«Πέρσες» με το Εθνικό Θέατρο
Αυτό το παντοτινά επίκαιρο ποιητικό «μνημείο» παρουσίασε στα Επιδαύρια το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία της Λυδίας Κονιόρδου. Η Λ. Κονιόρδου, καταβάλλοντας επίπονο, μακρόχρονο, τεράστιο μόχθο, προσφεύγοντας και σε ειδικούς συνεργάτες, πόθησε (κυριολεκτικά) να υπηρετήσει τη συνταρακτική ποιητική δύναμη και το επίκαιρο μήνυμα αυτής της τραγωδίας. Η στήλη - με όλο το σεβασμό στο ταλέντο, στα ερμηνευτικά και σκηνοθετικά επιτεύγματά της, στο μόχθο της - νομίζει ότι ο πόθος της Λ. Κονιόρδου, «μπερδεμένος», ίσως, από συνεργάτες και την αναζήτηση μιας νέας αισθητικής «πρότασης», αστόχησε. Επέλεξε μια μετάφραση χωρίς ποιητική πνοή (Νικολέττα Φριτζήλα). Σεβόμενη τον περσικό πολιτισμό, επέλεξε τη μνημειακή εικονοποίησή του (σκηνογραφικά και ενδυματολογικά από την Λιλή Κεντάκα), δημιουργώντας όμως μορφολογική δυσαρμονία (κυρίως λόγω των κοστουμιών) στην κίνηση του Χορού. Αναζητώντας «το στοιχείο της "ρωγμής"» (;), στο λόγο και στην κίνηση, με σύμβουλο τον χορογράφο Κρις Στάμυ, ζήτησε μια χορογραφία (Αποστολία Παπαδαμάκη) τύπου μπρέικ-ντανς. Χορογραφία ξένη προς το αρχαίο δράμα, αφύσικη για το Χορό των γερόντων Περσών. Η χορογραφία, η προσαρμοσμένη στο μπρέικ-ντανς, υπερεντατική, καλύπτουσα συχνά τις φωνές του Χορού, μουσική (Τάκης Φαραζής), και η ξεπερασμένη προ δεκαετιών, τύπου Γκροτόφσκι, επιτηδευμένα αφύσικη εκφορά του λόγου (φωνητική διδασκαλία Μίρκα Γεμεντζάκη), εμπόδισαν μεγάλο μέρος των Χορικών να ακουστούν. Το μοίρασμα σε οκτώ ηθοποιούς (μέλη μάλιστα του Χορού) του ρόλου του Αγγελιαφόρου - όσο κι αν μοιάζει βάσιμη η σκηνοθετική της άποψη ότι οποιοσδήποτε στρατός δεν έχει έναν, αλλά πολλούς Αγγελιαφόρους - κατέστρεψε την αφηγηματική συνοχή, τη συναισθηματική δύναμη της αγγελικής ρήσης και κυρίως τη δραματουργική κλιμάκωση που δημιουργεί ο ερχομός του Αγγελιαφόρου. Κι ενώ - με τα παραπάνω - η Λ. Κονιόρδου επιδίωξε μια καινούρια σκηνοθετική «πρόταση», καθοδηγώντας μια «μνημειακή» ερμηνεία των ρόλων, έγειρε προς έναν ακαδημαϊκό, σχηματικό, «ρητορικό» λόγο, ζημιώνοντας κύρια τη δική της ερμηνεία (Αττοσσα), αλλά και επηρεάζοντας - αρκετά - την ερμηνεία του υπεράξιου Γιάννη Κρανά (Δαρείος) και - ευτυχώς λίγο - και την ερμηνεία του Χρήστου Λούλη (Ξέρξης), ο οποίος «μνημείωσε», αλλά και ενανθρώπισε το ρόλο του, με στιγμές σπαρακτικής αλήθειας.
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, χρησιμοποιώντας την εύφορη γλωσσικά μετάφραση του Παύλου Μάτεσι, ξαναβρήκε τα παλιά σκηνοθετικά του κέφια. Με «συνεργούς» το λειτουργικό σκηνικό και τα σύγχρονα κοστούμια του Πάρι Μέξη, τους τζαζ και μεσοπολεμικούς βαριετίστικους ρυθμούς της μουσικής του Γιάννη Αναστασόπουλου και την αρμόζουσα σ' αυτούς τους ρυθμούς εκφραστική χορογραφία του Χάρη Μανταφούνη, έστησε μια κεφάτη, μετρημένα εκσυγχρονιστική παράσταση, κάνοντας και μια σχολιαστική παρέκβαση. Με την κειμενική του παρέμβαση στην Παράβαση του Χορού (όπου ο Αριστοφάνης απευθυνόταν στους θεατές - κριτές του έργου του), εξέφρασε το παράπονό του για τον αποκλεισμό του «Αμφι-Θεάτρου» από τα Επιδαύρια. Η παράσταση ευεργετήθηκε ερμηνευτικά από τους δυο φύσει κωμικούς ηθοποιούς. Τους Δημήτρη Πιατά και Χρήστο Βαλαβανίδη. Ο πρώτος με την «μπουφόνικη», κωμική «αφέλειά» του και ο δεύτερος με το «ευφυές» αστραφτερό χιούμορ του αποτέλεσαν ένα απολαυστικό κωμικό δίδυμο. Γόνιμες ήταν οι ερμηνείες και των ηθοποιών στους μικρούς ρόλους: Κωνσταντίνος Ανταλόπουλος, Γιώργος Μπούτας, Μαρία - Δανάη Σδούγκου, Χρήστος Μαμαλάκης, Κωνσταντίνος Φάμης, Αγγελική Πετροπετσώτη.