και η Ρουάντα να οδύρεται...
Ωστόσο, η βδομάδα που διανύουμε, αν και μικρομεσαία, έχει και αυτή το ενδιαφέρον της. Κυρίως, χάρις στη διεισδυτική - έστω και επαναλαμβανόμενη - ματιά του Γούντι Αλεν, πάνω στους μικροαστούς ψευτοδιανοούμενους (Melinda & Melinda), αλλά και χάρις στις μνήμες που γεννάει το «Hotel Rwanda», για την αποτρόπαια γενοκτονία που συνέβη σε αυτή την αφρικανική χώρα. Κάποιο ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει «Το Ποτάμι του Φόβου», αφού ασχολείται με τη νεολαία!
«Η Τελευταία Λέξη της Τζούλια» απευθύνεται στα βόρεια προάστια, τα οποία πρέπει να κατέβουν ομαδικά, για να τη στηρίξουν. Είναι η ταινία τους! Αμέσως μετά, βέβαια, να περάσουν και από τους κινηματογράφους που παίζεται το λαϊκότερο, αλλά της ίδια λογικής, «Hitch: Ο Μετρ του Ζευγαρώματος»! Και όπως πάντα, υπάρχει και η ταινία, για τους παρανοϊκούς, που τη βρίσκουν με τη βία και το φόβο (Σε Βλέπω).
Δε θα δείτε ολόκληρη την αλήθεια. Τους πραγματικούς λόγους και τους πραγματικούς ένοχους της μεγαλύτερης, ίσως, ντροπής των τελευταίων χρόνων. Μιας ντροπής που κόστισε κοντά στο ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Που σφάχτηκαν σαν τα πρόβατα. Κάτω από την ανοχή ή καλύτερα τη συνενοχή της παγκόσμιας νέας τάξης πραγμάτων. Ομως, και αυτά που θα δείτε, δεν είναι λίγα. Αφού θα σας ξυπνήσουν θύμησες. Και σε κάποιους από εμάς, θα ξυπνήσουν και ενοχές, αφού κάναμε λίγα ή ελάχιστα πράγματα, για να εμποδίσουμε αυτό το στυγερό έγκλημα. 'Η έστω να το καταγγείλουμε!
Το 1899 φτάνουν στη Ρουάντα οι πρώτοι Γερμανοί άποικοι. Την κάνουν, αμέσως, προτεκτοράτο. Με το τέλος του Α' παγκόσμιου πολέμου ο αποικιοκρατικός βελγικός στρατός, που έδρευε στο γειτονικό Ζαΐρ, καταλαμβάνει τη χώρα. Μια κατοχή που αναγνωρίστηκε από την Κοινωνία των Εθνών! Η βελγική κατοχή κράτησε μέχρι το 1962, όταν η αφρικανική αυτή χώρα απόκτησε την ανεξαρτησία της.
Τόσο οι πρώτοι Γερμανοί άποικοι όσο και οι δεύτεροι Βέλγοι γέμισαν τη Ρουάντα με πληγές. Η μεγαλύτερη πληγή που δημιούργησαν, ήταν η καλλιέργεια του μίσους, ανάμεσα στις δυο φυλές, που αποτελούν τον πληθυσμό της χώρας. Τους Χούτου και τους Τούτσι. Οι Χούτου είναι σχεδόν γηγενής λαός. Οι Τούτσι ήρθαν στη χώρα το 14ο μ.Χ. αιώνα. Οι αποικιοκράτες, για να διατηρούν τα προνόμιά τους, δεν έχαναν την ευκαιρία να στρέφουν τη μια φυλή εναντίον της άλλης. Οταν αποχώρησαν το 1962, για να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται την πρώην αποικία τους, άφησαν πίσω τους αναμμένες φωτιές. Φωτιές που, αμέσως μετά τη φυγή τους, άρχισαν να καίνε σε μικρούς και μεγαλύτερους εμφυλίους πολέμους. Στο εμπόριο όπλων, που εξοπλίζει τις δυο φυλές, μπλέκονται και οι Αμερικάνοι και οι Γάλλοι...
Το 1994 οι δυο φυλές έφτασαν κοντά στην υπογραφή μιας συμφωνίας, που θα έβαζε τέλος στις εμφύλιες διαμάχες. Λίγο πριν την υπογραφή αυτής της συμφωνίας (6 Απρίλη 1994) δολοφονείται ο πρόεδρος της χώρας, μαζί με τον πρόεδρο του γειτονικού Μπουρούντι (το αεροπλάνο τους εξερράγη στον αέρα). Η προβοκάτσια πετυχαίνει. Αμέσως ξεσπάνε ταραχές. Σε πολύ λίγες μέρες οι ταραχές επεκτείνονται. Μέχρι τον Ιούλη του ίδιου χρόνου οι σφαγιασθέντες ξεπερνάνε το εκατομμύριο. Οι πρόσφυγες είναι αμέτρητοι. Η φυγή τους χαρακτηρίστηκε σαν το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων στην ιστορία της Αφρικής.
Ολα τα παραπάνω υπάρχουν κάπου στο φόντο της ταινίας, και, ίσως, στις γνώσεις του καθενός μας. Ο σκηνοθέτης, βάζει σε πρώτο πλάνο, την πραγματική ιστορία του Πολ Ρουζεσαμπαγκίνα, ενός Χούτου, που με κίνδυνο της ζωής του, και της οικογένειάς του, καταφέρνει να σώσει από τη σφαγή 1.268 άτομα (Χούτου και Τούτσι). Ο «καλός αυτός άνθρωπος», εργαζόταν σαν διευθυντής στο βελγικών συμφερόντων ξενοδοχείο «Milles Collines» («Hotel Rwanda», για τις ανάγκες της ταινίας). Στο ξενοδοχείο του έτρεχε ο κάθε κατατρεγμένος. Αυτός πρόσφερε φιλοξενία και άσυλο, αδιάκριτα! Για να κρατήσει το «απαραβίαστο» του ξενοδοχείου του, πότε εξαγόραζε και πότε απειλούσε τους στρατιωτικούς, που δίψαγαν για αίμα και είχαν αναλάβει τις σφαγές. Στο τέλος, τόσο οι «φιλοξενούμενοί» του, όσο και ο ίδιος με την οικογένειά του, θα φύγουν από τη χώρα με τη μεσολάβηση των Βέλγων. Σήμερα, ο Πολ Ρουζεσαμπαγκίνα, ζει στο Βέλγιο και ασχολείται με τις μεταφορές.
Η ταινία είναι καλογυρισμένη. Εχει δράση, αγωνία. Πολύ καλές ερμηνείες. Οι μαύροι πρωταγωνιστές βρίσκουν μοναδική ευκαιρία να εκφράσουν το βάθος της καταπιεσμένης ψυχής τους. Είναι στιγμές, που έχεις την αίσθηση, πως παρακολουθείς πραγματικά γεγονότα. Το περιβάλλον, τα ρούχα, οι φυσιογνωμίες και οι συμπεριφορές, πολύ λίγο διαφέρουν από τη ρεαλιστική αλήθεια. Η ταινία γίνεται τόσο πολύ πιστευτή, που σε παρασύρει και ξεχνάς τους πραγματικούς ένοχους αυτής της σφαγής. Εκείνο που σε απασχολεί και εσένα είναι να σωθείς. Οπως προσπαθούνε να σωθούνε οι ήρωες της ταινίας, οι μαύροι κάτοικοι της Ρουάντα! Δεν αντέχεις τόσο πόνο. Εκεί δεν έγινε πόλεμος. Εγινε μακελειό! Και δεν πρέπει να ξεχαστεί!
Για να ξεπεράσουμε την αδυναμία της ταινίας, που δε θέλει να πει όλη την αλήθεια, πρέπει, εμείς οι θεατές, να κάνουνε τις δικές μας αναφορές, τους δικούς μας συνειρμούς, να καταλήξουμε στα δικά μας συμπεράσματα. Να βρούμε εμείς τους πραγματικούς ένοχους. Και δεν είναι μόνον ο ΟΗΕ, ο οποίος ευθύνεται γιατί απόσυρε αδικαιολόγητα τα στρατεύματά του, κατά τη διάρκεια του μακελειού, αντί να τα κάνει περισσότερα και αποτελεσματικότερα. Για την περίπτωση της Ρουάντα φταίει ολόκληρη η Δύση. Ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος. Θα βγούμε σοφότεροι από την ταινία αν δε μείνουμε, απλώς, στην περίπτωση του «καλού Σαμαρείτη»...
Παίζουν: Ντον Τσιντλ, Σόφι Οκονέντο, Νικ Νόλτε, Γιοακίν Φίνιξ κ.ά.
Η εμμονή κάποιου δημιουργού πάνω στο ίδιο θέμα, όταν τα πράγματα δεν προχωράνε και παραμένουν μόνον στις περιγραφές, μπορεί να εκληφθεί και σαν καλλιτεχνικό στέγνωμα. Σαν αδυναμία του δημιουργού να πάει παρακάτω...
Είναι, ίσως, παρακινδυνευμένο να πούμε ότι ο Γούντι Αλεν στέγνωσε. Ομως, υπάρχουν ενδείξεις, πως ο κόσμος του, και ο ίδιος, (απο)κλείστηκαν στο Μανχάταν. Ωστόσο, και δεν πρέπει να διαφεύγει αυτό σε κανέναν, ο κόσμος έχει και άλλα προβλήματα, πολύ σοβαρότερα, από τις νευρώσεις των μικροαστών. Τις οποίες μικροαστικές νευρώσεις, ο Γούντι Αλεν, τις εξέτασε (με μεγάλο αριθμό ταινιών) απ' όλες τι πλευρές. Εκείνο που θα είχε, ίσως, αξία, από εδώ και πέρα γι' αυτόν, για να μην επαναλαμβάνεται, είναι να βάλει τους μικροαστούς του σε ένα καράβι και να τους βουλιάξει στους ωκεανούς! Οσο τους αφήνει να περιφέρονται στη Νέα Υόρκη, κάνοντας και λέγοντας τα ίδια πράγματα, οδηγούνται, και οδηγείται και ο ίδιος, σε αδιέξοδο!
Η νέα του ταινία, «Melinda & Melinda», είναι παραλλαγή πάνω στο ίδιο γνωστό θέμα. Ερωτες, απιστίες, νευρώσεις. Ρηχά άτομα, που παριστάνουν τους ανήσυχους «γνώστες». «Εξυπνοι», «φτιαχτοί» διάλογοι. Μικρές καθημερινές καταστάσεις. Μικρά καθημερινά αδιέξοδα. Και πρόχειρες λύσεις. Λύσεις που δεν έχουν αύριο. Κοινωνική ανακύκλωση, με άλλα λόγια.
Και, λοιπόν; Τραγωδία; Ποιος θα αρνηθεί; Ομως, η αυτογνωσία, που φέρνει τη λύτρωση, δεν μπορεί να προκύψει όταν διατηρείται η ίδια συνταγή. Αν οι ήρωες του Γούντι Αλεν, δε βγούνε από το καβούκι τους, σε τέτοιες - και χειρότερες - άχαρες ζωές θα ξεπέφτουν. Αυτό είναι νομοτέλεια. Και στην ταινία, και στην τελευταία του ταινία, πάλι δε γίνεται καμία νύξη για κάτι άλλο, για κάποια άλλη στάση ζωής. Μια στάση ζωής με άλλα ενδιαφέροντα. Κάποια στιγμή θα μας κουράσουν οι ήρωές του. Γιατί δεν προσθέτουν τίποτα καινούριο. Ούτε έχουν άλλες άγνωστες περιοχές, που πρέπει να ερευνήσουμε.
Αν, ωστόσο, κάποιος θέλει να «αυτομαστιγωθεί» και φτάσει στην αίθουσα, θα απολαύσει, πάλι, έξοχες ερμηνείες. Σπινθηροβόλους διαλόγους. Χαριτωμένα περιστατικά. Ερωτικά τρίγωνα και τετράγωνα. Θα νιώσει ότι έκανε μια ικανοποιητική νυχτερινή έξοδο για διασκέδαση και φαγητό. Και θα γυρίσει στο σπίτι λίγο χορτάτος και λίγο κουρασμένος.
Παίζουν: Ράντα Μίτσελ, Τσιγουάιτελ Ιτζαϊόφορ, Τζόνι Λι Μίλερ, Κλόε Σεβινί, Γουίλ Φέρελ. Αμάντα Πιτ, Γουάλας Σον.
Η ταινία ισχυρίζεται ότι ασχολείται με τα «ηθικά διλήμματα» που, έτσι ή αλλιώς, θα αντιμετωπίσουν όλα τα νεαρά άτομα, κάποια στιγμή στη ζωή τους. Τα διλήμματα ανάμεσα στη φιλία και την ευθύνη, ας πούμε. Μπορεί να είναι και έτσι. Ομως, εμείς «διαβάσαμε» τελείως διαφορετικά την ταινία. Σε αυτό μας «βοήθησε» και η καθημερινή ειδησεογραφία, που φτάνει από την Αμερική. Οταν κάποιος νεαρός Αμερικάνος, για παράδειγμα, μπαίνει με το οπλοπολυβόλο του σε ένα σχολείο, και όποιον πάρει ο Χάρος!
Εμείς, λοιπόν, είδαμε μια νεολαία, που μεγαλώνει μέσα στη βία και στα ναρκωτικά. Μέσα στη γενική αδιαφορία. Πουθενά στην ταινία δεν είδαμε γονείς, δασκάλους. Κάποιον τελικά, που να ενδιαφέρεται, να παρακολουθεί, να προβλέπει...
Μια ομάδα μαθητές, για να τιμωρήσουν ένα χοντρό νεαρό τύπο, ο οποίος πλακώνει όποιον του πάει κόντρα στο σχολείο, μπαίνουν σε μια βάρκα και κυλάνε μαζί της σε ένα ποτάμι. Θέλουν να του δώσουν ένα «γερό μάθημα»! Σε κάποια στιγμή, όμως, παίζοντας ένα «παιχνίδι», ο χοντρός τραμπούκος βρίσκεται στο νερό και πνίγεται. Τα υπόλοιπα παιδιά, όπως είναι φυσικό, πανικοβάλλονται. Στον πανικό τους αποφασίζουν να θάψουν το πτώμα και να κρατήσουν γερά το μυστικό τους. Μόλις, όμως, φτάσουν στην πόλη, δυο από τα παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, μετά από εσωτερικές διεργασίες, είναι και ερωτευμένα μεταξύ τους, εξομολογούνται την αλήθεια στους γονείς του πνιγμένου.
Αυτή είναι η ιστορία. Και αν την περιορίσουμε στην απόφαση των δυο παιδιών να αναλάβουν την ευθύνη τους, αθετώντας το λόγο τους και προδίδοντας, τρόπον τινά, τους φίλους τους, που άλλα είχαν συμφωνήσει μαζί τους, θα είναι μια μικρή «θρησκευτική» ιστορία. Μια μικρή νατουραλιστική ηθογραφία, με πολύ λίγο ενδιαφέρον. Αν, όμως, κανείς δει την ταινία σαν μια ακτινογραφία του βίαιου και έρημου τοπίου της αμερικανικής κοινωνίας, τότε οι πράξεις των παιδιών παίρνουν άλλη διάσταση και άλλη αξία. Και εμείς αυτό κάναμε. Είδαμε μια κοινωνία προβληματική, που γεννάει και μεγαλώνει προβληματικά παιδιά. Τα οποία προβληματικά παιδιά, αντιγράφοντας τους προβληματικούς μεγάλους, καταλήγουν και ετούτα εύκολα στο έγκλημα.
Απ' αυτή τη σκοπιά η ταινία παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Τα πιτσιρίκια, όλα τα πιτσιρίκια, στέκονται με άνεση και μεγάλη εξοικείωση μπροστά στο φακό. Παρότι η ιστορία διαδραματίζεται σε πολύ μικρούς χώρους, δε σε κουράζει καμία στιγμή. Αντίθετα, αυτοί οι στενοί χώροι, διευκολύνουν το σασπένς της ταινίας και σε παρασύρουν να θέλεις να την παρακολουθήσεις μέχρι το τέλος. Γευόμενος, στο μεταξύ, τους άφθονους χυμούς της πολύ καλής σκηνοθεσίας.
Παίζουν: Ρόρι Κάλκιν, Ράιαν Κέλι, Σκοτ Μέκλογουιτς, Τρέβορ Μόργκαν, Κάρλι Σρέντερ, Τζοζ Πεκ.
Πώς μπορεί να έχει περάσει στη φαντασία σας, μέσα από τις λαϊκές φυλλάδες, αν διαβάζετε τέτοιες, μια ντίβα του θεάτρου, ας πούμε; Σαν μια κυρία που ζει μέσα στο σατέν και στις παραξενιές, έτσι δεν είναι; Σαν μια κυρία, που κανένας δεν τολμάει να της χαλάσει χατίρι. Σαν μια κυρία που, ανάμεσα στα άλλα, όταν της γυαλίσει κάποιος νεαρός τον ρίχνει στο κρεβάτι της. Παλαιομοδίτικα πράγματα, δηλαδή, που δεν ενδιαφέρουν κανένα. Ισως, μόνο, κάποιες γερασμένες κυρίες της Εκάλης!
Αυτή η γνωστή φιλολογία, η οποία πόρρω απέχει από την αλήθεια, έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στον κινηματογράφο. «Η Τελευταία λέξη της Τζούλια», είναι μια ακόμα τέτοια μεταφορά. Μια μεταφορά που, ειλικρινά, δεν προσθέτει τίποτα. Και ας παίζουν σε αυτή αξιόλογοι ηθοποιοί, ας έχουν ξοδευτεί αρκετά χρήματα, ας έχει στολιστεί με αρκετό λούστρο η ταινία, ας την έχει γυρίσει ο Ιστβαν Ζάμπο (Μεφίστο). Το αποτέλεσμα είναι μια άψυχη, πληκτική ιστορία. Μια ιστορία σαν αυτές, που διαβάζανε, τα άμυαλα κοριτσόπουλα, παλιά στα «βίπερ». Μια ιστορία, που μόνον τα βόρεια προάστια μπορούν να την υπερασπιστούν!
Παίζουν: Ανετ Μπένινγκ, Τζέριμι Αϊρονς, Μπρους Γκρίνγουντ.
Ενας νεαρός Αφροαμερικάνος έχει το «χάρισμα» να αρέσει στις γυναίκες. Εξυπνο παιδί, όπως είναι, κάνει το «χάρισμά» του επάγγελμα. Παραδίδει μαθήματα σε άλλους άντρες, που δεν τα καταφέρνουν με τις γυναίκες. Κάποια μέρα ερωτεύεται μια νεαρή και το «χάρισμά» του πάει περίπατο.
Κοίτα, κύριε, πρόβλημα. Και μάλιστα στην Αμερική των πολέμων, στην Αμερική των 50.000.000 αναλφάβητων, στην Αμερική των 80.000.000 που ζούνε κάτω από τα όρια της φτώχειας. Και ύστερα αναρωτιέται κανείς, γιατί ψηφίζει μόνον το 40-45% του πληθυσμού. Μα τους έχουν κάνει φυτά τους ανθρώπους!
Εντάξει, δε λέω, να γελάσουμε. Οχι όλη την ώρα σοβαρά θέματα και προβλήματα, εντάξει! Ας πάρουμε κάποια ανάσα. Ομως, γέλιο δε σημαίνει μαλακίες, και να με συγχωρείτε! Γιατί ένας χοντρός λογιστής δε γοητεύει με τίποτα την Αθηνά Ωνάση, όπως γίνεται στην ταινία. Αυτό δεν είναι διασκέδαση. Είναι κουτόχορτο.
Παίζουν: Γουίλ Σμιθ, Εβα Μέντες, Κέβιν Τζέιμς, Αμπερ Βαλέτα.
«Αυτοί στο τέλος θα αλείφουν το πάτωμα με σκατά και ύστερα θα σκύβουν και θα τα γλείφουν», είπε κάποιος σοβαρός κριτικός, μετά το τέλος της ταινίας του Τζέιμς Γουάν, «Σε βλέπω». Πράγματι, αν κάποια «ανώτερη» δύναμη δεν τους σταματήσει, «αυτοί» θα φτάσουν σε ανθρωποφαγίες. Αφού έχουν τελειώσει, πια, με όλες τις νορμάλ και τις αμπ-νορμάλ μυθοπλασίες, είναι ζήτημα ημερών να περάσουν στην κινηματογράφηση αληθινών βασανισμών και αληθινών δολοφονιών!
Το «Σε Βλέπω», έδεσε δυο ανθρώπους από το πόδι με σιδερένιες αλυσίδες, τους έδωσε ένα πριόνι, τους έκλεισε σε ένα παρατημένο λουτρό και τους ανάγκασε να αλληλοσφαχτούν. Ομως, αυτός που κρατούσε το πριόνι, για να ελευθερωθεί και να σκοτώσει τον απέναντί του, έπρεπε πρώτα να κόψει το πόδι του, αφού η αλυσίδα ήταν από ατσάλι και δεν την έπιανε η λάμα! Πάει το πόδι!
Από το πόδι πόσο μακριά είναι ο λαιμός; Ενα τίποτα είναι. Να εύχεστε, λοιπόν, μετά τα πόδια τους, να κόψουν το λαιμό τους, να ησυχάσουμε. Αυτοί είναι κανίβαλοι δεν είναι κινηματογραφιστές.
Παίζουν: Κάρι Ελγουιτς, Ντάνι Γκλόβερ, Μόνικα Πότερ, Μάικλ Εμερσον.