Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι την περίοδο 1980 - 1999 το εμπορικό έλλειμμα της χώρας (και άρα η πολιτικοοικονομική εξάρτηση από το εξωτερικό) μεγάλωνε τόσο με την πολιτική της «μαλακής» δραχμής όσο και με την πολιτική της «σκληρής» δραχμής
Τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών της Ελλάδας (εμπορικό και τρεχουσών συναλλαγών), ήταν και εξακολουθούν να παραμένουν ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Σκιαγραφούσαν και συνεχίζουν να σκιαγραφούν την πορεία μιας σειράς άλλων μεγάλων προβλημάτων της Ελλάδας, όπως: α) Η συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής (βιομηχανικής και αγροτικής) με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην αύξηση της ανεργίας. β) Η συναλλαγματική αιμορραγία (λόγω των ισχνών εισπράξεων από τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και των αυξανόμενων με γοργούς ρυθμούς δαπανών εξόδων για τις εισαγωγές βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων). γ) Η ένταση της πολιτικοοικονομικής εξάρτησης της χώρας από το εξωτερικό, που σηματοδοτούσε η ανάγκη για προσφυγή σε νέα δάνεια σε συνάλλαγμα από το εξωτερικό προκειμένου να καλυφθούν τα ελλείμματα του ισοζυγίου.
Με πρόσχημα ή στο όνομα «βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων» και της μείωσης των ελλειμμάτων του ισοζυγίου, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ επέβαλαν από το 1980 μέχρι σήμερα 3 εφάπαξ υποτιμήσεις στη δραχμή. Τις 2 απ' αυτές τις έχει χρεωθεί προσωπικά ο ίδιος ο Κ. Σημίτης (μια το 1985 σαν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και τη δεύτερη το Μάρτη 1998 σαν πρωθυπουργός), ενώ την πρώτη την είχε χρεωθεί ο τότε «τσάρος της οικονομίας» και σήμερα υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης του «παλιού» ΠΑΣΟΚ, Γερ. Αρσένης.
Συνέπεια των εφάπαξ υποτιμήσεων και της διολίσθησης, ήταν η «σύνθλιψη της δραχμής». Φτάνει μόνο ν' αναφερθεί, ότι στην περίοδο από το 1980 μέχρι και σήμερα οι απώλειες (σωρευτική υποτίμηση) της δραχμής απέναντι στα κυριότερα ξένα νομίσματα (δολάριο, Ευρώ, μάρκο, γιεν κλπ.) ξεπερνούν το 80% και σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζουν το 90%!
Τα στοιχεία που παρουσιάζουμε σήμερα - για την πορεία της δραχμής σε συνάρτηση με την πορεία των ελλειμμάτων του ισοζυγίου - αποκαλύπτουν το μέγεθος της αναποτελεσματικότητας των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν την τελευταία 20ετία (16 χρόνια από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και 4 χρόνια από τις κυβερνήσεις της ΝΔ). Το μέγεθος της αναποτελεσματικότητας φαίνεται και από τα εξής δύο στοιχεία: Πρώτον, από το γεγονός ότι ενώ το 1980 (παραμονές ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ) η Ελλάδα εξοφλούσε περίπου το 50% της αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων (χωρίς τα υγρά καύσιμα) με το συνάλλαγμα που εισέπραττε από τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων, σήμερα (και για την ακρίβεια το 1998 που υπάρχουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για ολόκληρο το έτος) που η χώρα υποτίθεται ότι έχει «συγκλίνει» με τις αναπτυγμένες χώρες - μέλη της ΕΕ και βρίσκεται στον προθάλαμο ένταξης στην ΟΝΕ, η αξία των ελληνικών εξαγωγών καλύπτει μόλις το 25%!
Καθώς όμως η πολιτική της «μαλακής» δραχμής (με τις εφάπαξ υποτιμήσεις και τη διολίσθηση), δεν απέδωσε τους καρπούς που υπόσχονταν οι κυβερνώντες - αφού το εμπορικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συνέχισαν να διογκώνονται - τώρα το ΠΑΣΟΚ το γύρισε στο... καλαματιανό και υπεραμύνεται της πολιτικής της «σκληρής δραχμής» την οποία και εφαρμόζει την τελευταία διετία.
Από τα αναλυτικά στοιχεία που παραθέτουμε στη συνέχεια, προκύπτει το εξής αποκαλυπτικό συμπέρασμα: Οτι ενώ η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε την τελευταία διετία την πολιτική της «μαλακής» δραχμής και εφαρμόζει τώρα πολιτική «σκληρής δραχμής», διατήρησε αλώβητη την αντιλαϊκή πολιτική της μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, στους οποίους συνεχίζει να φορτώνει «τα σπασμένα» - όπως στην περίοδο των υποτιμήσεων - της «σκληρής» και... ανατιμώμενης δραχμής. Αν τότε δικαιολογούσε την πολιτική απαξίωσης της δραχμής απέναντι στα κυριότερα ξένα νομίσματα, σαν «αναγκαίο κακό» για να μειωθούν τα εξωτερικά ελλείμματα και το εξωτερικό δημόσιο χρέος, τώρα δικαιολογεί την πολιτική «σκληρής» δραχμής και τις νέες μορφές λιτότητας με το επιχείρημα ότι έτσι θα αντιμετωπιστεί το «τέρας του πληθωρισμού» που αποτελεί βασικό κριτήριο για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ.
Μέσα στα τελευταία 20 χρόνια- με τις 3 εφάπαξ υποτιμήσεις και τις διολισθήσεις- η δραχμή έγινε φτηνότερη περίπου κατά 90%. Κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες, αξιοποίησαν την υποτίμηση για τη συμπίεση των λαϊκών εισοδημάτων και την άνοδο των καπιταλιστικών κερδών
Αν, λοιπόν, στις προηγούμενες δεκαετίες, εξαφανίστηκε από την κυκλοφορία η πεντάρα, η δεκάρα και το πενηνταράκι, στη δεκαετία του 1990 άρχισαν να αποσύρονται από την κυκλοφορία- ελέω της απαξίωσης, που δέχτηκε η δραχμή λόγω πληθωρισμού και της γενικότερης οικονομικής πολιτικής των κυβερνώντων- οι δραχμές, τα δίφραγκα. Και φυσικά, παράλληλα με την απαξίωση του εθνικού νομίσματος και την απόσυρση των φραγκοδίφραγκων, η κυβέρνηση έριξε στην κυκλοφορία τα πεντοχίλιαρα και δεκαχίλιαρα, ομολογώντας έτσι την αποτυχία της να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.
Η απόφαση για την υποτίμηση της δραχμής πάρθηκε στη σύσκεψη του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου και το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Λ. Παπαδήμου την Πέμπτη 13 Γενάρη στο Μέγαρο Μαξίμου. Στη σύσκεψη αυτή, διαμορφώθηκε η πρόταση - αίτημα της κυβέρνησης στην ΕΕ για τον καθορισμό ισοτιμίας 340-342 δραχμές ανά Ευρώ, αντί 330 δραχμές που ήταν η τρέχουσα ισοτιμία και 353 δραχμές όπου είχε καθοριστεί η κεντρική ισοτιμία της δραχμής όταν δημιουργήθηκε η πρώτη ζώνη του Ευρώ. Η απόφαση αυτή, πάρθηκε κυρίως, με γνώμονα την ανάγκη να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός στα αναγκαία επίπεδα για την ένταξη στην ΟΝΕ, εν γνώσει της κυβέρνησης ότι θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα, στα ελλείμματα του δημόσιου, το δημόσιο χρέος κλπ. «Αν δε γινόταν η αναπροσαρμογή- έλεγε αρμόδιος παράγοντας- η δραχμή θα έπρεπε να διολισθήσει μέχρι τέλος του χρόνου κατά 6,5%, ενώ τώρα θα διολισθήσει μόνο κατά 3,5%, συμβάλλοντας στη συγκράτηση του πληθωρισμού».
Η σημαντικότεροι σταθμοί, στην πορεία «σύνθλιψης» της δραχμής, ήταν:
Αξίζει να σημειωθεί, και οι 3 εφάπαξ υποτιμήσεις της δραχμής ενίσχυσαν την εξάρτηση της Ελλάδας από το εξωτερικό (πολιτική, οικονομική, στρατιωτική), ενώ η όποια συγκράτηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου συνοδεύτηκε με την επιδείνωση άλλων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Φτάνει μόνο να θυμίσουμε ότι οι δύο πρώτες εφάπαξ υποτιμήσεις που επιβλήθηκαν στη δεκαετία του '80, όρος της ΕΟΚ ήταν το τίμημα των δανείων στήριξης του ισοζυγίου που χορηγήθηκαν από τους ξένους τραπεζίτες με την έγκριση της ΕΟΚ. Για να δώσει την έγκρισή της η Κομισιόν στα δάνεια αυτά, έθεσε μια σειρά πολιτικοοικονομικούς όρους (υποτίμηση της δραχμής, μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, ξήλωμα του κράτους πρόνοιας, ενίσχυση της κερδοσκοπικής ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου κλπ.), τους οποίους δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν- και εφάρμοσαν στο ακέραιο- οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Ανάλογους πολιτικοοικονομικούς όρους- για «σταθεροποίηση και ανάπτυξη της λιτότητας»- επέβαλε το διευθυντήριο των Βρυξελλών και με την τρίτη υποτίμηση (ταχύτερες ιδιωτικοποιήσεις και γενικότερα «λιγότερο κράτος» με το ξήλωμα κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων των εργαζομένων, ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, κλπ.), προσφέροντας σαν αντάλλαγμα την υπόσχεση της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001.
Συνέπεια της συναλλαγματικής πολιτικής που εφάρμοσαν οι κυβερνώντες τα τελευταία 20 χρόνια (16 το ΠΑΣΟΚ και 4 η ΝΔ), ήταν να χάσει η δραχμή περίπου 90% της αγοραστικής της δύναμης. Τα ακριβή ποσοστά υποτίμησης της δραχμής απέναντι στα νομίσματα των χωρών - μελών της ΕΕ, στο Ευρώ καθώς επίσης και στο δολάριο ΗΠΑ και στο γιέν Ιαπωνίας, φαίνονται στον πίνακα.
Θα πρέπει βέβαια να υπογραμμίσουμε πως αν οι συνέπειες από τη ραγδαία υποτίμηση της δραχμής ήταν λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρές, για κάποιους η πολιτική σύνθλιψης της δραχμής αποδείχτηκε χρυσοφόρα καθώς αξιοποιήθηκε σαν ένας ακόμη μηχανισμός λεηλασίας των λαϊκών εισοδημάτων.
Αυτοί που πλήρωσαν τα «σπασμένα» της συναλλαγματικής ήταν οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα, που είδαν την αγοραστική τους δύναμη να συνθλίβεται και να κατρακυλά παράλληλα με τους γοργούς ρυθμούς που υποτιμήθηκε η δραχμή. Στους εργαζόμενους φόρτωσαν τα βάρη της υποτίμησης με τον «ετεροχρονισμό της ΑΤΑ» (το 1983), με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (το 1985) που...«απαγόρευαν τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα» φτάνοντας στο σημείο να επιβάλλουν και πρόστιμο στο «Ρ», επειδή είχε δώσει αυξήσεις καθώς επίσης και με τη γενικότερη αντιλαϊκή οικονομική πολιτική (φορολογική, τιμολογιακή, γεωργική, βιοτεχνική, κλπ). Ανάλογα βάρη, επιβλήθηκαν και στους αγρότες, τους βιοτέχνες και τα άλλα πλατιά λαϊκά στρώματα. Το βεβαιώνουν τα επίσημα εθνικολογιστικά στοιχεία, με τη διαχρονική εξέλιξη των εισοδημάτων των μισθωτών, των συνταξιούχων, των αγροτών, των επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων, τα εισοδήματα των οποίων ακολουθούσαν και ακολουθούν- όπως η δραχμή-την κατιούσα...
Αντίθετα, η σύνθλιψη της δραχμής- σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (και για 4 χρόνια της ΝΔ), αποδείχτηκε λίπασμα πρώτης τάξης για το πολυεθνικό κεφάλαιο και τους συνεργάτες του μεγαλοεπιχειρηματίες στην Ελλάδα. Το βεβαιώνουν τα παχυλά και προκλητικά κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων (τραπεζικών, ασφαλιστικών, βιομηχανικών, εμπορικών κλπ.) που στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν με κάθε τρόπο την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, όχι γιατί ξαφνικά έγιναν... «σοσιαλιστές», αλλά γιατί διαπίστωσαν στην πράξη πως το ΠΑΣΟΚ υπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους από τη ΝΔ!
Ενώ το 1980 με την αξία των ελληνικών εξαγωγών εξοφλούσαμε το 48,5% της αξίας των εισαγωγών (χωρίς καύσιμα), το 1998 καλύπταμε μόλις το 24,2%
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας - με την εξέλιξη των εισαγωγών, των εξαγωγών και των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου - που επεξεργάστηκε ο «Ρ» και παραθέτουμε στον πίνακα - είναι αποκαλυπτικά για το μέγεθος της αναποτελεσματικότητας της μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενης πολιτικής, την οποία στηρίζουν και υποστηρίζουν, τόσο οι πολυεθνικές και το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, όσο και οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου στην Ελλάδα.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι, παρά τη σύνθλιψη της δραχμής, στην περίοδο 1980 - 1998:
Ετσι, συνεπεία της ταχύτατης αύξησης των εισαγωγών και της αύξησης - με ρυθμούς χελώνας - των ελληνικών εξαγωγών, το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας αυξήθηκε 2,5 φορές, ήτοι κατά 156,6% (με καύσιμα) και κατά περίπου 4 φορές, ήτοι κατά 288,7% (χωρίς καύσιμα). Από 6,8 δισ. δολάρια που ήταν το 1980 το εμπορικό έλλειμμα (με καύσιμα) και 4,1 δισ. δολάρια (χωρίς καύσιμα), ανέβηκε το 1998 σε 17,7 και 15,8 δισ. δολάρια, αντίστοιχα.
Εννοείται, βέβαια, ότι το «μεγάλωμα της μαύρης τρύπας» των ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο - που ήταν δημιούργημα των γαλαζοπράσινων πολιτικών λιτότητας - το έκλειναν οι κυβερνώντες με την προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό ή με το ξεπούλημα κερδοφόρων ελληνικών επιχειρήσεων.
Το μέγεθος της αναποτελεσματικότητας της συναλλαγματικής πολιτικής και της γενικότερης οικονομικής πολιτικής, που εφαρμόστηκε την τελευταία 20ετία, τεκμηριώνει και το εξής γεγονός: Ενώ το 1980 καλύπταμε το 48,5% της συναλλαγματικής δαπάνης για εισαγωγές ξένων εμπορευμάτων (χωρίς καύσιμα) με εξαγωγές ελληνικών προϊόντων (χωρίς καύσιμα), το 1998 καλύπταμε μόλις το 24,2%. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 100 δολάρια (δαπάνη) για εισαγωγές (χωρίς καύσιμα) το 1980 δανειζόμασταν 51,5 δολάρια και τα άλλα τα ξοφλούσαμε με την αξία των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων. Σήμερα (το 1998) δανειζόμαστε 75,6 δολάρια, αφού η αξία των ελληνικών εξαγωγών αντιστοιχεί μόλις σε ...24,2 δολάρια!
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι οι θυσίες που επιβλήθηκαν στο λαό με τις πολύχρονες και πολύμορφες πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας, στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» ή της «σύγκλισης» για τη ...«βελτίωση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου», ήταν θυσίες που οδήγησαν στην ουσιαστική βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας των κερδών» και την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων από το μεγάλο κεφάλαιο.