ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Οχτώβρη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
O αυτόπτης μάρτυς Βίκτωρ Ουγκό

Είναι σε λίγους γνωστή η έμμονη ιδέα του Βίκτωρος Ουγκό να συχνάζει στα δικαστήρια και να παρακολουθεί δίκες. Αυτή η εμμονή εξελίχθηκε σε ψύχωση όταν προσπαθούσε με κάθε τρόπο να παρευρεθεί σε ιστορικά και μη γεγονότα, παίρνοντας τη θέση του αυτόπτη μάρτυρα. Στην παλιά έκδοση του βιβλίου Απ' όσα έχω δει (σε μετάφραση Π. Βραχιώτη, εκδ. Τσόγκα), που ανακάλυψα στο Μοναστηράκι, έχουν σταχυολογηθεί οι μαρτυρίες που είχε καταγράψει ο Γάλλος συγγραφέας καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μεταφέρω:

1. «Η εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ'. Εκτέλεσαν τον βασιλιά χωρίς να του βγάλουν το καπέλο. Και το φορούσε ακόμα όταν άρπαξε ο Σανσόν το κομμένο κεφάλι από τα μαλλιά και το 'δειξε στον κόσμο, αφήνοντας να τρέξει για λίγα λεπτά το αίμα πάνω στο ικρίωμα. Την ίδια στιγμή, ο υπηρέτης ή βοηθός του έκοβε τα λουριά κι ενώ το πλήθος γύρω γύρω κοίταζε το σώμα του βασιλιά, ντυμένο στα κάτασπρα, κι ακόμα δεμένο με τα χέρια πίσω, πάνω στη σανίδα που ταλαντευόταν, κι ενώ οι δήμιοι δείχνανε αυτό το κεφάλι, του οποίου το γλυκό και αγαθό προφίλ ξεχώριζε ανάμεσα στα σκοτεινά και σκυθρωπά δέντρα των Τουιλλερί, δύο παπάδες, κομισάριοι της Κομμούνας που ήταν επιφορτισμένοι να παρευρεθούν στην εκτέλεση σαν αντιπρόσωποι της Δημαρχίας, συζητούσαν μεγαλόφωνα και σκάσανε στα γέλια μέσα στο δημαρχικό αμάξι. Ο Ζακ Ρου, ο ένας από τους δύο, έδειχνε αστειευόμενος στον άλλο τα πάχη και τη μεγάλη κοιλιά του βασιλιά. (...) Ολοι αυτοί οι ένοπλοι που τους λέγαν εθελοντές πέρασαν μπροστά από το ικρίωμα και βρέξανε τις μπαγιονέτες τους, τις λόγχες τους και τα ξίφη τους μέσα στο αίμα του Λουδοβίκου ΙΣΤ'».

2. «Η έμπνευση των Αθλίων. Χτες στις 22 του Φλεβάρη πήγαινα στα Δικαστήρια του Παρισιού. Ο καιρός ήταν καλός, μα παρότι ήταν μεσημέρι κι ο ήλιος έλαμπε, έκανε διαβολεμένο κρύο. Είδα να 'ρχονται από την οδό Τουρνόν δύο στρατιώτες που οδηγούσαν έναν άνθρωπο. Ηταν ξανθός, ωχρός, αδύνατος και βλοσυρός, κοντά τριαντάρης, με παντελόνι από χοντρό ύφασμα, με γυμνά πόδια σκασμένα μέσα στα τσόκαρα και που τα κορδόνια που 'ταν δεμένα γύρω από τον αστράγαλο είχαν σκάψει βαθιά αυλάκια. Φορούσε κοντή μπλούζα γιομάτη βούρκο στις πλάτες, πράμα που έδειχνε πως συνήθως κοιμόταν στα πεζοδρόμια. Κάτω από το μπράτσο του κρατούσε ένα καρβέλι ψωμί. Ο κόσμος γύρω του έλεγε πως είχε κλέψει αυτό το ψωμί και πως γι' αυτό το λόγο τον είχαν συλλάβει.

(...) Μπροστά στην πόρτα του κρατητηρίου είχε σταματήσει ένα αμάξι που έφερνε μπροστά στα φανάρια ένα δουκικό στέμμα και το οποίο το έσερναν δύο γκρίζα άλογα, που πίσω τους στέκονταν δυο λακέδες με γκέτες. Τα τζάμια ήταν κλειστά, αλλά μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει πως το εσωτερικό ήταν στολισμένο με δαμασκηνιά και χρυσά κουμπιά. Το βλέμμα του ανθρώπου, που καρφώθηκε στο αμάξι, τράβηξε το δικό μου. Μέσα στο αμάξι ήταν μια γυναίκα με ροζ καπέλο και μαύρο βελούδινο φόρεμα, δροσερή, άσπρη, ωραία, εκθαμβωτική, που γελούσε κι έπαιζε μ' ένα χαριτωμένο παιδάκι 16 μηνών περίπου, το οποίο ήταν χωμένο στις κορδέλες, τις δαντέλες και τις γούνες. Η γυναίκα δεν έβλεπε τον τρομερό άνθρωπο που την κοιτούσε. Εγώ βυθίστηκα σε σκέψεις. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν για μένα απλώς άνθρωπος. Ηταν το φάσμα της φτώχειας, ήταν η άγρια εμφάνιση, η παραμόρφωση και η θλίψη, η ολοφάνερη, μιας επανάστασης που απλώνεται βαθιά μέσα στα σκοτάδια και που θα ξεσπάσει. Αλλοτε η φτώχεια συναπαντιόταν με τον πλούτο, το φάντασμα πλησίαζε τη δόξα, μα εδώ δεν κοιτάχτηκαν ποτέ. Τραβούσε το καθένα το δικό του δρόμο. Δεν μπορεί όμως να τραβήξει αυτή η κατάσταση για πολύ. Από τη στιγμή που αυτός ο άνθρωπος παρατήρησε πως υπάρχει αυτή η γυναίκα, ενώ εκείνη δεν παρατήρησε την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου, η καταστροφή είναι αναπόφευκτη».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο

«Γεροντική μορφή, θεσσαλικός κάμπος»
«Γεροντική μορφή, θεσσαλικός κάμπος»
Σε έναν από τους σημαντικότερους Ελληνες φωτογράφους, τον Δημήτρη Λέτσιο, είναι αφιερωμένη η έκθεση που διοργανώνει το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και φιλοξενεί το νέο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη (Πειραιώς 138). Η έκθεση, που θα διαρκέσει έως τις 30 του Οκτώβρη, πρωτοπαρουσιάστηκε το φετινό καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη και περιλαμβάνει 140 φωτογραφίες, ψηφιακές εκτυπώσεις από τα πρωτότυπα αρνητικά, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του φωτογράφου.

Στα εξήντα χρόνια της ενασχόλησής του με τη φωτογραφία, ο Δ. Λέτσιος κατέγραψε το ελληνικό τοπίο, το λαϊκό πολιτισμό, τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου και τον καθημερινό μόχθο του. Το αρχείο του, 40.000 περίπου φωτογραφίες, αποτελεί μια πολύτιμη καλλιτεχνική, ιστορική, κοινωνική και λαογραφική παρακαταθήκη. Ξεκινά από τα τέλη του μεσοπολέμου και επεκτείνεται σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Παρότι οι φωτογραφίες του διατρέχουν την ελληνική επικράτεια, μεγάλο μέρος του έργου του, εστιάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θεσσαλία.

Γεννημένος το 1910 στην Ανακασιά, ένα χωριό λίγο έξω από το Βόλο, ο Δ. Λέτσιος παράτησε μικρός το σχολείο και άρχισε να ασχολείται με το αρτοποιείο του πατέρα του. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1934 με μια φτηνή μηχανή και σταδιακά διέθεσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του, σ' αυτή του την αγάπη. Στην Κατοχή οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ Βόλου και βγήκε στο βουνό στην περιοχή του Πηλίου. Μετά τα Δεκεμβριανά οδηγήθηκε στη φυλακή και την εξορία.

Οπως αναφέρει ο επιμελητής της έκθεσης, Ηρακλής Παπαϊωάννου, «το έργο του άρχισε να αναγνωρίζεται κυρίως μεταπολιτευτικά, όπως και αυτό των Μπαλάφα, Τλούπα, Μελετζή, που αποτελούσαν άτυπη ομάδα με αρκετές κοινές καλλιτεχνικές αρχές. Στην τετρανδρία αυτή χρεώνεται σε ικανό βαθμό το μεγαλύτερο ίσως έργο, της μεταπολεμικής τουλάχιστον ελληνικής φωτογραφίας: η βαθιά προσέγγιση του λαϊκού, δημώδους πολιτισμού της υπαίθρου, μέσα από μια αυθεντική βιωματικότητα».

«Αναμονή»
«Αναμονή»
Ο Δ. Λέτσιος δε βιοποριζόταν από τη φωτογραφία. Ετσι, δώριζε γενναιόδωρα φωτογραφίες στους πρωταγωνιστές των εικόνων του, τιμώντας τους τόπους και τους ανθρώπους που στάθηκαν στο δρόμο του. «Ενδεικτικό στοιχείο της αντίληψης αυτής που είχε για το έργο του» σημειώνει ο Η. Παπαϊωάννου «είναι ότι δεχόταν με χαρά να το παρουσιάσει σε μικρές κοινότητες. Δε φωτογράφιζε δηλαδή τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου προορίζοντας το έργο αυτό μόνο για το αστικό κοινό του Βόλου ή άλλων πόλεων, όπου ενδεχομένως η φωτογραφία εκτιμόνταν περισσότερο, αλλά έβρισκε ευχαρίστηση να μοιράζεται τις φωτογραφίες του με τους ίδιους απλούς ανθρώπους που εμφανίζονταν σ' αυτές, ενώ και στις ίδιες τις κοινότητες χάριζε ενότητες του έργου του, θεωρώντας πως αποτελούν κομμάτι ιστορίας και ματιά στον καθρέφτη αυτογνωσίας».

Στα μεταπολεμικά χρόνια, σε πείσμα της θεαματικής στροφής που συντελέστηκε προς το θαλασσινό τοπίο και το Αιγαίο, ο Δ. Λέτσιος επιμένει να φωτογραφίζει τη «γυναίκα της γης», τον περιθωριοποιημένο θεσσαλικό κάμπο, την ιστορία της Κάρλας...

Κατά τον Γιάννη Μουγογιάννη, το έργο του διακρίνεται σε τρεις άτυπες χρονικές ενότητες. Η πρώτη κυριαρχείται από το τοπίο. Η δεύτερη υποδέχεται τον άνθρωπο, ως «υποκείμενο της ιστορικής πραγματικότητας». Η τρίτη υποκλίνεται στο χρώμα. Ωστόσο, η κάθε φάση δεν ακυρώνει τις προηγούμενες, αλλά προστίθεται σε αυτές ως διεύρυνση της προβληματικής του. Ο κύριος όγκος του έργου του έγινε με τετράγωνα ασπρόμαυρα αρνητικά, ενώ χρησιμοποιούσε πάντα το διαθέσιμο φυσικό φως. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, ο Δ. Λέτσιος δε σκηνοθετούσε τις λήψεις του, παραμένοντας «οξυδερκής παρατηρητής και περιπατητής, που ανακάλυπτε συχνά τον κόσμο ως διαρκή ή στιγμιαία σκηνογραφία».


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ