ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Μάη 1997
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ 2ο
Θεσμοποιημένο περιθώριο και θεραπεία

Χαρακτηρίζοντας τον τοξικομανή "άρρωστο", που χρειάζεται να παίρνει βάσει κάρτας διά βίου τη μεθαδόνη ή την ηρωίνη του, από νοσοκομείο ή άλλες υγειονομικές υπηρεσίες, οι υπέρμαχοι της νομιμοποίησης εκφράζουν λοιπόν κι αυτοί με το δικό τους τρόπο τον ίδιο ρατσισμό, απ' την ανάποδη. Ο "άρρωστος" αυτός θα είναι "φακελωμένος" και έτσι θα έχει ειδική μεταχείριση. Θα παραμείνει εξαρτημένος, θα παραμείνει στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά νόμιμα. Πρόκειται δηλαδή για ένα θεσμοποιημένο περιθώριο, που στερεί απ' τον εξαρτημένο την ελπίδα της απελευθέρωσης κάποτε απ' τα δεσμά της εξάρτησης και της ισότιμης κοινωνικής του επανένταξης.

Γιατί η χορήγηση υποκαταστάτων δεν είναι θεραπεία, όπως προβάλλεται, καλλιεργώντας μύθους. Είναι συντήρηση και αναπαραγωγή σε σχετικά ελεγχόμενα πλαίσια της εξάρτησης ως τρόπου ζωής. Αλλωστε υπάρχει μια τριαντάχρονη εμπειρία απ' την εφαρμογή των προγραμμάτων μεθαδόνης στην Ευρώπη και την Αμερική, που αποδεικνύει πόσο φτωχά είναι τα αποτελέσματά τους ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο, που είναι η μείωση της εγκληματικότητας και ο περιορισμός της χρήσης ηρωίνης και άλλων ουσιών. Η τεράστια αύξηση της χρήσης όλα αυτά τα χρόνια, που η πλειοψηφία των ενταγμένων στα προγράμματα μεθαδόνης συμπληρώνει τη νόμιμη δόση της μεθαδόνης με την παράνομη ηρωίνη και τις άλλες ουσίες, επιβεβαιώνει τη θέση ότι η εξάρτηση από ουσίες δεν είναι απλά βιολογικό φαινόμενο και δεν μπορεί ν' αντιμετωπιστεί με βιολογικές μεθόδους. Τα προγράμματα μεθαδόνης πρέπει να υπάρχουν για μια μικρή κατηγορία του συνολικού πληθυσμού των τοξικομανών (γι' αυτούς που απέτυχαν σε θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης, που είναι πάνω από 35 ετών, πάσχουν από AIDS ή άλλες σοβαρές αρρώστιες κ.ά.). Η τεράστια προβολή - και μυθοποίησή τους - συνεχής επέκτασή τους ως βασικό στοιχείο της επίσημης αντιναρκωτικής πολιτικής ευθυγραμμίζεται με την ισχύουσα στην Ευρώπη και την Αμερική πολιτική "περιορισμού της βλάβης" ("Harm reduction"), αποβλέποντας βασικά τόσο στη συγκάλυψη των αιτιών του φαινομένου και της ουσιαστικής παρέμβασης στους γενεσιουργούς του παράγοντες, όσο και στην υποβάθμιση του ρόλου της θεραπείας απεξάρτησης από τα δεσμά της ουσίας και του κόσμου της. Αποβλέπει στον κοινωνικό έλεγχο, στην "ομαλοποίηση" (normalisation) της συμπεριφοράς του εξαρτημένου ατόμου, αφήνοντας άθικτες τις παθογόνες κοινωνικές δομές.

Πίσω από την πολιτική του "περιορισμού της βλάβης" βρίσκεται η θέση ότι το πρόβλημα είναι μη αντιμετωπίσιμο, επιτρέποντας μόνο την επωφελέστερη δυνατή - για το σύστημα - διαχείρισή του.

Μ' αυτή τη λογική, άλλωστε, προβάλλεται και όλη η φιλολογία της "αποποινικοποίησης των μαλακών ναρκωτικών". Η διάκριση των ουσιών δεν μπορεί να γίνει με αποκλειστικό κριτήριο τις φαρμακολογικές τους ιδιότητες - "σκληρά", "μαλακά" - όταν αναφέρεται κανείς σ' ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως η τοξικομανία, όπου η χρήση της ουσίας παίζει έναν κοινωνικό κατά κύριο λόγο ρόλο και η εφαρμοζόμενη σε σχέση μ' αυτές πολιτική έχει να περάσει κοινωνικά μηνύματα και να θέσει κοινωνικούς στόχους. Ετσι όσο παραμένουν άθικτες οι παθογόνες κοινωνικές δομές και αυξάνει, μέσω της αποποινικοποίησης, η διαθεσιμότητα της ουσίας, τόσο θα αυξάνει και η διάδοση της χρήσης της. Και μπορεί να μην ισχύει η θεωρία της "κλιμάκωσης", δεν υπάρχει, όμως, ούτε ένας ηρωινομανής που να μην ξεκίνησε από χασίς (και χάπια, σιρόπια ή αλκοόλ).

Κοινωνική απάθειαΚάποιοι ζητούν τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών "για να μειωθεί η παραβατικότητα, η εγκληματικότητα", όπως λένε.

Σίγουρα η νομιμοποίηση θα μπορούσε να μειώσει την παραβατικότητα για την εξασφάλιση της δόσης, να μειώσει επίσης τα ατυχή συμβάντα από τη νόθευση της ηρωίνης απ' τους εμπόρους. Τι θα γίνει όμως με τις καινούριες ουσίες που παράγονται διαρκώς στα εργαστήρια και που θα βγαίνουν μαζικά στην κυκλοφορία μέσα από νόμιμες πια επιχειρήσεις ναρκωτικών; Πόσες απ' αυτές δε θα έχουν θανατηφόρα αποτελέσματα στους νέους που θα καταφεύγουν σ' αυτές, επειδή πνίγονται απ' τη ζωή τους;

Είναι γνωστό το πείραμα του πάρκου της Ζυρίχης, όπου ήταν ελεύθερη - και με ελεύθερη διάθεση συρίγγων - η χρήση όλων των ουσιών. Το πείραμα απέτυχε και το πάρκο έκλεισε, αφού πρώτα μετατράπηκε σε μια κόλαση ζωντανών νεκρών. Αναφέρονται πολλοί στο λεγόμενο "πείραμα της Ολλανδίας". Ομως, πέρα από τις σοβαρές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο χώρες, σε επίπεδο οικονομικό, κουλτούρας, οργάνωσης υγειονομικών υπηρεσιών και γενικότερης πολιτικής, που καθιστούν αδύνατη τη μηχανική μεταφορά οποιουδήποτε μοντέλου, πρέπει να τονισθεί ότι το ίδιο το "πείραμα", έτσι όπως προβάλλεται, είναι εν πολλοίς ένας μύθος. Στην Ολλανδία δεν είναι νόμιμα τα ναρκωτικά. Απλά υπάρχει μια στάση ανοχής από την πλευρά των Αρχών, στη χρήση χασίς σε ειδικούς χώρους τα "coffee shops". Δεν έχει αυξηθεί η ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης, που παραμένει σε μέσα επίπεδα. Αυξήθηκε, όμως, η χρήση άλλων, φαρμακευτικών ουσιών - λόγω, ίσως, και του φόβου του AIDS - και επεκτάθηκε πολύ η καλλιέργεια χασίς. Η ίδια η χώρα έχει μετατραπεί σε διεθνές κέντρο εμπορίου ναρκωτικών.

"Να δώσουμε τα ναρκωτικά στον τοξικομανή για να μας αφήσει ήσυχους", υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της νομιμοποίησης.

Μέσα σε μια πραγματικότητα τρομακτικής κρίσης, που συνθλίβει το νέο άνθρωπο, εκείνο που προτείνεται σαν λύση είναι οι "νόμιμες οδοί διαφυγής", στο όνομα της "ατομικής ησυχίας" του μικροαστικού βολέματος. Ομως η καλλιέργεια ενός κλίματος κοινωνικής απάθειας απέναντι στο δράμα του εξαρτημένου ατόμου και στις κοινωνικές αιτίες του προβλήματος των ναρκωτικών δεν οδηγεί παρά σε μια κοινωνία αγριανθρωπισμού, ακόμα μεγαλύτερης απεξάρθρωσης του κοινωνικού ιστού και έτσι - για έναν επιπλέον λόγο - μεγαλύτερης στροφής των νέων στις ουσίες.

Μπορεί να μείνει κανείς απαθής απέναντι σε ένα σύστημα που καταδικάζει 1 στα 5 παιδιά σε Ευρώπη και Αμερική να ζουν κάτω απ' το όριο της φτώχειας και 250 εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο να μεγαλώνουν στους δρόμους; Μπορεί να μείνει απαθής απέναντι στην τρομακτική φτώχεια, την προσφυγιά, τις αρρώστιες από επιδημίες που θεωρούσαμε ότι είχαν εξαλειφθεί, τους πολέμους, τη θυσία εκατομμυρίων ανθρώπων στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους; Ποιον τελικά εξυπηρετεί αυτό το κλίμα κοινωνικής απάθειας;

Διαχείριση της τοξικομανίας

Σε μια εποχή νεοφιλελευθερισμού, κυριαρχίας των ανταλλακτικών αξιών, της αρχής του κέρδους και της αποδοτικότητας, χρειάζεται πολύ θάρρος για να αποφύγεις την παγίδα της λογικής της διαχείρισης του προβλήματος. Χρειάζεται πολύ θάρρος για να τολμήσεις να θέσεις στο επίκεντρο του όλου προβληματισμού σου τον άνθρωπο ως αξία.

Το διαχειριστικό, νεοφιλελεύθερο, εκσυγχρονιστικό πνεύμα της εποχής δίνει έμφαση σε ένα μόνο παράγοντα, το καπιταλιστικό κέρδος και σε μια παράμετρο, που θα επιτρέψει την εξασφάλισή του, τον κοινωνικό έλεγχο.

Και είναι και οι δύο πολιτικές, τόσο η ισχύουσα της καταστολής όσο και η προτεινόμενη της νομιμοποίησης, της υποκατάστασης και της συντήρησης, που αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, της άσκησης κοινωνικού ελέγχου επ' ωφελεία των κρατούντων. Γιατί την "πειθαρχία" του τοξικομανή δεν την επιβάλλουν τα θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης, όπως ισχυρίζεται ο Γρίβας (8), αλλά η βαθιά αντιδραστική πολιτική της συντήρησης της εξάρτησης, του κοινωνικού ελέγχου, της "ομαλοποίησης" της κοινωνικής συμπεριφοράς. Μόνο με τη θεραπεία απεξάρτησης, εφόσον το θέλει και το αποφασίσει ο ίδιος, μπορεί ο εξαρτημένος να ξαναβρεί νόημα στο να αναζητά και να αγωνίζεται για την ελευθερία του, σε σύγκρουση με όλους τους αιτιοπαθογενετικούς παράγοντες της εξάρτησής του. Η καταστολή, η μία όψη του νομίσματος, αντιπροσωπεύει την "καταπίεση της ανοχής", ενώ η άλλη όψη, η νομιμοποίηση, την "καταπιεστική ανοχή" (9). Και οι δύο σηματοδοτούν τα όρια του κοινωνικού συστήματος, που είναι ανίκανο να απαντήσει στην ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής, σ' αυτή την περίοδο της έκρηξης των κοινωνικών αντιφάσεων του συστήματος, που επιχειρεί να σβήσει - με τη συνδρομή ενός πλήθους "διαχειριστών" της εκσυγχρονιστικής βαρβαρότητας με νόμιμα ή παράνομα ναρκωτικά - τη φωτιά της κοινωνικής αντίστασης και της επαναστατικής αλλαγής.

Μια κοινωνία ελεύθερη από ναρκωτικά μπορεί να είναι μόνο μια κοινωνία ελεύθερων από καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπων.

Βιβλιογραφικές αναφορές

1. Osvaldo Gozziola "El trafico international de drogas y la infiuencia del capitalismo" στο "En defensa den marxismo" No 29, Febrero 1997.

2. Human Rights Watch World Report 1997: Events of 1996.

3. Κλεάνθη Γρίβα "Πλανητική κυριαρχία και ναρκωτικά". Εκδ. "Νέα Σύνορα" - Λιβάνη, Αθήνα 1997.

4. Cl. Olievenstein: "La clinique du toxicomane".

5. J. Derida: "Ph³etorique de la drogue" στο "L' - ³esprit des drogues", Autement, Serie mutations, 106, Avril 1989.

6. Κλ. Γρίβας "Κάνναβη χασίς, μαριχουάνα", Εκδ. "Νέα Σύνορα" - Λιβάνη, 1997

7. Κ. Τσουκαλάς "Το ζην επικινδύνως, αθλίως και ανορθοδόξως", "Το Βήμα της Κυριακής", 16.3.1997.

8. Συνέντευξη Κλ. Γρίβα στην "Αυγή", Κυριακή 13.4.97.

9. Istvan M³eszaros: "Beyond Capital", Merlin Press, London.

Ο τοξικομανής σε παρένθεση

Της Κατερίνας ΜΑΤΣΑ*

Το τελευταίο διάστημα, ο τοξικομανής ως θέαμα προκαλεί την περιέργεια, το φόβο, την αποστροφή. Το καθημερινό δράμα του γίνεται αντικείμενο ασύστολης κερδοσκοπίας, ενώ ακόμα και ο θάνατός του εμπορευματοποιείται, για να εξαργυρωθεί στα ταμεία των παντός είδους ΜΜΕ.

Βαριά η ατμόσφαιρα απ' τη σκιά του θανάτου και τα ερωτήματα αμείλικτα απευθύνονται προς όλους.

Γιατί η ζωή τόσων νέων αδειάζει από κάθε νόημα; Τι ψάχνουν όλα αυτά τα παιδιά στα ναρκωτικά; Θέλουν στ' αλήθεια να πεθάνουν τόσο νέοι; Υπάρχει τρόπος να σταματήσει αυτή η ξέφρενη κούρσα θανάτου;

Τα ναρκωτικά ως οικονομική και πολιτική επιχείρηση Τα ναρκωτικά αποτελούν για το σύστημα μια τεράστια επιχείρηση, που εξασφαλίζει κολοσσιαία κέρδη. Το παγκόσμιο εμπόριο των ναρκωτικών έρχεται δεύτερο στη σειρά, μετά το εμπόριο των όπλων. Το φαινόμενο της τοξικομανίας έχει επεκταθεί όχι μόνο στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, αλλά και στις χώρες παραγωγής σαν έκφραση της φτώχειας και της υπανάπτυξης, στην οποία τις καταδικάζουν οι πλούσιοι λαοί. Το μεγάλο άλμα πραγματοποιήθηκε στη δεκαετία του·80, με την όξυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όταν έπεσαν οι τιμές των πρώτων υλών, οι αγροτικές οικονομίες των χωρών της Λατινικής Αμερικής μετατράπηκαν σε ναρκο-οικονομίες και αυξήθηκε τρομακτικά η προσφορά ναρκωτικών στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Το εμπόριο ναρκωτικών έχει μια αποδοτικότητα της τάξης του 3.000+εχ, ενώ οι ναρκέμποροι συμμαχώντας και με τις εθνικές μπουρζουαζίες ελέγχουν κυβερνήσεις, Ενοπλες Δυνάμεις, διπλωματικά σώματα, αντιναρκωτικές δυνάμεις και διεισδύουν ακόμα και στην Εκκλησία. Το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο χρειάζεται φρέσκο χρήμα - τα ναρκοδολάρια - που κινείται ελεύθερα, συσσωρεύεται ταχύτατα και ξεπλένεται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στις μεγάλες βορειοαμερικανικές τράπεζες (όπως της Φλόριδα) στις τράπεζες του Παναμά, της Καραϊβικής, της Ουρουγουάης, αλλά και της Ελβετίας. Η διαφύλαξη του τραπεζικού μυστικού θεωρείται ιερή υποχρέωση του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο, από την άλλη μεριά, κηρύσσει, με επικεφαλής τους Αμερικανούς, τον "ιερό πόλεμο" ενάντια στα ναρκωτικά. Με πρόσχημα αυτόν τον αντιναρκωτικό πόλεμο εκβιάζουν οικονομικά τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, καταδικάζοντάς τες στην υπανάπτυξη και τη φτώχεια, εγκαθιστούν στρατιωτικές βάσεις (όπως στη Βολιβία και το Περού), στρατιωτικοποιούν τα σύνορα (με το Μεξικό), χτυπούν τα αντάρτικα κινήματα, απειλούν την εθνική ανεξαρτησία χωρών (1). Το ίδιο γίνεται και στις χώρες του"χρυσού τριγώνου" και αλλού. Οσο βαθαίνει η οικονομική, πολιτική, κοινωνική κρίση του συστήματος, το φαινόμενο της τοξικομανίας αποκτά δραματικές διαστάσεις, αποτελώντας συστατικό στοιχείο της παρακμής του.

Ο Λευκός Οίκος, η CIA, η DEA και άλλες υπηρεσίες και αντιναρκωτικοί οργανισμοί ενέχονται στα κυκλώματα των ναρκεμπόρων, υποστηρίζοντας το ένα καρτέλ ενάντια στο άλλο, βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στη διαφθορά, σε συνεργασία με το οργανωμένο έγκλημα. Δημοσιεύτηκε πρόσφατα μια καταγγελία του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για τις σχέσεις του στρατηγού Barry McCaffrey, διευθυντή της narcotics enforcement του Προέδρου Κλίντον με τον Viadimir Montesinos, τον αρχηγό της αστυνομίας του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι στο Περού, που κατηγορήθηκε για απόσπαση μεγάλων χρηματικών ποσών από ναρκέμπορους (2).

Παράλληλα και στα πλαίσια της ίδιας - δήθεν - αντιναρκωτικής πολιτικής ενισχύονται τα φαρμακευτικά μονοπώλια για την παρασκευή παραισθησιογόνων και άλλων ουσιών και επεκτείνεται η καλλιέργεια μαριχουάνας στο Μεξικό και την Καλιφόρνια, η οποία εξελίσσεται σ' έναν απ' τους μεγαλύτερους παραγωγούς στον κόσμο. Η επιχείρηση των ναρκωτικών με παγκόσμια εμβέλεια βρίσκεται σε άνθηση. Ισχυροί κύκλοι του συστήματος αποσπούν τεράστια οφέλη απ' αυτήν την ανθούσα επιχείρηση. Το ίδιο το σύστημα εξασφαλίζει με τα ναρκωτικά τον πολιτικό έλεγχο πλατιών μαζών, καταστέλλοντας την αντίστασή τους, ιδιαίτερα των νέων. Οι φαρμακευτικές βιομηχανίες και οι εταιρίες παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών, με τις ευλογίες ή την ανοχή του ιατρικού κόσμου και του κοινωνικού κατεστημένου, ολοκληρώνουν την επιχείρηση της "φυγής" από τη μίζερη πραγματικότητα.

Το ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα, όμως, ούτε τόσο πανίσχυρο είναι ούτε επιβάλλεται στο λαό και τη νεολαία χωρίς αντιστάσεις. Η "πλανητική κυριαρχία" (3) διαπερνάται από εκρηκτικές αντιφάσεις, βρίσκεται σε βαθιά κρίση και παρακμή. Το ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα τρίζει κάτω απ' το βάρος της οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής κρίσης του και βρίσκεται σε οξύτατη σύγκρουση με το εργατικό κίνημα. Η μυθοποίηση της δύναμης του ιμπεριαλισμού, που με όπλο του τα ναρκωτικά και τον αντιναρκωτικό πόλεμο επιβάλλει, όπως λέει ο Γρίβας, την κυριαρχία του σε όλους χωρίς καμιά αντίσταση, δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό και τους στυλοβάτες του.

Η στροφή των νέων στα ναρκωτικά

Οι νέοι σήμερα δε στρέφονται, σε όλο και μικρότερες ηλικίες στα ναρκωτικά απλά επειδή αυξήθηκε η προσφορά τους, επειδή "παρασύρθηκαν" από κάποιους ή επειδή είναι απαγορευμένα. Δεν είναι άβουλα πλάσματα, κλωνοποιημένα πρόβατα που παίρνουν ό,τι είναι διαθέσιμο.

Αντίθετα, είναι πολύ ευαίσθητα άτομα με έντονο το αίσθημα της μοναξιάς, της ανίας, της ενοχής, της ντροπής, του θυμού, της ανασφάλειας. Δεν παίρνουν ναρκωτικά για να πεθάνουν, αλλά για να αντέξουν τη ζωή τους, που τους φαίνεται αβίωτη. Παίρνουν ναρκωτικά για να ξεφύγουν από μια πραγματικότητα που τους πνίγει, απ' τον εαυτό τους που δεν τους κάνει, από τους άλλους, που τους νιώθουν μακριά, ανίκανοι να επικοινωνήσουν μαζί τους. Η περιέργεια, η μίμηση, ο πειραματισμός, η έλξη του απαγορευμένου μπορεί να τους κάνουν να δοκιμάσουν. Κάποιοι όμως απ' αυτούς δε θα μείνουν στην απλή δοκιμή. Θα ξαναπάρουν μέχρι να "κολλήσουν", να εγκατασταθεί η εξάρτηση. Ποιοι είναι αυτοί; Οι νέοι με την ευάλωτη, ελλειμματική προσωπικότητα, τα εσωτερικά κενά, με τις συναισθηματικές εξαρτήσεις από τους γονείς ή άλλα πρόσωπα κύρους, με τους πρώιμους συναισθηματικούς τραυματισμούς, που αναζητούσαν ένα δρόμο φυγής απ' την αφόρητη γι' αυτούς πραγματικότητα, αυτοί που κατά τη στιγμή της συνάντησής τους, με την ουσία ζούσαν έντονα την προσωπική τους κρίση, στην οποία διαθλόνταν, μέσα απ' τον σπασμένο καθρέφτη μιας δυσλειτουργικής και με πολλά προβλήματα οικογένειας, ολόκληρη η κοινωνική κρίση. Η τοξικομανία είναι το προϊόν της συνάντησης μιας ουσίας με μια προσωπικότητα μέσα σ' ένα πλαίσιο οικογενειακό κοινωνικό, πολιτιστικό σε κρίση, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή (4). Μέσα σε συνθήκες ακραίας κρίσης ο ευάλωτος έφηβος αποξενωμένος, χωρίς ταυτότητα, χωρίς κοινωνικούς δεσμούς, χωρίς κοινωνική αναγνώριση, χωρίς κοινωνικό ρόλο, με έντονο το αίσθημα της εγκατάλειψης και το φόβο της ανεξαρτησίας, με βιώματα διαδοχικών αποτυχιών, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης στη διανοητική, τη συναισθηματική, την ψυχολογική ωριμότητα, κλεισμένος στο "γκέτο της εφηβεία", μέσα σ' ένα κλίμα ανταγωνισμού και άκρατου ατομικισμού, χωρίς δυνατότητα ένταξης στον κοινωνικό ιστό σε επίπεδο επαγγελματικό, οικονομικό, κουλτούρας, ωθείται τελικά στην ατομική εξέγερση και στην αναζήτηση αναισθητικών. Η "επιλογή" των ναρκωτικών, η περιθωριοποίηση, η ένταξη σε μια κλειστή ομάδα που λειτουργεί με τους δικούς της κώδικες, αμφισβητεί έμπρακτα και έντονα το κατεστημένο, τους νόμους και τις αξίες των γονιών του, φαντάζει στα μάτια του ως κάποια "διέξοδος". Η "επιλογή", λοιπόν, είναι πάντα προσωπική, όχι όμως και ελεύθερη. Υπαγορεύτηκε απ' τα αδιέξοδα, την απελπισία, τον πόνο, σε μια στιγμή που αυτός ο νέος έβλεπε όλους τους δρόμους μπροστά του κλειστούς. Μέσα σ' ένα κοινωνικό πλαίσιο, όπου η μετάδοση αξιών ανάμεσα στις γενιές είναι αδύνατη, οι γονεϊκοί ρόλοι έχουν γίνει ασταθείς, ο νέος έχει αποκοπεί απ' τη φύση, ζει σε ένα τεχνητό κλίμα, όπου κυριαρχεί ο στείρος ανταγωνισμός και ο ατομικισμός, υπερπροστατευμένος και χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αντιμέτωπος με την έλλειψη ευκαιριών, με το φάντασμα της ανεργίας και της φτώχειας, ωθούμενος στην οικονομική εξάρτηση απ' τους γονείς δεν καταφέρνει να ενηλικιωθεί, να αντιμετωπίσει προβλήματα, να πάρει ευθύνες. Μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα, όπου λείπουν τα σημεία κοινωνικής αναφοράς και οι αναγνωρισμένες αξίες, όπου υπουργός αποκαλεί δημόσια τους απεργούς καθηγητές"καραγκιόζηδες", όπου λείπουν οι συλλογικοί μύθοι, η συλλογική δράση, η ένταξη σε ομάδες, ο έφηβος δε μυείται σε κοινωνικές πράξεις, δεν αποκτά πρόσβαση σε πολιτιστικές αξίες και ιδεολογικές σχέσεις, δεν αποκτά συνείδηση των περιορισμών που επιβάλλονται απ' έξω, δε μαθαίνει κανόνες και όρια, δεν αναπτύσσει διαπροσωπικές σχέσεις και έτσι δεν μπορεί να πραγματώσει δυνατότητες. Η διαδικασία κοινωνικοποίησης "ανθρωποποίησής" του, είναι μπλοκαρισμένη. Γι' αυτό ξεκινά το μεγάλο ταξίδι της φυγής, δραπετεύει απ' την Ιστορία που τη βιώνει σαν εφιάλτη κι απ' την προσωπική του ιστορία που τον πνίγει.

Η εξάρτηση από ουσίες ως τρόπος ζωής Ο νέος ψάχνει να βρει στα ναρκωτικά αυτό που άλλοτε έβρισκε στο εσωτερικό της κουλτούρας και της συντροφιάς των άλλων, προσπαθεί να διαμορφώσει στο κοινωνικό περιθώριο τη δική του πολιτιστική ταυτότητα. Η στροφή προς τις ουσίες, λοιπόν, εκφράζει την κρίση του πολιτισμού της σύγχρονης κοινωνίας, συμπυκνώνει όλη τη δυσφορία του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στην πολιτιστική παρακμή και τα προϊόντα της.

Η στροφή του νέου στις ουσίες είναι ένας τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από την καταναγκαστική υποταγή του στην ουσία και τον κόσμο της, σε βάρος όλων των άλλων παραμέτρων της ανθρώπινης ύπαρξης: σχέσεων, ενδιαφερόντων, δραστηριοτήτων, ατομικών και συλλογικών αξιών, στόχων. Η ζωή του αδειάζει από νόημα, έχοντας σαν αποκλειστικό περιεχόμενο την ουσία. Εξαρτημένος είναι ο άνθρωπος που ζει μέσα και διαμέσου της εξάρτησης, υποταγμένος στην ανάγκη χρήση της ουσίας, χωρίς άλλες επιθυμίες, χωρίς απόλαυση, αποξενωμένος εντελώς από τον εαυτό του και τους άλλους, ακραία αλλοτριωμένος, απόλυτα ανελεύθερος.

Γι' αυτό είναι βαθύτατα υποκριτική η θέση των υπέρμαχων της νομιμοποίησης, που επικαλούνται την "ελευθερία διάθεσης του σώματος".

Η εξάρτηση, ως τρόπος ζωής είναι συνυφασμένη με την ολοκληρωτική απώλεια κάθε ελευθερίας, την απώλεια ακόμα και του νοήματος αναζήτησης της ελευθερίας.

"Ελευθερία στην ουσία", σημαίνει ελευθερία στην επιλογή του τρόπου χειραγώγησής σου από το σύστημα, κατάργησης της ανεξάρτητης σκέψης σου, της έκφρασης των αληθινών συναισθημάτων σου, ακύρωσης της κοινωνικής φύσης σου."Ηθελε, λέει, να είναι ελεύθερος να παίρνει ουσίες", λέει ο Γρίβας (5) παραφράζοντας τον Καζαντζάκη, "σκοτώστε τον ή το συνώνυμο: θεραπεύστε τον" (3).

Γνωρίζει, άραγε, ο κύριος πόσο αβάσταχτος είναι ο ψυχικός πόνος του εξαρτημένου ατόμου; Γνωρίζει τι σημαίνει καταναγκασμός της εξάρτησης, τυραννική εμπειρία, που σου τρώει την ψυχή, καταστρέφοντάς σε ως ανθρώπινη υπόσταση; Γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι τοξικομανείς, ακριβώς γιατί δεν μπορούν να γεμίσουν τα κενά της ύπαρξής τους, τις εσωτερικές ρωγμές με ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις;

Η εξάρτηση ως τρόπος ζωής δεν ταυτίζεται με τη χρήση, την απλή, την περιστασιακή, τη συστηματική ή ακόμα και την κατάχρηση. Ως κοινωνικό φαινόμενο, συνυφασμένο με τη νεωτερικότητα (6), διαφέρει ποιοτικά απ' τη χρήση. Η χρήση σαν ατομικό φαινόμενο, για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν, συναρμολογεί το παζλ μιας τεχνητά πολλαπλασιασμένης ατομικότητας, και αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό. Η ρήξη των κοινωνικών δεσμών αποτελεί ακριβώς το μέτρο της κοινωνικής κρίσης, όπως αυτή εκφράζεται και μέσα από το πρόβλημα των ναρκωτικών σήμερα.

Το πλαίσιο της χρήσης ουσιών στην εποχή μας διαφέρει από κείνα άλλων, προγενέστερων κοινωνιών, όπου η χρήση (συλλογικά και σε ειδικές τελετές μύησης, θρησκευτικές και άλλες) έφερνε κοντά τους ανθρώπους, αποτελώντας συστατικό στοιχείο του πολιτισμού τους. Η χρήση ουσιών σε μια κοινωνία συναρτάται κατά κύριο λόγο με τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές λειτουργίες της και δευτερευόντως με τις φαρμακολογικές της ιδιότητες.

Αυτή την ποιοτική ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις έννοιες της χρήσης και της εξάρτησης, που προσδιορίζει και το χαρακτήρα του φαινομένου της τοξικομανίας επιστημονικά, ιδεολογικά, ιστορικά, θέλουν να κρύψουν όσοι, όπως ο Κλ. Γρίβας, μιλούν υπεραπλουστευτικά για τον "πανθεϊσμό της εξάρτησης" ή όσοι, όπως ο Κ. Τσουκαλάς, εξισώνουν ισοπεδωτικά τη χρήση ναρκωτικών με τη χρήση "λιπαρών φαγητών και σακχαρούχων κουραμπιέδων".

Η εξάρτηση πριν γίνει σύμπτωμα του συγκεκριμένου ατόμου, είναι μια κοινωνική συμπεριφορά, που διαμορφώνεται στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας και διέπεται από τη λογική της φυγής απ' την πηγή της κοινωνικής αντίφασης, της πίστης ότι μια ουσία (φαρμακευτική ή άλλη) μπορεί ν' απαλύνει τα κοινωνικά δεινά, τον πόνο, την ανασφάλεια, το φόβο. Είναι μια κοινωνική συμπεριφορά που διέπεται από τη λογική της παθητικής ενατένισης, της απόλυτης εξατομίκευσης, της παραίτησης, τη λογική του "τα θέλω όλα, τώρα, για τον εαυτό μου".

Η χρήση ουσιών και η εξάρτηση απ' αυτές δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο μορφή αντίστασης στην ομοιομορφία της καθημερινής μικροαστικής ύπαρξης, όπως υπονοούν όσοι υμνούν το "ζην επικινδύνως, αθλίως και ανορθοδόξως". Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο βούλιαγμα στη μιζέρια της καθημερινότητας στην ομοιομορφία της επανάληψης και τη ρουτίνα από την ίδια τη χρήση της ουσίας(όπου ξέρεις από πριν πού θα πας, ποιους θα συναντήσεις, ποια ώρα θα περάσεις, ποιες κινήσεις χρειάζονται για να εξασφαλίσεις την ουσία σου).Εξάρτηση και κοινωνικό περιθώριο

Κάποιοι ζητούν νομιμοποίηση των ουσιών, για να χτυπηθεί το παράνομο εμπόριο. "Ο χρήστης είναι εξαρτημένος απ' τον έμπορο κι όχι απ' την ουσία", λένε. Ομως ο χρήστης δε βλέπει τον έμπορο, που βρίσκεται ψηλά, στον κρατικό μηχανισμό, σε κυβερνήσεις, σε διεθνείς οργανισμούς, αξιοσέβαστο μέλος της κυρίαρχης τάξης. Συναντά τον άλλο εξαρτημένο, το "βαποράκι", που θέλει κι αυτό να εξασφαλίσει τη δόση του. Αναζητά την ουσία, γιατί απ' αυτήν είναι εξαρτημένος, σ' αυτήν έχει υποτάξει τη ζωή του, ψάχνοντας να βρει σ' αυτήν αυτά που δεν μπορεί να βρει με καθαρές τις αισθήσεις, την αυτάρκεια, την ασφάλεια, τη σταθερότητα, τη γαλήνη, την αγάπη, "τα δεκανίκια" που του χρειάζονται για ν' αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τα προβλήματα. Ο χαρακτήρας της εξάρτησης δεν καθορίζεται πρωταρχικά απ' τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζει τη δόση του, απ' το παράνομο ή νόμιμο εμπόριο. Η εξάρτηση κατά πρώτο λόγο τον οδηγεί στο περιθώριο. Μήπως δεν οδηγείται στο περιθώριο της κοινωνίας ο εξαρτημένος από μια νόμιμη ουσία αλκοολικός που έχει εγκαταλείψει δουλιά, οικογένεια, φίλους, ενδιαφέροντα και ζει με το μπουκάλι; Η εξάρτηση από ουσίες συνυφαίνεται με την αποδόμηση της προσωπικότητας και της κοινωνικής ζωής του συγκεκριμένου ατόμου, μια αποδόμηση που τον ωθεί, αργά ή γρήγορα, έξω απ' τον κοινωνικό χώρο, στο περιθώριο. Αλλωστε, ο εξαρτημένος δεν είναι εξαρτημένος μόνο απ' τον έμπορο, αλλά και απ' τον γιατρό που θα του συνταγογραφήσει τα χάπια και απ' τον φαρμακοποιό και από μια αλυσίδα ενδιαμέσων.

Εξάρτηση και κοινωνικό περιθώριο είναι έννοιες στενά συνυφασμένες. Η εξάρτηση δεν είναι μόνο σωματική ή ψυχική αλλά είναι και κοινωνική. Η κόλαση δε βρίσκεται μόνο στην παρανομία των κυκλωμάτων, αλλά στο βασανιστικό καταναγκασμό της δόσης, έναν καταναγκασμό που σε υποχρεώνει να εγκαταλείψεις τον κοινωνικό χώρο και να αποτραβηχτείς στη γωνιά σου, μόνος με την ουσία... και την εξαθλίωσή σου.

Η νομιμοποίηση των ουσιών, ισχυρίζονται - θα ελέγξει τα παράνομα κυκλώματα, το παράνομο εμπόριο, την παραοικονομία. Η καπιταλιστική αγορά όμως δεν επιτρέπει κανέναν κεντρικό έλεγχο, κανένα σχεδιασμό της παραγωγής και διάθεσης προϊόντων. Ολα κινούνται με γνώμονα το κέρδος του καπιταλιστή. Και είναι γνωστό ότι η ίδια η λειτουργία των νόμων της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς όχι μόνο δεν εμποδίζει, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, νομιμοποιεί και την παραοικονομία. Μαζί με το νόμιμο υπάρχει πάντα και το παράνομο εμπόριο κάθε προϊόντος, μαζί με το νόμιμο και το παράνομο κέρδος, μαζί με τη νόμιμη φορολογία κάθε επιχείρησης - και εκείνης των ναρκωτικών - και η φοροδιαφυγή. Για ποιον έλεγχο της παραοικονομίας, λοιπόν, μιλούν οι νεοφιλελεύθεροι κύκλοι της σχολής του Σικάγου και του Μίλτον Φρίντμαν;

Το δικαίωμα στην ουσίαΤο "δικαίωμα στην ουσία", το οποίο επικαλούνται, ισοδυναμεί με το δικαίωμα στη μέθη, που προκαλείται από την επίδραση της ουσίας στον οργανισμό. Οταν όμως ο τοξικομανής βρίσκεται υπό την επήρεια της ουσίας δεν μπορεί να εκφέρει λόγο. Ψελλίζει απλά καθώς συναλλάσσεται για να την εξασφαλίσει. Είναι καταδικασμένος στη σιωπή. Εχοντας χάσει την ικανότητα να σκέφτεται και να λειτουργεί σαν κοινωνικό υποκείμενο, είναι απών από το κοινωνικό γίγνεσθαι, από τον τόπο όπου γράφεται η ιστορία του και παίζεται το δράμα του, είναι "αλλού", στον "τεχνητό παράδεισο", στην κόλαση της εξαθλίωσης, στον κόσμο του. Το δικαίωμα λοιπόν στην ουσία ταυτίζεται με το δικαίωμα στη σιωπή και στην απουσία. Το δικαίωμα στα ναρκωτικά δεν είναι παρά μια επιχείρηση συγκάλυψης της αθλιότητας, επιχείρηση κατευνασμού των δεινών, των βασάνων, των δυσκολιών, επιδρώντας στις αισθήσεις των ανθρώπων και αποκοιμίζοντάς τους. Λέει κυνικά ο Κ. Τσουκαλάς: "Πώς νομιμοποιείται η πολιτεία να τον βάζει στη φυλακή, αν προσπαθεί να ξεχάσει την απόγνωσή του, αν τολμήσει να γευτεί τους πειρασμούς των τεχνητών παραδείσων, αν δηλαδή ψάχνει να βρει σε έναν άλλο κόσμο αυτό που του στερεί εκείνος που τον περιβάλλει; Τι έχει να χάσει ο απόκληρος εκτός από την αθλιότητά του;... Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να λιμοκτονήσουν αλλά δεν είναι ελεύθεροι να παίζουν με το θάνατό τους" (7).

Σίγουρα κανένας δε νομιμοποιείται να βάζει τον τοξικομανή στη φυλακή, επειδή είναι τοξικομανής. Ούτε, όμως, και ο Κ. Τσουκαλάς νομιμοποιείται να ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι λιμοκτονούν ελεύθερα, ακριβώς γιατί δεν το επέλεξαν οι ίδιοι. Αλλοι - οι κρατούντες - επιλέγουν να τους εξαθλιώσουν και να τους οδηγήσουν στη λιμοκτονία, μετατρέποντάς τους σε ανέργους, άστεγους, απασχολήσιμους, ανασφάλιστους. Αυτών, τελικά, τα συμφέροντα υπηρετούν όσοι αναφέρονται στο δικαίωμα των απόκληρων να είναι απόκληροι και να ξεχνούν τον πόνο τους παίρνοντας ναρκωτικά.

Γιατί είναι σίγουρο ότι οι απόκληροι, καταφεύγοντας στις ουσίες, δε θα χάσουν την αθλιότητά τους, αλλά αντίθετα θα βουλιάξουν σε ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση, νεκροί στην ψυχή και με άρρωστο το κορμί, ανίκανοι να αντισταθούν στις κοινωνικές και ψυχολογικές πιέσεις που τους ισοπεδώνουν. "Να τον βάλουμε και φυλακή που προσπαθεί να ξεχάσει την απόγνωσή του, χωρίς να αντιστέκεται σ' αυτούς που την προκαλούν;", λέει χαρακτηριστικά ο Τσουκαλάς, μιλώντας στο όνομα όλων όσοι ρηξικέλευθα και "εκσυγχρονιστικά" γίνονται σήμερα αρωγοί του συστήματος. Λέει ο Κ. Τσουκαλάς: "στο μέτρο βέβαια που κανένας "άλλος" δε βλάπτεται, δεν είναι καθόλου αυτονόητο το κατά πόσον η πολιτεία δικαιούται να παρέμβει στις αυτοκαταστρεπτικές επιλογές του ατόμου" (7).

Ομως κανένας τοξικομανής δεν παίρνει το ναρκωτικό και κλείνεται στο σπίτι του για να το χρησιμοποιήσει. Εχει ανάγκη να μυήσει κι άλλους, να "κεράσει", να "ανταλλάξει". Η ίδια η τοξικομανία από τη φύση της είναι συνυφασμένη με τη διαδικασία της μύησης. Βλάπτονται, λοιπόν, απ' αυτή τη χρήση πολλοί: οι συνομήλικοι, οι φίλοι, οι συμμαθητές του νέου που έχει εξαρτηθεί. Είναι τυχαίο που σήμερα, με βάση τη διεθνή εμπειρία, δίνεται έμφαση, στα πλαίσια της πρόληψης, στις "ομάδες των συνομηλίκων" (peer groups);

Η τοξικομανία ως "χρόνια ανίατη αρρώστια"

Τελευταία, προβάλλονται πολύ οι θεωρίες της "συνοσηρότητας" της συνύπαρξης δηλαδή, τοξικομανίας και ψυχικής διαταραχής. Οι θεωρίες αυτές, γενικεύοντας επικίνδυνα, έρχονται να ενισχύσουν την αντίληψη περί της "κοινωνικής επικινδυνότητας" των εξαρτημένων και τα κοινωνικά στερεότυπα για τον τοξικομανή ως "εγκληματία" και "τρελό".

Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που μπορεί να συνυπάρχουν οι δύο καταστάσεις. Δεν είναι όμως η πλειοψηφία και δεν αποτελούν τον κανόνα. Η "διπλή διάγνωση", όπως λέγεται, μπορεί να μπει σε λίγες περιπτώσεις, όπου συνυπάρχουν μείζονες ψυχικές διαταραχές (του τύπου της σχιζοφρένειας ή της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης) με εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες. Δεν μπορούμε να μιλάμε με τόση ευκολία για διπλή διάγνωση απλά και μόνο γιατί ο εξαρτημένος παρουσιάζει άγχος, κατάθλιψη, διαταραχές πανικού και άλλες τέτοιες καταστάσεις. Η εξάρτηση από ουσίες μπορεί να εγκατασταθεί, εφόσον συνυπάρξουν όλοι οι άλλοι παράγοντες που αναφέρθηκαν, σε οποιαδήποτε δομή προσωπικότητας (ψυχωτικού, νευρωτικού, οριακού ή άλλου τύπου). Δεν υπάρχει ειδική "τοξικομανιακή" δομή προσωπικότητας.

Ο ίδιος ο τρόπος ζωής του εξαρτημένου τον κάνει ευάλωτο, επιρρεπή σε οποιουδήποτε τύπου ψυχολογική αντίδραση στις ψυχοπιεστικές συνθήκες που ζει. Αυτό δε σημαίνει ότι νομιμοποιείται κανείς, με βάση αυτές τις αντιδράσεις, τόσο συχνές, άλλωστε, στο γενικό πληθυσμό, να βάζει την ετικέτα της ψυχικής διαταραχής, δίνοντας σ' αυτήν την κατάσταση το χαρακτήρα του μόνιμου και του παγιωμένου. Οι ενστάσεις αυτές τίθενται σε επίπεδο αυστηρά επιστημονικό, μεθοδολογικό - σε σχέση με την εγκυρότητα της χρησιμοποίησης των συγκεκριμένων μεθοδολογικών εργαλείων ανίχνευσης της ψυχικής διαταραχής - όσο και σε επίπεδο ηθικό και δεοντολογικό.

Ο τοξικομανής δεν είναι ένα άθροισμα συμπτωμάτων, ψυχιατρικής εν πολλοίς φύσης, στα οποία ανάγεται, σε τελευταία ανάλυση, η συμπεριφορά του. Αυτή η προσέγγιση υποβαθμίζει την κοινωνική, κατά κύριο λόγο, αλλά και τις άλλες παραμέτρους της εξάρτησής του, βιολογικοποιεί - ψυχιατρικοποιώντας - κοινωνικές κατά βάση συμπεριφορές, δίνει επιστημονικοφανές κάλυμμα στον κοινωνικό αποκλεισμό του με βάση την ψυχοπαθολογική εκτίμηση. Διπλός ο στιγματισμός, διπλός και ο αποκλεισμός του εξαρτημένου, σε μια εποχή που η βιολογικοποίηση κοινωνικών συμπεριφορών τείνει να πάρει επικίνδυνα ανησυχητικές διαστάσεις. Εξάλλου η μέθοδος του βιολογικού αναγωγισμού τροφοδοτεί σήμερα την κρίση στο χώρο της επιστήμης της ψυχιατρικής και τροφοδοτείται απ' αυτήν.

Τόσο η πολιτική της καταστολής, όσο και εκείνη των βιολογικού τύπου θεραπειών (προγράμματα μεθαδόνης, ναλτρεξόνης) στηρίζονται κατά βάση στην αντίληψη ότι ο τοξικομανής είναι άρρωστος, σωματικά και ψυχικά, και εν πολλοίς ανίατος. Αλλωστε οι νεοφιλελεύθεροι οπαδοί της νομιμοποίησης το διακηρύσσουν. "Ο τοξικομανής είναι άρρωστος, χρειάζεται την ουσία του ή το υποκατάστατό της", λένε. Και μ' αυτόν τον επικίνδυνο αναγωγισμό ο τοξικομανής χρειάζεται τη μεθαδόνη του, όπως ο διαβητικός την ινσουλίνη του, καταδικάζεται να παραμείνει διά βίου σ' αυτή τη βασανιστική κατάσταση.Ομως η τοξικομανία δεν είναι αρρώστια με την ιατρική έννοια του όρου. Δεν είναι ένα βιολογικό φαινόμενο - έστω κι αν υπάρχουν βιολογικοί συντελεστές - είναι κατά κύριο λόγο ένα κοινωνικό φαινόμενο, πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό.

Η αντιμετώπιση του τοξικομανή ως "χρόνια άρρωστου ατόμου" όχι μόνο τον στιγματίζει και τον περιθωριοποιεί, αλλά υποκρύπτει, ακριβώς γι' αυτό το λόγο, έναν ιδιότυπο κοινωνικό ρατσισμό, με φύλλο συκής τη ριζοσπαστική φρασεολογία.

Σε τελευταία ανάλυση και αυτή η αντίληψη κινητοποιεί το μηχανισμό δημιουργίας εξιλαστήριων θυμάτων, των τοξικομανών, άρρωστων σωματικά και ψυχικά, που για ν' αντιμετωπίσουν την αρρώστια τους δε χρειάζονται παρά μόνο τον οίκτο της πολιτείας, με τη μορφή της μεθαδόνης ή κάποιου άλλου υποκατάστατου.

ΦΑΡΜΑΚΑ
Στο δρόμο για την απελευθέρωση της... ασυδοσίας

Η κυβέρνηση σκοπεύει να θεσμοθετήσει την αυθαιρεσία των μεγαλοεπιχειρηματιών στο χώρο του φαρμάκου και να νομιμοποιήσει την υπερκοστολόγηση, σε βάρος των ασφαλιστικών ταμείων και των καταναλωτών

Στο δρόμο της μετατροπής της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας σε όργανο των πολυεθνικών και σε ένα "φαύλο κύκλο" ανατιμήσεων, που θα επιβαρύνουν ασφαλισμένους και ασφαλιστικά ταμεία, οδηγεί η κυβερνητική πολιτική για το φάρμακο. Μια πολιτική πλήρως δεμένη στο άρμα των εντολών και των αποφάσεων των Βρυξελλών για την απελευθέρωση όλων των αγορών, η οποία παραγνωρίζει και διαγράφει πια εντελώς το ρόλο του φαρμάκου ως κοινωνικού αγαθού.

Σε τέτοιες καταστάσεις οδηγεί στην πράξη η αποδυνάμωση της εγχώριας βιομηχανίας, με την παράλληλη λειτουργία της λεγόμενης Αρχής Εγκρισης Τιμών Φαρμακευτικών Σκευασμάτων,που εδρεύει στο Λονδίνο και την οποία πλέον χρησιμοποιούν οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες για να εξασφαλίζουν τιμές της αρεσκείας τους για τις πωλήσεις των φαρμάκων σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Ετσι, με δεδομένη την παντελή έλλειψη επιστημονικής έρευνας στη χώρα μας και το στραγγάλισμα της εγχώριας παραγωγής, που οδηγεί σε ολοένα μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών, είναι σίγουρο ότι οι τιμές πλέον στα φάρμακα - με αυτή την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση - θα είναι προαποφασισμένες, κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των πολυεθνικών.

Μεγαλώνει η ψαλίδα

Χαρακτηριστικό της αυξανόμενης ψαλίδας ανάμεσα στα εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα και στα εισαγόμενα είναι ότι το 1987 οι εισαγωγές αντιπροσώπευαν το 20% των φαρμάκων που καταναλώνονταν στη χώρα μας, ενώ η εγχώρια παραγωγή το 80%. Το 1995 η αναλογία αντιστράφηκε σε 65% προς 35%,με τάση να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο η ψαλίδα υπέρ των εισαγόμενων. Αξιοσημείωτο, δε, είναι ότι και από αυτό το 35% μόλις το 10% αποτελεί ελληνική παραγωγή, ενώ το άλλο 25% ανήκει σε πολυεθνικές που παράγουν στην Ελλάδα με χαμηλό κόστος.

Από την άλλη μεριά, η φαρμακευτική δαπάνη εμφανίζει αύξηση χρόνο με το χρόνο, την οποία η κυβέρνηση αποδίδει στην υπερκατανάλωση και την πολυφαρμακία. Οι αριθμοί, όμως, άλλα λένε. Αφού στο διάστημα από το 1987 μέχρι το 1995 η ποσότητα φαρμάκων που καταναλώθηκε αυξήθηκε μόλις κατά 34%, η αξία της υπερπενταπλασιάστηκε, καθώς αυξήθηκε κατά 468%.Αυτό ομολογεί τις υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές των φαρμάκων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε αντικαθιστώντας παλιότερα φάρμακα με δήθεν νέα, παίρνοντας πολύ υψηλότερη χονδρική τιμή, είτε με το σταμάτημα της παραγωγής κάποιων φαρμάκων εδώ και εισάγοντάς τα, επίσης με μεγαλύτερη τιμή. Χαρακτηριστικό για το πόσο επιβαρύνουν οι εισαγωγές τη φαρμακευτική δαπάνη είναι ότι τον περασμένο Ιούλη, που δόθηκαν αυξήσεις σε μια σειρά ευρείας κυκλοφορίας φάρμακα, μέχρι και 400%,το 75% των εισαγομένων φαρμάκων και το 25% των εγχωρίως παραγομένων πήραν χονδρική τιμή πάνω από 3.000 δρχ. το κουτί, ενώ το 1994 το ποσοστό των φαρμάκων που είχαν χονδρική τιμή πάνω από 3.000 δρχ. ήταν 17% και αντιπροσώπευε το 38% της συνολικής δαπάνης. Υπολογίζεται, δε, ότι μόνο από αυτά τα ευρείας κατανάλωσης παυσίπονα, που πήραν αυξήσεις το περασμένο καλοκαίρι, θα πληρώσουμε πάνω από 5 δισ. δρχ. επιπλέον για το 1997.

Η κοστολόγηση

Σε ό,τι αφορά τις χονδρικές τιμές των φαρμάκων που παράγονται στη χώρα μας, είναι δυνατόν να συγκρατηθούν, όπως τονίζουν οι εργαζόμενοι στο χώρο του φαρμάκου, μόνο με την κοστολόγηση που θα γίνεται στη βάση των πραγματικών στοιχείων του κόστους παραγωγής. Μόνο έτσι είναι δυνατόν, κατ' επέκταση, να συγκρατηθούν και οι λιανικές τιμές των φαρμάκων. Η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης γνωρίζουν πολύ καλά ότι με βάση το ισχύον σύστημα, κάθε επιχειρηματίας, που ζητά έγκριση τιμής για κάποιο φάρμακο από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου, προσκομίζει αυθαίρετα ό,τι στοιχεία θέλει, "φουσκώνοντας" το κόστος των δραστικών ουσιών του φαρμάκου, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται μεγάλες αποκλίσεις. Οι αποκλίσεις που παρουσιάζονται και οι οποίες αφορούν εκατοντάδες φάρμακα, σε πολλές περιπτώσεις αγγίζουν τα όρια του απροκάλυπτου σκανδάλου. Για παράδειγμα, για το ZANTAK,που το 1995 ήταν μεταξύ των δέκα πρώτων σε πωλήσεις ιδιοσκευασμάτων, η δραστική ουσία είναι η Ranitidine Hcl. Η τιμή γι' αυτή τη δραστική ουσία στις εταιρίες που πουλάνε πρώτες ύλες ήταν 30.000 δρχ. το κιλό. Οι εταιρίες που παράγουν φάρμακα τα οποία περιέχουν ως δραστική ουσία τη Ranitidine υδροχλωρική καταθέτουν χαρτιά ότι την αγοράζουν μέχρι και 300.000 δρχ. το κιλό, δηλαδή δεκαπλάσια απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα! Υπολογίζοντας τη χονδρική τιμή για το ιδιοσκεύασμα ZANTAK tabl. coat 20x150 mg. με βάση πίνακες κόστους για τη διαμόρφωση της τιμής που έχει συντάξει το ίδιο το υπουργείο Ανάπτυξης, για την τιμή των 30.000 δρχ. /κιλό η χονδρική τιμή διαμορφώνεται στις 360 δρχ., ενώ για την τιμή της δραστικής ουσίας των 300.000 δρχ. το κιλό, η αντίστοιχη χονδρική ανέρχεται σε 1.800 δρχ. Σύμφωνα, τώρα, με τον τελευταίο τιμοκατάλογο φαρμάκων, η χονδρική τιμή για τα φάρμακα που περιέχουν Ranitidine Hcl στη φαρμακοτεχνική μορφή tabl. coat 20χ50 mg. κυμαίνεται στις 1.728 - 2.550.Δηλαδή, πωλούνται μέχρι 600% ακριβότερα απ' ό,τι κοστίζουν στην πραγματικότητα! Παράλληλα, παρουσιάζονται μεγάλες αποκλίσεις στις τιμές που δίνουν στο υπουργείο οι εταιρίες με τις οποίες αγόρασαν την ίδια δραστική ουσία. Για παράδειγμα, για τη δραστική ουσία Enalapril Maleate, που περιέχεται στο αντιυπερτασικό ιδιοσκεύασμα Renitec, που είναι δέκατο σε πωλήσεις, δίνονται τιμές ανά κιλό δραστικής 600.000, 270.000, 1.320.000, 3.500.000 δρχ.!

Από ανάλυση, δε, της λιανικής τιμής του φαρμάκου της ίδιας της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης προκύπτει ανάγλυφα ότι πάνω από το 50% της τελικής τιμής το καρπώνονται οι φαρμακοβιομήχανοι. Συγκεκριμένα, παίρνοντας ως βάση τιμής βιομηχανίας το 100 με τις διάφορες επιβαρύνσεις, εισφορές υπέρ ΕΟΦ, ΤΣΑΥ, ΤΕΑΥΦΕ, το κέρδος του φαρμακεμπόρου, το κέρδος του φαρμακείου και το ΦΠΑ, η τελική λιανική τιμή διαμορφώνεται στις 200,546.Κατά τ' άλλα, σύμφωνα με τις κατά καιρούς δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης, για τις τιμές των φαρμάκων φταίει το ποσοστό κέρδους των φαρμακείων, των φαρμακεμπόρων, συζητιούνται οι διάφορες εισφορές... Το υπουργείο τα γνωρίζει όλα αυτά. Και, παρά τις αρχικές πομπώδεις εξαγγελίες της πολιτικής ηγεσίας για κοστολόγηση με βάση τα πραγματικά κοστολογικά στοιχεία και αντικειμενικούς πίνακες κόστους, απ' όπου θα προέκυπταν ουσιαστικές μειώσεις, στην πορεία ακόμα και οι εκπρόσωποί του στην Επιτροπή Ανακοστολόγησης υπαναχώρησαν μπροστά στην απαίτηση φαρμακοβιομηχάνων και φαρμακεμπόρων για κοστολόγηση με βάση το μέσο όρο των τιμών στις οποίες κυκλοφορεί το φάρμακο στις χώρες της ΕΕ, σε συνάρτηση με το συντελεστή αγοραστικής δύναμης του Ελληνα. Αν τελικά η κυβέρνηση καταλήξει σ' αυτόν τον τύπο κοστολόγησης, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της επιτροπής, στα 200 πρώτα σε κυκλοφορία φάρμακα θα προκύψουν αυξήσεις της τάξης του 10% στα εγχωρίως παραγόμενα και μειώσεις μέχρι 4% στα εισαγόμενα.

Το θέμα της πολιτικής του φαρμάκου, βεβαίως, δεν εξαντλείται στην ανακοστολόγηση. Οπως αναφέραμε, όσο η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία οδηγείται σε μαρασμό, δίνοντας τη θέση της στις εισαγωγές, η έρευνα βρίσκεται σε υποτυπώδη μορφή λόγω έλλειψης πόρων, οι κρατικές φαρμακοβιομηχανίες οδηγήθηκαν η μία μετά την άλλη σε κλείσιμο, ο ρόλος του ΕΟΦ δεν είναι αυτός που προβλέπεται στο σχετικό ιδρυτικό νόμο, ενώ ακόμα και τα έσοδα από το ΕΟΦόσημο, που επιβαρύνει τη λιανική τιμή του φαρμάκου και ανέρχονται σε 60 δισ. δρχ. το χρόνο, δηλαδή το 0,3% του προϋπολογισμού, αντί να δίνονται στην έρευνα για το φάρμακο χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση για να κλείσει τρύπες.

Η Ομοσπονδία Εργαζομένων στο χώρο του φαρμάκου

Η Ομοσπονδία Εργαζομένων Φαρμακευτικών και Συναφών Επαγγελμάτων Ελλάδας, σε συνέντευξη που έδωσε την περασμένη βδομάδα, έδωσε στη δημοσιότητα τις προτάσεις της. Αυτές δείχνουν ότι, εάν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά το φάρμακο να είναι κοινωνικό αγαθό και να περιορίσει τη φαρμακευτική δαπάνη, υπάρχει τρόπος να το κάνει. Συγκεκριμένα, οι προτάσεις της Ομοσπονδίας συνίστανται στα εξής:

  • Η ανακοστολόγηση να γίνει από μηδενική βάση, με πλήρη διαφάνεια και με πραγματικά κοστολογικά στοιχεία. Να ανακληθούν και οι αυξήσεις που δόθηκαν τον περασμένο Αύγουστο για ανακοστολόγηση από την αρχή.
  • Να μην εξαιρεθούν από τον έλεγχο τιμών τα μη υποχρεωτικά συνταγογραφούμενα φάρμακα.
  • Παρέμβαση στη διακίνηση με στόχο τη διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων, την επάρκεια στην αγορά, τη συγκράτηση των τιμών στις πρώτες ύλες, στον ιατρικό εξοπλισμό, στα αντιδραστήρια και ό,τι έχει ως αντικείμενο ο ιδρυτικός νόμος του ΕΟΦ.
  • Δημιουργία υποδομής για την αξιολόγηση των απαιτούμενων προδιαγραφών του φακέλου για την έγκριση και κυκλοφορία των νέων φαρμάκων και την ανανέωση της άδειας των παλιών.
  • Για τα εισαγόμενα η κατεύθυνση να είναι η αντικατάστασή τους από εγχώρια σε συνεργασία με τους παραγωγούς οίκους πρώτων υλών όπου είναι αναγκαίο.
  • Οι μελέτες βιοϊσοδυναμίας να γίνουν με ευθύνη του ΕΟΦ σε συνεργασία με δημόσια νοσοκομεία και πανεπιστήμια.
  • Να γίνεται συνεχής ενημέρωση του εθνικού συνταγολογίου.
  • Να επανέλθει σε ισχύ στο σύνολό του ο νόμος 1316 περί ΕΟΦ και να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις που προβλέπει: κρατική φαρμακαποθήκη, εθνική φαρμακοβιομηχανία κλπ.
  • Να λειτουργήσουν τα κλειστά κρατικά εργοστάσια στη Λάρισα, στον Αγιο Στέφανο, στην Παλλήνη. Να επεκταθεί η δραστηριότητα της ΕΛΒΙΟΝΥ και σε άλλα προϊόντα.
  • Να γίνουν άμεσα προσλήψεις επιστημονικού προσωπικού στο ΙΦΕΤ για να μπορεί να υλοποιήσει το σκοπό του.
  • Το ΕΟΦόσημο να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς που ιδρύθηκε. Αν περισσεύει, να καταργηθεί, με ταυτόχρονη αντίστοιχη μείωση της τιμής των φαρμάκων. Η ανάπτυξη της έρευνας με τη χρησιμοποίηση των εσόδων από το ΕΟΦόσημο θα συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας.

Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ 2ο
Θεσμοποιημένο περιθώριο και θεραπεία

Χαρακτηρίζοντας τον τοξικομανή "άρρωστο", που χρειάζεται να παίρνει βάσει κάρτας διά βίου τη μεθαδόνη ή την ηρωίνη του, από νοσοκομείο ή άλλες υγειονομικές υπηρεσίες, οι υπέρμαχοι της νομιμοποίησης εκφράζουν λοιπόν κι αυτοί με το δικό τους τρόπο τον ίδιο ρατσισμό, απ' την ανάποδη. Ο "άρρωστος" αυτός θα είναι "φακελωμένος" και έτσι θα έχει ειδική μεταχείριση. Θα παραμείνει εξαρτημένος, θα παραμείνει στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά νόμιμα. Πρόκειται δηλαδή για ένα θεσμοποιημένο περιθώριο, που στερεί απ' τον εξαρτημένο την ελπίδα της απελευθέρωσης κάποτε απ' τα δεσμά της εξάρτησης και της ισότιμης κοινωνικής του επανένταξης.

Γιατί η χορήγηση υποκαταστάτων δεν είναι θεραπεία, όπως προβάλλεται, καλλιεργώντας μύθους. Είναι συντήρηση και αναπαραγωγή σε σχετικά ελεγχόμενα πλαίσια της εξάρτησης ως τρόπου ζωής. Αλλωστε υπάρχει μια τριαντάχρονη εμπειρία απ' την εφαρμογή των προγραμμάτων μεθαδόνης στην Ευρώπη και την Αμερική, που αποδεικνύει πόσο φτωχά είναι τα αποτελέσματά τους ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο, που είναι η μείωση της εγκληματικότητας και ο περιορισμός της χρήσης ηρωίνης και άλλων ουσιών. Η τεράστια αύξηση της χρήσης όλα αυτά τα χρόνια, που η πλειοψηφία των ενταγμένων στα προγράμματα μεθαδόνης συμπληρώνει τη νόμιμη δόση της μεθαδόνης με την παράνομη ηρωίνη και τις άλλες ουσίες, επιβεβαιώνει τη θέση ότι η εξάρτηση από ουσίες δεν είναι απλά βιολογικό φαινόμενο και δεν μπορεί ν' αντιμετωπιστεί με βιολογικές μεθόδους. Τα προγράμματα μεθαδόνης πρέπει να υπάρχουν για μια μικρή κατηγορία του συνολικού πληθυσμού των τοξικομανών (γι' αυτούς που απέτυχαν σε θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης, που είναι πάνω από 35 ετών, πάσχουν από AIDS ή άλλες σοβαρές αρρώστιες κ.ά.). Η τεράστια προβολή - και μυθοποίησή τους - συνεχής επέκτασή τους ως βασικό στοιχείο της επίσημης αντιναρκωτικής πολιτικής ευθυγραμμίζεται με την ισχύουσα στην Ευρώπη και την Αμερική πολιτική "περιορισμού της βλάβης" ("Harm reduction"), αποβλέποντας βασικά τόσο στη συγκάλυψη των αιτιών του φαινομένου και της ουσιαστικής παρέμβασης στους γενεσιουργούς του παράγοντες, όσο και στην υποβάθμιση του ρόλου της θεραπείας απεξάρτησης από τα δεσμά της ουσίας και του κόσμου της. Αποβλέπει στον κοινωνικό έλεγχο, στην "ομαλοποίηση" (normalisation) της συμπεριφοράς του εξαρτημένου ατόμου, αφήνοντας άθικτες τις παθογόνες κοινωνικές δομές.

Πίσω από την πολιτική του "περιορισμού της βλάβης" βρίσκεται η θέση ότι το πρόβλημα είναι μη αντιμετωπίσιμο, επιτρέποντας μόνο την επωφελέστερη δυνατή - για το σύστημα - διαχείρισή του.

Μ' αυτή τη λογική, άλλωστε, προβάλλεται και όλη η φιλολογία της "αποποινικοποίησης των μαλακών ναρκωτικών". Η διάκριση των ουσιών δεν μπορεί να γίνει με αποκλειστικό κριτήριο τις φαρμακολογικές τους ιδιότητες - "σκληρά", "μαλακά" - όταν αναφέρεται κανείς σ' ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως η τοξικομανία, όπου η χρήση της ουσίας παίζει έναν κοινωνικό κατά κύριο λόγο ρόλο και η εφαρμοζόμενη σε σχέση μ' αυτές πολιτική έχει να περάσει κοινωνικά μηνύματα και να θέσει κοινωνικούς στόχους. Ετσι όσο παραμένουν άθικτες οι παθογόνες κοινωνικές δομές και αυξάνει, μέσω της αποποινικοποίησης, η διαθεσιμότητα της ουσίας, τόσο θα αυξάνει και η διάδοση της χρήσης της. Και μπορεί να μην ισχύει η θεωρία της "κλιμάκωσης", δεν υπάρχει, όμως, ούτε ένας ηρωινομανής που να μην ξεκίνησε από χασίς (και χάπια, σιρόπια ή αλκοόλ).

Κοινωνική απάθειαΚάποιοι ζητούν τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών "για να μειωθεί η παραβατικότητα, η εγκληματικότητα", όπως λένε.

Σίγουρα η νομιμοποίηση θα μπορούσε να μειώσει την παραβατικότητα για την εξασφάλιση της δόσης, να μειώσει επίσης τα ατυχή συμβάντα από τη νόθευση της ηρωίνης απ' τους εμπόρους. Τι θα γίνει όμως με τις καινούριες ουσίες που παράγονται διαρκώς στα εργαστήρια και που θα βγαίνουν μαζικά στην κυκλοφορία μέσα από νόμιμες πια επιχειρήσεις ναρκωτικών; Πόσες απ' αυτές δε θα έχουν θανατηφόρα αποτελέσματα στους νέους που θα καταφεύγουν σ' αυτές, επειδή πνίγονται απ' τη ζωή τους;

Είναι γνωστό το πείραμα του πάρκου της Ζυρίχης, όπου ήταν ελεύθερη - και με ελεύθερη διάθεση συρίγγων - η χρήση όλων των ουσιών. Το πείραμα απέτυχε και το πάρκο έκλεισε, αφού πρώτα μετατράπηκε σε μια κόλαση ζωντανών νεκρών. Αναφέρονται πολλοί στο λεγόμενο "πείραμα της Ολλανδίας". Ομως, πέρα από τις σοβαρές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο χώρες, σε επίπεδο οικονομικό, κουλτούρας, οργάνωσης υγειονομικών υπηρεσιών και γενικότερης πολιτικής, που καθιστούν αδύνατη τη μηχανική μεταφορά οποιουδήποτε μοντέλου, πρέπει να τονισθεί ότι το ίδιο το "πείραμα", έτσι όπως προβάλλεται, είναι εν πολλοίς ένας μύθος. Στην Ολλανδία δεν είναι νόμιμα τα ναρκωτικά. Απλά υπάρχει μια στάση ανοχής από την πλευρά των Αρχών, στη χρήση χασίς σε ειδικούς χώρους τα "coffee shops". Δεν έχει αυξηθεί η ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης, που παραμένει σε μέσα επίπεδα. Αυξήθηκε, όμως, η χρήση άλλων, φαρμακευτικών ουσιών - λόγω, ίσως, και του φόβου του AIDS - και επεκτάθηκε πολύ η καλλιέργεια χασίς. Η ίδια η χώρα έχει μετατραπεί σε διεθνές κέντρο εμπορίου ναρκωτικών.

"Να δώσουμε τα ναρκωτικά στον τοξικομανή για να μας αφήσει ήσυχους", υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της νομιμοποίησης.

Μέσα σε μια πραγματικότητα τρομακτικής κρίσης, που συνθλίβει το νέο άνθρωπο, εκείνο που προτείνεται σαν λύση είναι οι "νόμιμες οδοί διαφυγής", στο όνομα της "ατομικής ησυχίας" του μικροαστικού βολέματος. Ομως η καλλιέργεια ενός κλίματος κοινωνικής απάθειας απέναντι στο δράμα του εξαρτημένου ατόμου και στις κοινωνικές αιτίες του προβλήματος των ναρκωτικών δεν οδηγεί παρά σε μια κοινωνία αγριανθρωπισμού, ακόμα μεγαλύτερης απεξάρθρωσης του κοινωνικού ιστού και έτσι - για έναν επιπλέον λόγο - μεγαλύτερης στροφής των νέων στις ουσίες.

Μπορεί να μείνει κανείς απαθής απέναντι σε ένα σύστημα που καταδικάζει 1 στα 5 παιδιά σε Ευρώπη και Αμερική να ζουν κάτω απ' το όριο της φτώχειας και 250 εκατομμύρια παιδιά στον κόσμο να μεγαλώνουν στους δρόμους; Μπορεί να μείνει απαθής απέναντι στην τρομακτική φτώχεια, την προσφυγιά, τις αρρώστιες από επιδημίες που θεωρούσαμε ότι είχαν εξαλειφθεί, τους πολέμους, τη θυσία εκατομμυρίων ανθρώπων στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους; Ποιον τελικά εξυπηρετεί αυτό το κλίμα κοινωνικής απάθειας;

Διαχείριση της τοξικομανίας

Σε μια εποχή νεοφιλελευθερισμού, κυριαρχίας των ανταλλακτικών αξιών, της αρχής του κέρδους και της αποδοτικότητας, χρειάζεται πολύ θάρρος για να αποφύγεις την παγίδα της λογικής της διαχείρισης του προβλήματος. Χρειάζεται πολύ θάρρος για να τολμήσεις να θέσεις στο επίκεντρο του όλου προβληματισμού σου τον άνθρωπο ως αξία.

Το διαχειριστικό, νεοφιλελεύθερο, εκσυγχρονιστικό πνεύμα της εποχής δίνει έμφαση σε ένα μόνο παράγοντα, το καπιταλιστικό κέρδος και σε μια παράμετρο, που θα επιτρέψει την εξασφάλισή του, τον κοινωνικό έλεγχο.

Και είναι και οι δύο πολιτικές, τόσο η ισχύουσα της καταστολής όσο και η προτεινόμενη της νομιμοποίησης, της υποκατάστασης και της συντήρησης, που αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, της άσκησης κοινωνικού ελέγχου επ' ωφελεία των κρατούντων. Γιατί την "πειθαρχία" του τοξικομανή δεν την επιβάλλουν τα θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης, όπως ισχυρίζεται ο Γρίβας (8), αλλά η βαθιά αντιδραστική πολιτική της συντήρησης της εξάρτησης, του κοινωνικού ελέγχου, της "ομαλοποίησης" της κοινωνικής συμπεριφοράς. Μόνο με τη θεραπεία απεξάρτησης, εφόσον το θέλει και το αποφασίσει ο ίδιος, μπορεί ο εξαρτημένος να ξαναβρεί νόημα στο να αναζητά και να αγωνίζεται για την ελευθερία του, σε σύγκρουση με όλους τους αιτιοπαθογενετικούς παράγοντες της εξάρτησής του. Η καταστολή, η μία όψη του νομίσματος, αντιπροσωπεύει την "καταπίεση της ανοχής", ενώ η άλλη όψη, η νομιμοποίηση, την "καταπιεστική ανοχή" (9). Και οι δύο σηματοδοτούν τα όρια του κοινωνικού συστήματος, που είναι ανίκανο να απαντήσει στην ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής, σ' αυτή την περίοδο της έκρηξης των κοινωνικών αντιφάσεων του συστήματος, που επιχειρεί να σβήσει - με τη συνδρομή ενός πλήθους "διαχειριστών" της εκσυγχρονιστικής βαρβαρότητας με νόμιμα ή παράνομα ναρκωτικά - τη φωτιά της κοινωνικής αντίστασης και της επαναστατικής αλλαγής.

Μια κοινωνία ελεύθερη από ναρκωτικά μπορεί να είναι μόνο μια κοινωνία ελεύθερων από καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπων.

Βιβλιογραφικές αναφορές

1. Osvaldo Gozziola "El trafico international de drogas y la infiuencia del capitalismo" στο "En defensa den marxismo" No 29, Febrero 1997.

2. Human Rights Watch World Report 1997: Events of 1996.

3. Κλεάνθη Γρίβα "Πλανητική κυριαρχία και ναρκωτικά". Εκδ. "Νέα Σύνορα" - Λιβάνη, Αθήνα 1997.

4. Cl. Olievenstein: "La clinique du toxicomane".

5. J. Derida: "Ph³etorique de la drogue" στο "L' - ³esprit des drogues", Autement, Serie mutations, 106, Avril 1989.

6. Κλ. Γρίβας "Κάνναβη χασίς, μαριχουάνα", Εκδ. "Νέα Σύνορα" - Λιβάνη, 1997

7. Κ. Τσουκαλάς "Το ζην επικινδύνως, αθλίως και ανορθοδόξως", "Το Βήμα της Κυριακής", 16.3.1997.

8. Συνέντευξη Κλ. Γρίβα στην "Αυγή", Κυριακή 13.4.97.

9. Istvan M³eszaros: "Beyond Capital", Merlin Press, London.

Ο τοξικομανής σε παρένθεση

Της Κατερίνας ΜΑΤΣΑ*

Το τελευταίο διάστημα, ο τοξικομανής ως θέαμα προκαλεί την περιέργεια, το φόβο, την αποστροφή. Το καθημερινό δράμα του γίνεται αντικείμενο ασύστολης κερδοσκοπίας, ενώ ακόμα και ο θάνατός του εμπορευματοποιείται, για να εξαργυρωθεί στα ταμεία των παντός είδους ΜΜΕ.

Βαριά η ατμόσφαιρα απ' τη σκιά του θανάτου και τα ερωτήματα αμείλικτα απευθύνονται προς όλους.

Γιατί η ζωή τόσων νέων αδειάζει από κάθε νόημα; Τι ψάχνουν όλα αυτά τα παιδιά στα ναρκωτικά; Θέλουν στ' αλήθεια να πεθάνουν τόσο νέοι; Υπάρχει τρόπος να σταματήσει αυτή η ξέφρενη κούρσα θανάτου;

Τα ναρκωτικά ως οικονομική και πολιτική επιχείρηση Τα ναρκωτικά αποτελούν για το σύστημα μια τεράστια επιχείρηση, που εξασφαλίζει κολοσσιαία κέρδη. Το παγκόσμιο εμπόριο των ναρκωτικών έρχεται δεύτερο στη σειρά, μετά το εμπόριο των όπλων. Το φαινόμενο της τοξικομανίας έχει επεκταθεί όχι μόνο στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, αλλά και στις χώρες παραγωγής σαν έκφραση της φτώχειας και της υπανάπτυξης, στην οποία τις καταδικάζουν οι πλούσιοι λαοί. Το μεγάλο άλμα πραγματοποιήθηκε στη δεκαετία του·80, με την όξυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όταν έπεσαν οι τιμές των πρώτων υλών, οι αγροτικές οικονομίες των χωρών της Λατινικής Αμερικής μετατράπηκαν σε ναρκο-οικονομίες και αυξήθηκε τρομακτικά η προσφορά ναρκωτικών στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Το εμπόριο ναρκωτικών έχει μια αποδοτικότητα της τάξης του 3.000+εχ, ενώ οι ναρκέμποροι συμμαχώντας και με τις εθνικές μπουρζουαζίες ελέγχουν κυβερνήσεις, Ενοπλες Δυνάμεις, διπλωματικά σώματα, αντιναρκωτικές δυνάμεις και διεισδύουν ακόμα και στην Εκκλησία. Το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο χρειάζεται φρέσκο χρήμα - τα ναρκοδολάρια - που κινείται ελεύθερα, συσσωρεύεται ταχύτατα και ξεπλένεται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στις μεγάλες βορειοαμερικανικές τράπεζες (όπως της Φλόριδα) στις τράπεζες του Παναμά, της Καραϊβικής, της Ουρουγουάης, αλλά και της Ελβετίας. Η διαφύλαξη του τραπεζικού μυστικού θεωρείται ιερή υποχρέωση του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο, από την άλλη μεριά, κηρύσσει, με επικεφαλής τους Αμερικανούς, τον "ιερό πόλεμο" ενάντια στα ναρκωτικά. Με πρόσχημα αυτόν τον αντιναρκωτικό πόλεμο εκβιάζουν οικονομικά τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, καταδικάζοντάς τες στην υπανάπτυξη και τη φτώχεια, εγκαθιστούν στρατιωτικές βάσεις (όπως στη Βολιβία και το Περού), στρατιωτικοποιούν τα σύνορα (με το Μεξικό), χτυπούν τα αντάρτικα κινήματα, απειλούν την εθνική ανεξαρτησία χωρών (1). Το ίδιο γίνεται και στις χώρες του"χρυσού τριγώνου" και αλλού. Οσο βαθαίνει η οικονομική, πολιτική, κοινωνική κρίση του συστήματος, το φαινόμενο της τοξικομανίας αποκτά δραματικές διαστάσεις, αποτελώντας συστατικό στοιχείο της παρακμής του.

Ο Λευκός Οίκος, η CIA, η DEA και άλλες υπηρεσίες και αντιναρκωτικοί οργανισμοί ενέχονται στα κυκλώματα των ναρκεμπόρων, υποστηρίζοντας το ένα καρτέλ ενάντια στο άλλο, βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στη διαφθορά, σε συνεργασία με το οργανωμένο έγκλημα. Δημοσιεύτηκε πρόσφατα μια καταγγελία του Παρατηρητηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για τις σχέσεις του στρατηγού Barry McCaffrey, διευθυντή της narcotics enforcement του Προέδρου Κλίντον με τον Viadimir Montesinos, τον αρχηγό της αστυνομίας του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι στο Περού, που κατηγορήθηκε για απόσπαση μεγάλων χρηματικών ποσών από ναρκέμπορους (2).

Παράλληλα και στα πλαίσια της ίδιας - δήθεν - αντιναρκωτικής πολιτικής ενισχύονται τα φαρμακευτικά μονοπώλια για την παρασκευή παραισθησιογόνων και άλλων ουσιών και επεκτείνεται η καλλιέργεια μαριχουάνας στο Μεξικό και την Καλιφόρνια, η οποία εξελίσσεται σ' έναν απ' τους μεγαλύτερους παραγωγούς στον κόσμο. Η επιχείρηση των ναρκωτικών με παγκόσμια εμβέλεια βρίσκεται σε άνθηση. Ισχυροί κύκλοι του συστήματος αποσπούν τεράστια οφέλη απ' αυτήν την ανθούσα επιχείρηση. Το ίδιο το σύστημα εξασφαλίζει με τα ναρκωτικά τον πολιτικό έλεγχο πλατιών μαζών, καταστέλλοντας την αντίστασή τους, ιδιαίτερα των νέων. Οι φαρμακευτικές βιομηχανίες και οι εταιρίες παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών, με τις ευλογίες ή την ανοχή του ιατρικού κόσμου και του κοινωνικού κατεστημένου, ολοκληρώνουν την επιχείρηση της "φυγής" από τη μίζερη πραγματικότητα.

Το ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα, όμως, ούτε τόσο πανίσχυρο είναι ούτε επιβάλλεται στο λαό και τη νεολαία χωρίς αντιστάσεις. Η "πλανητική κυριαρχία" (3) διαπερνάται από εκρηκτικές αντιφάσεις, βρίσκεται σε βαθιά κρίση και παρακμή. Το ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα τρίζει κάτω απ' το βάρος της οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής κρίσης του και βρίσκεται σε οξύτατη σύγκρουση με το εργατικό κίνημα. Η μυθοποίηση της δύναμης του ιμπεριαλισμού, που με όπλο του τα ναρκωτικά και τον αντιναρκωτικό πόλεμο επιβάλλει, όπως λέει ο Γρίβας, την κυριαρχία του σε όλους χωρίς καμιά αντίσταση, δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό και τους στυλοβάτες του.

Η στροφή των νέων στα ναρκωτικά

Οι νέοι σήμερα δε στρέφονται, σε όλο και μικρότερες ηλικίες στα ναρκωτικά απλά επειδή αυξήθηκε η προσφορά τους, επειδή "παρασύρθηκαν" από κάποιους ή επειδή είναι απαγορευμένα. Δεν είναι άβουλα πλάσματα, κλωνοποιημένα πρόβατα που παίρνουν ό,τι είναι διαθέσιμο.

Αντίθετα, είναι πολύ ευαίσθητα άτομα με έντονο το αίσθημα της μοναξιάς, της ανίας, της ενοχής, της ντροπής, του θυμού, της ανασφάλειας. Δεν παίρνουν ναρκωτικά για να πεθάνουν, αλλά για να αντέξουν τη ζωή τους, που τους φαίνεται αβίωτη. Παίρνουν ναρκωτικά για να ξεφύγουν από μια πραγματικότητα που τους πνίγει, απ' τον εαυτό τους που δεν τους κάνει, από τους άλλους, που τους νιώθουν μακριά, ανίκανοι να επικοινωνήσουν μαζί τους. Η περιέργεια, η μίμηση, ο πειραματισμός, η έλξη του απαγορευμένου μπορεί να τους κάνουν να δοκιμάσουν. Κάποιοι όμως απ' αυτούς δε θα μείνουν στην απλή δοκιμή. Θα ξαναπάρουν μέχρι να "κολλήσουν", να εγκατασταθεί η εξάρτηση. Ποιοι είναι αυτοί; Οι νέοι με την ευάλωτη, ελλειμματική προσωπικότητα, τα εσωτερικά κενά, με τις συναισθηματικές εξαρτήσεις από τους γονείς ή άλλα πρόσωπα κύρους, με τους πρώιμους συναισθηματικούς τραυματισμούς, που αναζητούσαν ένα δρόμο φυγής απ' την αφόρητη γι' αυτούς πραγματικότητα, αυτοί που κατά τη στιγμή της συνάντησής τους, με την ουσία ζούσαν έντονα την προσωπική τους κρίση, στην οποία διαθλόνταν, μέσα απ' τον σπασμένο καθρέφτη μιας δυσλειτουργικής και με πολλά προβλήματα οικογένειας, ολόκληρη η κοινωνική κρίση. Η τοξικομανία είναι το προϊόν της συνάντησης μιας ουσίας με μια προσωπικότητα μέσα σ' ένα πλαίσιο οικογενειακό κοινωνικό, πολιτιστικό σε κρίση, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή (4). Μέσα σε συνθήκες ακραίας κρίσης ο ευάλωτος έφηβος αποξενωμένος, χωρίς ταυτότητα, χωρίς κοινωνικούς δεσμούς, χωρίς κοινωνική αναγνώριση, χωρίς κοινωνικό ρόλο, με έντονο το αίσθημα της εγκατάλειψης και το φόβο της ανεξαρτησίας, με βιώματα διαδοχικών αποτυχιών, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης στη διανοητική, τη συναισθηματική, την ψυχολογική ωριμότητα, κλεισμένος στο "γκέτο της εφηβεία", μέσα σ' ένα κλίμα ανταγωνισμού και άκρατου ατομικισμού, χωρίς δυνατότητα ένταξης στον κοινωνικό ιστό σε επίπεδο επαγγελματικό, οικονομικό, κουλτούρας, ωθείται τελικά στην ατομική εξέγερση και στην αναζήτηση αναισθητικών. Η "επιλογή" των ναρκωτικών, η περιθωριοποίηση, η ένταξη σε μια κλειστή ομάδα που λειτουργεί με τους δικούς της κώδικες, αμφισβητεί έμπρακτα και έντονα το κατεστημένο, τους νόμους και τις αξίες των γονιών του, φαντάζει στα μάτια του ως κάποια "διέξοδος". Η "επιλογή", λοιπόν, είναι πάντα προσωπική, όχι όμως και ελεύθερη. Υπαγορεύτηκε απ' τα αδιέξοδα, την απελπισία, τον πόνο, σε μια στιγμή που αυτός ο νέος έβλεπε όλους τους δρόμους μπροστά του κλειστούς. Μέσα σ' ένα κοινωνικό πλαίσιο, όπου η μετάδοση αξιών ανάμεσα στις γενιές είναι αδύνατη, οι γονεϊκοί ρόλοι έχουν γίνει ασταθείς, ο νέος έχει αποκοπεί απ' τη φύση, ζει σε ένα τεχνητό κλίμα, όπου κυριαρχεί ο στείρος ανταγωνισμός και ο ατομικισμός, υπερπροστατευμένος και χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αντιμέτωπος με την έλλειψη ευκαιριών, με το φάντασμα της ανεργίας και της φτώχειας, ωθούμενος στην οικονομική εξάρτηση απ' τους γονείς δεν καταφέρνει να ενηλικιωθεί, να αντιμετωπίσει προβλήματα, να πάρει ευθύνες. Μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα, όπου λείπουν τα σημεία κοινωνικής αναφοράς και οι αναγνωρισμένες αξίες, όπου υπουργός αποκαλεί δημόσια τους απεργούς καθηγητές"καραγκιόζηδες", όπου λείπουν οι συλλογικοί μύθοι, η συλλογική δράση, η ένταξη σε ομάδες, ο έφηβος δε μυείται σε κοινωνικές πράξεις, δεν αποκτά πρόσβαση σε πολιτιστικές αξίες και ιδεολογικές σχέσεις, δεν αποκτά συνείδηση των περιορισμών που επιβάλλονται απ' έξω, δε μαθαίνει κανόνες και όρια, δεν αναπτύσσει διαπροσωπικές σχέσεις και έτσι δεν μπορεί να πραγματώσει δυνατότητες. Η διαδικασία κοινωνικοποίησης "ανθρωποποίησής" του, είναι μπλοκαρισμένη. Γι' αυτό ξεκινά το μεγάλο ταξίδι της φυγής, δραπετεύει απ' την Ιστορία που τη βιώνει σαν εφιάλτη κι απ' την προσωπική του ιστορία που τον πνίγει.

Η εξάρτηση από ουσίες ως τρόπος ζωής Ο νέος ψάχνει να βρει στα ναρκωτικά αυτό που άλλοτε έβρισκε στο εσωτερικό της κουλτούρας και της συντροφιάς των άλλων, προσπαθεί να διαμορφώσει στο κοινωνικό περιθώριο τη δική του πολιτιστική ταυτότητα. Η στροφή προς τις ουσίες, λοιπόν, εκφράζει την κρίση του πολιτισμού της σύγχρονης κοινωνίας, συμπυκνώνει όλη τη δυσφορία του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στην πολιτιστική παρακμή και τα προϊόντα της.

Η στροφή του νέου στις ουσίες είναι ένας τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από την καταναγκαστική υποταγή του στην ουσία και τον κόσμο της, σε βάρος όλων των άλλων παραμέτρων της ανθρώπινης ύπαρξης: σχέσεων, ενδιαφερόντων, δραστηριοτήτων, ατομικών και συλλογικών αξιών, στόχων. Η ζωή του αδειάζει από νόημα, έχοντας σαν αποκλειστικό περιεχόμενο την ουσία. Εξαρτημένος είναι ο άνθρωπος που ζει μέσα και διαμέσου της εξάρτησης, υποταγμένος στην ανάγκη χρήση της ουσίας, χωρίς άλλες επιθυμίες, χωρίς απόλαυση, αποξενωμένος εντελώς από τον εαυτό του και τους άλλους, ακραία αλλοτριωμένος, απόλυτα ανελεύθερος.

Γι' αυτό είναι βαθύτατα υποκριτική η θέση των υπέρμαχων της νομιμοποίησης, που επικαλούνται την "ελευθερία διάθεσης του σώματος".

Η εξάρτηση, ως τρόπος ζωής είναι συνυφασμένη με την ολοκληρωτική απώλεια κάθε ελευθερίας, την απώλεια ακόμα και του νοήματος αναζήτησης της ελευθερίας.

"Ελευθερία στην ουσία", σημαίνει ελευθερία στην επιλογή του τρόπου χειραγώγησής σου από το σύστημα, κατάργησης της ανεξάρτητης σκέψης σου, της έκφρασης των αληθινών συναισθημάτων σου, ακύρωσης της κοινωνικής φύσης σου."Ηθελε, λέει, να είναι ελεύθερος να παίρνει ουσίες", λέει ο Γρίβας (5) παραφράζοντας τον Καζαντζάκη, "σκοτώστε τον ή το συνώνυμο: θεραπεύστε τον" (3).

Γνωρίζει, άραγε, ο κύριος πόσο αβάσταχτος είναι ο ψυχικός πόνος του εξαρτημένου ατόμου; Γνωρίζει τι σημαίνει καταναγκασμός της εξάρτησης, τυραννική εμπειρία, που σου τρώει την ψυχή, καταστρέφοντάς σε ως ανθρώπινη υπόσταση; Γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι τοξικομανείς, ακριβώς γιατί δεν μπορούν να γεμίσουν τα κενά της ύπαρξής τους, τις εσωτερικές ρωγμές με ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις;

Η εξάρτηση ως τρόπος ζωής δεν ταυτίζεται με τη χρήση, την απλή, την περιστασιακή, τη συστηματική ή ακόμα και την κατάχρηση. Ως κοινωνικό φαινόμενο, συνυφασμένο με τη νεωτερικότητα (6), διαφέρει ποιοτικά απ' τη χρήση. Η χρήση σαν ατομικό φαινόμενο, για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν, συναρμολογεί το παζλ μιας τεχνητά πολλαπλασιασμένης ατομικότητας, και αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό. Η ρήξη των κοινωνικών δεσμών αποτελεί ακριβώς το μέτρο της κοινωνικής κρίσης, όπως αυτή εκφράζεται και μέσα από το πρόβλημα των ναρκωτικών σήμερα.

Το πλαίσιο της χρήσης ουσιών στην εποχή μας διαφέρει από κείνα άλλων, προγενέστερων κοινωνιών, όπου η χρήση (συλλογικά και σε ειδικές τελετές μύησης, θρησκευτικές και άλλες) έφερνε κοντά τους ανθρώπους, αποτελώντας συστατικό στοιχείο του πολιτισμού τους. Η χρήση ουσιών σε μια κοινωνία συναρτάται κατά κύριο λόγο με τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές λειτουργίες της και δευτερευόντως με τις φαρμακολογικές της ιδιότητες.

Αυτή την ποιοτική ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις έννοιες της χρήσης και της εξάρτησης, που προσδιορίζει και το χαρακτήρα του φαινομένου της τοξικομανίας επιστημονικά, ιδεολογικά, ιστορικά, θέλουν να κρύψουν όσοι, όπως ο Κλ. Γρίβας, μιλούν υπεραπλουστευτικά για τον "πανθεϊσμό της εξάρτησης" ή όσοι, όπως ο Κ. Τσουκαλάς, εξισώνουν ισοπεδωτικά τη χρήση ναρκωτικών με τη χρήση "λιπαρών φαγητών και σακχαρούχων κουραμπιέδων".

Η εξάρτηση πριν γίνει σύμπτωμα του συγκεκριμένου ατόμου, είναι μια κοινωνική συμπεριφορά, που διαμορφώνεται στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας και διέπεται από τη λογική της φυγής απ' την πηγή της κοινωνικής αντίφασης, της πίστης ότι μια ουσία (φαρμακευτική ή άλλη) μπορεί ν' απαλύνει τα κοινωνικά δεινά, τον πόνο, την ανασφάλεια, το φόβο. Είναι μια κοινωνική συμπεριφορά που διέπεται από τη λογική της παθητικής ενατένισης, της απόλυτης εξατομίκευσης, της παραίτησης, τη λογική του "τα θέλω όλα, τώρα, για τον εαυτό μου".

Η χρήση ουσιών και η εξάρτηση απ' αυτές δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο μορφή αντίστασης στην ομοιομορφία της καθημερινής μικροαστικής ύπαρξης, όπως υπονοούν όσοι υμνούν το "ζην επικινδύνως, αθλίως και ανορθοδόξως". Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο βούλιαγμα στη μιζέρια της καθημερινότητας στην ομοιομορφία της επανάληψης και τη ρουτίνα από την ίδια τη χρήση της ουσίας(όπου ξέρεις από πριν πού θα πας, ποιους θα συναντήσεις, ποια ώρα θα περάσεις, ποιες κινήσεις χρειάζονται για να εξασφαλίσεις την ουσία σου).Εξάρτηση και κοινωνικό περιθώριο

Κάποιοι ζητούν νομιμοποίηση των ουσιών, για να χτυπηθεί το παράνομο εμπόριο. "Ο χρήστης είναι εξαρτημένος απ' τον έμπορο κι όχι απ' την ουσία", λένε. Ομως ο χρήστης δε βλέπει τον έμπορο, που βρίσκεται ψηλά, στον κρατικό μηχανισμό, σε κυβερνήσεις, σε διεθνείς οργανισμούς, αξιοσέβαστο μέλος της κυρίαρχης τάξης. Συναντά τον άλλο εξαρτημένο, το "βαποράκι", που θέλει κι αυτό να εξασφαλίσει τη δόση του. Αναζητά την ουσία, γιατί απ' αυτήν είναι εξαρτημένος, σ' αυτήν έχει υποτάξει τη ζωή του, ψάχνοντας να βρει σ' αυτήν αυτά που δεν μπορεί να βρει με καθαρές τις αισθήσεις, την αυτάρκεια, την ασφάλεια, τη σταθερότητα, τη γαλήνη, την αγάπη, "τα δεκανίκια" που του χρειάζονται για ν' αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τα προβλήματα. Ο χαρακτήρας της εξάρτησης δεν καθορίζεται πρωταρχικά απ' τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζει τη δόση του, απ' το παράνομο ή νόμιμο εμπόριο. Η εξάρτηση κατά πρώτο λόγο τον οδηγεί στο περιθώριο. Μήπως δεν οδηγείται στο περιθώριο της κοινωνίας ο εξαρτημένος από μια νόμιμη ουσία αλκοολικός που έχει εγκαταλείψει δουλιά, οικογένεια, φίλους, ενδιαφέροντα και ζει με το μπουκάλι; Η εξάρτηση από ουσίες συνυφαίνεται με την αποδόμηση της προσωπικότητας και της κοινωνικής ζωής του συγκεκριμένου ατόμου, μια αποδόμηση που τον ωθεί, αργά ή γρήγορα, έξω απ' τον κοινωνικό χώρο, στο περιθώριο. Αλλωστε, ο εξαρτημένος δεν είναι εξαρτημένος μόνο απ' τον έμπορο, αλλά και απ' τον γιατρό που θα του συνταγογραφήσει τα χάπια και απ' τον φαρμακοποιό και από μια αλυσίδα ενδιαμέσων.

Εξάρτηση και κοινωνικό περιθώριο είναι έννοιες στενά συνυφασμένες. Η εξάρτηση δεν είναι μόνο σωματική ή ψυχική αλλά είναι και κοινωνική. Η κόλαση δε βρίσκεται μόνο στην παρανομία των κυκλωμάτων, αλλά στο βασανιστικό καταναγκασμό της δόσης, έναν καταναγκασμό που σε υποχρεώνει να εγκαταλείψεις τον κοινωνικό χώρο και να αποτραβηχτείς στη γωνιά σου, μόνος με την ουσία... και την εξαθλίωσή σου.

Η νομιμοποίηση των ουσιών, ισχυρίζονται - θα ελέγξει τα παράνομα κυκλώματα, το παράνομο εμπόριο, την παραοικονομία. Η καπιταλιστική αγορά όμως δεν επιτρέπει κανέναν κεντρικό έλεγχο, κανένα σχεδιασμό της παραγωγής και διάθεσης προϊόντων. Ολα κινούνται με γνώμονα το κέρδος του καπιταλιστή. Και είναι γνωστό ότι η ίδια η λειτουργία των νόμων της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς όχι μόνο δεν εμποδίζει, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, νομιμοποιεί και την παραοικονομία. Μαζί με το νόμιμο υπάρχει πάντα και το παράνομο εμπόριο κάθε προϊόντος, μαζί με το νόμιμο και το παράνομο κέρδος, μαζί με τη νόμιμη φορολογία κάθε επιχείρησης - και εκείνης των ναρκωτικών - και η φοροδιαφυγή. Για ποιον έλεγχο της παραοικονομίας, λοιπόν, μιλούν οι νεοφιλελεύθεροι κύκλοι της σχολής του Σικάγου και του Μίλτον Φρίντμαν;

Το δικαίωμα στην ουσίαΤο "δικαίωμα στην ουσία", το οποίο επικαλούνται, ισοδυναμεί με το δικαίωμα στη μέθη, που προκαλείται από την επίδραση της ουσίας στον οργανισμό. Οταν όμως ο τοξικομανής βρίσκεται υπό την επήρεια της ουσίας δεν μπορεί να εκφέρει λόγο. Ψελλίζει απλά καθώς συναλλάσσεται για να την εξασφαλίσει. Είναι καταδικασμένος στη σιωπή. Εχοντας χάσει την ικανότητα να σκέφτεται και να λειτουργεί σαν κοινωνικό υποκείμενο, είναι απών από το κοινωνικό γίγνεσθαι, από τον τόπο όπου γράφεται η ιστορία του και παίζεται το δράμα του, είναι "αλλού", στον "τεχνητό παράδεισο", στην κόλαση της εξαθλίωσης, στον κόσμο του. Το δικαίωμα λοιπόν στην ουσία ταυτίζεται με το δικαίωμα στη σιωπή και στην απουσία. Το δικαίωμα στα ναρκωτικά δεν είναι παρά μια επιχείρηση συγκάλυψης της αθλιότητας, επιχείρηση κατευνασμού των δεινών, των βασάνων, των δυσκολιών, επιδρώντας στις αισθήσεις των ανθρώπων και αποκοιμίζοντάς τους. Λέει κυνικά ο Κ. Τσουκαλάς: "Πώς νομιμοποιείται η πολιτεία να τον βάζει στη φυλακή, αν προσπαθεί να ξεχάσει την απόγνωσή του, αν τολμήσει να γευτεί τους πειρασμούς των τεχνητών παραδείσων, αν δηλαδή ψάχνει να βρει σε έναν άλλο κόσμο αυτό που του στερεί εκείνος που τον περιβάλλει; Τι έχει να χάσει ο απόκληρος εκτός από την αθλιότητά του;... Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να λιμοκτονήσουν αλλά δεν είναι ελεύθεροι να παίζουν με το θάνατό τους" (7).

Σίγουρα κανένας δε νομιμοποιείται να βάζει τον τοξικομανή στη φυλακή, επειδή είναι τοξικομανής. Ούτε, όμως, και ο Κ. Τσουκαλάς νομιμοποιείται να ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι λιμοκτονούν ελεύθερα, ακριβώς γιατί δεν το επέλεξαν οι ίδιοι. Αλλοι - οι κρατούντες - επιλέγουν να τους εξαθλιώσουν και να τους οδηγήσουν στη λιμοκτονία, μετατρέποντάς τους σε ανέργους, άστεγους, απασχολήσιμους, ανασφάλιστους. Αυτών, τελικά, τα συμφέροντα υπηρετούν όσοι αναφέρονται στο δικαίωμα των απόκληρων να είναι απόκληροι και να ξεχνούν τον πόνο τους παίρνοντας ναρκωτικά.

Γιατί είναι σίγουρο ότι οι απόκληροι, καταφεύγοντας στις ουσίες, δε θα χάσουν την αθλιότητά τους, αλλά αντίθετα θα βουλιάξουν σε ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση, νεκροί στην ψυχή και με άρρωστο το κορμί, ανίκανοι να αντισταθούν στις κοινωνικές και ψυχολογικές πιέσεις που τους ισοπεδώνουν. "Να τον βάλουμε και φυλακή που προσπαθεί να ξεχάσει την απόγνωσή του, χωρίς να αντιστέκεται σ' αυτούς που την προκαλούν;", λέει χαρακτηριστικά ο Τσουκαλάς, μιλώντας στο όνομα όλων όσοι ρηξικέλευθα και "εκσυγχρονιστικά" γίνονται σήμερα αρωγοί του συστήματος. Λέει ο Κ. Τσουκαλάς: "στο μέτρο βέβαια που κανένας "άλλος" δε βλάπτεται, δεν είναι καθόλου αυτονόητο το κατά πόσον η πολιτεία δικαιούται να παρέμβει στις αυτοκαταστρεπτικές επιλογές του ατόμου" (7).

Ομως κανένας τοξικομανής δεν παίρνει το ναρκωτικό και κλείνεται στο σπίτι του για να το χρησιμοποιήσει. Εχει ανάγκη να μυήσει κι άλλους, να "κεράσει", να "ανταλλάξει". Η ίδια η τοξικομανία από τη φύση της είναι συνυφασμένη με τη διαδικασία της μύησης. Βλάπτονται, λοιπόν, απ' αυτή τη χρήση πολλοί: οι συνομήλικοι, οι φίλοι, οι συμμαθητές του νέου που έχει εξαρτηθεί. Είναι τυχαίο που σήμερα, με βάση τη διεθνή εμπειρία, δίνεται έμφαση, στα πλαίσια της πρόληψης, στις "ομάδες των συνομηλίκων" (peer groups);

Η τοξικομανία ως "χρόνια ανίατη αρρώστια"

Τελευταία, προβάλλονται πολύ οι θεωρίες της "συνοσηρότητας" της συνύπαρξης δηλαδή, τοξικομανίας και ψυχικής διαταραχής. Οι θεωρίες αυτές, γενικεύοντας επικίνδυνα, έρχονται να ενισχύσουν την αντίληψη περί της "κοινωνικής επικινδυνότητας" των εξαρτημένων και τα κοινωνικά στερεότυπα για τον τοξικομανή ως "εγκληματία" και "τρελό".

Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που μπορεί να συνυπάρχουν οι δύο καταστάσεις. Δεν είναι όμως η πλειοψηφία και δεν αποτελούν τον κανόνα. Η "διπλή διάγνωση", όπως λέγεται, μπορεί να μπει σε λίγες περιπτώσεις, όπου συνυπάρχουν μείζονες ψυχικές διαταραχές (του τύπου της σχιζοφρένειας ή της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης) με εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες. Δεν μπορούμε να μιλάμε με τόση ευκολία για διπλή διάγνωση απλά και μόνο γιατί ο εξαρτημένος παρουσιάζει άγχος, κατάθλιψη, διαταραχές πανικού και άλλες τέτοιες καταστάσεις. Η εξάρτηση από ουσίες μπορεί να εγκατασταθεί, εφόσον συνυπάρξουν όλοι οι άλλοι παράγοντες που αναφέρθηκαν, σε οποιαδήποτε δομή προσωπικότητας (ψυχωτικού, νευρωτικού, οριακού ή άλλου τύπου). Δεν υπάρχει ειδική "τοξικομανιακή" δομή προσωπικότητας.

Ο ίδιος ο τρόπος ζωής του εξαρτημένου τον κάνει ευάλωτο, επιρρεπή σε οποιουδήποτε τύπου ψυχολογική αντίδραση στις ψυχοπιεστικές συνθήκες που ζει. Αυτό δε σημαίνει ότι νομιμοποιείται κανείς, με βάση αυτές τις αντιδράσεις, τόσο συχνές, άλλωστε, στο γενικό πληθυσμό, να βάζει την ετικέτα της ψυχικής διαταραχής, δίνοντας σ' αυτήν την κατάσταση το χαρακτήρα του μόνιμου και του παγιωμένου. Οι ενστάσεις αυτές τίθενται σε επίπεδο αυστηρά επιστημονικό, μεθοδολογικό - σε σχέση με την εγκυρότητα της χρησιμοποίησης των συγκεκριμένων μεθοδολογικών εργαλείων ανίχνευσης της ψυχικής διαταραχής - όσο και σε επίπεδο ηθικό και δεοντολογικό.

Ο τοξικομανής δεν είναι ένα άθροισμα συμπτωμάτων, ψυχιατρικής εν πολλοίς φύσης, στα οποία ανάγεται, σε τελευταία ανάλυση, η συμπεριφορά του. Αυτή η προσέγγιση υποβαθμίζει την κοινωνική, κατά κύριο λόγο, αλλά και τις άλλες παραμέτρους της εξάρτησής του, βιολογικοποιεί - ψυχιατρικοποιώντας - κοινωνικές κατά βάση συμπεριφορές, δίνει επιστημονικοφανές κάλυμμα στον κοινωνικό αποκλεισμό του με βάση την ψυχοπαθολογική εκτίμηση. Διπλός ο στιγματισμός, διπλός και ο αποκλεισμός του εξαρτημένου, σε μια εποχή που η βιολογικοποίηση κοινωνικών συμπεριφορών τείνει να πάρει επικίνδυνα ανησυχητικές διαστάσεις. Εξάλλου η μέθοδος του βιολογικού αναγωγισμού τροφοδοτεί σήμερα την κρίση στο χώρο της επιστήμης της ψυχιατρικής και τροφοδοτείται απ' αυτήν.

Τόσο η πολιτική της καταστολής, όσο και εκείνη των βιολογικού τύπου θεραπειών (προγράμματα μεθαδόνης, ναλτρεξόνης) στηρίζονται κατά βάση στην αντίληψη ότι ο τοξικομανής είναι άρρωστος, σωματικά και ψυχικά, και εν πολλοίς ανίατος. Αλλωστε οι νεοφιλελεύθεροι οπαδοί της νομιμοποίησης το διακηρύσσουν. "Ο τοξικομανής είναι άρρωστος, χρειάζεται την ουσία του ή το υποκατάστατό της", λένε. Και μ' αυτόν τον επικίνδυνο αναγωγισμό ο τοξικομανής χρειάζεται τη μεθαδόνη του, όπως ο διαβητικός την ινσουλίνη του, καταδικάζεται να παραμείνει διά βίου σ' αυτή τη βασανιστική κατάσταση.Ομως η τοξικομανία δεν είναι αρρώστια με την ιατρική έννοια του όρου. Δεν είναι ένα βιολογικό φαινόμενο - έστω κι αν υπάρχουν βιολογικοί συντελεστές - είναι κατά κύριο λόγο ένα κοινωνικό φαινόμενο, πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό.

Η αντιμετώπιση του τοξικομανή ως "χρόνια άρρωστου ατόμου" όχι μόνο τον στιγματίζει και τον περιθωριοποιεί, αλλά υποκρύπτει, ακριβώς γι' αυτό το λόγο, έναν ιδιότυπο κοινωνικό ρατσισμό, με φύλλο συκής τη ριζοσπαστική φρασεολογία.

Σε τελευταία ανάλυση και αυτή η αντίληψη κινητοποιεί το μηχανισμό δημιουργίας εξιλαστήριων θυμάτων, των τοξικομανών, άρρωστων σωματικά και ψυχικά, που για ν' αντιμετωπίσουν την αρρώστια τους δε χρειάζονται παρά μόνο τον οίκτο της πολιτείας, με τη μορφή της μεθαδόνης ή κάποιου άλλου υποκατάστατου.

ΦΑΡΜΑΚΑ
Στο δρόμο για την απελευθέρωση της... ασυδοσίας

Η κυβέρνηση σκοπεύει να θεσμοθετήσει την αυθαιρεσία των μεγαλοεπιχειρηματιών στο χώρο του φαρμάκου και να νομιμοποιήσει την υπερκοστολόγηση, σε βάρος των ασφαλιστικών ταμείων και των καταναλωτών

Στο δρόμο της μετατροπής της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας σε όργανο των πολυεθνικών και σε ένα "φαύλο κύκλο" ανατιμήσεων, που θα επιβαρύνουν ασφαλισμένους και ασφαλιστικά ταμεία, οδηγεί η κυβερνητική πολιτική για το φάρμακο. Μια πολιτική πλήρως δεμένη στο άρμα των εντολών και των αποφάσεων των Βρυξελλών για την απελευθέρωση όλων των αγορών, η οποία παραγνωρίζει και διαγράφει πια εντελώς το ρόλο του φαρμάκου ως κοινωνικού αγαθού.

Σε τέτοιες καταστάσεις οδηγεί στην πράξη η αποδυνάμωση της εγχώριας βιομηχανίας, με την παράλληλη λειτουργία της λεγόμενης Αρχής Εγκρισης Τιμών Φαρμακευτικών Σκευασμάτων,που εδρεύει στο Λονδίνο και την οποία πλέον χρησιμοποιούν οι πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες για να εξασφαλίζουν τιμές της αρεσκείας τους για τις πωλήσεις των φαρμάκων σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Ετσι, με δεδομένη την παντελή έλλειψη επιστημονικής έρευνας στη χώρα μας και το στραγγάλισμα της εγχώριας παραγωγής, που οδηγεί σε ολοένα μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών, είναι σίγουρο ότι οι τιμές πλέον στα φάρμακα - με αυτή την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση - θα είναι προαποφασισμένες, κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των πολυεθνικών.

Μεγαλώνει η ψαλίδα

Χαρακτηριστικό της αυξανόμενης ψαλίδας ανάμεσα στα εγχωρίως παραγόμενα φάρμακα και στα εισαγόμενα είναι ότι το 1987 οι εισαγωγές αντιπροσώπευαν το 20% των φαρμάκων που καταναλώνονταν στη χώρα μας, ενώ η εγχώρια παραγωγή το 80%. Το 1995 η αναλογία αντιστράφηκε σε 65% προς 35%,με τάση να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο η ψαλίδα υπέρ των εισαγόμενων. Αξιοσημείωτο, δε, είναι ότι και από αυτό το 35% μόλις το 10% αποτελεί ελληνική παραγωγή, ενώ το άλλο 25% ανήκει σε πολυεθνικές που παράγουν στην Ελλάδα με χαμηλό κόστος.

Από την άλλη μεριά, η φαρμακευτική δαπάνη εμφανίζει αύξηση χρόνο με το χρόνο, την οποία η κυβέρνηση αποδίδει στην υπερκατανάλωση και την πολυφαρμακία. Οι αριθμοί, όμως, άλλα λένε. Αφού στο διάστημα από το 1987 μέχρι το 1995 η ποσότητα φαρμάκων που καταναλώθηκε αυξήθηκε μόλις κατά 34%, η αξία της υπερπενταπλασιάστηκε, καθώς αυξήθηκε κατά 468%.Αυτό ομολογεί τις υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές των φαρμάκων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε αντικαθιστώντας παλιότερα φάρμακα με δήθεν νέα, παίρνοντας πολύ υψηλότερη χονδρική τιμή, είτε με το σταμάτημα της παραγωγής κάποιων φαρμάκων εδώ και εισάγοντάς τα, επίσης με μεγαλύτερη τιμή. Χαρακτηριστικό για το πόσο επιβαρύνουν οι εισαγωγές τη φαρμακευτική δαπάνη είναι ότι τον περασμένο Ιούλη, που δόθηκαν αυξήσεις σε μια σειρά ευρείας κυκλοφορίας φάρμακα, μέχρι και 400%,το 75% των εισαγομένων φαρμάκων και το 25% των εγχωρίως παραγομένων πήραν χονδρική τιμή πάνω από 3.000 δρχ. το κουτί, ενώ το 1994 το ποσοστό των φαρμάκων που είχαν χονδρική τιμή πάνω από 3.000 δρχ. ήταν 17% και αντιπροσώπευε το 38% της συνολικής δαπάνης. Υπολογίζεται, δε, ότι μόνο από αυτά τα ευρείας κατανάλωσης παυσίπονα, που πήραν αυξήσεις το περασμένο καλοκαίρι, θα πληρώσουμε πάνω από 5 δισ. δρχ. επιπλέον για το 1997.

Η κοστολόγηση

Σε ό,τι αφορά τις χονδρικές τιμές των φαρμάκων που παράγονται στη χώρα μας, είναι δυνατόν να συγκρατηθούν, όπως τονίζουν οι εργαζόμενοι στο χώρο του φαρμάκου, μόνο με την κοστολόγηση που θα γίνεται στη βάση των πραγματικών στοιχείων του κόστους παραγωγής. Μόνο έτσι είναι δυνατόν, κατ' επέκταση, να συγκρατηθούν και οι λιανικές τιμές των φαρμάκων. Η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης γνωρίζουν πολύ καλά ότι με βάση το ισχύον σύστημα, κάθε επιχειρηματίας, που ζητά έγκριση τιμής για κάποιο φάρμακο από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου, προσκομίζει αυθαίρετα ό,τι στοιχεία θέλει, "φουσκώνοντας" το κόστος των δραστικών ουσιών του φαρμάκου, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται μεγάλες αποκλίσεις. Οι αποκλίσεις που παρουσιάζονται και οι οποίες αφορούν εκατοντάδες φάρμακα, σε πολλές περιπτώσεις αγγίζουν τα όρια του απροκάλυπτου σκανδάλου. Για παράδειγμα, για το ZANTAK,που το 1995 ήταν μεταξύ των δέκα πρώτων σε πωλήσεις ιδιοσκευασμάτων, η δραστική ουσία είναι η Ranitidine Hcl. Η τιμή γι' αυτή τη δραστική ουσία στις εταιρίες που πουλάνε πρώτες ύλες ήταν 30.000 δρχ. το κιλό. Οι εταιρίες που παράγουν φάρμακα τα οποία περιέχουν ως δραστική ουσία τη Ranitidine υδροχλωρική καταθέτουν χαρτιά ότι την αγοράζουν μέχρι και 300.000 δρχ. το κιλό, δηλαδή δεκαπλάσια απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα! Υπολογίζοντας τη χονδρική τιμή για το ιδιοσκεύασμα ZANTAK tabl. coat 20x150 mg. με βάση πίνακες κόστους για τη διαμόρφωση της τιμής που έχει συντάξει το ίδιο το υπουργείο Ανάπτυξης, για την τιμή των 30.000 δρχ. /κιλό η χονδρική τιμή διαμορφώνεται στις 360 δρχ., ενώ για την τιμή της δραστικής ουσίας των 300.000 δρχ. το κιλό, η αντίστοιχη χονδρική ανέρχεται σε 1.800 δρχ. Σύμφωνα, τώρα, με τον τελευταίο τιμοκατάλογο φαρμάκων, η χονδρική τιμή για τα φάρμακα που περιέχουν Ranitidine Hcl στη φαρμακοτεχνική μορφή tabl. coat 20χ50 mg. κυμαίνεται στις 1.728 - 2.550.Δηλαδή, πωλούνται μέχρι 600% ακριβότερα απ' ό,τι κοστίζουν στην πραγματικότητα! Παράλληλα, παρουσιάζονται μεγάλες αποκλίσεις στις τιμές που δίνουν στο υπουργείο οι εταιρίες με τις οποίες αγόρασαν την ίδια δραστική ουσία. Για παράδειγμα, για τη δραστική ουσία Enalapril Maleate, που περιέχεται στο αντιυπερτασικό ιδιοσκεύασμα Renitec, που είναι δέκατο σε πωλήσεις, δίνονται τιμές ανά κιλό δραστικής 600.000, 270.000, 1.320.000, 3.500.000 δρχ.!

Από ανάλυση, δε, της λιανικής τιμής του φαρμάκου της ίδιας της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης προκύπτει ανάγλυφα ότι πάνω από το 50% της τελικής τιμής το καρπώνονται οι φαρμακοβιομήχανοι. Συγκεκριμένα, παίρνοντας ως βάση τιμής βιομηχανίας το 100 με τις διάφορες επιβαρύνσεις, εισφορές υπέρ ΕΟΦ, ΤΣΑΥ, ΤΕΑΥΦΕ, το κέρδος του φαρμακεμπόρου, το κέρδος του φαρμακείου και το ΦΠΑ, η τελική λιανική τιμή διαμορφώνεται στις 200,546.Κατά τ' άλλα, σύμφωνα με τις κατά καιρούς δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης, για τις τιμές των φαρμάκων φταίει το ποσοστό κέρδους των φαρμακείων, των φαρμακεμπόρων, συζητιούνται οι διάφορες εισφορές... Το υπουργείο τα γνωρίζει όλα αυτά. Και, παρά τις αρχικές πομπώδεις εξαγγελίες της πολιτικής ηγεσίας για κοστολόγηση με βάση τα πραγματικά κοστολογικά στοιχεία και αντικειμενικούς πίνακες κόστους, απ' όπου θα προέκυπταν ουσιαστικές μειώσεις, στην πορεία ακόμα και οι εκπρόσωποί του στην Επιτροπή Ανακοστολόγησης υπαναχώρησαν μπροστά στην απαίτηση φαρμακοβιομηχάνων και φαρμακεμπόρων για κοστολόγηση με βάση το μέσο όρο των τιμών στις οποίες κυκλοφορεί το φάρμακο στις χώρες της ΕΕ, σε συνάρτηση με το συντελεστή αγοραστικής δύναμης του Ελληνα. Αν τελικά η κυβέρνηση καταλήξει σ' αυτόν τον τύπο κοστολόγησης, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της επιτροπής, στα 200 πρώτα σε κυκλοφορία φάρμακα θα προκύψουν αυξήσεις της τάξης του 10% στα εγχωρίως παραγόμενα και μειώσεις μέχρι 4% στα εισαγόμενα.

Το θέμα της πολιτικής του φαρμάκου, βεβαίως, δεν εξαντλείται στην ανακοστολόγηση. Οπως αναφέραμε, όσο η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία οδηγείται σε μαρασμό, δίνοντας τη θέση της στις εισαγωγές, η έρευνα βρίσκεται σε υποτυπώδη μορφή λόγω έλλειψης πόρων, οι κρατικές φαρμακοβιομηχανίες οδηγήθηκαν η μία μετά την άλλη σε κλείσιμο, ο ρόλος του ΕΟΦ δεν είναι αυτός που προβλέπεται στο σχετικό ιδρυτικό νόμο, ενώ ακόμα και τα έσοδα από το ΕΟΦόσημο, που επιβαρύνει τη λιανική τιμή του φαρμάκου και ανέρχονται σε 60 δισ. δρχ. το χρόνο, δηλαδή το 0,3% του προϋπολογισμού, αντί να δίνονται στην έρευνα για το φάρμακο χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση για να κλείσει τρύπες.

Η Ομοσπονδία Εργαζομένων στο χώρο του φαρμάκου

Η Ομοσπονδία Εργαζομένων Φαρμακευτικών και Συναφών Επαγγελμάτων Ελλάδας, σε συνέντευξη που έδωσε την περασμένη βδομάδα, έδωσε στη δημοσιότητα τις προτάσεις της. Αυτές δείχνουν ότι, εάν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά το φάρμακο να είναι κοινωνικό αγαθό και να περιορίσει τη φαρμακευτική δαπάνη, υπάρχει τρόπος να το κάνει. Συγκεκριμένα, οι προτάσεις της Ομοσπονδίας συνίστανται στα εξής:

  • Η ανακοστολόγηση να γίνει από μηδενική βάση, με πλήρη διαφάνεια και με πραγματικά κοστολογικά στοιχεία. Να ανακληθούν και οι αυξήσεις που δόθηκαν τον περασμένο Αύγουστο για ανακοστολόγηση από την αρχή.
  • Να μην εξαιρεθούν από τον έλεγχο τιμών τα μη υποχρεωτικά συνταγογραφούμενα φάρμακα.
  • Παρέμβαση στη διακίνηση με στόχο τη διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων, την επάρκεια στην αγορά, τη συγκράτηση των τιμών στις πρώτες ύλες, στον ιατρικό εξοπλισμό, στα αντιδραστήρια και ό,τι έχει ως αντικείμενο ο ιδρυτικός νόμος του ΕΟΦ.
  • Δημιουργία υποδομής για την αξιολόγηση των απαιτούμενων προδιαγραφών του φακέλου για την έγκριση και κυκλοφορία των νέων φαρμάκων και την ανανέωση της άδειας των παλιών.
  • Για τα εισαγόμενα η κατεύθυνση να είναι η αντικατάστασή τους από εγχώρια σε συνεργασία με τους παραγωγούς οίκους πρώτων υλών όπου είναι αναγκαίο.
  • Οι μελέτες βιοϊσοδυναμίας να γίνουν με ευθύνη του ΕΟΦ σε συνεργασία με δημόσια νοσοκομεία και πανεπιστήμια.
  • Να γίνεται συνεχής ενημέρωση του εθνικού συνταγολογίου.
  • Να επανέλθει σε ισχύ στο σύνολό του ο νόμος 1316 περί ΕΟΦ και να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις που προβλέπει: κρατική φαρμακαποθήκη, εθνική φαρμακοβιομηχανία κλπ.
  • Να λειτουργήσουν τα κλειστά κρατικά εργοστάσια στη Λάρισα, στον Αγιο Στέφανο, στην Παλλήνη. Να επεκταθεί η δραστηριότητα της ΕΛΒΙΟΝΥ και σε άλλα προϊόντα.
  • Να γίνουν άμεσα προσλήψεις επιστημονικού προσωπικού στο ΙΦΕΤ για να μπορεί να υλοποιήσει το σκοπό του.
  • Το ΕΟΦόσημο να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς που ιδρύθηκε. Αν περισσεύει, να καταργηθεί, με ταυτόχρονη αντίστοιχη μείωση της τιμής των φαρμάκων. Η ανάπτυξη της έρευνας με τη χρησιμοποίηση των εσόδων από το ΕΟΦόσημο θα συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας.

Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ

"Το δράμα του τοξικομανή σε δημόσια θέα, έχει πολλούς "διαχειριστές"", τονίζει η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, διευθύντρια στη μονάδα απεξάρτησης "18 Ανω" του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής.

Το άρθρο της Κ. Μάτσα "Ο τοξικομανής σε παρένθεση", δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέα Προοπτική" (19.4.1997) απ' την οποία και το αναδημοσιεύει ο "Ρ". Το άρθρο απαντά σε βασικά ζητήματα της τοξικομανίας. Επίσης απαντά σε απόψεις και πολιτικές που τον τελευταίο καιρό παρουσιάζονται ως "ριζοσπαστική" αντιμετώπιση του προβλήματος, ενώ στην ουσία οδηγούν στη διαχείριση του προβλήματος των ναρκωτικών.

Το άρθρο αυτό αποτελεί και μια επιστημονική κατάθεση μέσα απ' την εμπειρία της θεραπευτικής κοινότητας "18 Ανω" και μπορεί να φωτίσει τους νέους για τους λαβύρινθους των ψεύτικων παραδείσων, αλλά και τη συσκότιση που φέρνουν κάποιοι ψευτοριζοσπάστες - διαχειριστές του συστήματος της κρίσης

"Το δράμα του τοξικομανή σε δημόσια θέα, έχει πολλούς "διαχειριστές"", τονίζει η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, διευθύντρια στη μονάδα απεξάρτησης "18 Ανω" του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής.

Το άρθρο της Κ. Μάτσα "Ο τοξικομανής σε παρένθεση", δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέα Προοπτική" (19.4.1997) απ' την οποία και το αναδημοσιεύει ο "Ρ". Το άρθρο απαντά σε βασικά ζητήματα της τοξικομανίας. Επίσης απαντά σε απόψεις και πολιτικές που τον τελευταίο καιρό παρουσιάζονται ως "ριζοσπαστική" αντιμετώπιση του προβλήματος, ενώ στην ουσία οδηγούν στη διαχείριση του προβλήματος των ναρκωτικών.

Το άρθρο αυτό αποτελεί και μια επιστημονική κατάθεση μέσα απ' την εμπειρία της θεραπευτικής κοινότητας "18 Ανω" και μπορεί να φωτίσει τους νέους για τους λαβύρινθους των ψεύτικων παραδείσων, αλλά και τη συσκότιση που φέρνουν κάποιοι ψευτοριζοσπάστες - διαχειριστές του συστήματος της κρίσης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ