Επειδή θα φτάσουμε στην πρωτεύουσα της Ισπανίας χωρίς να το καταλάβουμε, ας θυμηθούμε λίγα από την ιστορία της. Η Μαδρίτη δημιουργήθηκε γύρω από το μαυριτανικό κάστρο Μάτζιρ, που δυστυχώς δεν έχει διασωθεί. Το 1083 το κάστρο, που το κατείχαν Αραβες, απελευθερώθηκε από τους Ισπανούς και μερικές δεκαετίες αργότερα απέκτησε τα προνόμια πόλης. Το 14ο και το 15ο αιώνα η Μαδρίτη έγινε τόπος διαμονής των βασιλέων της Καστίλης και έδρα των Κορτές. Το 1520 ο βασιλέας Φίλιππος μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα και από τότε άρχισε να αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς. Μα να που φτάσαμε στο σήμερα κιόλας.
Εμείς, λοιπόν, που επιλέξαμε να επισκεφθούμε την πόλη των καθολικών βασιλέων Ισαβέλλας και Φερδινάρδου, του Θερβάντες, του Πικάσο, του Θέλα - βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας - του Χόρχε Σεμπρούν, του Σάουρα, αλλά και της μουσικής ισπανικής ιδιορρυθμίας, της Θαρθουέλας, οφείλουμε τώρα να περιπλανηθούμε στις απέραντες αίθουσες του Πράδο. Ετσι θα έχουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά τα αριστουργήματα μεγάλων Ισπανών ζωγράφων όπως του Γκόγια, του Ελ Γκρέκο, του Βελάσκεθ και του Χοσέ δε Ριβέρα. Τα εκθέματα του μουσείου περιλαμβάνουν επίσης σημαντικές ξένες συλλογές, Ιταλών και Φλαμανδών καλλιτεχνών, όπως του Καραβάτζιο, του Ιερώνυμου Μπος και του Ρούμπενς.
Ο επισκέπτης μπορεί να αρχίσει τη βόλτα του από την Πλάθα Μαγιόρ. Την πλατεία που έμεινε στην Ιστορία για τις δίκες και τις εκτελέσεις που έλαβαν χώρα εκεί από την Ιερά Εξέταση, μα που σήμερα τίποτα δε θυμίζει το σκοτεινό παρελθόν της, καθώς τα μπαλκόνια, οι πυργίσκοι και οι κάθετες στέγες δημιουργούν μια θεατρική ατμόσφαιρα. Στην Πλάθα δε Εσπάνια πάλι μπορεί κανείς να συναντηθεί τόσο με φίλους, όσο και με τον Θερβάντες, το Δον Κιχώτη και τον Σάντσο, καβάλα στο γάιδαρό του, τα αγάλματα των οποίων δεσπόζουν στο χώρο.
Λίγο πριν την αναχώρηση οι υπαίθριοι πάγκοι του Ελ Ράστρο ή... Ελ Μοναστηράκι, δίνουν την ευκαιρία να «γεμίσουν» τα μάτια με όμορφα, παλιά αντικείμενα και να αδειάσουν τα πορτοφόλια.
Μια ώρα και μερικά λεπτά χωρίζουν την Αθήνα από την αιώνια, την επτάλοφο, την πανέμορφη Ρώμη. Πόλη που αγάπησαν και εργάστηκαν οι αθάνατοι της Τέχνης ο Μιχαήλ Αγγελος, ο Ραφαήλ, ο Τσελίνι κ.ά. Αν ο επισκέπτης παρατηρήσει καλά αυτά που βλέπει στους δρόμους και τις πλατείες, σίγουρα θα αναρωτηθεί για ποιο λόγο να πάει στα Μουσεία, αφού τα εκθέματα είναι υπαίθρια και δωρεάν. «Σπαρμένα» παντού σαν μαρμάρινα, περίτεχνα στάχυα...
Η λάμψη που έδιναν στη Βία Βένετο τα «ιερά τέρατα» της 7ης Τέχνης τη δεκαετία του '50 και '60. Οι σημερινοί ηθοποιοί της cinecitta και οι άνθρωποι του πνεύματος προτιμούν να «φωτίζουν» την άλλη όχθη του Τίβερη, το γνωστό Τραστέβερε.
Η άλλη όψη της Ρώμης, πιο πολυσύχναστη και πιο εμπορική, είναι η γραφική Πιάτσα ντ' Εσπάνια. Τα σκαλοπάτια της οδηγούν στους μικρούς, αλλά κομψούς δρόμους της πόλης, με «πρωταγωνίστριες» τις Βία Κοντότι και Βία Ντελά Καρότσε και με «κομπάρσους» τους απλούς τουρίστες που αδυνατούν να αγοράσουν κάτι από τα πολυτελή καταστήματά της. Αρκούνται, λοιπόν, σε ένα ...ristretto της παρηγοριάς, στο φημισμένο caffe Greco, ή σε οποιοδήποτε καφέ, πριν συνεχίσουν το δρόμο για το Βατικανό.
Κι από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στην αρχαία Ρώμη. Εκείνος που θα σταθεί στη σκιά του Κολοσσαίου, θα περπατήσει στους διαδρόμους του και τελικά θα φτάσει στην επιβλητική αρένα, για μια στιγμή θα αισθανθεί σαν τους μονομάχους μπροστά στον αυτοκράτορα. Για λίγο, ευτυχώς.
Ομως τούτη η πόλη δεν είναι μόνο δρόμοι, εκκλησίες, πλατείες, μαγαζιά και μουσεία. Η Ρώμη είναι συνώνυμη της λυρικής μουσικής. Στο teatro Argentina ή σε κάποιο άλλο λυρικό θέατρο όλο και κάτι θα παρουσιάζουν. Η Ρώμη είχε πάντα μουσική ζωή και έτσι απέκτησε τη μεγάλη μουσική παιδεία. Ας πάμε πολύ πίσω, ιδιαίτερα στην περίοδο της αυτοκρατορίας που διακρινόταν για τη μεγάλη ποικιλομορφία της. Εκεί συνέρρεαν εκτελεστές από πολλές χώρες όπως Ελληνες, Σύροι, Βαβυλώνιοι, διάσημοι οργανοπαίχτες, Αλεξανδρινοί τραγουδιστές και Ανδαλουσιανοί χορευτές κάνοντας την ποίηση και τη μουσική να συνδεθούν στενά... Στα θέατρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εμφανίζονταν μεγάλα χορωδιακά συγκροτήματα με συνοδεία ενόργανης μουσικής. Ο Σενέκας παρατηρεί ότι, μερικές φορές, στα θέατρα ήταν περισσότεροι οι εκτελεστές από τους θεατές. Οι αιώνες πέρασαν κάνοντας την επτάλοφο και πανέμορφη πόλη να πλημμυρίζει από μουσικές όλων των ειδών. Επειτα ήρθαν οι μεγάλοι: ο Ντονιτσέτι, ο Μπελίνι, ο Βέρντι και ο Πουτσίνι, οι οποίοι μάγεψαν και μαγεύουν όλον τον πλανήτη με τη θεϊκή λυρική μουσική τους.
Αν, τελικά, αποφασίσουμε να ξαναρθούμε, δε χρειάζεται να ρίξουμε ένα κέρμα στη Φοντάνα Ντι Τρέβι για το «επανιδείν». Αυτά είναι για τους τουρίστες. Εμείς ούτε καν τουρίστες δεν είμαστε σήμερα, έτσι κι αλλιώς θα ξανάρθουμε. Καλή συνέχεια, η Κυριακή δεν τέλειωσε ακόμα...
Η ίδια θεωρεί τον εαυτό της προοδευτικό, ανυποχώρητο και ανυπότακτο. Γύρω της περιφέρονται πλήθος «ανυπότακτων»: Ενας επιχειρηματίας που αισθάνεται καλλιτέχνης, μια ομάδα από χάκερς, ένας έμπορος μηχανισμών αιολικής ενέργειας που «κόπτεται» για τον περιβάλλον και έχει σαγηνευτεί από τις νέες «οικολογικές» βιομηχανίες καΙ άλλοι τέτοιοι «επαναστάτες». Ο Μπ. Ντιτέρτρ με χιούμορ και οξυδέρκεια αποκαλύπτει στο βιβλίο του αυτό, ανθρώπους των μίντια που είναι εγκλωβισμένοι σε στρατηγικές και ψέματα, ακολουθούν τις επιθυμίες τους και οδεύουν σε ένα άδηλο μέλλον. Ανθρώπους που βαφτίζουν τις βρωμοδουλιές «δίκαιους αγώνες». Απογυμνώνει το σύγχρονο και «εκσυγχρονιστικό» τρόπο ζωής και αντιμετωπίζει με απαξίωση εκείνους που αυτοαποκαλούνται προοδευτικοί, ενώ εμπλέκονται στο βρώμικο κόσμο των μίντια... Κυκλοφορεί από την ΕΣΤΙΑ.
Και έτσι, καθώς το πλοίο θα οργώνει τη γαλάζια επιφάνεια της Μεσογείου, εμείς θα ακούμε τη μελωδική φωνή της Ζακλίν ντε Ρομιγί να μας μιλά για τη μουσική των αρχαίων Ελλήνων.