ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 11 Φλεβάρη 2005
Σελ. /40
«Η σκόνη που πέφτει» δε θα τα σκεπάσει όλα

Η βδομάδα απαιτεί σοβαρότητα και από τον θεατή. Τόσο η ταινία του Τάσου Ψαρά «Η Σκόνη Που Πέφτει», όσο και οι ταινίες «Τα Παιδιά της Χορωδίας» του Κριστόφ Μπαρατιέ, το «Senso» του Λουκίνο Βισκόντι, αλλά και «Η Δική Μας Μουσική» του Ζαν - Λικ Γκοντάρ, βάζουν ζητήματα που σηκώνουν (το καθένα για τους δικούς του λόγους) κουβέντα. Οι άλλες δυο ταινίες («Τα Πεθερικά της Συμφοράς» και «Αγγίζοντας το Κενό») δεν απαιτούν, προπαντός η πρώτη, ιδιαίτερη προσοχή!..

ΤΑΣΟΣ ΨΑΡΑΣ
Η σκόνη που πέφτει

Στις μεγάλες καταστροφές ο καθένας αντιδρά διαφορετικά. Αλλοι χάνουν την πίστη τους και απογοητεύονται και άλλοι σφίγγουν τα δόντια και ξαναρχίζουν και πάλι, και πάλι... Στην πρώτη περίπτωση τα υποκείμενα χρεώνονται για λειψή γνώση των νόμων της φύσης και της κοινωνίας. Στη δεύτερη περίπτωση η αντίδραση είναι φυσιολογική, με την έννοια πως τα υποκείμενα γνωρίζουν ότι ο κόσμος χτίζεται με αδιάκοπο αγώνα. Με ζιγκ - ζαγκ και πισωγυρίσματα. Με άλματα και με σημειωτόν.

Φοβάμαι πως ο Τάσος Ψαράς κάπου λιποψύχησε! Αφησε τον κινηματογράφο που γνώριζε πολύ καλά, τον ταξικό κινηματογράφο, και πέρασε σε μια «γενική» κριτική. Μια «γενική» κριτική, που εξομοιώνει και ισοπεδώνει. Στο ίδιο τσουβάλι ο αριβίστας με τον «μπρούτο», αλλά ασυμβίβαστο, κομμουνιστή. Στο ίδιο τσουβάλι, αυτός που γυρεύει άλλοθι για το αντιδραστικό ή έστω «ουδέτερο» παρελθόν του εαυτού του και της οικογένειάς του, με αυτόν, και την οικογένειά του, που έφαγε τις βουνοπλαγιές και τις βουνοκορφές με το κουτάλι.

Δεν είναι μόνο άδικο και ασέβεια απέναντι στους αγωνιστές, απέναντι σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους ή τα πολύτιμα χρόνια τους στις φυλακές και τις εξορίες, η απόπειρα γελοιογράφησής τους από το φακό του Τάσου Ψαρά, είναι και ανιστόρητο! Εγώ δε γνωρίζω κανένα στέλεχος του ΚΚΕ, ούτε της Εθνικής Αντίστασης, που να πηγαίνει με τη Μερσεντές του σε αντιστασιακές εκδηλώσεις. Ούτε ξέρω κάποιον «σταλινικό», που η εγγονή του κάνει βίζιτες. Αλλά και να υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις, σε καμία περίπτωση δε χαρακτηρίζουν το σύνολο. Και αυτό δε διευκρινίζεται στην ταινία. Με αποτέλεσμα, μαζί με άλλες μεροληπτικές εικόνες, να εκλαμβάνονται σαν κανόνας!

Δεν ξέρω ποια ανάγκη έκανε το γνωστό - και καλό - σκηνοθέτη να πέσει πάνω σε δικαίους και αδίκους! Εκείνο που ξέρω είναι, πως είχε στα χέρια του ένα καταπληκτικό θέμα και το μαχαίρωσε! Το μαχαίρωσε και ιδεολογικά και κινηματογραφικά. Εμπλεξε την αγωνία και το άγχος ενός παρουσιαζόμενου σαν αριστερού μικροαστού, να φτιάξει το ανύπαρκτο αγωνιστικό προφίλ του, με τη ζωή, τις αγωνίες, τα πάθη, τα λάθη, έστω, του αριστερού κινήματος γενικά! Η σύγχυση που προκλήθηκε από αυτή τη μείξη ανόμοιων πραγμάτων αποπροσανατόλισε και το θέμα του. Το ενδιαφέρον του θεατή αποσπάται. Το κύριο, πολλές φορές, γίνεται δευτερεύον. Ακόμα και η τιμωρία (η κάθαρση) που έρχεται στο τέλος, δε λειτουργεί δραματουργικά. Περνάει χωρίς παιδευτικό χαρακτήρα.

Ποιος θα αρνηθεί σε ένα δημιουργό το δικαίωμα, την υποχρέωση καλύτερα, να χτυπήσει τα στραβά και τα ανάποδα; Κανένας! Αντίθετα, μάλιστα. Οποιος δημιουργός δεν το κάνει αυτό είναι επιλήσμων απέναντι στην ιστορία. Ομως δεν είναι κριτική οι «κλινικές» περιπτώσεις. Δεν είναι κριτική οι «στερημένες» χήρες των αγωνιστών, οι «γραφικοί» αγωνιστές παππούδες, οι «φολκλορικοί» αντιστασιακοί. Και δε γίνεται αποδεκτό, ούτε καν σαν κινηματογραφικό εύρημα, ότι κατασκευάζονταν «επικά» επίκαιρα από το Δημοκρατικό Στρατό. Δεν εργάζονταν για το CNN οι αντάρτες κινηματογραφιστές (ζούνε ένας - δυο απ' αυτούς ακόμα).

Δεν μπορώ να προσδώσω δόλο στον Τάσο Ψαρά! Και το παρελθόν του, αλλά και το παρόν του, δε μου επιτρέπουν τέτοιες υποψίες! Φαίνεται πως ο πόνος του, τα συναισθήματά του για την Aριστερά, τον οδήγησαν σε λάθος αναζητήσεις. Το θέμα του ήταν οι τσαρλατάνοι που καμώνονται τους αριστερούς. Ολοι αυτοί οι επώνυμοι «αριστεροί» του γλυκού νερού. Αυτοί οι «προοδευτικοί» κοσμικοί που αγοράζουν οικόπεδα στα νησιά και κατασκευάζουν περιφραγμένες πισίνες. Ολοι αυτοί που με κάθε ευκαιρία μιλάνε για την Aριστερά και τον κομμουνισμό ωσάν να τους ανήκουν! Αυτούς τους κενόδοξους υποκριτές ήθελε να καυτηριάσει. Και το κάνει και αυτό. Και αυτό (το) κάνει καλά και πειστικά. Σε σημείο που ο καθένας μας να αναγνωρίζει κάποιον και να λέει: Ρε, τον ξέρω αυτόν! Δεν είναι ο τέτοιος, που προσποιείται τον αυτόν! (Υπάρχουν, δυστυχώς, δεκάδες τέτοια παραδείγματα γύρω μας).

Και, ακριβώς, εκεί βρίσκεται η αξία της ταινίας. Οτι, σε μια εποχή που άλλοι σφυρίζουν αδιάφορα, ο Τάσος Ψαράς, έστω και από το παράθυρο, βάζει ένα θέμα σοβαρό για συζήτηση. Και αναγκάζει τον καθένα από εμάς να κάνει τους συνειρμούς του. Συνειρμούς που δεν αφήνουν έξω ούτε τον ίδιον τον σκηνοθέτη. Δεν ξέρω, τελικά, αν «Η Σκόνη που πέφτει» είναι μια αριστερή ταινία. Ξέρω, όμως, ότι είναι μια ταινία για τους αριστερούς.

Παίζουν: Σοφοκλής Πέππας (πολύ καλός), Θέμις Μπαζάκα, Γιώργος Αρμένης, Μαρίκα Τζεραλίδου, Κάτια Γέρου, Ντενίζ Μπαλτσαβιά, Νίκος Μπουσδούκος κ.ά.

Σημείωση: Ο Τάσος Ψαράς «προσφέρει» μαζί με τη «Σκόνη που πέφτει» στους θεατές, και τις ταινίες του (στις απογευματινές παραστάσεις) «Καραβάναν Σεράι» («Απόλλων»), και «Εργοστάσιο» («Τριανόν») αντίστοιχα.

ΚΡΙΣΤΟΦ ΜΠΑΡΑΤΙΕ
Τα παιδιά της χορωδίας

Με την πρώτη - κιόλας - ταινία μεγάλου μήκους ο Κριστόφ Μπαρατιέ τοποθετεί τον εαυτό του στους κινηματογραφιστές, που αγαπάνε τον άνθρωπο. Σε έναν βίαιο κόσμο, αυτός επέλεξε τη μουσική, την τέχνη, σαν απάντηση. Βάζει τον ήρωά του, ένα δάσκαλο μουσικής, να προτείνει έναν άλλον τρόπο προσέγγισης ατόμων (παιδιών στη συγκεκριμένη περίπτωση) που έχουν πρόβλημα προσαρμογής (προσαρμογής με την έννοια της κοινωνικότητας και της επικοινωνίας). Τα πλησιάζει χωρίς προκαταλήψεις, με κατανόηση. Τα εμπιστεύεται.

Η ιστορία διαδραματίζεται το 1948, στη Γαλλία. Μόλις έχει τελειώσει ο πόλεμος. Οι πληγές είναι πολλές και μεγάλες. Σε ένα οικοτροφείο απροσάρμοστων παιδιών (βίαιων, χωρισμένων γονιών, εγκαταλειμμένων, ορφανών, κλπ.), η «εκπαίδευση» - και η «προσαρμογή» - γίνεται με τον γνωστό «κλασικό» τρόπο. Με την πρώτη αφορμή επιβάλλεται η πειθαρχία (με την απειλή και την τιμωρία). Τα πάντα είναι έτοιμα να εκραγούν. Μια μέρα, φτάνει σε αυτό το μικρό Γκουαντανάμο ένας «αποτυχημένος» καθηγητής μουσικής («αποτυχημένος», γιατί δε συμφωνεί με τα «είθισται»). Ενας άνθρωπος που, κόντρα στην «επικαιρότητα», αυτός επιμένει να επικοινωνεί με τη μελωδία και τις νότες (και όχι μόνον με τα παιδιά, αλλά με όλους τους ανθρώπους). Με την τρυφερότητα και την κατανόηση, δηλαδή.

Τα βίαια παιδιά, τα παιδιά που δεν αγαπάνε τα «γράμματα», και πολύ περισσότερο δεν αγαπάνε τους «καθηγητές», χωρίς να το αντιληφθούν γλιστράνε στην αγκαλιά της γνώσης και της καλοσύνης. Στην αγκαλιά του μαέστρου. Ανακαλύπτουν τα ταλέντα τους. Αποκτούν ενδιαφέροντα. Κατακτούν κομμάτια αξιοπρέπειας. Την οποία αξιοπρέπεια μαθαίνουν να την υπερασπίζονται με κάθε ευκαιρία. Μέρα τη μέρα γίνονται χρήσιμα άτομα. Μαθαίνουν την αλληλεγγύη. Τον αλληλοσεβασμό. Μαθαίνουν να αγαπάνε την ομορφιά και την τέχνη.

Η ταινία, αν δε γνωρίζεις το χρόνο παραγωγής της (2003), νομίζεις ότι γυρίστηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Είναι τόσο σωστά προσαρμοσμένη στο χώρο και το χρόνο, όπου διαδραματίζεται η ιστορία (η φωτογραφία, τα κοστούμια, τα σκηνικά, τα κουρέματα, οι κινήσεις...). Και την ίδια ώρα είναι τόσο μοντέρνα. Τόσο λιτή στη γραφή της. Δεν έχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς ένα κινηματογραφικό έργο. Εχεις την εντύπωση πως συμμετέχεις, είσαι μέρος μιας ιστορίας που εξελίσσεται. Που εξελίσσεται μαζί με εσένα. Τα πάντα είναι τόσο προσεγμένα. Οπως ακριβώς τα κάνει η ίδια η ζωή και όχι όπως αναπαριστάνουμε (φτιαχτά) τη ζωή! (Την ταινία στη Γαλλία την είδαν πάνω από 10.000.000 θεατές)!

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα «ζωντανά» χορωδιακά που ακούγονται (μουσική Μπρούνο Κουλέ). Οι παιδικές φωνές, το ήθος των παιδικών φωνών, νικούν τα κακά ακούσματα όλων μας, λυγίζουν κάθε μουσική αρτηριοσκλήρυνση, που έχουμε αποκτήσει με τον καιρό. Οι παιδικές φωνές (ακόμα και όταν δεν «εκτελούν») αγγίζουν την τελειότητα.

Παίζουν: Ζεράρ Γινιό (θαυμάσιος), Φρανσουά Μπερλεάν, Ζακ Περίν, Καντ Μεράντ, Ζαν -Μπατίστ Μονιέ, Μαρί Μπιουνέλ

ΛΟΥΚΙΝΟ ΒΙΣΚΟΝΤΙ
Senso

Το «Senso» έχει πάρει τη θέση του στον παγκόσμιο κινηματογράφο (παραγωγής 1954). Ο,τι και να προσθέσει κανείς, θα μοιάζει πλεονασμός. Ο Βισκόντι είναι εφάμιλλος του Βέρντι. Καταφέρνει στον κινηματογράφο ό,τι εκείνος στην όπερα. Μας παρασύρει στη «μαγεία» των χρωμάτων (ηχητικών και οπτικών), στη «μαγεία» των κινήσεων, των βλεμμάτων, των εικόνων και των αισθημάτων. Και τα κάνει όλα αυτά με άρτιο καλλιτεχνικό τρόπο. Με πλούσια (σε ποιότητα και διακριτικότητα) αισθητική.

Βενετία 1866. Οι Ιταλοί οργανώνονται για να διώξουν τους Αυστριακούς κατακτητές από τον τόπο τους. Μια παντρεμένη Ιταλίδα κοντέσα, που βοηθάει με τον τρόπο της την αντίσταση, ερωτεύεται έναν Αυστριακό αξιωματικό! Το παράνομο ειδύλλιο καταλήγει σε τραγωδία. Μια τραγωδία, που διαδραματίζεται στην πανέμορφη Βενετία (από μόνη της αποτελεί ένα καταπληκτικό -και δραματικό- σκηνικό). Μια τραγωδία, που δίνει την ευκαιρία στον Βισκόντι να επιδείξει την ικανότητά του να παράγει τέχνη, πολιτισμό. Στα χέρια του, ένα «κοινό» μελόδραμα απόκτησε κύρος. Γιατί δομήθηκε με καλής ποιότητας πρωτογενή υλικά.

Παρακολουθώντας το φιλμ του Ιταλού δημιουργού, έχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς μια θεατρική λυρική παράσταση. Τα πρόσωπα και η ιστορία είναι εικονογραφημένα πάνω στα κτίρια, στα κανάλια, και στους στενούς δρόμους της πόλης. Μόνον εκεί θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάλογο. Μόνον εκεί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ερωτεύονται και να μισούν με αυτόν τον τρόπο. Το «περιβάλλον», για να συνεχίσει να εντυπωσιάζει, έχει ανάγκη από παρόμοιες ιστορίες. Οι δραματικές ιστορίες, στη Βενετία, βρίσκουν το κατάλληλο σκηνικό να αναπτυχθούν. Ο Βισκόντι γνωρίζει βαθιά την Ιταλία.

Παίζουν: Αλίντα Βάλι, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ, Ρίνα Μορέλι, Σέρτζιο Φαντόνι, Μάσιμο Τζιρότι.

ΖΑΝ - ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ
Η δική μας μουσική

Ακόμα και με τους δικούς του «ειδικούς» και «εξεζητημένους» κώδικες να δεις την τελευταία ταινία του Ζαν - Λικ Γκοντάρ, πάλι δε θα αποφύγεις το, καλοπροαίρετο, μελαγχολικό ωστόσο, σχόλιο: Πέρα από τη μοναξιά του διανοούμενου (και τις «θεωρητικές» ανησυχίες του), υπάρχει και ο στεγνός -και πολύ θανατηφόρος- ιμπεριαλισμός σε βάρος των απλών ανθρώπων! Ιμπεριαλισμός, που, ειδικά σήμερα, που βρίσκεται σε έξαρση, απαιτεί πρακτικές και συγκεκριμένες αντιπαραθέσεις και όχι φιλολογικές αεροξιφομαχίες.

Πολύ φοβάμαι, για να μην πω πως είμαι βέβαιος, ότι ελάχιστα θα ανησυχήσουν οι ...ανησυχίες του Γκοντάρ τον Μπους και τα άλλα κοράκια. Και ελάχιστα θα συνετίσουν οι «ποιητικές» και «φιλοσοφικές» συμβουλές του το Ισραήλ. Δε συμφωνούμε καθόλου, για το «αναγκαίο» των «δυο πλευρών», που προπαγανδίζει ο Γάλλος σκηνοθέτης. Η Παλαιστίνη δεν υφίσταται σαν αντι-πόλος του Ισραήλ. Οι δυο πλευρές που υπαινίσσεται είναι μόνον οι ταξικές πλευρές. Ο άνθρωπος του μέλλοντος, ωστόσο, δε θα δίνει πάντα τις «μάχες» του στη φθηνή αντιπαράθεση (πόλεμος). Υπάρχουν παραγωγικότερα σημεία για «συγκρούσεις». Για την πάλη του παλιού με το νέο. Στο Σαράγεβο δε συγκρούονται δυο θρησκευτικοί πολιτισμοί (μουσουλμάνοι - χριστιανοί). Εισβολή έγινε. Ιμπεριαλιστική εισβολή (άλλο που ο Γκοντάρ και οι συγγραφείς φίλοι του, που συγκεντρώθηκαν σε συνέδριο στο πολιτιστικό Κέντρο Αντρέ - Μαλρό, στο κατακαμένο Σαράγεβο, για άλλα τυρβάζανε)!

Αλλά και κινηματογραφικά ο Γκοντάρ δεν έρχεται με κάτι καινούριο. Δεν έχει αποβάλει ακόμα την «αθώα» περίοδο της Nouvelle Vague (παρότι ο κόσμος έχει τρέξει με μεγάλες ταχύτητες και έχει ενηλικιωθεί). «Στήνει» τις σκηνές και τα πλάνα του και «ελευθερώνει» προφορικά «ανεξέλεγκτα» φιλοσοφικά παρωχημένα τσιτάτα: «Ο κομμουνισμός διήρκεσε όσο διήρκεσε το ματς Αγγλίας - Ουγγαρίας στο Γουέμπλεϊ - οι Αγγλοι έπαιζαν ατομικά και οι Ούγγροι ομαδικά», είπε! Κάποιοι δημιουργοί μεγαλώνουν, αλλά εξακολουθούν να συμπεριφέρονται σαν (αθώα;) παιδιά!

Παίζουν: Σάρα Αντλερ, Ναντ Ντιε, Ρόνι Κρέιμερ, Ζαν - Κριστόφ Μπουβέ, Ζορζ Αγκιγιάρ, Λετίσια Γκουριέρες.

ΤΖΕΪ ΡΟΟΥΤΣ
Πεθερικά της συμφοράς

Ειλικρινά μελαγχολείς - και υποφέρεις - βλέποντας άξιους, και παν-άξιους ηθοποιούς να μπλέκονται σε μέτρια, μετριότατα πράγματα! Ο λόγος για τον Ντάστιν Χόφμαν, πρωτίστως, και την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, δευτερευόντως. Γιατί αλήθεια; Η ανάγκη να μη χαθούν από το καλλιτεχνικό στερέωμα; (Για την πραγματική επιβίωση, θεωρώ, δεν μπαίνει ζήτημα). Το θλιβερό γεγονός πως δε γράφονται ρόλοι (γιατί άραγε;), για κάπως ηλικιωμένους ηθοποιούς; Ποιος ξέρει!

«Τα Πεθερικά Της Συμφοράς», πάντως, χάρις σε αυτούς (και στους άλλους ηθοποιούς) δεν είναι και στην κυριολεξία της συμφοράς! Μια χωρίς φαντασία φάρσα επαρχιακού θιάσου. Διανθισμένη με τουριστικά τοπία και με σεξουαλικά υπονοούμενα και αστεία. Πράγματα, δηλαδή, που δεν ανησυχούν - και δε νοιάζουν - κανέναν.

Διαβάζοντας τα βιογραφικά των ηθοποιών η μελαγχολία σου μεγαλώνει. Αν τους έβαζαν να διαβάζουν στίχους Αμερικανών ποιητών ή να διηγούνται απλές καθημερινές ιστορίες ή ακόμα να έλεγαν τους τίτλους των ταινιών όπου έλαβαν μέρος και τα βραβεία που κέρδισαν, όλα θα ήταν καλύτερα. Και εμείς οι θεατές θα βλέπαμε και θα ακούγαμε με περισσότερο ενδιαφέρον και αυτοί θα ένιωθαν ποιο αξιοπρεπείς!

Ο Ντε Νίρο με την κόρη του (Τέρι Πόλο) από τη μια μεριά και ο Χόφμαν με την Στρέιζαντ και τον γιο τους (Μπεν Στίλερ) από την άλλη, ανταμώνουν για να πρωτογνωριστούν (και να δώσουν τη συγκατάθεσή τους στον επικείμενο γάμο) τα πεθερικά. Ολος αυτός ο παράταιρος πληθυσμός συμβιώνει για 48 ώρες. Διάστημα ικανό να γίνουν όλοι καλύτεροι και αγνότεροι (κατά το αμερικάνικο) άνθρωποι. Με κρύα αστεία και προβλέψιμες φάρσες. Ξέχασα να σας πω πως ο Ντε Νίρο είναι συνταξιούχος πράκτορας της CIA, αλλά ψυχούλα! (Γίνεται αυτό; Ούτε στο cinema κατά τη γνώμη μου).

Παίζουν: Ντάστιν Χόφμαν, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, Μπεν Στίλερ, Μπλάιθ Ντάνερ, Τέρι Πόλο, Οουεν Γουίλσον, ο γάτος Μίστερ Τζιγκς και ο σκύλος Μωυσής!

ΚΕΒΙΝ ΜΑΚΝΤΟΝΑΛΝΤ
Αγγίζοντας το κενό

Οι Βρετανοί ορειβάτες Σίμσον και Γέιτς δοκίμασαν να ανέβουν στην κορυφή «Σιούλα Γκράντε» των περουβιανών Ανδεων! Στην κάθοδό τους ο Σίμσον τραυματίστηκε και ο Γέιτς, για να μη σκοτωθούν και οι δυο, έκοψε το σκοινί που τους ένωνε! Ο Σίμσον κατρακύλησε σε μια χαράδρα. Κανένας δεν περίμενε να βγει ζωντανός από εκεί μέσα. Και, όμως! Ο Σίμσον κατόρθωσε να επιζήσει και να διασωθεί παρότι ήταν σοβαρά τραυματισμένος (έσπασε το πόδι του)!

Η ιστορία είναι πραγματική. Και απασχόλησε το διεθνή Τύπο, ο οποίος έγραψε πολλά επικριτικά σχόλια για τον Γέιτς, που έκοψε τον σκοινί. Η ταινία στηρίζεται στο βιβλίο που έγραψε ο Σίμσον. Στο οποίο βιβλίο ο Σίμσον αποκαθιστά τη φήμη του φίλου του - και συνορειβάτη του - Γέιτς!

Παρακολουθώντας κανείς την ταινία, και μη γνωρίζοντας ότι παρακολουθεί ένα πραγματικά «φιξιόν» (με υπόθεση) κινηματογραφικό έργο, σχηματίζει την εντύπωση ότι παρακολουθεί ένα καλογυρισμένο ντοκιμαντέρ. Ενα ντοκιμαντέρ, που εξελίσσεται εκείνη την ώρα που κινηματογραφείται! Είναι τόσο αληθοφανές! Πουθενά δεν καταλαβαίνεις ότι οι σκηνές είναι «στημένες».

Δεν ξέρω αν κάποιος έχει χρόνο (και χρήμα) να διαθέσει, για να πάει σε μια αίθουσα και να παρακολουθήσει μια χιονισμένη «αναπαράσταση». Αν όμως, τελικά, μπει στην αίθουσα δε θα μετανιώσει. Ο σκηνοθέτης, ο διευθυντής φωτογραφίας, ο μοντέρ (και οι άλλοι συντελεστές) και, κυρίως, οι δύο ηθοποιοί φέρονται τίμια. Δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους.

Παίζουν: Μπρένταν ΜακΚέι, Νίκολας Ααρόν.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ