1. «Η εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ'. Εκτέλεσαν τον βασιλιά χωρίς να του βγάλουν το καπέλο. Και το φορούσε ακόμα όταν άρπαξε ο Σανσόν το κομμένο κεφάλι από τα μαλλιά και το 'δειξε στον κόσμο, αφήνοντας να τρέξει για λίγα λεπτά το αίμα πάνω στο ικρίωμα. Την ίδια στιγμή, ο υπηρέτης ή βοηθός του έκοβε τα λουριά κι ενώ το πλήθος γύρω γύρω κοίταζε το σώμα του βασιλιά, ντυμένο στα κάτασπρα, κι ακόμα δεμένο με τα χέρια πίσω, πάνω στη σανίδα που ταλαντευόταν, κι ενώ οι δήμιοι δείχνανε αυτό το κεφάλι, του οποίου το γλυκό και αγαθό προφίλ ξεχώριζε ανάμεσα στα σκοτεινά και σκυθρωπά δέντρα των Τουιλλερί, δύο παπάδες, κομισάριοι της Κομμούνας που ήταν επιφορτισμένοι να παρευρεθούν στην εκτέλεση σαν αντιπρόσωποι της Δημαρχίας, συζητούσαν μεγαλόφωνα και σκάσανε στα γέλια μέσα στο δημαρχικό αμάξι. Ο Ζακ Ρου, ο ένας από τους δύο, έδειχνε αστειευόμενος στον άλλο τα πάχη και τη μεγάλη κοιλιά του βασιλιά. (...) Ολοι αυτοί οι ένοπλοι που τους λέγαν εθελοντές πέρασαν μπροστά από το ικρίωμα και βρέξανε τις μπαγιονέτες τους, τις λόγχες τους και τα ξίφη τους μέσα στο αίμα του Λουδοβίκου ΙΣΤ'».
2. «Η έμπνευση των Αθλίων. Χτες στις 22 του Φλεβάρη πήγαινα στα Δικαστήρια του Παρισιού. Ο καιρός ήταν καλός, μα παρότι ήταν μεσημέρι κι ο ήλιος έλαμπε, έκανε διαβολεμένο κρύο. Είδα να 'ρχονται από την οδό Τουρνόν δύο στρατιώτες που οδηγούσαν έναν άνθρωπο. Ηταν ξανθός, ωχρός, αδύνατος και βλοσυρός, κοντά τριαντάρης, με παντελόνι από χοντρό ύφασμα, με γυμνά πόδια σκασμένα μέσα στα τσόκαρα και που τα κορδόνια που 'ταν δεμένα γύρω από τον αστράγαλο είχαν σκάψει βαθιά αυλάκια. Φορούσε κοντή μπλούζα γιομάτη βούρκο στις πλάτες, πράμα που έδειχνε πως συνήθως κοιμόταν στα πεζοδρόμια. Κάτω από το μπράτσο του κρατούσε ένα καρβέλι ψωμί. Ο κόσμος γύρω του έλεγε πως είχε κλέψει αυτό το ψωμί και πως γι' αυτό το λόγο τον είχαν συλλάβει.
(...) Μπροστά στην πόρτα του κρατητηρίου είχε σταματήσει ένα αμάξι που έφερνε μπροστά στα φανάρια ένα δουκικό στέμμα και το οποίο το έσερναν δύο γκρίζα άλογα, που πίσω τους στέκονταν δυο λακέδες με γκέτες. Τα τζάμια ήταν κλειστά, αλλά μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει πως το εσωτερικό ήταν στολισμένο με δαμασκηνιά και χρυσά κουμπιά. Το βλέμμα του ανθρώπου, που καρφώθηκε στο αμάξι, τράβηξε το δικό μου. Μέσα στο αμάξι ήταν μια γυναίκα με ροζ καπέλο και μαύρο βελούδινο φόρεμα, δροσερή, άσπρη, ωραία, εκθαμβωτική, που γελούσε κι έπαιζε μ' ένα χαριτωμένο παιδάκι 16 μηνών περίπου, το οποίο ήταν χωμένο στις κορδέλες, τις δαντέλες και τις γούνες. Η γυναίκα δεν έβλεπε τον τρομερό άνθρωπο που την κοιτούσε. Εγώ βυθίστηκα σε σκέψεις. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν για μένα απλώς άνθρωπος. Ηταν το φάσμα της φτώχειας, ήταν η άγρια εμφάνιση, η παραμόρφωση και η θλίψη, η ολοφάνερη, μιας επανάστασης που απλώνεται βαθιά μέσα στα σκοτάδια και που θα ξεσπάσει. Αλλοτε η φτώχεια συναπαντιόταν με τον πλούτο, το φάντασμα πλησίαζε τη δόξα, μα εδώ δεν κοιτάχτηκαν ποτέ. Τραβούσε το καθένα το δικό του δρόμο. Δεν μπορεί όμως να τραβήξει αυτή η κατάσταση για πολύ. Από τη στιγμή που αυτός ο άνθρωπος παρατήρησε πως υπάρχει αυτή η γυναίκα, ενώ εκείνη δεν παρατήρησε την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου, η καταστροφή είναι αναπόφευκτη».