Σε μια εποχή ιδιαίτερα συντηρητική - μετά τον πόλεμο - και σ' έναν εργασιακό χώρο καθαρά ανδροκρατούμενο η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτης Λίλα Κουρκουλάκου επέβαλε την παρουσία της και κατέκτησε μια πολύ σημαντική θέση ανάμεσα στους σπουδαίους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου. Σε πρόσφατο αφιέρωμα που έγινε για την σκηνοθέτη σημειώθηκαν από τους - τις ομιλήτριες οι αντιδράσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει από το οικογενειακό αλλά και από το εργασιακό και από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον: Σπούδασε σκηνοθεσία στο Τσέντρο Σπεριμεντάλε της Ρώμης, αλλά φευ! έπρεπε να αντιμετωπίσει προηγούμενα οικογενειακές αντιδράσεις και να συγκρουστεί με τους δικούς της, όπως επισήμανε η γνωστή μοντέρ και συνεργάτης της Δέσποινα Μαρουλάκου: «Αν φύγεις, θα πεθάνω» της είχε πει η μητέρα της. «Τετάρτη δε θα είμαι εδώ, απάντησε η Λίλα, κάνε ό,τι έχεις να κάνεις!»
Βρισκόμαστε τότε στη δεκαετία του '50 και ακόμα και στην Ιταλία υπήρχαν προκαταλήψεις: Στη σχολή που σπούδασε δε δέχονταν γυναίκες! Ομως, εκείνη πάτησε πόδι και ύστερα από ειδικές εξετάσεις, τη δέχτηκαν.
Οταν γύρισε στην Ελλάδα και θέλησε να αξιοποιήσει τις γνώσεις της δεν έβρισκε κανένα χρηματοδότη. Καθώς ήταν νέα γυναίκα και εμφανίσιμη, αναγκάστηκε να χτενίζει τα μαλλιά της κότσο και να εμφανίζεται σαν μεγαλύτερη. Τελικά, προκειμένου να γυρίσει ταινίες χρειάστηκε να αυτοχρηματοδοτηθεί και δημιούργησε δικό της γραφείο παραγωγής, τη «Μεσόγειος Φιλμ». Αν και προερχόταν από αστική συντηρητική οικογένεια η ίδια είχε πολύ προχωρημένες απόψεις που σφράγισαν το έργο της. Συνδεόταν φιλικά με τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Βάρναλη και άλλους πνευματικούς ανθρώπους της Αριστεράς. Σε μια εποχή που κανείς δεν τολμούσε να πατήσει στη Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών και ακόμα και τα τρόφιμά τους τα πετούσαν από τη βάρκα, εκείνη δε δίστασε να πάει επιτόπου για τα γυρίσματα και να καταγγείλει στην ταινία της «Το νησί της σιωπής» τον κοινωνικό ρατσισμό. Οταν όμως προβλήθηκε το φιλμ, η αίθουσα άδειασε γιατί το κοινό φοβόταν μην ...κολλήσει. Αλλά και η επόμενη ταινία της «Η πόρτα της κολάσεως» που είχε σχέση με τον κομήτη Χάλεϊ και τις αντιδράσεις των κατοίκων ενός χωριού που φοβόντουσαν ότι θα πέσει επάνω τους ήταν γυρισμένη με προοδευτικό πνεύμα. Ηταν από τις πρώτες που σκηνοθέτησε σίριαλ με θέμα τη χειραφέτηση των γυναικών, σε σενάριο της Λίας Βιτάλη, την «Αννα Χ.», σε δεκατρία επεισόδια. Ασχολήθηκε με ιστορικά θέματα όπως «Κύπρος, το μεγάλο σταυροδρόμι», «Ελευθέριος Βενιζέλος», «Μεσολόγγι», «Διονύσιος Σολωμός». Εκτός από τις παραπάνω ταινίες σκηνοθέτησε σειρές για την Κρατική Τηλεόραση: Εκτός από την «Αννα Χ.», το «Ουράνιο τόξο» (σειρά ωριαίων ντοκιμαντέρ) «Αποκλειστικότητες» (σειρά δημοσιογραφικών εκπομπών) «Περίπατος στον ήλιο» (σειρά οικολογικών ντοκιμαντέρ) κ.ά. Επίσης, σκηνοθέτησε πλήθος μεμονωμένες εκπομπές σε γνωστές σειρές της Κρατικής Τηλεόρασης («Οι ποιητές μας», «Περισκόπιο» κ.λπ.).
Την ευθύνη οργάνωσης της εκδήλωσης είχε από το ΙΕΚ ΔΟΜΗ ο γνωστός σκηνοθέτης Νώντας Σαρλής. Στην εκδήλωση μίλησαν για το έργο της Λίλας Κουρκουλάκου η συνεργάτης της μοντέρ Δέσποινα Μαρουλάκου, ο διευθυντής της Ταινιοθήκης της Ελλάδος Θόδωρος Αδαμόπουλος, ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών Χάρης Παπαδόπουλος, ο κοινωνιολόγος και καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Νεοκλής Σαρρής και η ηθοποιός και σεναριογράφος Κάκια Ιγερινού.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης, που έγινε στην αίθουσα τέχνης Ιανός, προβλήθηκαν αποσπάσματα από έργα της και της απονεμήθηκε τιμητική πλακέτα φιλοτεχνημένη από το γνωστό γλύπτη Μάριο Βουτσινά.
Αλλά, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, ο πρωθυπουργός δεν έκανε μόνον αυτό το ατόπημα. «Ανετος», σίγουρος για τη «γοητεία» των «τσακίρικων» ματιών του ίσως, άρχισε και τους χαριεντισμούς και τους ενικούς με τους εκπαιδευτικούς, σα να ήταν φιλαράκια, σα να παίζανε μαζί μπάλα, παρεούλα που πίνανε κρασί χρόνια. Σε κάθε προσπάθεια των εκπαιδευτικών να βρεθεί μια λύση, εκείνος, ωσάν να μην ευθύνεται αυτός για την εθνική οικονομία και για την άδικη μοιρασιά της, κατέφευγε σε ευφυολογήματα: Να σε κάνω υπουργό Οικονομικών, ρε Μπράτη!
Σκέφτεστε, λέω σκέφτεστε, τι «γλύκα» θα είχαν τα μάτια του πρωθυπουργού, τι τρόμο, και τι τρέμουλο τα λόγια του, αν οι δάσκαλοι, και όχι μόνον οι δάσκαλοι βέβαια, μιλάω για όλους τους εξαπατημένους, για όλους τους αδικημένους, δεν πήγαιναν στου Μαξίμου για να διαπραγματευτούν τα 1.400 ευρώ, αλλά όλον τον πλούτο της χώρας, που έτσι και αλλιώς τους ανήκει; Τότε να βλέπατε ματιές και αστεία. Θα λιώναμε όλοι από τις «γλύκες», θα ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια από τις «χαριτωμένες» ατάκες.
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, γιατί ο πρωθυπουργός παριστάνει τον Ρόμπερτ ντε Νίρο; Γιατί το παιχνίδι, για την ώρα, είναι προδιαγεγραμμένο. Τα αιτήματα και τα ζητήματα που βάζουν οι εργαζόμενοι είναι, ακόμα, διαχειριστικά. Ατολμα! (Ακόμα και για διαχειριστικά). Και σαν τέτοια λύνονται με λίγο «γοητεία», συνοδεία, βέβαια, με ΜΑΤ και δικαστικές παρεμβάσεις. Αν όμως, υπόθεση κάνω, συζήτηση εργασίας που λένε, «μπούκαραν» μέσα στου Μαξίμου οι ηγέτες των εκπαιδευτικών, εκπροσωπώντας όλα τα εργαζόμενα στρώματα, και έλεγαν, «στην άκρη, ήρθαμε να πάρουμε την εκπαίδευση στα χέρια μας και να την αποδώσουμε σε αυτούς που την έχουν πραγματικά ανάγκη, σε αυτούς που πραγματικά τούς ανήκει, στο λαό δηλαδή», τότε να βλέπατε «γοητευτικά» χαμόγελα και «λάγνες» ματιές.