Τρίτη 11 Γενάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Η εποχή του Μεσοπολέμου

Ο Γ. Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Ο Γ. Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κάθε άλλο παρά άμβλυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. H «ειρήνη» των Βερσαλλιών, με την οποία επισφραγίστηκε το τέλος των πολεμικών αναμετρήσεων, όπως ήταν αναμενόμενο, βασιζόταν στο ξαναχάραγμα των κρατικών συνόρων, στο ξαναμοίρασμα των αποικιών και των σφαιρών επιρροής, όπου τον πρώτο λόγο είχαν οι νικητές και κυρίως οι ισχυρότεροι απ' αυτούς. Από τη μοιρασιά, τη μερίδα του λέοντος άρπαξαν η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Αναλυτικότερα, η Αγγλία και η Γαλλία είχαν αρπάξει το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών αποικιών, με την πρώτη να παραμένει κυρίαρχος των θαλασσών και τη δεύτερη να είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη. Και οι δύο όμως παρουσίαζαν κάμψη στην οικονομική και πολιτική τους ισχύ, δεδομένου ότι η ανερχόμενη, οικονομικά και πολιτικά, δύναμη ήταν οι ΗΠΑ, που η μεταπολεμική περίοδο τις βρήκε χωρίς ιδιαίτερες απώλειες και, το σημαντικότερο, χωρίς να έχουν υποστεί την καταστροφή των παραγωγικών τους δυνάμεων που είχε επιφέρει ο πόλεμος στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, κυρίως στις ευρωπαϊκές. Τέλος ο μεγάλος χαμένος του πολέμου ήταν η Γερμανία, που όχι μόνο βρέθηκε χωρίς αποικίες, αλλά και έχασε το 1/8 των εδαφών της - ή το 10% του πληθυσμού της - όταν το 1923 η Γαλλία εισέβαλε στο Ρουρ. Οικονομικά, για τη Γερμανία η απώλεια του Ρουρ ήταν μεγάλο πλήγμα, αφού σ' αυτή την περιοχή παραγόταν το 88% του άνθρακά της, καθώς και μεγάλες ποσότητες σε ατσάλι και μαντέμι.

Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Γερμανία

Το κυριότερο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης αμέσως μετά τον πόλεμο ήταν η σταθεροποίηση των οικονομιών τους, που είχε δεχτεί ισχυρότατα πλήγματα όλο το προηγούμενο διάστημα. Βέβαια, ούτε λόγος δεν μπορούσε να γίνει για μια σταθεροποίηση και πολύ περισσότερο για μια ανάπτυξη διαρκείας - όλα αυτά είχαν σχετικό χαρακτήρα - γεγονός που δεν άργησε να φανεί. Το κύριο όμως χαρακτηριστικό αυτής της προσπάθειας για σχετική οικονομική σταθεροποίηση ήταν - όπως πολύ σωστά σημείωνε ο Στάλιν στην εισήγησή του προς το 14ο Συνέδριο του Σοβιετικού ΚΚ - ότι γινόταν «κυρίως με τη βοήθεια του Αμερικάνικου κεφαλαίου και με αντάλλαγμα την οικονομική υποταγή της Δυτικής Ευρώπης στην Αμερική» (Ι. Β. Στάλιν: «Απαντα», Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, τόμος 7ος, σελ. 293). Ετσι οι Αμερικανοί, για να μπορέσουν να προωθήσουν με μεγαλύτερη ασφάλεια τα συμφέροντά τους, αξιοποίησαν την πιο αδύνατη πλευρά του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού κόσμου που τότε ήταν η Γερμανία. Την αφορμή τούς την έδωσε η γαλλική επέμβαση στο Ρουρ και οι αφόρητες πιέσεις των ιμπεριαλιστικών ευρωπαϊκών δυνάμεων προς την ηττημένη πολεμικά Γερμανία να τους καταβάλει επανορθώσεις για τις καταστροφές που τους προξένησε στον πρώτο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Οι ΗΠΑ ουδέποτε επιδίωξαν, μετά τον πόλεμο, μια εξασθενισμένη και αδύναμη Γερμανία. Αντίθετα ήθελαν μια Γερμανία ισχυρή και υπό τον έλεγχό τους για να τη χρησιμοποιούν ως αντίβαρο ενάντια στη δύναμη της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η Αγγλία επίσης, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Γαλλίας στο Ρουρ, αντιλαμβανόταν πως η αποδυνάμωση της Γερμανίας σήμαινε την ενίσχυση της Γαλλίας σε βάρος των βρετανικών συμφερόντων. Ετσι ενώ οι ΗΠΑ επιδίωκαν διακαώς την ανόρθωση της γερμανικής αστικής τάξης, σ' αυτή τους την προσπάθεια βρήκαν, ως ένα βαθμό, σύμμαχο και την Αγγλία. Το θέμα όμως μιας ισχυρής Γερμανίας είχε και τις αρνητικές του πλευρές, δεδομένου ότι ενισχυμένο το γερμανικό κεφάλαιο, κάποια στιγμή, όταν θα ένιωθε αρκετά ισχυρό, θα αναζητούσε ζωτικό χώρο για τα συμφέροντά του πέραν των συνόρων της χώρας, πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τα συμφέροντα των υπόλοιπων ιμπεριαλιστικών χωρών που του είχαν αρπάξει τις αποικίες και τις προπολεμικές της αγορές. Αλλά και γι' αυτό δεν άργησε να βρεθεί λύση: όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου, ο διεθνής ιμπεριαλισμός θα έστρεφε τη Γερμανία ν' αναζητήσει το μελλοντικό ζωτικό της χώρο στην Ανατολή, στη Σοβιετική Ενωση κυρίως, αλλά και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα σχέδια Ντοζ, Γιανγκ και το σύμφωνο του Λοκάρνο δείχνουν περίτρανα την πολιτική που ο διεθνής ιμπεριαλισμός ακολούθησε απέναντι στη Γερμανία.

Τα σχέδια Ντοζ, Γιανγκ και το σύμφωνο του Λοκάρνο

Τα σχέδια Ντοζ (1924) και Γιανγκ (1929) ήταν δημιουργήματα της αμερικανικής μονοπωλιακής ολιγαρχίας. Το υποδηλώνουν άλλωστε και τα ονόματά τους. Το πρώτο οφείλει την ονομασία του στον Μόργκαν Ντοζ, αντιπρόσωπο της αμερικανικής χρηματιστικής ομάδας και πρόεδρο της διεθνούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων, που συγκροτήθηκε το Νοέμβρη του 1923, με απόφαση της επιτροπής επανορθώσεων, για να εξετάσει το ζήτημα αυτό - των επανορθώσεων δηλαδή- σε σχέση με τη Γερμανία. Το δεύτερο πήρε το όνομά του από τον Αμερικανό μεγαλοκεφαλαιούχο Οουεν Γιανγκ, που ήταν πρόεδρος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που το εισηγήθηκε. Και τα δύο σχέδια έδωσαν ισχυρότατη ώθηση στη στρατιωτικοοικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, της προμήθευσαν τα κεφάλαια που χρειαζόταν - κυρίως αμερικανικά - την απάλλαξαν από την πίεση για καταβολή επανορθώσεων στέλνοντας το θέμα ουσιαστικά στις ελληνικές καλένδες και ταυτόχρονα ενίσχυσαν τη διείσδυση του αμερικανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη. Τα μεγαλύτερα αμερικανικά μονοπώλια - «Στάνταρντ όιλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνάσιοναλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κλπ.- διείσδυσαν στη γερμανική βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Από την άλλη η σύνδεση των γερμανικών μονοπωλίων με τα διεθνή καρτέλ βοηθούσε τη Γερμανία να παρακάμπτει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στον τομέα της παραγωγής όπλων. Μέσω των διεθνών καρτέλ τα γερμανικά μονοπώλια επένδυσαν μεγάλα κεφάλαια στην πολεμική βιομηχανία άλλων κρατών - της Ολλανδίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Φινλανδίας - και την έθεσαν υπό τον έλεγχό τους.

Η Γερμανία ξαναγινόταν μεγάλη δύναμη, το κεφάλαιό της διογκωνόταν κι επεκτεινόταν, η δράση του υπερέβαινε τα όρια του γερμανικού εδάφους. Ετσι οι Αγγλοαμερικανοί και οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές φρόντισαν να το προσανατολίσουν να αναζητήσει ζωτικό χώρο προς την ΕΣΣΔ και τις άλλες ανατολικές χώρες. Αυτό έγινε απολύτως σαφές με το σύμφωνο του Λοκάρνο, που υπογράφηκε το 1925. Βάσει αυτού του συμφώνου, η Γερμανία αποδεχόταν το συνοριακό καθεστώς προς τα δυτικά (Γαλλία, Βέλγιο) που είχε επιβληθεί με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και οι Γάλλοι αναγνώριζαν τα γερμανικά σύνορα. Ουδεμία δέσμευση της Γερμανίας υπήρχε για σεβασμό των συνόρων των χωρών που βρίσκονταν στα ανατολικά της, πράγμα που σήμαινε ότι, τουλάχιστον, από τους ισχυρούς της Δύσης είχε όλο το ελεύθερο να έχει εδαφικές και άλλου είδους βλέψεις προς εκείνες τις περιοχές του χάρτη.

Η κατάσταση αυτή, η ανόρθωση και ισχυροποίηση, δηλαδή, της γερμανικής αστικής τάξης και η αναγνώριση του ελεύθερου σ' αυτήν να αναζητήσει προς Ανατολάς χώρο επέκτασης ήταν και το καταλληλότερο κλίμα για να αναπτυχθεί ο φασισμός. Ενα φαινόμενο που δεν ήταν καθόλου άγνωστο στον τότε κόσμο, αν ληφθεί υπόψη ότι στη δεκαετία του '20 σε μια σειρά χώρες, όπως στην Ουγγαρία το 1920, στην Ιταλία το 1922, στη Βουλγαρία και στην Ισπανία το 1923, στην Αλβανία το 1924, στην Ελλάδα το 1925, στη Λιθουανία, την Πολωνία και την Πορτογαλία το 1926 και στη Γιουγκοσλαβία το 1929, εγκαθιδρύθηκαν φασιστικά η αυταρχικά καθεστώτα. Ο φασισμός πάντως στη Γερμανία, αν και αναπτυσσόταν ραγδαία προς το τέλος της δεκαετίας αυτής, επικράτησε στις αρχές της επομένης, στα 1933, αφού είχε προηγηθεί η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1929-1933, που συγκλόνισε συθέμελα ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα, το έφερε στο χείλος της καταστροφής, τινάζοντας στον αέρα και όλες τις θεωρίες περί μόνιμης σταθεροποίησής του, που, στο προηγούμενο διάστημα, είχαν γνωρίσει μεγάλη διάδοση στους αστικούς και σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους. Μέσα στις συνθήκες της κρίσης οι αστικές τάξεις σκλήρυναν τη στάση τους απέναντι στο προλεταριάτο, με την τρομοκρατία και την ανοιχτή υποστήριξη του φασισμού, επιδιώκοντας έτσι να σώσουν την εξουσία τους. Ταυτόχρονα το κυνηγητό των εξοπλισμών πήρε νέες διαστάσεις, ενώ και η οικονομία των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών στρατιωτικοποιήθηκε. Η στρατιωτικοποίηση αυτή ήταν ιδιαίτερα εμφανής στη Γερμανία, στην Ιαπωνία και στην Ιταλία, όπου και το θέμα του ξαναμοιράσματος του κόσμου μπήκε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επί τάπητος ως επίσημη κρατική πολιτική. Μ' άλλα λόγια ο πόλεμος τέθηκε στην ημερήσια διάταξη.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ