ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 2 Φλεβάρη 2006
Σελ. /32
Η Ιστορία απαιτεί απόλυτο σεβασμό όταν «δραματοποιείται»

Η δραματοποίηση των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων απαιτεί, πρώτα απ' όλα, απόλυτο σεβασμό προς την αλήθεια. Κάθε πρόσθεση ή αφαίρεση, μπορεί να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα. Σκεφτείτε, τώρα, πόσο προβληματική μπορεί να είναι μια ταινία, όταν απλώς «πιάνεται» από ένα αληθινό γεγονός, το χρησιμοποιεί απλώς σαν αφορμή, και στη συνέχεια «φτιάχνει» τη δική της φανταστική ιστορία. Μια τέτοια περίπτωση είναι το «Μόναχο» του Στίβεν Σπίλμπεργκ. «Πιάστηκε» από τη γνωστή σφαγή των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου (1972) και έφτιαξε μια πολιτική (και αρκετά προπαγανδιστική), περιπέτεια.

Παρ' όλα αυτά το «Μόναχο», όσο να διαφωνείς μαζί του, είναι μια ταινία που θα σε βάλει σε σκέψεις. Και με αυτή την έννοια είναι μια «ενδιαφέρουσα» ταινία. Δεν μπορώ, όμως, να πω το ίδιο και για την ταινία του Ρομπ Ράινερ, «Οι Φήμες Λένε». Εδώ μόνο οι ηθοποιοί αξίζουν κάποιας αναφοράς. Το θέμα της είναι τόσο τετριμμένο. Μεσοαστικές ερωτικές ανησυχίες. Κούφια πράγματα, δηλαδή. Από κοντά και η νορβηγική «Διπλανή Πόρτα», του Παλ Σλετάνε. Εδώ μιλάει ο μικροαστισμός. Μια «μοντέρνα» γραφή με πολλή ...αρρώστια!

Τέλος, για τις «Δυο Ντουζίνες Μπελάδες», του Αντμα Σάνκμαν, έχω ελάχιστα να σας πω, αφού, λόγω του «ψύχους», δε στάθηκε δυνατόν να τη δω.

Φτωχή, όπως, αντιλαμβάνεστε, κινηματογραφικά η βδομάδα. Κυνηγήστε τις επαναλήψεις ή πηγαίνετε θέατρο, στην όπερα, στα μουσεία. Σημασία έχει να βγείτε από το σπίτι. Να βρεθείτε με άλλους ανθρώπους και να γλιτώσετε από την τηλεόραση.

ΣΤΙΒΕΝ ΣΠΙΛΜΠΕΡΓΚ
Μόναχο

Αν κάποιος είχε την περιέργεια και μετρούσε τις ταινίες, μόνο τις ταινίες, που γυρίστηκαν για τους Ισραηλινούς, θα έχανε τον αριθμό (και την υπομονή του)! Σχεδόν το σύνολο αυτών των ταινιών, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, είναι καθαρά προπαγανδιστικές ταινίες. Ο θεατής, τελικά, δεν έχει τίποτα να κερδίσει!

Το «Μόναχο», λοιπόν, είναι μια ακόμα προπαγανδιστική, υπέρ των Ισραηλινών, ταινία! Μια ταινία που κι αυτή εξισώνει θύματα και θύτες. Μη σας παρασύρουν κάποιες, υποτονικές έτσι κι αλλιώς, ισραηλινές φωνές διαμαρτυρίας. Οι διαμαρτυρόμενοι θέλανε ακόμα περισσότερα από τον Σπίλμπεργκ, φαίνεται. Εκείνος, βέβαια, σκεφτόμενος ίσως την ιστορία του, προσπάθησε να κρατήσει κάποια προσχήματα. Δεν έκρυψε, δηλαδή, τα αυτονόητα! Ή, και το πιο πιθανό, αυτός να έχει περισσότερο μυαλό από τους ακραίους. Να ξέρει καλύτερα, δηλαδή, πώς να «περάσει» την ισραηλινή άποψη, για τα γεγονότα.

Η ταινία του, η οποία βασίζεται στη νουβέλα του Καναδού Τζορτζ Τζόνας «vengeance» (εκδίκηση), αναφέρεται στο γνωστό ιστορικό επεισόδιο που συνέβη κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου (5 Σεπτέμβρη του 1972). Οκτώ Παλαιστίνιοι κομάντος εισβάλλουν στο Ολυμπιακό χωριό, αιχμαλωτίζουν εννέα Ισραηλινούς αθλητές και συνοδούς και ζητάνε την απελευθέρωση 234 συμπατριωτών τους, που κρατούνται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας, καθώς και την απελευθέρωση του Αντρέα Μπάαντερ και της Ούλρικε Μάινχοφ (Γερμανοί αντάρτες των πόλεων, όπως έμειναν γνωστοί στην ιστορία).

Θυμίζουμε, για να υπάρξει μια πλήρης εικόνα της κατάστασης, πως, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις έτσι και τότε στο Μόναχο, αμέσως άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Κάποιοι πίστευαν σε αυτές και κάποιοι άλλοι απλώς τις χρησιμοποιούσαν. Είτε για να κερδίσουν χρόνο, είτε για να δικαιολογηθεί η ένοπλη «λύση» του ζητήματος, την οποία επιθυμούσαν και τελικά επέβαλαν. Πάντως, μόλις άρχισε να διαφαίνεται κάποια ελπίδα, για αναίμακτη λύση της κρίσης, τότε, αμέσως τότε, το τοπίο πήρε φωτιά. Αποτέλεσμα: νεκροί και οι εννέα όμηροι. Νεκροί, ακόμα, πέντε Παλαιστίνιοι και ένας Γερμανός αστυνομικός! Αλλά και «αφορμή», για ισραηλινούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς στο Λίβανο και τη Συρία!

Φυσικά, εκείνο τον καιρό, έγινε μεγάλη κουβέντα, για την τελική αιματηρή κατάληξη του επεισοδίου και μεγάλες ευθύνες έπεσαν στη γερμανική αστυνομία, η οποία κατηγορήθηκε, πως ενήργησε «τουλάχιστον άστοχα και βεβιασμένα». Σήμερα, πάντως, ξέρουμε, πως στο Μόναχο η γερμανική αστυνομία και η Μοσάντ (και όχι μόνον αυτές οι δύο), έκαναν μια επίδειξη, μια πρόβα τζενεράλε, των «αντιτρομοκρατικών» μεθόδων, που θα εφαρμόζονταν στο μέλλον. Επρεπε να δείξουν σκληροί και αποφασισμένοι. Αργότερα, βέβαια, το παιχνίδι χόντρυνε. Εισβολή κατευθείαν στο ψαχνό. Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, Ιράκ...

Ο Σπίλμπεργκ αντί να «σκύψει» πάνω στα συμπεράσματα αυτής της ημέρας (για την ακρίβεια των 21 μόλις ωρών, που κράτησε η κρίση) και να φωτίσει τις σκοτεινές πλευρές εκείνης της φρίκης, προτίμησε να μας δείξει τις αξιοσύνες της Μοσάντ και την αυταπάρνηση των ανθρώπων της. Αντί να μελετήσει τα λάθη και να καταδείξει τους καλύτερους τρόπους επίλυσης τέτοιων πολύπλοκων γεγονότων, προτίμησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, δείχνοντας τα «αδιέξοδα» των Ισραηλινών, οι οποίοι από τα «πράγματα», σύμφωνα με την ταινία, είναι «αναγκασμένοι» να πολεμούν. Διαρκώς να πολεμούν και διαρκώς να σκοτώνουν!

Φυσικά, για να μην αδειάσει τελείως η αίθουσα, ο Σπίλμπεργκ, όπως σας ανέφερα και παραπάνω, κράτησε τα προσχήματα. Κατά διαστήματα, παρουσιάζει και τη «θέση» των Παλαιστινίων. Ομως, αυτή ακούγεται, αν ακούγεται, και περνάει! Το μελό, ο κορμός της ταινίας, το δράμα, δηλαδή, η κινηματογραφική «ουσία» που κερδίζει το θεατή, υπάρχει και παίζεται στην πλευρά των Ισραηλινών. Ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει, με άκριτο συναισθηματικό τρόπο μάλιστα, την Ισραηλινή Αντιτρομοκρατική Ομάδα, η οποία, μετά τη λήξη του αιματηρού επεισοδίου του Μονάχου και με εντολή της ισραηλινής κυβέρνησης, ανέλαβε να εντοπίσει τους υπεύθυνους του Μαύρου Σεπτέμβρη και να τους εξοντώσει έναν - έναν. Να τους τιμωρήσει και να αποτρέψει παρόμοια κρούσματα στο μέλλον!

Η αποστολή, όπως αντιλαμβάνεστε, εκτελείται με μαθηματική ακρίβεια και με αποτελεσματικότητα! Πώς θα γινόταν αλλιώς; Η Μοσάντ και οι πράκτορές της, πρέπει να ακουστεί, είναι μηχανές. Ρομπότ! Ομως, για να χρυσωθεί το χάπι, αυτή η δολοφονική οργάνωση και αυτοί οι στυγνοί πράκτορες, σύμφωνα με την ταινία, πρέπει να φανούν ότι διαθέτουν και «αισθήματα». Είναι οικογενειάρχες, οι οποίοι αγαπάνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Και οι οποίοι, όπως ο αρχηγός της ομάδας, ας πούμε, κάποια στιγμή χορταίνουν αίμα και θέλουν να σταματήσουν. Να αποστρατευτούν και να ζήσουν ειρηνικά με τις οικογένειές τους. Και δίνουν μάχη γι' αυτό!

Οταν η ιστορία μεταβάλλεται σε ερωτικό, ψυχολογικό, οικογενειακό δράμα, τότε τα αληθινά ιστορικά γεγονότα χάνουν την αξία τους. Το «Μόναχο», λοιπόν, δε φωτίζει κανένα σκοτεινό σημείο της αληθινής ιστορίας. Αντίθετα, συσκοτίζει και αυτά που ο χρόνος τα έχει φέρει στην επιφάνεια. Και αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, και η «συνεισφορά» της ταινίας και γι' αυτό έγινε. Να καταφέρει, με «αξιόπιστες» κινηματογραφικές εικόνες, με δράση σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους, (μια από τις εκτελέσεις της Μοσάντ έγινε στην Αθήνα), με εκρήξεις και αστυνομικές και πολιτικές ίντριγκες, με αρκετά σφιχτό ρυθμό, να αποπροσανατολίσει. Να παρασύρει τον θεατή να κοιτάζει το δέντρο, για να μη βλέπει το δάσος. Να βλέπει το δράμα του πράκτορα, για να μη βλέπει το δράμα ενός ολόκληρου λαού (των Παλαιστινίων).

Κινηματογραφικά εξετάζοντας κανείς την ταινία, δεν μπορούμε να πούμε πως είναι από τις καλύτερες του σκηνοθέτη. Ομως, διατηρεί όλους τους κανόνες του καλού αμερικάνικου εμπορικού κινηματογράφου. Το συναίσθημα, η αγωνία, η δράση είναι σε σωστές δόσεις. Ο θεατής δε θα πλήξει! Ομως, τα είπαμε. Χρειάζεται προσοχή. Η ταινία ανά πάσα κινηματογραφική στιγμή περνάει και μια πολιτική άποψη. Μια πολιτική άποψη που δεν είναι πάντα καθαρή (αρνητικά ή θετικά).

Παίζουν: Ερικ Μπάνα, Αγελέ Ζορέρ, Ντάνιελ Κρεγκ, Τζόφρι Ρας, Ματιέ Κασοβίτς, Χανς Ζίχλερ, Κιάραν Χιντς, Μιχάλης Γιαννάτος, κ.ά.

ΡΟΜΠ ΡΑΪΝΕΡ
Οι φήμες λένε

Τζένιφερ Ανιστον και Κέβιν Κόστνερ
Τζένιφερ Ανιστον και Κέβιν Κόστνερ
Οι «Φήμες» αφορούν στην Πολιτεία, στην Εκάλη, στη Δροσιά και ακόμα παρά πέρα!.. Σε οικογένειες, που έχουν λύσει τα καθημερινά τους προβλήματα και ξύνονται. Οι ήρωες της ταινίας είναι όλοι ατσαλάκωτοι, σαν αυτούς που βλέπουμε στις κοσμικές στήλες των κοσμικών περιοδικών. Ξέρετε αυτούς, «...παραβρέθηκαν οι...», και να οι φωτογραφίες και να τα λαμέ φουστάνια και οι πούλιες.

Ενας τέτοιος τύπος, λοιπόν, ατσαλάκωτος και τσαχπίνης, ο Κέβιν Κόστνερ, είχε μια ερωτική σχέση με μια κυρία, που ετοιμαζόταν να παντρευτεί κάποιον άλλον. Η μάνα της τύπισσας (Σίρλεϊ ΜακΛέιν), θέλοντας να επαληθεύσει την ταινία «Ο Πρωτάρης», βουτάει τον τύπο της κόρης της από το σβέρκο και τον ρίχνει στο δικό της κρεβάτι. Τα χρόνια περνούν... Η γυναίκα, που με άλλον κοιμόταν και άλλον παντρεύτηκε, πέθανε αφήνοντας πίσω της τη μάνα της και μια κόρη. Για την ακρίβεια δυο κόρες, αλλά εμάς, η μια μας ενδιαφέρει. Η κόρη αυτή λοιπόν (Τζένιφερ Ανιστον), έρχεται να δικαιώσει την παροιμία, πως το κακό πρέπει πάντα να τριτώνει!..

Ολα αυτά μέσα σε ένα «πλούσιο μαγευτικό περιβάλλον». Με ωραία σπίτια, με ωραία αυτοκίνητα, με πισίνες. Ο,τι πρέπει, δηλαδή, για να περάσει το μήνυμα και να επιτύχει ο στόχος. Που είναι η ομαδική και απόλυτη αποχαύνωση του πόπολου! Το αμερικάνικο ευτυχισμένο τέλος της ταινίας είναι η χαριστική βολή. Το κερασάκι στην τούρτα. Ο,τι έγινε - έγινε, λένε οι δημιουργοί. Τίποτα δεν έγινε, δηλαδή. Ολα, στο τέλος, κατέληξαν ομαλά. Ο πιο τυχερός, βέβαια, είναι ο Κόστνερ. Ατυχος, ίσως, γιατί του γλίτωσε η μικρότερη κόρη...

Θα πω πάλι κρίμα (το είπα και την περασμένη βδομάδα με αφορμή μια άλλη ταινία), για την Σίρλεϊ ΜακΛέιν. Αυτή τη θαυμάσια ηθοποιό, που, φαίνεται, δεν μπορεί να πει «όχι». Αλλά και για τον νεότερό της Κέβιν Κόστνερ. Και αυτός δεν ξέρει, δε θέλει ή δεν του επιτρέπουν να πει «όχι». Τα ίδια ισχύουν, για την πιο καινούρια, αλλά εξίσου καλή, για να μην πω καλύτερη, Τζένιφερ Ανιστον.

Τελικά, εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς. Είναι οι σκηνοθέτες αυτών των ταινιών ανόητοι ή είναι ανόητοι οι θεατές τους; Είναι και τα δυο σωστά. Γιατί ακόμα και ψυχρός έμπορος τέχνης να είσαι κάνεις τέλος πάντων μια προσπάθεια να λέει κάτι το προϊόν που πλασάρεις. Ετούτες οι ταινίες είναι τελείως κατά διαόλου.

Παίζουν: Τζένιφερ Ανιστον, Κέβιν Κόστνερ, Μαρκ Ράφαλο, Σίρλεϊ ΜακΛέιν, Μίνα Σουβάρι.

ΠΑΛ ΣΛΕΤΑΝΕ
Η διπλανή πόρτα

«Η Διπλανή Πόρτα» δεν «παίζεται»! Δε μιλάμε για θρίλερ, μιλάμε για αρρώστια. Ο,τι και αν ακούσετε, δήθεν για πολύ καλό γύρισμα, για προσεγμένες γωνιές λήψης, για «στιλ», για πολύ άξιο, και βραβευμένο στις Κάννες από τους κριτικούς, σκηνοθέτη, προσπεράστε το. Η ταινία μυρίζει μούχλα!

Ενας νεαρός σκοτώνει τη φίλη του, με την οποία διατηρούσε μια άρρωστη ερωτική σχέση, γιατί τον απατά. Στο διπλανό διαμέρισμα ζούνε δυο αδελφές, οι οποίες άκουγαν το ζευγάρι να κάνει έρωτα. Και οι δυο επιθυμούν τον βίαιο και άρρωστο ερωτικά εραστή. Τι θέμα, αλήθεια!

Τελικά, καιρός να σοβαρέψουμε! Θεατές και δημιουργοί! Οι αλόγιστες ακρότητες, οι ακρότητες που γίνονται για να εντυπωσιάσουν, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι τέχνη. Οι «ψυχές» των ανθρώπων, δεν ψάχνονται με τσάπες. Απαιτούν λεπτότερα όργανα. Ο κύριος Παλ Σλετάνε ηδονίζεται με το υπερβολικό αίμα. Με την ωμή και ακατέργαστη βία. Και καλεί και εμάς στο ματωμένο τραπέζι του. Να γευτούμε και εμείς ...αρρώστια.

Οι «κλειστοί» χώροι και οι «κλειστοί» ανθρώπινοι χαρακτήρες, οι ερωτικές επιθυμίες και οι ερωτικές φαντασιώσεις, όταν δε συνοδεύονται από το ανάλογο βάθος στην αναζήτηση της αλήθειας, όταν δε συνοδεύονται από ιστορίες άξιες να απασχολήσουν, δε δικαιώνονται δραματουργικά. Είναι κενοί! Οταν ο φόβος, η αγωνία, ο πόνος, η επιθυμία, ο ερωτισμός, δεν προκύπτουν, αλλά γίνονται έτσι για να γίνονται, δεν έχουμε να κάνουμε με καλλιτεχνική «σπουδή» πάνω στις συμπεριφορές των ανθρώπων. Εχουμε να κάνουμε, στην καλύτερη περίπτωση, με καλλιτεχνική απάτη.

Παίζουν: Κρίστοφερ Γιόνερ, Γιούλια Σαχτ, Σεσίλιε Μόσλι, Αννα Μπάκε Βίιγκ.

Ο σκηνοθέτης

Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ γεννήθηκε στις 18 Δεκέμβρη του 1946 στο Σινσινάτι του Οχάιο. Θεωρείται ο πιο διάσημος σκηνοθέτης των τελευταίων χρόνων και είναι από τους πιο πλούσιους κινηματογραφιστές όλων των εποχών! Παράλληλα, βέβαια, είναι και ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες στη σύγχρονη κινηματογραφική βιομηχανία.

Ο Σπίλμπεργκ παράτησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Long Beach (στο οποίο επέστρεψε, το 2002, για να πάρει το πτυχίο του, έπειτα από παράκληση της μητέρας του, όπως λέει!), και σε ηλικία μόλις 21 ετών δούλεψε ως μοντέρ στην τηλεοπτική σειρά γουέστερν «Wagon Train». Αμέσως μετά, άρχισε να γυρίζει τις δικές του ταινίες (μικρού μήκους). Από τα πρώτα του βήματα έδειξε την «αδυναμία» του και την εμμονή του στα «ειδικά εφέ». Στο «Firelight» του 1964, για παράδειγμα, παρακολουθούσε με την κάμερά του την εισβολή «εξωγήινων» σε μία μικρή επαρχιακή κωμόπολη.

Σε ηλικία 23 ετών, υπέγραφε συμβόλαιο με την Universal που είχε εντοπίσει το ταλέντο του και είχε προβλέψει την εξέλιξή του. (Εγινε έτσι ο νεότερος σκηνοθέτης στην ιστορία του κινηματογράφου).

Μετά το «Sugarland Express» του 1974 με την Γκόλντι Χόουν (ταινία που σηματοδότησε και την έναρξη της σταθερής του συνεργασίας με τον μουσικοσυνθέτη Τζον Γουίλιαμς), ο Σπίλμπεργκ άρχισε τα γυρίσματα της ταινίας που θα τον έκανε παγκοσμίως γνωστό: «Τα Σαγόνια Του Καρχαρία» (1975). Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ακόμα και σήμερα κοιτάζουν τα νερά της θάλασσας με καχυποψία και φόβο.

Μετά έρχονται οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», το «Ιντιάνα Τζόουνς και οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού», «E.T.», «Το Πορφυρό Χρώμα», «Η Αυτοκρατορία του Ηλιου» (με τον 13χρονο, τότε, Κρίστιαν Μπέιλ, στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση), «Hook», «Jurassic Park». Παράλληλα, άρχισε να κάνει και παραγωγές τόσο σε δικές του όσο και σε ταινίες συναδέλφων του που εκτιμούσε.

Το 1993 γυρίζει τη «Λίστα του Σίντλερ» (που βραβεύτηκε με επτά, συνολικά, Οσκαρ). Η ταινία αυτή πέρα από την εμπορική επιτυχία είχε και καλλιτεχνική αποδοχή. Τον Οκτώβρη του 1994, μαζί με τον Τζέφρι Κάτσενμπεργκ και τον Ντέιβιντ Γκέφεν, ίδρυσε τη νέα εταιρία παραγωγής DreamWorks SKG και γύρισε ταινίες όπως το «American Beauty», το «Gladiator» και το «A Beautiful Mind», που βραβεύτηκαν διαδοχικά με Οσκαρ καλύτερης ταινίας.

Επίσης, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ γύρισε τις ταινίες, «Η Διάσωση Του Στρατιώτη Ράιαν», την «A. Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη», το «Minority Report», το «Πιάσε Με Αν Μπορείς», το «The Terminal», το «Ο Πόλεμος Των Κόσμων», όλες με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Φυσικά, δεν άφησε έξω από τις δραστηριότητές του και την τηλεόραση. Γύρισε την επιστημονική φαντασία «Taken», τη σειρά πολεμικού περιεχομένου, «Band Of Brothers» και το καρτούν «Looney Tunes».

Εχει παντρευτεί δύο φορές και έχει αποκτήσει πέντε παιδιά. (ζει από το 1991 με τη δεύτερη σύζυγό του, την Κέιτ Κάπσοου). Η 16χρονη κόρη του Σάσα, παίζει ένα μικρό ρόλο στο «Μόναχο».

Στο μελλοντικά σχέδια του Σπίλμπεργκ είναι μία βιογραφική ταινία για τον Αβραάμ Λίνκολν και την τέταρτη συνέχεια του Ιντιάνα Τζόουνς.

Βραβεία: δύο Οσκαρ σκηνοθεσίας, «H Λίστα του Σίντλερ» και «Η Διάσωση Του Στρατιώτη Ράιαν». Ενα Οσκαρ καλύτερης ταινίας, «Η Λίστα του Σίντλερ». Τρεις ακόμα υποψηφιότητες για Οσκαρ: «E.T.», «Ιντιάνα Τζόουνς: Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού», «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου».

Η προσωπική περιουσία του Σπίλμπεργκ υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα δυόμισι δισεκατομμύρια δολάρια.

ΑΝΤΑΜ ΣΑΝΚΜΑΝ
Δύο ντουζίνες μπελάδες

(Αντί κριτικής!)

Η ταινία είναι το δεύτερο μέρος μιας προηγούμενης ταινίας (2003). Της «Μία Ντουζίνα Μπελάδες»! Το εγχείρημα πήγε καλά εμπορικά και οι δημιουργοί έβγαλαν αμέσως τη συνέχεια: «Δυο Ντουζίνες», αυτή τη φορά! Στο χέρι σας είναι να μην τριτώσει το κακό...

Ο Τομ Μπέικερ και η σύζυγός του ετοιμάζονται μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους να περάσουν αξέχαστες καλοκαιρινές διακοπές. Παίρνουν, λοιπόν, τα δώδεκα παιδιά τους (η ντουζίνα, που λέγαμε), και πηγαίνουν στη λίμνη Γουινέτκα, όπου βρίσκεται το εξοχικό τους.

Ομως, λέει η υπόθεση του έργου, τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα περιμένουμε: Ετσι, η οικογένεια Μπέικερ θα πάρει μέρος σε ένα διαγωνισμό με αντιπάλους τα υπερδραστήρια μέλη της οικογένειας Μέρτο. Ο πατέρας της Μερτο -οικογένειας είναι ο αιώνιος αντίπαλος του πατέρα Μπέικερ.

Η παραπάνω «σατανική» και πολύ «πρωτότυπη» πλοκή δίνει την ευκαιρία να συμβούν διάφορα κωμικά και «κωμικά» γεγονότα.

Σας είπα, δεν είδα την ταινία. Αναλάβετε τις ευθύνες σας!

Παίζουν: Στιβ Μάρτιν, Μπόνι Χαντ, Γιουτζίν Λέβι, Χίλαρι Νταφ, Τομ Γουέλινγκ, κ.ά.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ