ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 8 Απρίλη 2005
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΛΙΑΝΙΚΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ
Μεγάλη πτώση το Γενάρη

Σε τρόφιμα και φάρμακα καταναλώνει το εισόδημά της η λαϊκή οικογένεια. Μεγάλη πτώση του τζίρου στις άλλες κατηγορίες δαπανών

Με νέο τρόπο, προσαρμοσμένο στις οδηγίες της ΕΕ «περί βραχυπρόθεσμων στατιστικών», εκδίδεται από χτες ο «Αναθεωρημένος δείκτης κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο», που μέχρι τώρα ήταν γνωστός ως Δείκτης Αξίας Λιανικών Πωλήσεων.

Από μια πρώτη μελέτη του δείκτη που δημοσιοποιήθηκε χτες και αφορά στο Δείκτη Κύκλου Εργασιών στο Λιανικό Εμπόριο το φετινό Γενάρη σε σχέση με το Γενάρη του 2004, προκύπτει αύξηση κατά 1,9%, σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός αυξήθηκε, σε μέσους όρους, κατά 4%, άρα σημειώθηκε πτώση του τζίρου. Από την αναλυτική παρουσίαση του δείκτη, όπως γίνεται από τη Στατιστική Υπηρεσία, προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία για το πώς μέσα στη χρονιά έγινε η κατανομή, η μοιρασιά αυτού του τζίρου στις διάφορες κατηγορίες καταστημάτων. Ετσι, είναι ολοφάνερο ότι το μεγαλύτερο μέρος της όποιας αύξησης παρουσιάζει η κίνηση στην αγορά το καρπώνονται τα μεγάλα καταστήματα και οι πολυεθνικές. Κατά τ' άλλα, η μείωση των λιανικών πωλήσεων είναι ολοφάνερο ότι αφορά τα λαϊκά στρώματα εξαιτίας της παραπέρα πτώσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές λιτότητας, την ανεξέλεγκτη ακρίβεια που πλήττει την αγορά και τη ραγδαία ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, της Υγείας και της Πρόνοιας. Η πτώση του τζίρου μπορεί να αποδοθεί ακόμα και σε άλλες παραμέτρους, με σημαντικότερη αυτή της αλλαγής του χρόνου των εκπτώσεων. Το 2004 πραγματοποιήθηκαν το Γενάρη, ενώ το 2005 το Φλεβάρη.

Οι πολυεθνικές εταιρίες, πάντως, κερδίζουν συνεχώς έδαφος και κατακτούν νέα μερίδια αγοράς, κάτι που επιβεβαιώνεται από το διψήφιο ποσοστό αύξησης των πωλήσεών τους. Σήμερα γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο ότι τα φαινόμενα κρίσης που εκδηλώνονται στο χώρο του λιανικού εμπορίου, από τη μια, εκφράζονται με τη συνεχή συρρίκνωση της δραστηριότητας των μικρών καταστημάτων, ενώ, από την άλλη, επιταχύνονται οι τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου μέσω της εδραίωσης της κυριαρχίας των πολυεθνικών. Από μια δεύτερη ανάλυση των λιανικών πωλήσεων, σύμφωνα με την κατάταξη της ΕΣΥΕ, αύξηση του κύκλου εργασιών παρατηρήθηκε στις ακόλουθες κατηγορίες καταστημάτων:

  • Στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (σούπερ μάρκετ) 5,7%
  • Στα πολυκαταστήματα 13,1%!
  • Στα καταστήματα τροφίμων, ποτών και καπνού 4,6%
  • Στα καταστήματα φαρμακευτικών - καλλυντικών 7,6%
  • Στις πωλήσεις εκτός καταστημάτων 5,6%

Αντίθετα, πτώση του κύκλου εργασιών είχαμε:

  • Στα καταστήματα ένδυσης-υπόδησης 5,8%
  • Στα καταστήματα επίπλων- ηλεκτρικών ειδών και οικιακού εξοπλισμού 9,1%
  • Στα καταστήματα βιβλίων-χαρτικών και λοιπών ειδών 1,6%
ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Επιδείνωση του δείκτη και εκτίναξη των κερδών

Το «θαύμα» της τριψήφιας αύξησης καθαρών κερδών με... διψήφια αύξηση πωλήσεων

Την επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών επιχειρήσεων το 2003 σε σχέση με το 2002, στη βιομηχανία, το εμπόριο και τις υπηρεσίες, διαπιστώνει μελέτη της ICAP ΑΕ, η οποία, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική και για τα υπέρογκα κέρδη εκείνων των επιχειρήσεων που κατόρθωσαν να αναβαθμίσουν τη θέση τους. Ο συγκεκριμένος δείκτης χρησιμεύει κυρίως στις τράπεζες, προκειμένου να διαμορφώσουν την πολιτική χορήγησης δανείων, αλλά είναι και ενδεικτικός για τον έντονο επιχειρηματικό ανταγωνισμό σε ένα περιβάλλον συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης που δεν ευνοεί τελικά τους καταναλωτές.

Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη μόνιμη πρακτική μεγάλων, κυρίως επιχειρήσεων, να υπερτιμολογούν τα προϊόντα τους, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη σε μια περίοδο παρατεταμένης λιτότητας για τους εργαζόμενους. Κάτι που προκύπτει ανάγλυφα από το γεγονός ότι η αύξηση των πωλήσεων των αναβαθμισμένων επιχειρήσεων του δείγματος είναι υποπολλαπλάσια της αύξησης των καθαρών κερδών τους!

Ετσι, οι 2.596 επιχειρήσεις, (σε σύνολο 24.505) που το 2003 αναβαθμίστηκε η πιστοληπτική τους ικανότητα, αύξησαν τα καθαρά τους κέρδη από -144,5 εκατ. ευρώ σε 463 εκατ. ευρώ, με ποσοστό αύξησης 421,04%. Οι πωλήσεις τους όμως αυξήθηκαν μόλις κατά... 21,44%, από 6,965 δισ. ευρώ σε 8,458 δισ. ευρώ. Τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν επίσης κατά 10,75%, από 8,685 δισ. ευρώ στα 9,618 δισ. ευρώ.

Στη βιομηχανία, οι 844 επιχειρήσεις που αναβαθμίστηκαν παρουσίασαν αύξηση καθαρών κερδών κατά 3.052,52% (!!!), από 7,19 εκατ. ευρώ στα 226, 54 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις τους αυξήθηκαν κατά 27,59% από 2,265 δισ. ευρώ σε 2,890 δισ. ευρώ. Πολύ μικρότερη ήταν η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων, 11,78% στα 2,164 δισ. ευρώ από 1,936 δισ. ευρώ.

Στο εμπόριο οι 893 επιχειρήσεις που αναβαθμίστηκαν παρουσίασαν αύξηση καθαρών κερδών κατά 406,37%, από -29,21 εκατ. ευρώ στα 89,49 εκατ. ευρώ, ποσά μικρότερα από αυτά της βιομηχανίας, αλλά όχι και ευκαταφρόνητα. Οι πωλήσεις αυτών των επιχειρήσεων αυξήθηκαν μόλις 18,95% στα 3,622 δισ. ευρώ από 3,045 δισ. ευρώ και τα ίδια κεφάλαια κατά 39,07% από 440,09 εκατ. ευρώ σε 612,04 εκατ. ευρώ.

Στις υπηρεσίες οι 859 επιχειρήσεις που αναβαθμίστηκαν κατέγραψαν αύξηση καθαρών κερδών κατά 220,74%, στα 147,89 εκατ. ευρώ από -122,49 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις τους αυξήθηκαν κατά 17,66% από 1,653 δισ. ευρώ σε 1,945 δισ. ευρώ. Τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν επίσης μόλις κατά 8,47% από 6,308 δισ. ευρώ σε 6,842 δισ. ευρώ.

Σημαντική βεβαίως είναι η μείωση των μεγεθών των 2.934 επιχειρήσεων που υποβαθμίστηκε η πιστοληπτική τους ικανότητα, χωρίς ωστόσο να ανατρέπεται η δυσαναλογία στη σχέση πωλήσεων - καθαρών κερδών. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι επιχειρήσεις που υποβαθμίστηκαν είναι 13% περισσότερες από αυτές που αναβαθμίστηκαν και εκεί βασίζεται για το συμπέρασμα της επιδείνωσης.

Τη μεγαλύτερη επιδείνωση την εμφανίζουν οι επιχειρήσεις υπηρεσιών (17%), ακολουθεί το εμπόριο (14%) και η βιομηχανία (8%). Παρ' όλα αυτά, από τη μεμονωμένη εξέταση των συναλλαγών των επιχειρήσεων προκύπτει ότι η υψηλότερη ασυνέπεια εμφανίζεται στη βιομηχανία με 3,1% και ακολουθούν οι υπηρεσίες με 1,88% και το εμπόριο με 1,65%. Το μεγαλύτερο ποσοστό πτωχεύσεων καταγράφτηκε στο εμπόριο με 0,50%. Η βιομηχανία έρχεται δεύτερη με 0,48% και ακολουθούν οι υπηρεσίες με 0,21%.

ΛΑΪΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
Κάθε πέρσι και... καλύτερα

Τη λαϊκή παροιμία «κάθε πέρσι και καλύτερα κάθε φέτος και χειρότερα», επιβεβαιώνει τα νοικοκυριά των εργαζομένων και η ετήσια έρευνα της εταιρίας «Kappa Research». Η έρευνα αυτή, που καταγράφει το προφίλ και τις ταξιδιωτικές συνήθειες των Ελλήνων, δημοσιοποιήθηκε χτες στα πλαίσια της έκθεσης «Τουριστικό Πανόραμα» στον ΟΛΠ.

Μεταξύ των άλλων ευρημάτων της εν λόγω έρευνας είναι και αυτό που μας πληροφορεί πως φέτος ο ένας στους τρεις Ελληνες προγραμματίζει μικρότερες ή πιο οικονομικές διακοπές, προφανώς λόγω της σύνθλιψης που υφίστανται τα λαϊκά εισοδήματα από τις γαλαζοπράσινες πολιτικές μονόπλευρης λιτότητας.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα:

  • Αυξάνονται σταθερά από χρόνο σε χρόνο τα ταξίδια των Ελλήνων στο εξωτερικό, προφανώς για τη μερίδα εκείνη του πληθυσμού που ανήκει στην κατηγορία των εχόντων και κατεχόντων.
  • Αντίθετα, καταγράφεται τάση μείωσης των ταξιδιών αναψυχής με διανυκτερεύσεις στην Ελλάδα, αφού το σχετικό ποσοστό περιορίζεται στο 57% από 70% που ήταν στην έρευνα του 2002.
  • Ο μέσος όρος διάρκειας καλοκαιρινών διακοπών των Ελλήνων είναι οι δύο εβδομάδες. Ομως το ποσοστό αυτό, τα τελευταία χρόνια υποχωρεί σταθερά, όπως τάση μείωσης εμφανίζει και ο αριθμός των ημερών για διακοπές.
  • Ο μέσος όρος εξόδων στις διακοπές είναι το ποσό των 1.300 ευρώ (105 ευρώ την ημέρα).


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ