Στη χώρα μας, που γίνεται ένας σεισμός κάθε 1,5 χρόνο και ένας θανατηφόρος κάθε δύο χρόνια, σε μια χώρα που εκλύεται το 50% της σεισμικής ενέργειας της Ευρώπης, με ευθύνη των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, οι προσεισμικοί έλεγχοι, η χρηματοδότηση των ερευνών και η πολιτική λαϊκής στέγης βρίσκονται υπό το μηδέν
Eurokinissi |
Η συντριπτική πλειοψηφία των δημόσιων κτιρίων και κτιρίων κοινωφελούς χρήσης δεν έχουν περάσει από οποιοδήποτε προσεισμικό έλεγχο (φωτ. το νοσοκομείο «Αλεξάνδρα»). |
Δυστυχώς, για τις κυβερνήσεις του δικομματισμού, που τόσο η προηγούμενη όσο και η σημερινή, αναμασούν την ίδια «πιπίλα» της ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού, η κατάσταση δεν είναι αυτή. Ο «Ρ», μίλησε με ειδικούς επιστήμονες, και εκείνο που σήμερα αποκαλύπτεται είναι πως και οι δύο κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), όχι μόνο δεν έχουν πάρει μέτρα «σε βάθος χρόνου», αλλά αντιθέτως, είναι παντελώς ανύπαρκτη η ουσιαστική αντισεισμική θωράκιση της χώρας. Συγκεκριμένα:
Eurokinissi |
«Τα ιδιωτικά κτίρια δεν περνάνε από κανέναν έλεγχο», σημειώνει ο Κ. Μακρόπουλος, όταν το 70% του συνόλου των κτιρίων είναι χτισμένα πριν το 1980 (φωτ. από τον πρόσφατο σεισμό). |
Αυτό το σχολείο στα Γρεβενά είχε καταρρεύσει μετά το σεισμό του 1995. Ευτυχώς, ήταν Σάββατο και δεν υπήρχαν μέσα μαθητές... |
Ο «Ρ» μίλησε με τον Κώστα Μακρόπουλο, πρόεδρο του Οργανισμού Αντισεισμικής Προστασίας και τον Παναγιώτη Καρύδη, καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
Σημαντικά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ΟΑΣΠ, όπως μας εξηγεί ο Κώστας Μακρόπουλος, πρόεδρος του Οργανισμού και καθηγητής σεισμολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο ΟΑΣΠ έχει την ευθύνη της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των κατοίκων σε περίπτωση σεισμού και πραγματοποιεί σεμινάρια στα σχολεία των νομών της χώρας, ενώ από τα βασικότερα καθήκοντά του είναι ο προσεισμικός έλεγχος. Ωστόσο, τα κονδύλια που εισρέουν στον Οργανισμό είναι ελάχιστα, όπως ο ίδιος μάς λέει. Το ποσό της επιχορήγησης για το 2006 είναι 1,5 εκατ. ευρώ, όσο ακριβώς ήταν για το 2005 και μειωμένο σε σχέση με αυτό του 2004, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Γ. Σουφλιάς στη διάρκεια κοινοβουλευτικής ενημέρωσης.
«Τα χρήματα αυτά, είναι ελάχιστα», σημειώνει ο καθηγητής. «Επαρκούν μόνο για τις ανελαστικές δαπάνες. Φως, νερό, τηλέφωνο, θέρμανση, μισθοί, ενοίκιο. Οι υπερωρίες στο προσωπικό δεν πληρώνονται. Οι βάρδιες, αντί να πληρώνονται καλύπτονται με ρεπό. Μετά βίας, καλύπτουμε τα χρήματα για τις αποστολές "εκτός έδρας" (σ.σ.: στην επαρχία) του επιστημονικού προσωπικού. Επιχορήγηση για την ανάπτυξη του επιστημονικού έργου, δυστυχώς δεν υπάρχει».
Οπως εξηγεί ο Κ. Μακρόπουλος, μόνο μετά από μεγάλους σεισμούς, εισρέουν κονδύλια στα ταμεία του ΟΑΣΠ: «Τα χρήματα για τον ΟΑΣΠ, πάντα έτσι ήταν. Οταν έγινε ο σεισμός του 1999, η πολιτεία μάς θυμήθηκε και έδωσε επιχορήγηση. Η κάθε πολιτεία. Και η σημερινή και η χθεσινή». Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως είπε ο καθηγητής, αμέσως μετά το σεισμό της Αθήνας, ο ΟΑΣΠ επιχορήγησε 74 επιστημονικά προγράμματα, από τα οποία μόλις το 15% των χρημάτων εξοφλήθηκε. «Δυστυχώς, τα χρήματα δεν επαρκούσαν και δεν επαρκούν για να εξοφλήσουμε τους επιστήμονες. "Ελπίζουμε" ότι αυτή τη φορά ο σεισμός των Κυθήρων θα ανοίξει τη στρόφιγγα της κρατικής χρηματοδότησης»...
Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με την πολιτική που εξυπηρετούν, δεν έχουν σε καμιά περίπτωση προωθήσει την οποιαδήποτε αντισεισμική θωράκιση της χώρας, μέσω των προσεισμικών ελέγχων, ενώ δεν μπορούν να εγγυηθούν για το αν εφαρμόζεται πλήρως ο νέος αντισεισμικός κανονισμός ή όχι, αν γίνονται εδαφοτεχνικές μελέτες πριν την ανέγερση των κτιρίων ή πριν τις επεκτάσεις σχεδίων πόλης και πολύ περισσότερο για την ποιότητα των υλικών που χρησιμοποιούνται τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά έργα.
«Η αντισεισμική θωράκιση της χώρας δεν έχει προχωρήσει σε ικανοποιητικό βαθμό», δηλώνει κατηγορηματικά ο Κ. Μακρόπουλος, συμπληρώνοντας ότι, ωστόσο, γίνονται προσπάθειες.
Ιδιαίτερα είναι τα προβλήματα που παρουσιάζονται στα ιδιόκτητα κτίρια: «Στα ιδιωτικά κτίρια», σημειώνει ο καθηγητής, «δεν υπάρχει κανένας έλεγχος. Πέρα από τις πολεοδομίες που λένε ένα "ναι" ή ένα "όχι" από εκεί και πέρα δεν υπάρχει κανένας έλεγχος. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα από τη στιγμή που το σπίτι του καθενός είναι για τον Ελληνα ένα όνειρο ζωής. Το μόνο που μας "σώζει" είναι ένας μηχανικός εμπιστοσύνης, και αυτό γιατί το κράτος, για τον ιδιώτη, δυστυχώς, δε μεριμνά». Και όλα αυτά όταν - σύμφωνα με μελέτη ομάδας επιστημόνων του ΤΕΕ - το 69% των οικοδομών στη χώρα μας ανεγέρθηκαν πριν το 1985 με βάση τους παλιούς αντισεισμικούς κανονισμούς. Κανονισμοί που έχουν κριθεί τουλάχιστον ανεπαρκείς.
Αντίστοιχη, όμως, είναι η κατάσταση που επικρατεί στα δημόσια κτίρια και τα κτίρια κοινωφελούς χρήσης. Είναι ενδεικτικό ότι το μόνο που έχει μέχρι σήμερα διεξαχθεί από άποψη προσεισμικού ελέγχου, είναι ο Ταχύς Οπτικός Ελεγχος (ΤΟΕ), ο πρώτος μιας σειράς ελέγχων, σε μόλις 5.313 δημόσια κτίρια. «Πρόκειται για έναν πολύ μικρό αριθμό, σε σχέση με το σύνολο των κτιρίων», σχολιάζει ο Κ. Μακρόπουλος. Μάλιστα, η συγκεκριμένη έρευνα διεξάγεται από το 2001 και πρόκειται να λήξει στα τέλη Μάρτη. Ετσι, η συντριπτική πλειοψηφία των δημόσιων κτιρίων δε θα έχει περάσει ακόμη και αυτόν τον πρώτο οπτικό έλεγχο.
Κρίσιμο, όμως, είναι το θέμα της εφαρμογής του αντισεισμικού κανονισμού στα δημόσια κτίρια. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου άφησε ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσο εφαρμόζεται: «Στα δημόσια κτίρια, προβλέπεται έλεγχος. Από εκεί και πέρα, όμως, δεν ξέρω τι γίνεται»...
Ο «Ρ» μίλησε και με τον Παναγιώτη Καρύδη, καθηγητή Αντισεισμικής Τεχνολογίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), ο οποίος συμμετέχει στο πρόγραμμα του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων για τον αντισεισμικό έλεγχο των σχολικών κτιρίων. Οπως μας είπε, το κύριο στοιχείο που προκύπτει είναι πως οι σχολικές μονάδες είναι ελλιπώς συντηρημένες. «Το γεγονός αυτό», σημειώνει, «προκύπτει από τη βαρύτατη χρήση των σχολικών μονάδων, λόγω της διπλής βάρδιας που ισχύει σε πολλά από αυτά». Και συμπληρώνει: «Ουδέποτε δόθηκαν χρήματα σε θέματα συντήρησης».
Εκείνο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι, σύμφωνα με τον καθηγητή, τα σχολεία θα χρησιμοποιηθούν για «εκτόνωση του πληθυσμού» σε περίπτωση σεισμού. Δηλαδή, τα σχολεία θα χρησιμοποιηθούν για να μεταφερθεί ο πληθυσμός μετά το σεισμό - κατά συνέπεια η λειψή συντήρηση δημιουργεί επιπλέον κινδύνους. Μάλιστα, όπως ξεκαθάρισε ο Π. Καρύδης, η χρησιμοποίηση των σχολείων γι' αυτό το σκοπό κρίνεται απαραίτητη ακριβώς λόγω της έλλειψης ελεύθερων χώρων.
Το ΚΚΕ, βέβαια, δεν περιορίστηκε σε στείρα άσκηση κριτικής στις κυβερνήσεις που αρνούνται πεισματικά να προωθήσουν την αντισεισμική θωράκιση της χώρας, όπως έχει κατηγορηθεί. Αντίθετα, την τελευταία δεκαετία έχει προχωρήσει κατάθεση δεκάδων εποικοδομητικών και ουσιαστικών προτάσεων, τόσο μέσα στη Βουλή, όσο και μέσω δημοσιευμάτων και άλλων παρεμβάσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τρεις περιπτώσεις:
Το καλοκαίρι του 2001, αμέσως μετά το μεγάλο σεισμό που έγινε στο θαλάσσιο χώρο βόρεια της Σκύρου έντασης 5,7 Ρίχτερ, κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή, όπου ζητούσε όχι μόνο άμεσα μέτρα για την αντισεισμική θωράκιση της χώρας, αλλά επιπλέον κατέθεσε και μια σειρά προτάσεων για το πώς αυτή θα επιτευχθεί. «Καθίσταται επίκαιρη και επιτακτική η ανάγκη διαμόρφωσης και υλοποίησης ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού για την αντισεισμική θωράκιση χώρας», σημείωναν πέντε χρόνια πριν οι βουλευτές του Κόμματος. Κάτι που ακόμη δεν έχει γίνει...
Το Μάρτη του 2005, το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Περιβάλλοντος της ΚΕ του ΚΚΕ εξέδωσε κείμενο με τις προτάσεις του ΚΚΕ για την αντισεισμική θωράκιση της χώρας. «Είναι μεγάλοι οι κίνδυνοι που εγκυμονεί η σεισμική δράση, αλλά κυρίως είναι τεράστιοι κίνδυνοι που εγκυμονεί η έλλειψη μιας διαρκούς και συνεχώς βελτιούμενης πολιτικής αντισεισμικής προστασίας, από τους εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας», τόνιζε το κείμενο.
Ακόμη και στον πρόσφατο μεγάλο σεισμό των Κυθήρων, του μεγέθους των 6,9 Ρίχτερ, που ταρακούνησε όλη τη χώρα, με ανακοίνωσή του το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, επανέφερε το θέμα της αντισεισμικής προστασίας της χώρας, προτείνοντας έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό που θα περιλαμβάνει μακροπρόθεσμα μέτρα και μέτρα άμεσης απόδοσης. Συγκεκριμένα:
Και το ΚΚΕ καταλήγει: «Για τους εργαζόμενους, η συχνά χρησιμοποιούμενη φράση "πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε σεισμούς", δεν πρέπει να σημαίνει αποδοχή των καταστροφικών συνεπειών των σεισμών που θα γίνουν, αλλά απαίτηση, διεκδίκηση της οργάνωσης της ζωής, των κτιρίων, της πόλης, της παραγωγικής διαδικασίας, της λήψης όλων των απαιτουμένων μέτρων, ώστε το φαινόμενο να έχει τις μικρότερες δυνατές συνέπειες, σημαίνει συσπείρωση και δράση για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής».