ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 9 Φλεβάρη 2006
Σελ. /32
Παρακολουθήστε καλό κινηματογράφο για να μη σας παρακολουθούν

Ενδιαφέρουσα κινηματογραφικά η βδομάδα που αρχίζει σήμερα. Εξι οι καινούριες ταινίες. Ας αρχίσουμε την «περιήγηση» μας με την ταινία «Η Υπόσχεση», του πολύ καλού Κινέζου σκηνοθέτη, Τσεν Καϊγκέ. Ενας πανάρχαιος μύθος στην ακριβότερη ασιατική παραγωγή. Πολλές καλές στιγμές. Αψογος ρυθμός. Εξαιρετική κίνηση της μηχανής και των ηθοποιών.

Το «Walk The Line», του Τζέιμς Μάνγκολντ, περιγράφει με σεβασμό, δυστυχώς χωρίς κοινωνικές αναφορές όμως, τη ζωή του Αμερικανού τραγουδοποιού Τζόνι Κας.

Ο Στίβεν Φρίαρς σκηνοθέτησε ένα συναισθηματικό μιούζικαλ, «Η Κυρία Χέντερσον Παρουσιάζει». Η ταινία του δεν τρύπησε την επιφάνεια, με αποτέλεσμα να είναι, τελικά, ένα μουσικό «παραμύθι» και τίποτα περισσότερο.

Ο Καναδός Ατομ Εγκογιάν προσπάθησε με την ταινία του «Εκεί Που Βρίσκεται Η Αλήθεια» να ανανεωθεί. Λέει διάφορα αξιόλογα πράγματα, όμως δε θέλει ή δεν μπορεί να δυσαρεστήσει κανέναν.

Ο «δικός» μας Νίκος Νικολαΐδης, με το «The Zero Years», προσπαθεί με θυμωμένο, με άγριο καλύτερα, τρόπο, να μας μιλήσει αλληγορικά! Ομως, μας μιλάει τόσο αλληγορικά, και τόσο θυμωμένα, που μας δυσκολεύει να τον κατανοήσομε!

Τέλος, έχουμε και το πολύ τρυφερό καρτούν. «Το Νησί του Πειρατή», του Ζαν-Φρανσουά Λαγκιονί. Ομορφα σχέδια, όμορφα χρώματα, όμορφη μουσική.

Καλή ψυχαγωγία, όμως, με τη σωστή έννοια της λέξης! Ο κινηματογράφος δεν είναι να περνάμε την ώρα μας. Είναι να την αξιοποιούμε.

ΤΣΕΝ ΚΑΪΓΚΕ
Η υπόσχεση

Η καλλιτεχνική απομόνωση οδηγεί σε ακρότητες! Η Κίνα, φαίνεται, δεν έχει την υπομονή, και την ιδεολογική πίστη που χρειάζεται, για να επιμείνει στο δικό της ξεχωριστό δρόμο, για να γνωρίσει - και να «επιβάλει» - στον κόσμο τη δική της τέχνη και το δικό της πολιτισμό. Ετσι, μέρα τη μέρα, μαζί με τις άλλες υποχωρήσεις που κάνει προς τον καπιταλισμό, «γλιστράει» και κινηματογραφικά προς το θέαμα, τον εντυπωσιασμό και το εμπόριο. Γίνεται η νέα Τσινετσιτά (γουέστερν σπαγγέτι), το νέο Χόλιγουντ (ψηφιακός κινηματογράφος). Τελικά, αν δε σταματήσει αυτός ο κατήφορος, θα χάσει την ταυτότητά της. Θα αφομοιωθεί. Ηδη άρχισε να γυρίζει ταινίες στην αγγλική!..

Και, ωστόσο, διαθέτει πολύ άξιους «εθνικούς» καλλιτέχνες, όπως ο Τσεν Καϊγκέ, για παράδειγμα, που, ακόμα και μέσα στη βιομηχανική αντίληψη για την τέχνη, καταφέρνουν να αποκαλύψουν υψηλά δείγματα αισθητικής. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι και «Η Υπόσχεση». Μια ταινία που μεταφέρει στην οθόνη έναν πανάρχαιο κινέζικο μύθο. Την ιστορία μιας νέας, η οποία, στην επιθυμία της να παραμείνει αιώνια όμορφη (ματαιοδοξία), δέχτηκε να χάνει οριστικά τους άντρες που θα την αγαπήσουν και θα τους αγαπήσει (το τίμημα της ματαιοδοξίας). Οταν αυτή η νέα αγαπήσει και αγαπηθεί πραγματικά, θα αγωνιστεί - και θα καταφέρει - να γυρίσει το χρόνο πίσω, στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε η ιστορία της. Αυτή τη φορά θα πάρει διαφορετικές αποφάσεις. Θα πάρει την «τύχη», το «πεπρωμένο» στα χέρια της. Η υπόθεση μοιάζει, λίγο πολύ, με τις δικές μας τραγωδίες, κυρίως του Ευριπίδη, που ασχολούνται περισσότερο με την «ψυχολογία» των ηρώων τους.

Οπως καταλαβαίνετε, και θεματολογικά, η ταινία είναι πολύ στέρεα! Ακόμα πιο στέρεα είναι στη φόρμα της. Παρ' όλη τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας, η οποία μπορεί να «ψευτίσει» το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, ο πολύ καλός Κινέζος σκηνοθέτης καταφέρνει σε πολλές στιγμές της ταινίας να μας μεταφέρει στο ...όνειρο! Η ταινία του είναι μια θαυμάσια χορογραφία. Μια κινηματογραφική όπερα. Τα ντεκόρ, τα κοστούμια, τα χρώματα, οι μουσικές, η κίνηση της μηχανής, ο ρυθμός (μοντάζ) και, πάνω απ' όλα, τα σώματα των αεικίνητων Κινέζων ηθοποιών, παράγουν υψηλά αισθητικά αποτελέσματα.

Παίζουν: Σεσίλια Τσέουνγκ, Χιρογιόκι Σανάντα, Γιάνγκ Ντονγκ-Κουν, Νίκολας Τσε, Λιού Γιε.

ΤΖΕΪΜΣ ΜΑΝΓΚΟΛΝΤ
Walk on line

Τρεις Χρυσές Σφαίρες! Καλύτερης ταινίας (κωμωδίας - μιούζικαλ), καλύτερου Α΄ Ανδρικού Ρόλου, καλύτερου Α΄ Γυναικείου Ρόλου (στην ίδια κατηγορία)! Και ένα πλήθος εξαιρετικά τραγούδια, «κάντρι», «σπιρίτσιουαλ», μπαλάντες, και τέλος ροκ. Μα πάνω απ' όλα, μια ιστορία ενός παθιασμένου έρωτα!

Η ταινία είναι βιογραφία, αγιογραφία καλύτερα, του αυτοδίδακτου μουσικού Τζόνι Κας, του «Ανθρώπου με τα Μαύρα», όπως έμεινε γνωστός από το χρώμα των ρούχων του, τα οποία διάλεγε μαύρα για να «πενθεί» για τους «πληγωμένους». Του ανθρώπου, που κάποια στιγμή, ένας δίσκος του, που έγινε σε ζωντανή ηχογράφηση μέσα σε φυλακές, ξεπέρασε σε πωλήσεις και αυτούς ακόμα των Μπιτλς.

Η ζωή του Τζόνι Κας είναι από μόνη της μια περιπέτεια! Γεννήθηκε το 1932 στο Αρκάνσας της Αμερικής από οικογένεια που πάλευε στα βαμβάκια για να επιβιώσει. Παιδί ακόμα έχασε τον λίγο μεγαλύτερο αδερφό του σε ατύχημα (αυτοτραυματίστηκε με σιδεροπρίονο). Ο πατέρας του ήταν βίαιος. Η μάνα του έπαιζε κιθάρα και αγαπούσε τα τραγούδια. Στους αγρούς, λοιπόν, μαζί με τη μάνα του έμαθε να παίζει μουσική και να τραγουδά.

Φαντάρος βρέθηκε στη Γερμανία (γλίτωσε από «τύχη» την Κορέα)! Στη Γερμανία έκανε την πρώτη του μουσική απόπειρα. Το 1954 ξαναγυρίζει στην Αμερική. Παντρεύεται. Κάνει διάφορες δουλιές και παράλληλα προσπαθεί να επιβάλει την παρουσία του στη μουσική σκηνή. Η πρώτη δική του επιτυχία ήρθε το 1957. Παράλληλα, έγραφε τραγούδια για άλλους πρωτοεμφανιζόμενους τραγουδιστές, ανάμεσά τους ο Ροτ Ορμπισον και ο Ελβις Πρίσλεϊ.

Το 1965 είναι ήδη βουτηγμένος στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Δίπλα του στέκεται η «γυναίκα της ζωής του». Η πολύ καλή τραγουδίστρια Τζουν Κάρτερ. Μετά από τρία χρόνια αγώνα καταφέρνει να νικήσει την εξάρτησή του. Καθαρός, πια, ξαναγυρίζει στο τραγούδι. Πέθανε ήσυχα το Σεπτέμβρη του 2003. Τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε πεθάνει και ο «μεγάλος του έρωτας», η δεύτερη γυναίκα του, η Τζουν Κάρτερ.

Η ταινία του Τζέιμς Μάνγκολντ παρότι είχε όλα τα εχέγγυα, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να ξεκολλήσει από το ερωτικό μελό. Ο σκηνοθέτης «προσωποποίησε» πολύ την ιστορία του, αγνόησε τελείως το κοινωνικό περιβάλλον, και «μίκρυνε» έτσι τους ήρωές του και την παρουσία τους τόσο στη μουσική, όσο και στην ίδια τη ζωή. Ο πόνος που έβγαζαν τα τραγούδια του Τζόνι Κας, δεν ήταν προσωπικός πόνος. Γι' αυτό και αγαπήθηκαν. Αλλά και τα ναρκωτικά, τα οποία δεν μπόρεσε να αποφύγει, δεν ήταν μόνον μια προσωπική υπόθεση. Μια δική του αδυναμία. Τα ναρκωτικά λειτούργησαν, και λειτουργούν δυστυχώς ακόμα, σαν εξοντωτικό εργαλείο του αμερικάνικου συστήματος σε βάρος των καλλιτεχνών, αυτών ιδιαίτερα που κάτι προσπάθησαν να πουν. Και αυτό δεν το λαβαίνει υπόψη της η ταινία. Το αποσιωπά!

Είναι κρίμα ζωές «γεμάτες», όπως αυτή του Τζόνι Κας, να μη γίνονται η αφορμή, για σοβαρότερες κοινωνικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Να περιορίζονται στα εξωτερικά μόνο φαινόμενα. Να μην ψάχνονται στην κοινωνική τους διάσταση. Να μη στέκονται η αφορμή να αναζητηθούν οι πραγματικές αιτίες, που τις γεννούν και τις διαμορφώνουν.

Οποιος δει την ταινία, καλά θα κάνει να ρίχνει συνεχώς το μάτι του και πίσω από την οθόνη. Στα «μέρη» που άφησε έξω από το κάδρο του ο σκηνοθέτης. Στην κοινωνία. Στην πολιτική. Στις εμπορευματικές σχέσεις. Στην αλλοτρίωση. Ο καλός θεατής, άλλωστε, πάντα πρέπει να συμπληρώνει τα ελλειμματικά έργα τέχνης.

Και μια παρατήρηση, για τους αδιάφορους, για να μην πω τίποτα χειρότερο, εισαγωγείς της ταινίας. Αρνούμενοι να μεταφράσουν τα τραγούδια του Τζόνι Κας, που ακούγονται στην ταινία, στέρησαν τους θεατές από μια μεγάλη χαρά, αλλά και από μια βαθύτερη γνωριμία με το έργο του καλλιτέχνη. Τι τσιγκουνιά, «θεέ μου»!

Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Ρις Γουίδερσπουν, Τζένιφερ Γκουντγουίν, Ρόμπερτ Πάτρικ, Ντάλας Ρόμπερτς, Νταν Τζον Μίλερ.

ΣΤΙΒΕΝ ΦΡΙΑΡΣ
Η κυρία Χέντερσον παρουσιάζει

Μουσικό το θέμα και της ταινίας του Φρίαρς. Μια ηλικιωμένη και μόνη κυρία της αγγλικής αριστοκρατίας (η Λάτση ηλικιωμένη, ας πούμε), για να μην πλήττει, αγοράζει ένα θέατρο στην καρδιά του Λονδίνου. «Μισθώνει» και έναν καπάτσο σκηνοθέτη - μάνατζερ και σπάει ταμεία. Φυσικά, στα παιχνίδια της γηραιάς κυρίας και του καπάτσου σκηνοθέτη, η τέχνη δεν έχει θέση. Αυτή είναι σοβαρή υπόθεση, για σοβαρούς ανθρώπους. Οι δυο τους καταπιάνονται με πράγματα που γνωρίζουν. Με το θέαμα. Το ελαφρό θέαμα. Και μάλιστα με το γυμνό θέαμα. Το γυμνό που και από μόνο του προσελκύει το ενδιαφέρον.

Η ιστορία, υποτίθεται, είναι αληθινή ή τέλος πάντων στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα. Λέμε υποτίθεται, γιατί η αλήθεια, δεν είναι σχεδόν ποτέ αυτό που φαίνεται στην επιφάνεια και, μάλιστα, με την πρώτη ματιά. Η αλήθεια έχει ρίζες. Και εκεί, στις ρίζες, βρίσκεται το «ζουμί της υπόθεσης». Οι αιτίες που γεννούν τα γεγονότα. Αλλά και οι αιτίες που τα θρέφουν ή τα ανατρέπουν.

Ο Φρίαρς δεν μπαίνει σε βαθύτερους προβληματισμούς. Λειτουργεί τελείως ηθογραφικά και εξωτερικά. Φτιάχνει μια ταινία «για όλη την οικογένεια». Τη φωτογραφίζει, βέβαια, σωστά, δημιουργεί ατμόσφαιρα, διδάσκει άριστα τους πολύ καλούς ηθοποιούς της, την ντύνει με μουσικές, με χορούς, με γυμνό και με μελό αισθήματα, και χτυπάει δεκάρι! Οι δικαιολογίες που προβάλλει για τις πράξεις των ηρώων της, δε στέκονται ούτε δραματουργικά, ούτε ψυχολογικά, ούτε, πολύ περισσότερο, κοινωνιολογικά και πολιτικά. Η κ. Χέντερσον, σύμφωνα με την ταινία, πέρα από την πλήξη της, επέβαλε το γυμνό στο θέατρό της, δήθεν, γιατί ανακάλυψε πως ο γιος της σκοτώθηκε (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) πριν προλάβει να δει μια γυμνή γυναίκα! Και αυτό δε θα το επέτρεπε να ξανασυμβεί σε άλλους νέους (η ιστορία διαδραματίζεται στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ξεγύμνωσε, λοιπόν, τις χορεύτριές της και τα παιδιά της εργατικής τάξης, πριν πάνε να πολεμήσουν, πέρναγαν από το θέατρο, έπαιρναν λίγο μάτι και πήγαιναν ευτυχισμένα, πια, στον πόλεμο και στο θάνατο!

Δε δικαιολογούνται, επίσης, και οι «πατριωτικές» κορόνες, που ακούγονται στην ταινία. Ούτε το δήθεν χτύπημα που έκανε το θέατρο Γουίντμιλ στο συντηρητισμό, στη λογοκρισία και την υποκρισία στην αγγλική πολιτικο-οικονομική εξουσία. Οι γυμνές «ακρότητες», του θεάτρου της κ. Χέντερσον, δεν επέφεραν καμιά πολιτιστική επανάσταση. Ούτε «ελευθέρωσαν» την τέχνη και το θέαμα στην Αγγλία. Αλλοι ήταν οι λόγοι, για τη μεταπολεμική «ελευθερία». Και έχουν εξηγηθεί αυτοί οι λόγοι με σαφήνεια και από την τέχνη.

Παίζουν: Τζούντι Ντεντς, Μπομπ Χόσκινς, Γουίλ Γιάνγκ, Κέλι Ράιλι.

ΑΤΟΜ ΕΓΚΟΓΙΑΝ
Εκεί που βρίσκεται η αλήθεια

Το ταλέντο, από μόνο του, δε φτάνει, για να δημιουργήσεις ένα έργο τέχνης. Το να στήνεις σωστά τη μηχανή, το να δημιουργείς ατμόσφαιρα με το φως και τις σκιές, με τα χρώματα, τις μουσικές και τους ήχους, δε σημαίνει πως, αναγκαστικά, δημιούργησες ένα έργο τέχνης. Το έργο τέχνης, πέρα από την υψηλή αισθητική του, πρέπει να διαθέτει και το ανάλογο υψηλό περιεχόμενο. Η ιστορία, οι ήρωες της ταινίας, τα αισθήματα και τα συναισθήματα που γεννιούνται από τις «καταστάσεις», πρέπει να είναι αληθινά. Με την έννοια να αντανακλούν και να εκφράζουν την πραγματικότητα.

Η ταινία του Ατομ Εγκογιάν, «Εκεί Που Βρίσκεται Η Αλήθεια», δεν τόλμησε να ψάξει την αλήθεια, εκεί που πραγματικά βρίσκεται. Βέβαια, μας έδειξε κάποια κομμάτια αλήθειας. Μας είπε, για παράδειγμα, πως το Θέαμα - Ακρόαμα στην Αμερική ελέγχεται, έως ένα σημείο, από τη Μαφία, πως οι καλλιτέχνες είναι υποχρεωμένοι να παρουσιάζουν έναν άλλον εαυτό από αυτόν που πραγματικά είναι, πως, τελικά, για να επιβιώσεις στον κόσμο της σόου - μπίζνες πρέπει να αποδεχτείς τους κανόνες της... Μας είπε όλα αυτά που, σχεδόν όλοι, γνωρίζουμε. Εκείνο που δε μας είπε, είναι, γιατί τα πράγματα είναι έτσι και, το κυριότερο, πώς αλλάζουν!

Αν, βέβαια, η ταινία μάς έδινε την παραπάνω απάντηση, τότε, όπως αντιλαμβάνεστε, θα ήταν μια άλλη ταινία! Μια «στρατευμένη» ταινία. Και ο σκηνοθέτης της, το πιο πιθανό, ένας άνεργος σκηνοθέτης! Στο τέλος, να το θυμάστε, θα είμαστε και ευχαριστημένοι, που κάποιος δημιουργός καταφέρνει να μας υποψιάσει, έστω! Να μας πει απλώς, «ρε, εδώ κάτι γίνεται»!

Το «Εκεί Που Βρίσκεται Η Αλήθεια» είναι η ιστορία δυο διασκεδαστών, φίλων και παρτενέρ. Κάτι σαν τον Ντιν Μάρτιν και Τζέρι Λιούις, ας πούμε! Η επιθυμία μιας νεαρής δημοσιογράφου να μάθει γι' αυτούς (για να γράψει ένα σχετικό βιβλίο) στέκεται η αφορμή να φανεί πως το λούστρο δεν έχει και μεγάλες αντοχές, αν κάποιος θελήσει να αρχίσει να σκαλίζει. Ομως, τόσο η δημοσιογράφος, όσο κυρίως η ταινία, δε σκάλισαν βαθιά. Απλώς γρατσούνισαν την επιφάνεια. Και έτσι, πάντως, φάνηκε αρκετή βρώμα.

Παίζουν: Κέβιν Μπέικον, Κόλιν Φερθ, Αλισον Λόμαν.

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
The Zero Years

Είναι φανερό πως κάτι «τρώει τα σωθικά» του Νίκου Νικαλαΐδη! Ο ίδιος δεν είναι βίαιο άτομο, όμως οι ταινίες του, ιδιαίτερα η τελευταία του, δεν είναι απλώς βίαιη, είναι, θα έλεγε κανείς, αποκρουστική! Και, όμως, το «The Zero Years», κάτω από τις κραυγές και τα αυγά που λερώνουν τα κορμιά των γυναικών, ψυχανεμίζεσαι, πως κάτι σημαντικό «κρύβεται». Ή, τέλος πάντων, κάτι σημαντικό προσπαθεί να μας πει. Μόνο που αυτό το σημαντικό δε βρίσκει την «αρμόζουσα» γλώσσα, για να εκφραστεί. Η οργή (και οι ενοχές, ίσως;) του δημιουργού τα σκεπάζει όλα!

Θεωρώ συκοφαντία για τον Νικολαΐδη την άποψη που ακούγεται ότι γυρίζει «ακραίες» ταινίες, για να προκαλέσει. Και η ηλικία του, και περισσότερο η θητεία του στον κινηματογράφο, αλλά και στη Λογοτεχνία, γιατί όχι; δεν επιτρέπουν τέτοιες απλουστεύσεις. Επίσης, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η επιμονή του πάνω (σχεδόν) στο ίδιο θέμα. Τον εξωτερικό φόβο, που προέρχεται από κάποια τρομοκρατική επίσημη εξουσία, και ο οποίος φόβος κάνει τους ανθρώπους που τον βιώνουν, βίαιους και απελπισμένους.

Ωστόσο, ο θεατής αναζητεί το αποτέλεσμα και όχι τις προθέσεις. Το «The Zero Years» δε βοηθάει να γνωρίσουμε την αγωνία του σκηνοθέτη. Και δε βοηθάει, γιατί δεν έχει σεναριακή σαφήνεια, καθαρούς στόχους. Ο θεατής παρακολουθεί μια πολύ μπλεγμένη ιστορία, χωρίς τα ζητήματα που βάζει η μπλεγμένη ιστορία, να δικαιολογούν τέτοιο μπλέξιμο.

Κάπου εκεί, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται το «πρόβλημα» με τον Νικολαΐδη. Αν αυτά τα «αόρατα», που απειλούν και εξουσιάζουν, και που παρουσιάζει στις τελευταίες του ταινίες, αποκτήσουν «σάρκα και οστά», αποκτήσουν «όνομα και διεύθυνση», και ξέρει ο θεατής, αλλά κυρίως ο ίδιος ο σκηνοθέτης, με ποιους έχει να κάνει, τότε θα γίνει κατανοητό το «πρόβλημα» και ο θεατής θα «συμπάσχει» με τα θύματα. Θα λαβαίνει μέρος στα δρώμενα. Θα παίρνει θέση για το πρόβλημα. Τώρα ο θεατής, ο αποδέκτης του έργου, το άλλο μισό της ύπαρξης του καλλιτεχνικού έργου, παρακολουθεί παροπλισμένος και αποστασιοποιημένος, αφού δεν καταλαβαίνει γιατί, ακριβώς, συμβαίνουν όσα συμβαίνουν στην οθόνη!

Τέλος, για την περίπτωση του Νικολαΐδη, δεν μπαίνει ζήτημα πως θέλει, αλλά δεν μπορεί. Είναι γενικά αποδεκτό, πως γνωρίζει κινηματογράφο! Εκείνο που πρέπει να ξεκαθαρίσει, και αν το κάνει θα δημιουργήσει σημαντικό έργο, είναι οι στόχοι! Να αποφασίσει, τι ακριβώς θέλει να πει. Και να ακούσει και τη συμβουλή του Πικάσο, ο οποίος λέει, πως «πρέπει να μάθουμε να ζωγραφίζουμε σαν παιδιά». Και όχι σαν «οργισμένοι βαλκάνιοι», θα πρόσθετα εγώ, θυμίζοντας τίτλο από βιβλίο του σκηνοθέτη!

Παίζουν: Βίκυ Χάρρις, Τζένη Κιτσέλη, Αρχόντισσα Μαυρακάκη, Ευτυχία Γιακουμή, κ.α.

ΖΑΝ - ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΛΑΓΚΙΟΝΙ
Το νησί του πειρατή

Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας συστήσω ανεπιφύλακτα να πάρετε τα παιδιά σας και να πάτε στο «Νησί του Πειρατή». Είναι το πιο τρυφερό καρτούν της χρονιάς που διανύουμε.

Τα παλ χρώματα των σκίτσων, η θαυμάσια μουσική υπόκρουση, η «γαλήνια» αφήγηση, ο ευρηματικός και εμπνευσμένος τρόπος που χειρίζεται τις «καταστάσεις» της ιστορίας, τα διακριτικά, αλλά πολύ αποτελεσματικά οπτικά εφέ, δημιουργούν άριστες προϋποθέσεις, για να ξεκουράστε τα μάτια σας και την «ψυχή» σας.

Η υπόθεση: 1800. Κάπου στην Κορνουάλη. Ενα παιδί δραπετεύει από ένα ορφανοτροφείο - φυλακή. Παίρνει μια βάρκα και γίνεται πειρατής! Μαζί με την καινούρια του παρέα φεύγει για το νησί του χαμένου θησαυρού.

Τα παραπάνω είναι οι αφορμές για μια κινηματογραφική ομορφιά.

Φωνές: Φερντερίκ Σερντάλ, Ζαν-Φρανσουά Ντέρεκ, Ζαν-Πολ Ρουσιγιόν.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ