ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 23 Νοέμβρη 2005
Σελ. /40
Ξένη κωμωδία και σάτιρα
«Ροδάκινο κομπόστα» στις «Ροές»

Το γελοιογραφικό σκίτσο μπορεί να γονιμοποιήσει με τη θεματολογική και εικονοποιητική ευγλωττία, αμεσότητα και αδρότητά του την κωμωδία, τη φάρσα και τη σάτιρα. Χαρακτηριστική περίπτωση της τροφοδοτικής σχέσης σκιτσογραφίας - θεάτρου είναι ο παραγωγικότατος Ισπανός δημιουργός σκίτσων, κόμικς, πολυγραφότατος δραματουργός και σεναριογράφος Μιγκέλ Μιούρα (1905 - 1977) και η κωμωδία του «Ροδάκινο κομπόστα» στο θέατρο «Ροές». Ο Μιούρα συνέθεσε μια κωμωδία με έντονα σκιτσαρισμένους χαρακτήρες, φαρσικές καταστάσεις και ηθογραφική σάτιρα. Το έργο (όπως και τα χρονογραφήματα του Δημήτρη Ψαθά τροφοδότησαν τις κωμωδίες του), μοιάζει να «ζωντανεύει» ένα διαλογικό και σκιτσογραφημένο χρονογράφημα της καθημερινής ζωής και της ισπανικής κοινωνικής πραγματικότητας. Οτι ο συγγραφέας σκιτσάρισε το περίγραμμα των προσώπων και μετά το «γέμισε» με λόγια και τα εμψύχωσε, για να αναπαραστήσουν μια διόλου απίστευτη ιστορία. Τέσσερις φτωχοδιάβολοι - τρεις άντρες και μια νέα καμπαρετζού, ελπίζοντας να γλιτώσουν από τη φτώχεια, με συνεργό έναν ψευτοαριστοκράτη, ληστεύουν ένα κοσμηματοπωλείο. Για να κάνουν τη μοιρασιά, παριστάνοντας τους συγγενείς, νοικιάζουν το διαμέρισμα μιας χήρας στρατιωτικού - θαυμαστή του Φράνκο. Ομως, στα πόδια τους, λόγω πνευμονίας του ενός, μπλέκεται μια καλοκάγαθη, αλλά διαβολεμένα έξυπνη, πρώην λουλουδού σε καμπαρέ, νυν καλόγρια - νοσοκόμα του ελέους, προκαλώντας φαρσικές καταστάσεις έως ότου φύγει, «κλέβοντας» φανερά «για το καλό των φτωχών» μικροπράγματα, και παίρνοντας, κατά λάθος, και τα κλοπιμαία. Ο Λευτέρης Γιοβανίδης με την απόδοση του έργου και τη σκηνοθεσία του, θέλοντας να αναδείξει την αλληλοτροφοδοτική σχέση σκιτσογραφίας - δραματουργίας του Μιούρα, έχασε το μέτρο του υποκριτικού «σκιτσαρίσματος» των προσώπων από τους περισσότερους ηθοποιούς, με αποτέλεσμα να καταφύγουν σε μια τυποποιημένη τηλεοπτική υποκριτική ευκολία οι Κοσμάς Ζαχάρωφ, Νίκος Κάποιος, Μαρία Κανελλοπούλου, Θανάσης Κουρλαμπάς, Αλεξάνδρα Κουλούρη. Το «σκόπελο» αυτό διέφυγε ο Πάνος Χατζηκουτσέλης με το λεπτό σαρκαστικό χιούμορ του. Το μεγάλο αντίβαρο, ευεργέτημα προς την παράσταση, αποτελεί η γεμάτη απλότητα, αμεσότητα, λεπτές υποκριτικές αποχρώσεις, πηγαίο χιούμορ, ερμηνεία της Ελένης Γερασιμίδου στο ρόλο της καλόγριας. Και μόνο για την ερμηνεία της Γερασιμίδου, αξίζει να δει κανείς την παράσταση.


ΘΥΜΕΛΗ

«Χείλη κλειστά» στο «Νέο Ριάλτο»

Κωμωδία, ή δράμα, και τα δύο μαζί, ή μήπως τραγωδία είναι η ζωή των ανθρώπων, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία πολύμορφα «τρελαμένη», όπως η αμερικάνικη; Αυτό το ερώτημα υποφώσκει κάτω από τα πρόσωπα και την πλοκή του έργου του Αμερικανού δραματουργού Τέρενς ΜακΝάλι «Χείλη κλειστά». Απάντηση στο ερώτημα δε δίνεται, καθώς ο συγγραφέας δεν ξέρει προς τα πού να βαρύνει το έργο του. Εργο που μοιάζει άλλοτε να κωμικολογεί ολίγον, άλλοτε να σατιρολογεί - ανώδυνα βέβαια για την αμερικανική κοινωνία - άλλοτε να μελοδραματίζει ολίγον, αφήνοντας στο δεύτερο μέρος και κυρίως στο τέλος του αποχρώσεις δράματος, με τις ομολογίες ή αλληλοαποκαλύψεις των δύο ζευγαριών του έργου και τον επικείμενο, «καθαρτήριο» θάνατο ενός από τα πρόσωπα. Ενα άτεκνο ζευγάρι πάει στην πολυτελή βίλα, σε περιοχή πλουσίων και διασήμων «αστέρων» του θεάματος και ομοφυλόφιλων. Η βίλα είναι κληρονομιά της συζύγου από τον πεθαμένο από Εϊτζ ομοφυλόφιλο αδελφό της. Η σύζυγος καλεί στη βίλα για γουί κεντ την κουνιάδα της και τον «παραγωγικό» άντρα της κουνιάδας της, με τον οποίο μοιχεύει. Η συνεύρεση των δύο ζευγαριών, μεταξύ αστείου και σοβαρού, τυρού και αχλαδίου, βγάζει στη φόρα τα προβλήματά τους, τις συμβατικές σχέσεις, τα ψεύδη, τις ψυχώσεις τους αλλά και τα χαλαρά ήθη της κοινωνίας τους. Αποκαλύπτει τη μοιχό σχέση της κληρονόμου της βίλας με τον άντρα της κουνιάδας της, το «χαζοχαρούμενο θέατρο» που παίζουν τα δύο αδέλφια για να κρύψουν τις υποψίες και πικρίες τους για την απιστία των συζύγων τους, την έλλειψη επικοινωνίας, την ανούσια και προβληματική συμβίωση και τη γελοία φοβία τους ότι θα κολλήσουν Εϊτζ από το νερό της πισίνας αν κολυμπήσουν σ' αυτή, την ώρα που ο καρκίνος σκοτώνει τον άπιστο σύζυγο. Η μετάφραση του πολύπειρου Ερρίκου Μπελιέ αποτύπωσε εύγλωττα και η σκηνοθεσία του Βλαδίμηρου Κυριακίδη υπογράμμισε τη διαρκώς ρευστή, κυμαινόμενη μεταξύ κωμικού, σάτιρας, δράματος διάθεση του έργου. Η μουσική του Διονύση Τσακνή εξέφρασε τη μελαγχολία του. Λιτό, λειτουργικό, αρμόζον στην αμερικάνικη αισθητική το σκηνικό της Δέσποινας Βολίδη. Οι πολύ καλές ερμηνείες και των τεσσάρων ηθοποιών ανέδειξαν τη ρευστή διάθεση του έργου. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης τη φαινομενικά κωμική, η Εφη Μουρίκη την πικρά σατιρική, η Λίνα Σακκά τη μελαγχολική και ο Αλέκος Συστοβίτης τη δραματική, «σκληρή» αλήθεια της ζωής όλων τους.

«Ξανά μαζί» στο «Αλφα»

Πολυγραφότατος, ευφάνταστος, αδιαμφισβήτητος «αρχιτεχνίτης» της σύγχρονης αμερικάνικης κωμωδίας, μυημένος από παιδί σ' αυτήν από κορυφαίους συγγραφείς και ερμηνευτές του είδους, στο θέατρο, στο βωβό και ομιλούντα κινηματογράφο, ο Νιλ Σάιμον, με το έργο του «Ξανά μαζί» δεν πλάθει απλώς μια υπέροχα ρεαλιστική κωμωδία, αλλά μια ελεγεία αγάπης και θαυμασμού για τους κωμικούς θεατρίνους. Σεβασμού του υπαρξιακού- βιοποριστικού και καλλιτεχνικού- αγώνα τους. Κατανόησης της ιδιαίτερης ψυχολογίας τους, των κουσουριών, των φιλοδοξιών, των τσακωμών τους, αλλά και των ισχυρών δεσμών και της συνεργατικής ανάγκης τους ακόμα κι όταν «ανταγωνίζονται», αφού η τέχνη κάθε θεατρίνου είναι διαρκές δούναι και λαβείν με κάθε συμπαίκτη του. Θλίψης για την ανέχεια, την εγκατάλειψη, απαξίωση της προσφοράς των παλιών θεατρίνων. Το έργο, όμως, είναι και ένα τρυφερότατο, μελαγχολικό παρά την κωμική επιφάνειά του, μηνυματικό ρέκβιεμ για το θάνατο, τη μοναξιά των γηρατειών και την ανάγκη της συντρόφευσής τους. Ο Σάιμον έχοντας, από τη δεκαετία του 1940, γνωρίσει και γράψει έργα, σενάρια, τηλεοπτικές εκπομπές για πολλούς θεατρίνους, έπλασε αριστοτεχνικά τους κεντρικούς ήρωες. Δυο γέρους, βετεράνους θεατρίνους, μακρόχρονα φημισμένο κωμικό δίδυμο. Οταν ο ένας, ο Αλ Λιούις, αποφάσισε να αποσυρθεί και να ζήσει στην επαρχία με την παντρεμένη κόρη του, «αχρηστεύτηκε» επαγγελματικά και ο άλλος, ο Γουίλι Κλαρκ, ο οποίος, άτεκνος, ζει σε ένα άθλιο δωμάτιο, μόνος με τις αναμνήσεις, τις ψευδαισθήσεις και το θυμό του για τον συμπαίκτη του και επιβιώνει με τη φροντίδα του ανιψιού του. Η πρόταση του μάνατζερ στο επάγγελμα ανιψιού του για επανεμφάνιση του διδύμου σε μια τηλεοπτική εκπομπή, θα ξανασμίξει τους δυο κωμικούς, «επανεμφανίζοντας», στη γεροντική τους μεγέθυνση, τα καλά, τα στραβά κι ανάποδα του χαρακτήρα και της συνεργασίας τους, αλλά και τους δεσμούς που τους ενώνουν, τη μοναξιά τους και τη μόνη διέξοδό της, να συντροφεύσουν την υπόλοιπη ζωή τους, ζώντας στο γηροκομείο «Σπίτι του ηθοποιού». Μεγάλη, παλιότερα, ερμηνευτική επιτυχία του Θύμιου Καρακατσάνη το έργο, ξαναπαρουσιάζεται φέτος στο θέατρο «Αλφα», με τον Θύμιο Καρακατσάνη και πάλι στο ρόλο του Γουίλι Κλαρκ και τον Σωτήρη Μουστάκα στο ρόλο του Αλ Λιούις, με την ωραία μετάφραση της Ζάννας Αρμάου, καλοδουλεμένη, με αίσθηση της ρεαλιστικού αλλά και του κωμικού χαρακτήρα του έργου σκηνοθεσία του Γιάννη Ιορδανίδη, νατουραλιστικά σκηνικά και κοστούμια του Πάρι Μέξη και αρμόζοντες φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου. Μια γλυκόπικρη κωμωδία, σε μια καλή παράσταση, με δυο μεγάλους κωμικούς ηθοποιούς του θεάτρου μας, με τον Θύμιο Καρακατσάνη σε μια εκπληκτική ψυχανατόμιση του ρόλου που υποδύεται, λεπτουργημένη με το λόγο, την παύση, την έκφραση του προσώπου, τη χειρονομία, την κίνηση του να υπογραμμίζει το κωμικό στοιχείο του έργου και τον Σωτήρη Μουστάκα με απόλυτη υποκριτική λιτότητα, χωρίς τους γνωστούς κωμικούς «κώδικές» του, να αναδεικνύει τις μελαγχολικές πτυχές του έργου. Γόνιμοι υποκριτικά είναι και οι Γιώργος Γαλίτης, Αλεξία Μουστάκα, Μιχάλης Αλικάκος, και Δέσποινα Γιαννοπούλου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ