετά τον πόλεμο ήταν η σταθεροποίηση των οικονομιών τους, που είχε δεχτεί ισχυρότατα πλήγματα όλο το προηγούμενο διάστημα. Βέβαια, ούτε λόγος δεν μπορούσε να γίνει για μια σταθεροποίηση και πολύ περισσότερο για μια ανάπτυξη διαρκείας - όλα αυτά είχαν σχετικό χαρακτήρα - γεγονός που δεν άργησε να φανεί. Το κύριο όμως χαρακτηριστικό αυτής της προσπάθειας για σχετική οικονομική σταθεροποίηση ήταν - όπως πολύ σωστά σημείωνε ο Στάλιν στην εισήγησή του προς το 14ο Συνέδριο του Σοβιετικού ΚΚ - ότι γινόταν «κυρίως με τη βοήθεια του Αμερικάνικου κεφαλαίου και με αντάλλαγμα την οικονομική υποταγή της Δυτικής Ευρώπης στην Αμερική» (Ι. Β. Στάλιν: «Απαντα», Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, τόμος 7ος, σελ. 293). Ετσι οι Αμερικανοί, για να μπορέσουν να προωθήσουν με μεγαλύτερη ασφάλεια τα συμφέροντά τους, αξιοποίησαν την πιο αδύνατη πλευρά του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού κόσμου που τότε ήταν η Γερμανία. Την αφορμή τούς την έδωσε η γαλλική επέμβαση στο Ρουρ και οι αφόρητες πιέσεις των ιμπεριαλιστικών ευρωπαϊκών δυνάμεων προς την ηττημένη πολεμικά Γερμανία να τους καταβάλει επανορθώσεις για τις καταστροφές που τους προξένησε στον πρώτο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Οι ΗΠΑ ουδέποτε επιδίωξαν, μετά τον πόλεμο, μια εξασθενισμένη και αδύναμη Γερμανία. Αντίθετα ήθελαν μια Γερμανία ισχυρή και υπό τον έλεγχό τους για να τη χρησιμοποιούν ως αντίβαρο ενάντια στη δύναμη της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η Αγγλία επίσης, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Γαλλίας στο Ρουρ, αντιλαμβανόταν πως η αποδυνάμωση της Γερμανίας σήμαινε την ενίσχυση της Γαλλίας σε βάρος των βρετανικών συμφερόντων. Ετσι ενώ οι ΗΠΑ επιδίωκαν διακαώς την ανόρθωση της γερμανικής αστικής τάξης, σ' αυτή τους την προσπάθεια βρήκαν, ως ένα βαθμό, σύμμαχο και την Αγγλία. Το θέμα όμως μιας ισχυρής Γερμανίας είχε και τις αρνητικές του πλευρές, δεδομένου ότι ενισχυμένο το γερμανικό κεφάλαιο, κάποια στιγμή, όταν θα ένιωθε αρκετά ισχυρό, θα αναζητούσε ζωτικό χώρο για τα συμφέροντά του πέραν των συνόρων της χώρας, πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τα συμφέροντα των υπόλοιπων ιμπεριαλιστικών χωρών που του είχαν αρπάξει τις αποικίες και τις προπολεμικές της αγορές. Αλλά και γι' αυτό δεν άργησε να βρεθεί λύση: όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου, ο διεθνής ιμπεριαλισμός θα έστρεφε τη Γερμανία ν' αναζητήσει το μελλοντικό ζωτικό της χώρο στην Ανατολή, στη Σοβιετική Ενωση κυρίως, αλλά και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα σχέδια Ντοζ, Γιανγκ και το σύμφωνο του Λοκάρνο δείχνουν περίτρανα την πολιτική που ο διεθνής ιμπεριαλισμός ακολούθησε απέναντι στη Γερμανία.

Τα σχέδια Ντοζ, Γιανγκ και το σύμφωνο του Λοκάρνο

Τα σχέδια Ντοζ (1924) και Γιανγκ (1929) ήταν δημιουργήματα της αμερικανικής μονοπωλιακής ολιγαρχίας. Το υποδηλώνουν άλλωστε και τα ονόματά τους. Το πρώτο οφείλει την ονομασία του στον Μόργκαν Ντοζ, αντιπρόσωπο της αμερικανικής χρηματιστικής ομάδας και πρόεδρο της διεθνούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων, που συγκροτήθηκε το Νοέμβρη του 1923, με απόφαση της επιτροπής επανορθώσεων, για να εξετάσει το ζήτημα αυτό - των επανορθώσεων δηλαδή- σε σχέση με τη Γερμανία. Το δεύτερο πήρε το όνομά του από τον Αμερικανό μεγαλοκεφαλαιούχο Οουεν Γιανγκ, που ήταν πρόεδρος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που το εισηγήθηκε. Και τα δύο σχέδια έδωσαν ισχυρότατη ώθηση στη στρατιωτικοοικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, της προμήθευσαν τα κεφάλαια που χρειαζόταν - κυρίως αμερικανικά - την απάλλαξαν από την πίεση για καταβολή επανορθώσεων στέλνοντας το θέμα ουσιαστικά στις ελληνικές καλένδες και ταυτόχρονα ενίσχυσαν τη διείσδυση του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη. Τα μεγαλύτερα αμερικανικά μονοπώλια - «Στάνταρντ όιλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνάσιοναλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κλπ.- διείσδυσαν στη γερμανική βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Από την άλλη η σύνδεση των γερμανικών μονοπωλίων με τα διεθνή καρτέλ βοηθούσε τη Γερμανία να παρακάμπτει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στον τομέα της παραγωγής όπλων. Μέσω των διεθνών καρτέλ τα γερμανικά μονοπώλια επένδυσαν μεγάλα κεφάλαια στην πολεμική βιομηχανία άλλων κρατών - της Ολλανδίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Φινλανδίας - και την έθεσαν υπό τον έλεγχό τους.

Η Γερμανία ξαναγινόταν μεγάλη δύναμη, το κεφάλαιό της διογκωνόταν κι επεκτεινόταν, η δράση του υπερέβαινε τα όρια του γερμανικού εδάφους. Ετσι οι Αγγλοαμερικανοί και οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές φρόντισαν να το προσανατολίσουν να αναζητήσει ζωτικό χώρο προς την ΕΣΣΔ και τις άλλες ανατολικές χώρες. Αυτό έγινε απολύτως σαφές με το σύμφωνο του Λοκάρνο, που υπογράφηκε το 1925. Βάσει αυτού του συμφώνου, η Γερμανία αποδεχόταν το συνοριακό καθεστώς προς τα δυτικά (Γαλλία, Βέλγιο) που είχε επιβληθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και οι Γάλλοι αναγνώριζαν τα γερμανικά σύνορα. Ουδεμία δέσμευση της Γερμανίας υπήρχε για σεβασμό των συνόρων των χωρών που βρίσκονταν στα ανατολικά της, πράγμα που σήμαινε ότι, τουλάχιστον, από τους ισχυρούς της Δύσης είχε όλο το ελεύθερο να έχει εδαφικές και άλλου είδους βλέψεις προς εκείνες τις περιοχές του χάρτη.

Η κατάσταση αυτή, η ανόρθωση και ισχυροποίηση, δηλαδή, της γερμανικής αστικής τάξης και η αναγνώριση του ελεύθερου σ' αυτήν να αναζητήσει προς Ανατολάς χώρο επέκτασης ήταν και το καταλληλότερο κλίμα για να αναπτυχθεί ο φασισμός. Ενα φαινόμενο που δεν ήταν καθόλου άγνωστο στον τότε κόσμο, αν ληφθεί υπόψη ότι στη δεκαετία του '20 σε μια σειρά χώρες, όπως στην Ουγγαρία το 1920, στην Ιταλία το 1922, στη Βουλγαρία και στην Ισπανία το 1923, στην Αλβανία το 1924, στην Ελλάδα το 1925, στη Λιθουανία, την Πολωνία και την Πορτογαλία το 1926 και στη Γιουγκοσλαβία το 1929, εγκαθιδρύθηκαν φασιστικά η αυταρχικά καθεστώτα. Ο φασισμός πάντως στη Γερμανία, αν και αναπτυσσόταν ραγδαία προς το τέλος της δεκαετίας αυτής, επικράτησε στις αρχές της επομένης, στα 1933, αφού είχε προηγηθεί η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1929-1933, που συγκλόνισε συθέμελα ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα, το έφερε στο χείλος της καταστροφής, τινάζοντας στον αέρα και όλες τις θεωρίες περί μόνιμης σταθεροποίησής του, που, στο προηγούμενο διάστημα, είχαν γνωρίσει μεγάλη διάδοση στους αστικούς και σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους. Μέσα στις συνθήκες της κρίσης οι αστικές τάξεις σκλήρυναν τη στάση τους απέναντι στο προλεταριάτο, με την τρομοκρατία και την ανοιχτή υποστήριξη του φασισμού, επιδιώκοντας έτσι να σώσουν την εξουσία τους. Ταυτόχρονα το κυνηγητό των εξοπλισμών πήρε νέες διαστάσεις, ενώ και η οικονομία των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών στρατιωτικοποιήθηκε. Η στρατιωτικοποίηση αυτή ήταν ιδιαίτερα εμφανής στη Γερμανία, στην Ιαπωνία και στην Ιταλία, όπου και το θέμα του ξαναμοιράσματος του κόσμου μπήκε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επί τάπητος ως επίσημη κρατική πολιτική. Μ' άλλα λόγια ο πόλεμος τέθηκε στην ημερήσια διάταξη.

Οι πολεμικές προετοιμασίες του φασισμού

Ο κίνδυνος ενός νέου παγκόσμιου πολέμου φάνηκε καθαρά από την αρχή της δεκαετίας του '30, όταν στις 18/9/1931 η Ιαπωνία εισέβαλε στη Βορειοανατολική Κίνα (Μαντζουρία) και προς το τέλος του ίδιου χρόνου την κατέλαβε, δημιουργώντας (στις 9/3/1932) ένα κράτος -«μαριονέτα», το Μαντσουκούο. Στις 27/3/1933 η Ιαπωνία έκανε ένα ακόμη μεγάλο βήμα προς τον πόλεμο, εγκαταλείποντας επίσημα την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Τέσσερα χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1937, τα ιαπωνικά στρατεύματα άρχισαν την επιχείρηση για την κατάληψη ολόκληρης της Κίνας. Ετσι τον Οκτώβρη του 1938 ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος του κινέζικου εδάφους, τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας και τις βασικές σιδηροδρομικές αρτηρίες. Επίσης, στο διάστημα αυτό, μέσω του Μαντσουκούο, εντάθηκαν οι προκλήσεις κατά της ΕΣΣΔ και το Μάη του 1939 ιαπωνικές στρατιωτικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίον τη Λ.Δ. Μογγολίας που κράτησαν τέσσερις μήνες και έληξαν με νίκη των σοβιετικών στρατευμάτων που- βάσει συμφωνίας- έτρεξαν σε βοήθεια της τελευταίας.

Στη Γερμανία οι ναζί αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, προχώρησαν στη στρατιωτικοποίηση τόσο της οικονομίας, όσο και της χώρας ολόκληρης. Από το καλοκαίρι του 1933 η χιτλερική Γερμανία έθεσε θέμα να της επιστραφούν οι αποικίες της στην Αφρική. Στις 19/10/1933 αποχώρησε από την ΚτΕ και, σχεδόν, δύο χρόνια μετά- στις 16/3/1935- οι ναζί εξέδωσαν νόμο που εισήγαγε τη γενική υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και προέβλεπε τη δημιουργία στρατού μισού εκατομμυρίου ατόμων. Το Μάρτη του 1936, χιτλερικά στρατεύματα κατέλαβαν την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη του Ρήνου και το Καλοκαίρι του ιδίου έτους η Γερμανία μπήκε στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό του Φράνκο. Ακόμη το Μάρτη του 1938, προσάρτησε την Αυστρία και το Φθινόπωρο άρχισε την αποψίλωση της Τσεχοσλοβακίας που τελικά την έθεσε υπό την κατοχή της με το περιβόητο σύμφωνο του Μονάχου. Μετά την Τσεχοσλοβακία η Γερμανία κατέλαβε το Λιθουανικό λιμάνι Μέμελ και τη γύρω περιοχή.

Στην Ιταλία οι φασίστες από τον Ιούνη του 1925 που πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο του φασιστικού κόμματος ξεκαθάρισαν πως στόχος τους ήταν η δημιουργία της ιταλικής αυτοκρατορίας. Η μετατροπή της Μεσογείου σε ιταλική λίμνη και η ένταξη των κρατών της Βαλκανικής στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας από τότε θεωρούνταν επίσημο πρόγραμμα της ιταλικής πολιτικής. Με γοργούς ρυθμούς στρατιωτικοποιήθηκε η χώρα και η οικονομία της και δεν άργησε η ανάληψη στρατιωτικής δράσης εκτός συνόρων. Ετσι, στις 3/10/1935 τα ιταλικά φασιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αιθιοπία (Αβησσυνία) την οποία στη συνέχεια κατέλαβαν. Κατόπιν η Ιταλία αναμείχθηκε ενεργά στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό των φασιστών του Φράνκο ενώ το τον Δεκέμβρη του 1937 εγκατέλειψε επιδεικτικά την ΚτΕ και τον Απρίλη του 1939 εισέβαλε στην Αλβανία, την οποία και έθεσε υπό την κατοχή της.

Οπως ήταν φυσικό, μέσα στη δεκαετία του '30 διαμορφώθηκε και η στρατιωτικοπολιτική συμμαχία των φασιστικών κρατών. Συγκεκριμένα, στις 25/10/1936 υπογράφηκε στο Βερολίνο Ιταλογερμανική συμφωνία που προέβλεπε: τον διαχωρισμό, ανάμεσα στις δύο χώρες, των σφαιρών οικονομικής επιρροής στα Βαλκάνια και στο λεκανοπέδιο του Δούναβη, τον κοινό τους αγώνα εναντίον της Δημοκρατικής Ισπανίας και την αναγνώριση της Αιθιοπίας ως ιταλικής κτήσης. Ετσι συγκροτήθηκε ο άξονας Ρώμης- Βερολίνου. Τρία χρόνια αργότερα, στις 22/5/1939, πάλι στο Βερολίνο, υπογράφηκε η διμερής στρατιωτική συμφωνία Γερμανίας- Ιταλίας που πήρε την ονομασία «Χαλύβδινο Σύμφωνο». Το 1936, στις 25 Νοεμβρίου, Γερμανία και Ιαπωνία υπέγραψαν το γνωστό ΑΝΤΙΚΟΜΙΤΕΡΝ (αντικομμουνιστικό) ΣΥΜΦΩΝΟ κι ένα χρόνο μετά, στις 6/11/1937, προσχώρησε σ' αυτό και η Ιταλία ενώ αργότερα, τον Φλεβάρη- Μάρτη του 1939, μπήκαν η Ουγγαρία, η Ισπανία και το κράτος - «μαριονέτα» Μαντσουκούο. Το σύμφωνο αυτό στρεφόταν φανερά εναντίον της ΕΣΣΔ και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Γι' αυτό και ονομαζόταν Αντικομιντέρν σύμφωνο, δηλαδή σύμφωνο εναντίον της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Ποιος ενθάρρυνε τα πολεμικά σχέδια του φασισμού;

Το ερώτημα που ευθέως προβάλλει αφορά το πώς αντέδρασαν τα υπόλοιπα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη βλέποντας το φασισμό να οδηγεί τα πράγματα σε πόλεμο. Η απάντηση είναι σαφής και δε χωράει αμφισβήτηση. Η αντιδραστική καπιταλιστική Δύση είδε στο πρόσωπο του φασισμού την αιχμή του δόρατός της ενάντια στο παγκόσμιο εργατικό - κομμουνιστικό κίνημα και την ΕΣΣΔ. Και προσπάθησε προς τα εκεί να στρέψει τις φασιστικές ορδές έχοντας την ψευδαίσθηση πως, με έναν ελεγχόμενο πόλεμο ανάμεσα στο φασιστικό άξονα και τη Σοβιετική Ενωση θα κατάφερνε από τη μια να ξεμπερδέψει με τον μπολσεβικισμό κι από την άλλη να εξασθενίσει τους ανταγωνιστές της στις παγκόσμιες αγορές, τους Γερμανούς και Ιάπωνες κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο τους Ιταλούς. Ετσι η Ιταλική επίθεση στην Αιθιοπία έγινε με την ουσιαστική έγκριση της Γαλλίας, της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Ο Γάλλος υπουργό Εξωτερικών Π. Λαβάλ καυχιόταν, αργότερα, πως «χάρισε στον Ντούτσε την Αιθιοπία», ο Βρετανός Α. Ηντεν έγραφε στα απομνημονεύματά του ότι «εμείς μετατρέψαμε τον Μουσολίνι σε σημαντική δύναμη» και το Αμερικανικό Κογκρέσο, τον Αύγουστο του '35, με νόμο που ψήφισε απαγόρεψε τις εξαγωγές όπλων και πυρομαχικών σε εμπόλεμες χώρες, εξισώνοντας στην περίπτωση της ιταλικής εισβολής στην Αιθιοπία το θύμα με το θύτη.

Φανερή υπήρξε η ενθάρρυνση που έδωσαν Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ στην Ιαπωνία σχετικά με την εισβολή της τελευταίας στη Μαντζουρία. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Χ. Χούβερ χαρακτήρισε την εισβολή σαν «αποκατάσταση της τάξης» στην Κίνα, ενώ στη συνδιάσκεψη των 18 κρατών στις Βρυξέλλες (3 ως 24/11/1937), όπου εξετάστηκε η κατάσταση στην Απω Ανατολή δεν πάρθηκε κανένα πρακτικό μέτρο κατά της Ιαπωνίας και απορρίφθηκε η πρόταση των Σοβιετικών για υπεράσπιση της ειρήνης στην περιοχή. Το θέμα, όμως, με τις ιαπωνικές κτήσεις στην Απω Ανατολή δε σταματάει εδώ. Οταν η Ιαπωνία εισέβαλε στη Λ.Δ. Μογγολίας -και πριν ακόμη λήξουν οι συγκρούσεις- η Αγγλία και οι ΗΠΑ προσέτρεξαν να συμπαρασταθούν στον ιαπωνικό επεκτατισμό, ώστε αυτός να συνεχίσει αμείωτα κατά της ΕΣΣΔ. Ετσι, τον Ιούλη του 1939 Αγγλία και Ιαπωνία υπέγραψαν συμφωνία, με την οποία η Αγγλία αναγνώριζε τις Ιαπωνικές κατακτήσεις στην Κίνα και οι ΗΠΑ παρέτειναν για 6 μήνες την ακυρωμένη προηγούμενη εμπορική συμφωνία τους με τους Ιάπωνες.

Η ευνοϊκή στάση των Αγγλογάλλων και Αμερικανών ιμπεριαλιστών απέναντι στο φασισμό αποδεικνύεται εξίσου προκλητική όσον αφορά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και την αποδοχή από μέρους τους της προσάρτησης της Αυστρίας στη Γερμανία. Σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο αξίζει να σημειωθεί ότι η Γαλλία και η Αγγλία κράτησαν στάση «ουδετερότητας», ενώ οι ΗΠΑ με απόφασή τους τον Γενάρη του 1937 συμπεριέλαβαν στο εμπάργκο όπλων και την Ισπανία, πράγμα που σήμαινε στέρηση της Δημοκρατικής Ισπανίας από πηγές εξοπλισμού, αλλά και έμμεση ενίσχυση των φασιστών του Φράνκο, αφού αυτοί ενισχύονταν με όπλα και έμψυχο υλικό από Γερμανία και Ιταλία.

Ακόμη πιο προκλητική ήταν η στάση των Δυτικών όσον αφορά το ζήτημα του επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Στις 16/3/1935, όπως, προαναφέραμε, στη Γερμανία εκδόθηκε ο νόμος για την υποχρεωτική θητεία. Τρεις μήνες μετά, στις 18/6/1935 υπογράφηκε στο Λονδίνο Αγγλογερμανική συμφωνία, βάσει της οποίας επιτράπηκε στη χιτλερική Γερμανία να σχηματίσει πολεμικό στόλο, αυξάνοντας τον ήδη υπάρχοντα πάνω από 5 φορές, γεγονός που εξίσωνε τη ναυτική πολεμική της δύναμη μ' αυτή της Γαλλίας. Ετσι η Γερμανία κατόρθωσε να κυριαρχήσει στη Βαλτική Θάλασσα. Μαζί μ' όλα αυτά, τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας εφοδίαζαν το Ράιχ με πατέντες, πρώτες ύλες και στρατηγικά υλικά.

Η προκλητική ενθάρρυνση του φασισμού από τις δυτικές αντιδραστικές δυνάμεις ξεπέρασε κάθε όριο με το σύμφωνο του Μονάχου, βάσει του οποίου η Γερμανία, με τις ευλογίες των Αμερικανών, των Βρετανών και των Γάλλων ιμπεριαλιστών έβαλε στο χέρι την Τσεχοσλοβακία.

ΑΥΡΙΟ ΤΟ Γ' ΜΕΡΟΣ
Η αντιφασιστική πάλη των ΚΚ και της ΕΣΣΔ

Θωρακισμένα οχήματα στο Λονδίνο, στις 3 Μάη του 1926, έτοιμα να αντιμετωπίσουν τις σφοδρές ταξικές συγκρούσεις που ακολούθησαν τη γενική απεργία του ίδιου χρόνου στην Αγγλία
Θωρακισμένα οχήματα στο Λονδίνο, στις 3 Μάη του 1926, έτοιμα να αντιμετωπίσουν τις σφοδρές ταξικές συγκρούσεις που ακολούθησαν τη γενική απεργία του ίδιου χρόνου στην Αγγλία
Το κύριο βάρος της πάλης κατά του φασισμού, σ' όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το σήκωσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα με την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ΕΣΣΔ που ήταν το πρώτο και το μόνο, τότε, σοσιαλιστικό κράτος. Ανυπολόγιστες είναι οι θυσίες των κομμουνιστικών κομμάτων στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και αλλού για να μην επικρατήσει ο φασισμός - κι όπου επικρατούσε για να ανατραπεί. «Ο φασισμός - έλεγε στην απόφασή της το Δεκέμβρη του 1933 η 13η Ολομέλεια της ΕΕ της ΚΔ - είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Πάνω σ' αυτή την εκτίμηση, δύο χρόνια αργότερα (25/7- 21/8 του 1935) πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, που υιοθέτησε την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής και για την αποσόβηση του κινδύνου να ξεσπάσει ένας νέος παγκόσμιος - ολέθριος για τους λαούς - πόλεμος.

Σχετικά με την αντιφασιστική - αντιπολεμική δράση της ΕΣΣΔ αξίζει, μεταξύ άλλων, να μνημονεύσουμε τα εξής:

  • Το Φλεβάρη του 1932 η Σοβιετική Ενωση πρότεινε στη Διεθνή Συνδιάσκεψη που έγινε στη Γενεύη για τη μείωση των εξοπλισμών, τον γενικό και πλήρη αφοπλισμό. Η πρόταση όμως αυτή απορρίφθηκε από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
  • Στις 18/9/1934 η ΕΣΣΔ έγινε μέλος της ΚτΕ κι από το βήμα της τελευταίας οι Σοβιετικοί αντιπρόσωποι ξεσκέπασαν την επεκτατική - πολεμική πολιτική του φασισμού κατά της Αιθιοπίας, της Απω Ανατολής, της Ευρώπης, αποκάλυψαν την πολιτική ενθάρρυνσης του φασισμού από τη Δύση και απαίτησαν να χαλιναγωγηθεί η φασιστική επιθετικότητα και να δημιουργηθεί σύστημα συλλογικής ασφάλειας και ειρήνης. Ακόμη πρέπει να σημειώσουμε ότι η Σοβιετική Ενωση ήταν η μόνη χώρα που βοήθησε έμπρακτα τη Δημοκρατική Ισπανία ενάντια στους φασίστες του Φράνκο.
  • Οταν η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία, η ΕΣΣΔ ζήτησε συλλογική απόκρουση του επιδρομέα χωρίς να εισακουστεί από τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές, παρόλο που προσδιόριζε με ακρίβεια τι θα επακολουθούσε μετά την Αυστρία. «Δημιουργείται κίνδυνος για την Τσεχοσλοβακία - έλεγε η σοβιετική κυβερνητική ανακοίνωση - και σε συνέχεια, μια και οι επιθετικές διαθέσεις είναι μεταδοτικές, υπάρχει ο κίνδυνος να εξελιχθεί η απειλή σε καινούργιες διεθνείς διενέξεις» (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Θ1- Θ2, σελ. 686). Το πόσο δίκιο είχε η Σοβιετική Ενωση στις εκτιμήσεις της δεν άργησε να φανεί, αφού ένα, περίπου, μήνα μετά την προσάρτηση της Αυστρίας - τον Απρίλιο του 1938 - η Γερμανία άρχισε να δείχνει τα δόντια της στην Τσεχοσλοβακία, την οποία και τελικά έβαλε στο χέρι λίγους μήνες αργότερα, έχοντας την πλήρη έγκριση Αγγλογάλλων και Αμερικανών.
  • Η ΕΣΣΔ κατέβαλε ύστατη προσπάθεια, τόσο πριν όσο και μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, να πετύχει μια συμμαχία με την Αγγλία και τη Γαλλία ενάντια στην απειλή του φασισμού. Κι όταν αυτό δεν έγινε κατορθωτό με ευθύνη των τελευταίων, όταν και η παραμικρή ελπίδα έσβησε, υποχρεώθηκε να αναζητήσει τη δυνατότητα εκείνη που θα της επέτρεπε να προετοιμαστεί καλύτερα για έναν πόλεμο που ήταν πλέον αναπόφευκτος. Η δυνατότητα αυτή δεν ήταν άλλη από την υπογραφή συμφώνου μη επίθεσης με τη Γερμανία, του γνωστού συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότωφ, που υπογράφηκε στις 23/8/1939. Μ' αυτό το σύμφωνο η ΕΣΣΔ κατάφερε να απομακρύνει προσωρινά την πολεμική απειλή από τα σύνορά της και να κερδίσει, τουλάχιστον, δύο χρόνια αποφυγής του πολέμου για να τελειοποιήσει την αμυντική της ικανότητα. Ετσι μπόρεσε να προετοιμαστεί κατάλληλα για να σηκώσει το κύριο και ουσιαστικότερο βάρος του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και να πετύχει τελικά τη συντριβή του φασισμού.


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ