ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 2 Αυγούστου 2006
Σελ. /24
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Αρχαίο δράμα

«Πέρσες» με το Εθνικό Θέατρο

Το 480 π.Χ., ο μικρός ελληνικός λαός νικά στη Σαλαμίνα τον πανίσχυρο στόλο της ιμπεριαλιστικής περσικής αυτοκρατορίας, της οποίας ο αλαζόνας ηγέτης Ξέρξης επιδίωκε να επεκταθεί και στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Ξέρξης σώθηκε (όπως όλοι οι ηγέτες), αλλά αμέτρητα κουφάρια Περσών ξέμειναν στη θάλασσα και στο δρόμο της επιστροφής. Το 472 π.Χ., ο Αισχύλος ανεβάζει τους «Πέρσες», υμνώντας - μέσω του θρηνητικού λόγου των Περσών - τον ηρωικό απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, αλλά προπάντων προειδοποιώντας την Αθηναϊκή Δημοκρατία για τον κίνδυνο αυτοκαταστροφής από τη δική της αλαζονική επεκτατική πολιτική.

Αυτό το παντοτινά επίκαιρο ποιητικό «μνημείο» παρουσίασε στα Επιδαύρια το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία της Λυδίας Κονιόρδου. Η Λ. Κονιόρδου, καταβάλλοντας επίπονο, μακρόχρονο, τεράστιο μόχθο, προσφεύγοντας και σε ειδικούς συνεργάτες, πόθησε (κυριολεκτικά) να υπηρετήσει τη συνταρακτική ποιητική δύναμη και το επίκαιρο μήνυμα αυτής της τραγωδίας. Η στήλη - με όλο το σεβασμό στο ταλέντο, στα ερμηνευτικά και σκηνοθετικά επιτεύγματά της, στο μόχθο της - νομίζει ότι ο πόθος της Λ. Κονιόρδου, «μπερδεμένος», ίσως, από συνεργάτες και την αναζήτηση μιας νέας αισθητικής «πρότασης», αστόχησε. Επέλεξε μια μετάφραση χωρίς ποιητική πνοή (Νικολέττα Φριτζήλα). Σεβόμενη τον περσικό πολιτισμό, επέλεξε τη μνημειακή εικονοποίησή του (σκηνογραφικά και ενδυματολογικά από την Λιλή Κεντάκα), δημιουργώντας όμως μορφολογική δυσαρμονία (κυρίως λόγω των κοστουμιών) στην κίνηση του Χορού. Αναζητώντας «το στοιχείο της "ρωγμής"» (;), στο λόγο και στην κίνηση, με σύμβουλο τον χορογράφο Κρις Στάμυ, ζήτησε μια χορογραφία (Αποστολία Παπαδαμάκη) τύπου μπρέικ-ντανς. Χορογραφία ξένη προς το αρχαίο δράμα, αφύσικη για το Χορό των γερόντων Περσών. Η χορογραφία, η προσαρμοσμένη στο μπρέικ-ντανς, υπερεντατική, καλύπτουσα συχνά τις φωνές του Χορού, μουσική (Τάκης Φαραζής), και η ξεπερασμένη προ δεκαετιών, τύπου Γκροτόφσκι, επιτηδευμένα αφύσικη εκφορά του λόγου (φωνητική διδασκαλία Μίρκα Γεμεντζάκη), εμπόδισαν μεγάλο μέρος των Χορικών να ακουστούν. Το μοίρασμα σε οκτώ ηθοποιούς (μέλη μάλιστα του Χορού) του ρόλου του Αγγελιαφόρου - όσο κι αν μοιάζει βάσιμη η σκηνοθετική της άποψη ότι οποιοσδήποτε στρατός δεν έχει έναν, αλλά πολλούς Αγγελιαφόρους - κατέστρεψε την αφηγηματική συνοχή, τη συναισθηματική δύναμη της αγγελικής ρήσης και κυρίως τη δραματουργική κλιμάκωση που δημιουργεί ο ερχομός του Αγγελιαφόρου. Κι ενώ - με τα παραπάνω - η Λ. Κονιόρδου επιδίωξε μια καινούρια σκηνοθετική «πρόταση», καθοδηγώντας μια «μνημειακή» ερμηνεία των ρόλων, έγειρε προς έναν ακαδημαϊκό, σχηματικό, «ρητορικό» λόγο, ζημιώνοντας κύρια τη δική της ερμηνεία (Αττοσσα), αλλά και επηρεάζοντας - αρκετά - την ερμηνεία του υπεράξιου Γιάννη Κρανά (Δαρείος) και - ευτυχώς λίγο - και την ερμηνεία του Χρήστου Λούλη (Ξέρξης), ο οποίος «μνημείωσε», αλλά και ενανθρώπισε το ρόλο του, με στιγμές σπαρακτικής αλήθειας.


ΘΥΜΕΛΗ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Θεσμοφοριάζουσες», με το Εθνικό Θέατρο

«Θεσμοφοριάζουσες»
«Θεσμοφοριάζουσες»
Μια χυμώδης, μετρημένα «βωμολοχούσα» μετάφραση (Κ. Χ. Μύρης), μια ευφάνταστη, ευρηματική, χιουμοριστική σκηνοθεσία (Σωτήρης Χατζάκης), μια γλεντοκόπα μουσική (Σταμάτης Κραουνάκης), μια ενδυματολογική «ανθοδέσμη» χρωμάτων και σχεδίων (Γιάννης Μετζικώφ), μια λιτή σκηνογραφία (Ερση Δρίνη), εμπλουτισμένη στο βάθος της σκηνής με μερικά παλιά μοντέλα αυτοκινήτων για να σηματοδοτηθεί η αμερικανόπληκτη... Ελλάδα της δεκαετίας του '50. Μια καλοδιδαγμένη χορογραφία (Φρόσω Κορού), που θυμίζει τις παλιές καλές μέρες της επιθεώρησης. Και μια ομάδα εξαιρετικών -έμπειρων και νεότερων - ηθοποιών. Με τόσο πολλούς και άξιους συντελεστές ήταν επόμενη η ευφροσύνη που πρόσφερε η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, στα Επιδαύρια, με τις αριστοφανικές «Θεσμοφοριάζουσες». Μια οργιώδους μυθοπλασίας κωμωδία, με θέμα - θύμα τον Ευριπίδη, μόνιμο σατιρικό στόχο του Αριστοφάνη, ο οποίος στους «Βατράχους» τον μειώνει σαν ποιητή και στις «Θεσμοφοριάζουσες» τον κατηγορεί για μισογυνισμό, πανουργία, δειλία, συνάφεια με θηλυπρεπείς ποιητάδες. Δαιμόνιος μυθοπλόκος ο Αριστοφάνης εμφανίζει τον Ευριπίδη να ζητά από τον συγγενή του Μνησίλοχο να ντυθεί - με τη βοήθεια του γυναικωτού ποιητή Αγάθωνα - γυναίκα και να πάει να τον υπερασπιστεί στη σύναξη των γυναικών, τα Θεσμοφόρια, όπου οι γυναίκες θα καταγγείλουν τον Ευριπίδη για τις «μισογυνικές» τραγωδίες του. Η μεταμφίεση του Μνησίλοχου, το ξεγύμνωμα και η ομηρία του από τις θεσμοφοριάζουσες, έως ότου ο Ευριπίδης, επιχειρώντας να διασώσει τον Μνησίλοχο, κρυμμένος πίσω από πρόσωπα τραγωδιών του, εξευτελιστεί και αυτός από τις γυναίκες, προσφέρεται για ευφρόσυνο, χορταστικά γελαστικό θεατρικό «παιχνίδι». Κι αυτό πρόσφεραν με οιστρήλατη κωμικότητα όλοι οι ερμηνευτές των ρόλων: Γιώργος Αρμένης, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Περικλής Καρακωνσταντόγλου, Θεμιστοκλής Πάνου, Βαγγέλης Χατζηνικολάου, Μαρία Κατιφέ, Ελένη Ουζουνίδου, Αγορίτσα Οικονόμου, Δημήτρης Μάριζας, Ενκελέντ Φεζολλάρη, αλλά και με ομόψυχο κέφι όλες οι ηθοποιοί του Χορού.


ΘΥΜΕΛΗ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Σφήκες» με το «Αμφι-Θέατρο»

«Σφήκες»
«Σφήκες»
Τη λιγότερο παιζόμενη αριστοφανική κωμωδία «Σφήκες», παρουσίασε το «Αμφι-Θέατρο», στο Ηρώδειο και όχι στα Επιδαύρια, όπως προσδοκούσε ο δημιουργός του Σπύρος Ευαγγελάτος. Σατιρικός στόχος του Αριστοφάνη στους «Σφήκες» ήταν το δημοκρατικό δικαίωμα που δόθηκε σε όλους τους πολίτες της Αθήνας να έχουν δικαστική ψήφο - και μάλιστα αμειβόμενη - σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις του Δήμου. Δικαίωμα, που έβρισκε αντίθετο τον ολιγαρχικό κωμωδιογράφο. Ετσι με το σαν της σφήκας σατιρικό «κεντρί» του, πολέμησε το θεσμό αυτό και τον πολιτικό του αντίπαλο, Κλέωνα, μέσω των κεντρικών προσώπων της κωμωδίας του. Τον Φιλοκλέωνα, ένα αρπακτικό, ψωμιζόμενο με τις δίκες ραμολί, του οποίου τη δικομανία πολεμά και καταπολεμά ο γιος του Αντικλέων, με το να πείσει ότι πρόκειται για διεφθαρμένο δικαστικό σύστημα και να του υποσχεθεί ότι θα του δίνει εκείνος ό,τι θα κέρδιζε σαν δικαστής του Δήμου.

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, χρησιμοποιώντας την εύφορη γλωσσικά μετάφραση του Παύλου Μάτεσι, ξαναβρήκε τα παλιά σκηνοθετικά του κέφια. Με «συνεργούς» το λειτουργικό σκηνικό και τα σύγχρονα κοστούμια του Πάρι Μέξη, τους τζαζ και μεσοπολεμικούς βαριετίστικους ρυθμούς της μουσικής του Γιάννη Αναστασόπουλου και την αρμόζουσα σ' αυτούς τους ρυθμούς εκφραστική χορογραφία του Χάρη Μανταφούνη, έστησε μια κεφάτη, μετρημένα εκσυγχρονιστική παράσταση, κάνοντας και μια σχολιαστική παρέκβαση. Με την κειμενική του παρέμβαση στην Παράβαση του Χορού (όπου ο Αριστοφάνης απευθυνόταν στους θεατές - κριτές του έργου του), εξέφρασε το παράπονό του για τον αποκλεισμό του «Αμφι-Θεάτρου» από τα Επιδαύρια. Η παράσταση ευεργετήθηκε ερμηνευτικά από τους δυο φύσει κωμικούς ηθοποιούς. Τους Δημήτρη Πιατά και Χρήστο Βαλαβανίδη. Ο πρώτος με την «μπουφόνικη», κωμική «αφέλειά» του και ο δεύτερος με το «ευφυές» αστραφτερό χιούμορ του αποτέλεσαν ένα απολαυστικό κωμικό δίδυμο. Γόνιμες ήταν οι ερμηνείες και των ηθοποιών στους μικρούς ρόλους: Κωνσταντίνος Ανταλόπουλος, Γιώργος Μπούτας, Μαρία - Δανάη Σδούγκου, Χρήστος Μαμαλάκης, Κωνσταντίνος Φάμης, Αγγελική Πετροπετσώτη.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ