Και αν όλα τα παραπάνω είναι... θεμιτά για την κυβέρνηση και τη διοίκηση του ΟΤΕ, που προωθούν την πλήρη ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού και την ολοκληρωτική ανατροπή των εργασιακών και ασφαλιστικών κατακτήσεων των εργαζομένων, προκαλεί τουλάχιστον εντύπωση η συμμετοχή της πλειοψηφίας (ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΣΥΝ) της ΟΜΕ - ΟΤΕ σε αλλεπάλληλες «διαπραγματεύσεις» επί προαποφασισμένων και επί της ουσίας τελεσίδικων κυβερνητικών επιλογών, άκρως αντεργατικών. Δεν καταλαβαίνουν, άραγε, ότι με τα «παζάρια» τους, όχι μόνο δε βάζουν φραγμό στα αντεργατικά σχέδια, αλλά αντίθετα, δίνουν λαβή στη διοίκηση του ΟΤΕ να ενεργεί με περίσσιο θράσος και πλήρη περιφρόνηση προς τους εργαζόμενους και το συνδικαλιστικό κίνημα;
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά, που ακολουθούν οι προαναφερόμενες δυνάμεις την τακτική αυτή, τόσο στον ΟΤΕ όσο και σε άλλους χώρους. Η προσήλωση και η συνέπειά τους στον «κοινωνικό διάλογο» είναι πράγματι αδιαμφισβήτητες. Το ίδιο αδιαμφισβήτητες όμως είναι και οι διογκούμενες συνεχώς αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους. Και μπορεί, οι ηγεσίες των δυνάμεων αυτών, να μη θέλουν να τις αναγνωρίσουν, αλλά οι εργαζόμενοι πρέπει να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.
Ο «κοινωνικός διάλογος» διοίκησης του Οργανισμού και ΟΜΕ-ΟΤΕ δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό, για τους εργαζόμενους. Αντίθετα, θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο τη θέση τους, ενώ, θα ανοίξει το δρόμο για τις μελλοντικές, ακόμη αντιδραστικότερες ρυθμίσεις. Και όσοι απομείνουν τελικά στον Οργανισμό, θα κληθούν να εργαστούν σε «εργασιακό μεσαίωνα». Να γιατί είναι επιτακτική ανάγκη να ξεπεράσουν τη συμβιβασμένη συνδικαλιστική τους ηγεσία και να επιλέξουν το δρόμο του αγώνα, μαζί με τις ταξικές δυνάμεις του χώρου.
Υπάρχουν μερικοί τις μέρες αυτές - λιγότεροι αφελείς και περισσότεροι πονηροί - που «κόπτονται» ιδιαίτερα για την ενότητα του αγροτικού κινήματος κι εκφράζουν την «πίκρα» τους που δεν εμφανίζονται ενωμένοι οι αγρότες στις κινητοποιήσεις για το βαμβάκι. Θα πρέπει να ενημερώσουμε τον «κάθε πικραμένο» ότι για να συμμετάσχει κάποιος σε μια κινητοποίηση πρέπει να συμφωνεί - κατ' αρχήν - με το διεκδικητικό της πλαίσιο. Κι όπως είναι γνωστό, πολλοί αγρότες δε συμφωνούν με τα αιτήματα των κινητοποιήσεων, στις οποίες ηγούνται οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι Θεσσαλοί αγροτοσυνδικαλιστές της ΝΔ. Οχι μόνον ή κυρίως, γιατί είναι μονομερή, αφού αφορούν μόνο το βαμβάκι, ενώ, όλα ουσιαστικά τα αγροτικά προϊόντα έχουν ανάλογης οξύτητας προβλήματα, αλλά και γιατί ο προσανατολισμός τους είναι διχαστικός και τοπικιστικός - μπορούν να στρέψουν τον ένα παραγωγό εναντίον του άλλου, τη μια περιοχή κατά της άλλης - και παραπλανητικός, καθώς τα αγροτικά προβλήματα χαρακτηρίζονται διαχειριστικά κι όχι πολιτικά και οι ευθύνες γι' αυτά δε χρεώνονται στην πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ, αλλά στο πρόσωπο του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και κάποιων υπαλλήλων του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Και πέρα απ' όλ' αυτά, πρέπει να υπενθυμίσουμε στους κάθε λογής «πικραμένους», ότι δεν είναι όλοι οι αγρότες το ίδιο, ως προς την κατοχή καλλιεργήσιμης γης, τη χρήση μηχανημάτων και μισθωτής εργασίας, κλπ. Με άλλα λόγια, υπάρχει ταξική διαστρωμάτωση στην αγροτική οικονομία και στην ύπαιθρο συνολικά και το γεγονός αυτό εκφράζεται έντονα, τόσο στο περιεχόμενο των αγροτικών προβλημάτων, όσο και στα αιτήματα. Οι μικροί και μεσαίοι αγρότες, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού της χώρας, δεν έχουν κανένα συμφέρον από την αγροτική πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ, αφού τους πετά στη φτώχεια και τους οδηγεί στο ξεκλήρισμα. Δε συμβαίνει το ίδιο, όμως, με μια μικρή μειοψηφία μεγαλοαγροτών, για τα συμφέροντα των οποίων νοιάζονται στην πραγματικότητα μερικοί Θεσσαλοί αγροτοσυνδικαλιστές της ΝΔ. Οι μεγαλοαγρότες προσβλέπουν στο να γίνουν ακόμη μεγαλύτεροι και πλουσιότεροι και βλέποντας, ότι η πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ βρίσκεται σ' αυτή την κατεύθυνση, δεν την απορρίπτουν, αλλά διεκδικούν τη «διόρθωσή» της και, πιο συγκεκριμένα, τη μεγαλύτερη προσαρμογή της στα δικά τους μέτρα και συμφέροντα.
«Ξέχασε», βέβαια, να σημειώσει ότι αναφέρεται στον επίσημο πληθωρισμό και όχι στις πραγματικές ανατιμήσεις των βασικών ειδών ανάγκης...
Κυρίως, όμως, παρέλειψε να μας πει πως όλα αυτά θα είναι «πιο κάτω» από τις ανάγκες ενός μισθωτού ή συνταξιούχου, προκειμένου να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του!
Επίσης, είναι βέβαιο πως τα προαναφερόμενα ποσοστά αυξήσεων θα είναι πολύ «πιο κάτω» από το ύψος των αυξήσεων στις επιχορηγήσεις, που θα δοθούν σε επιχειρήσεις, μέσω των κάθε λογής «αναπτυξιακών» νόμων.
Επιχειρήσεις, οι οποίες θα φορολογηθούν πολύ «πιο κάτω» από τον μέσο μισθωτό, ενώ ο τελευταίος θα πληρώσει φόρο τρεις φορές μεγαλύτερο, ποσοστιαία, από την... αύξηση που θα πάρει!
Και για να «παίξουμε» λίγο ακόμη με τις λέξεις, το τελικό συμπέρασμα είναι πως το 2005 θα είναι πάλι μια χρονιά, όπου οι «πάνω» θα κερδίσουν ακόμη παραπάνω και αυτοί που πάντα πληρώνουν θα βρεθούν ακόμη «πιο κάτω».
ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ - με ευθύνη πολύ συγκεκριμένων Μέσων Ενημέρωσης - ολόκληρη η κοινωνία παρακολουθεί με... αγωνία τις προσπάθειες διαφόρων επιχειρηματιών να αντιμετωπίσουν - υποτίθεται - τις διατάξεις του «βασικού μετόχου»!
Σχεδόν τους έχουμε ...λυπηθεί όλους αυτούς τους ιδιοκτήτες κατασκευαστικών εταιριών, εφημερίδων, τηλεοράσεων, περιοδικών και εταιριών παραγωγής ενημερωτικών και ψυχαγωγικών προϊόντων, κλπ., κλπ., που προσπαθούν να «τακτοποιήσουν» τις μετοχές τους.
Ας μην ανησυχούν πάντως. Οι δικηγόροι και οι λογιστές θα βρουν όπως πάντα άκρη. Οι «αχυράνθρωποι» θα κάνουν τη δουλιά τους και γενικότερα το σύστημα θα συνεχίσει να δουλεύει. Αλλωστε, ουδέποτε κινδύνευσε από τέτοιες ή παρόμοιες διατάξεις και νόμους.
Ταυτόχρονα βέβαια η κυβέρνηση θέλει το «νέο τοπίο» στα ΜΜΕ γιατί τα μέτρα που θα πάρει το επόμενο διάστημα θα είναι ιδιαίτερα επώδυνα (κομψή έκφραση) για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Η «φθορά» θα είναι ανυπολόγιστη για την κυβέρνηση αν δεν έχει καταφέρει να θέσει «υπό έλεγχο» τα ΜΜΕ...