Την πλήρη αναθεώρηση των κανόνων που αφορούν το χρόνο εργασίας και τους άλλους όρους απασχόλησης απαιτεί ο διοικητής στο όνομα, δήθεν, της απασχόλησης
Τη συνολική αναθεώρηση των εργασιακών σχέσεων ζήτησε με τον πλέον επίσημο τρόπο ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδας, αναφερόμενος στο θέμα της απασχόλησης και της αντιμετώπισης, δήθεν, της ανεργίας. Ο Λ. Παπαδήμος, που απαντώντας σε σχετική ερώτηση τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της καθιέρωσης και γενίκευσης της "μερικής απασχόλησης", έκανε λόγο για την ανάγκη λήψης σχετικών μέτρων "εδώ και τώρα", παραπέμποντας στον υποτιθέμενο "κοινωνικό διάλογο" της κυβέρνησης, αλλά και αποκαλύπτοντας τους προσανατολισμούς του "διαλόγου".
"Είναι σκόπιμο - υποστήριξε ο κ. διοικητής - να γίνει μια συνολική επανεξέταση ορισμένων κανόνων που αφορούν το χρόνο εργασίας ή άλλους όρους απασχόλησης". Για να μην αφήσει μάλιστα κανένα περιθώριο για ερμηνείες που κινούνται εκτός των σκληρών αντιλαϊκών επιλογών της κυβέρνησης, συμπλήρωσε ότι η "αναθεώρηση πρέπει να συνδυάζει την κοινωνική προστασία των εργαζομένων με τη δημιουργία περισσοτέρων ευκαιριών απασχόλησης για όσους σήμερα είναι άνεργοι ή βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας".
Ο Λ. Παπαδήμος στην πραγματικότητα αξίωσε από την κυβέρνηση να προχωρήσει από τώρα, στα πλαίσια της επιτάχυνσης της εφαρμοζόμενης πολιτικής, στην επιβολή μέτρων οδυνηρών και δύσκολων για τους εργαζόμενους της χώρας. Στέλνοντας το μήνυμά του προς τους εργαζόμενους της χώρας, την κυβέρνηση και τους προϊσταμένους των Βρυξελλών, υποστήριξε:
"Δεν υπάρχουν εύκολες, ανώδυνες ή αυτονόητες λύσεις για τα προβλήματα της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης, που αντιμετωπίζει η χώρα στη σημερινή φάση, κατά την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση των κριτηρίων της οικονομικής σύγκλισης". Μάλιστα, οι λύσεις αυτές θα είναι πολύ πιο οδυνηρές - συμπλήρωσε - "όταν δε θα είναι πλέον εφικτή η άσκηση αυτόνομης εθνικής πολιτικής για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί κυρίως η διαρθρωτική πολιτική, ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο". Ετσι, στο φόντο της πραγματικότητας που δημιουργεί η κυβερνητική πολιτική υιοθέτησης της ΟΝΕ και άρα η εκχώρηση προς τις Βρυξέλλες του κυριαρχικού δικαιώματος της χώρας να καθορίζει την οικονομική της πολιτική, αξιοποιήθηκε από τον κ. διοικητή ως μπαμπούλας για να σημειώσει πως "σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια (σ. σ. για διαρθρωτικά μέτρα) πρέπει να αρχίσει από τώρα".
Αναφερόμενος ειδικά στο θέμα της ανεργίας, ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδας εμφανίστηκε υπέρμαχος των πλέον ακραίων μορφών ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων και δίνοντας το στίγμα των κυβερνητικών επιλογών, ξεκαθάρισε πως:
Στοιχεία για τις συνέπειες της μονόπλευρης λιτότητας, έδωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ που δείχνουν την απόκλιση της αγοραστικής δύναμης των μισθών στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ενωση
Στο ίδιο μήκος κύματος, με τον διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Ι. Στράτος - μιλώντας από το βήμα της γενικής συνέλευσης των μετόχων της τράπεζας - επανέλαβε τις αξιώσεις των βιομηχάνων, όχι μόνο να μην υπάρξει χαλάρωση της εφαρμοζόμενης από την κυβέρνηση αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής, αλλά και να εμπλουτιστεί με νέα μέτρα σκληρότερης λιτότητας. Μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του ΣΕΒ απαίτησε επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών στους τομείς της δημόσιας διοίκησης, της κοινωνικής ασφάλισης, της αγοράς εργασίας και των ιδιωτικοποιήσεων, μέσα από τον περίφημο "κοινωνικό διάλογο". Το επιχείρημα, που πρόβαλε και ο πρόεδρος του ΣΕΒ, για τη συνέχιση και σκλήρυνση της ακολουθούμενης αντιλαϊκής πολιτικής, ήταν η ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων στην κατεύθυνση ένταξης της χώρας μας στην ΟΝΕ. Από το ίδιο βήμα, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζωγόπουλος αναφέρθηκε εκτενώς στις δυσμενέστατες συνέπειες που είχε για τους εργαζόμενους της χώρας μας η εφαρμογή τέτοιου είδους πολιτικών όλα τα τελευταία χρόνια.
Αναλυτικότερα, ο Ι. Στράτος, αναφερόμενος στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τη θετική εξέλιξη ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών, ήταν σαφής: "Η δικαιολογημένη ευφορία που δημιουργούν οι εξελίξεις αυτές", τόνισε, "δεν πρέπει να βασίζεται σε εσφαλμένες εντυπώσεις, ούτε να οδηγεί σε εφησυχασμό και χαλάρωση της προσπάθειας ή απομάκρυνση από τις ενδεικνυόμενες πάγιες κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής"! Καιαποσαφηνίζοντας τη θέση του, τόνισε ότι χρειάζεται "στην παρούσα φάση ενδυνάμωση της προσπάθειας", καθώς και "ταχύτερη πρόοδος στο δημοσιονομικό και στο διαρθρωτικό σκέλος της μακροοικονομικής πολιτικής".Στο ίδιο πνεύμα, αξίωσε "σφιχτή" εισοδηματική πολιτική, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε στο συγκεκριμένο σκέλος, από τον κρατικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, το 1995 και 1996 δεν ήταν αυτή που έπρεπε.
Στη συνέχεια και αφού αναφέρθηκε στη δήθεν αναγκαιότητα προώθησης "ριζικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως στους τομείς δημόσιας διοίκησης, κοινωνικής ασφάλισης, αγοράς εργασίας και αποκρατικοποιήσεων", χαρακτήρισε ως "ένα σωστό βήμα" την επικείμενη έναρξη του κοινωνικού διαλόγου. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι ο "κοινωνικός διάλογος" πρέπει σύντομα να αποκτήσει "ευδιάκριτο και επακριβώς προσδιορισμένο περιεχόμενο, ώστε να καλύψει τις πραγματικές συνιστώσες των προβλημάτων". Στην ίδια κατεύθυνση ο πρόεδρος του ΣΕΒ αξίωσε τολμηρά μέτρα στους τομείς της ιδιωτικοποίησης και των δαπανών και δραστικές παρεμβάσεις στις αγορές αγαθών και συντελεστών, ενώ κλείνοντας την ομιλία του υπογράμμισε ότι "οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι ουσιώδεις, χωρίς αναστολές, παλινδρομήσεις ή καθυστερήσεις".
Στο "φόντο" όλων όσων αναπτύχθηκαν παραπάνω, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα επίσημα στοιχεία που ανέφερε λίγο αργότερα στην ομιλία του ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζωγόπουλος, σχετικά με τις καταστροφικές συνέπειες που επέφεραν στους Ελληνες εργαζόμενους τα διάφορα αντιλαϊκά προγράμματα των εκάστοτε "γαλαζοπράσινων" κυβερνήσεων και η δήθεν αναγκαιότητα συνέχισής τους, που επαγγέλλονται από κοινού κυβέρνηση και βιομήχανοι. Οπως τόνισε μεταξύ άλλων ο Χρ. Πολυζωγόπουλος, "η 12ετής εφαρμογή αντίστοιχων προγραμμάτων οικονομικής πολιτικής" συνοδεύεται από εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες (π. χ. μείωση των πραγματικών μισθών, σταδιακή αύξηση της ανεργίας).
Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε, αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι:
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Συλλόγου των Εργαζομένων στην Τράπεζα Ελλάδος Γ. Κασκαρέλης επισήμανε στην ομιλία του ότι η επικείμενη ανεξαρτητοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας, με βάση ανάλογη εμπειρία ευρωπαϊκών χωρών στις οποίες υλοποιήθηκε, εγκυμονεί κινδύνους συρρίκνωσης των θέσεων εργασίας. Το ενδεχόμενο αυτό είναι πιθανό, εφόσον σημειωθεί εκτόπιση των μη νομισματικών εργασιών (εποπτεία, συνάλλαγμα κτλ.) από τις καθαρά νομισματικές εργασίες, που εκτελούνται στα πλαίσια της υλοποίησης των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Με δήλωσή του στο "Ρ", ο πρόεδρος του Συλλόγου των Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδας σημείωσε: "Και η σημερινή έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας δίνει έμφαση στη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων, προκειμένου να επιτευχθεί η ονομαστική σύγκλιση. Η ειδωλολατρία των κριτηρίων σύγκλισης όμως έχει οδηγήσει σε ένα κοινωνικά απαράδεκτο επίπεδο ανεργίας στην ΕΕ. Θυσιάζουν μια ολόκληρη γενιά στο κυνήγι των κριτηρίων, που ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί που τα επέβαλλαν δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Ειδικότερα στην Ελλάδα, η μη τιμαριθμοποίηση των συντελεστών της φορολογικής κλίμακας και η αλματώδης αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών αφαιρεί ένα μεγάλο μέρος των ονομαστικών αυξήσεων, με συνέπεια τη συνεχή συρρίκνωση του πραγματικού εθνικού εισοδήματος".
"Εθνικής σημασίας", θεωρεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων για σκληρότερη λιτότητα στο λαό, προκειμένου να ενταχθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ, ενώ την ίδια στιγμή ο ίδιος ομολογεί πως από το 1999 και μετά δε θα υπάρχει εθνική πολιτική!
Πρόσθετα μέτρα και μάλιστα τώρα, με στόχο τη διεύρυνση της ληστείας των λαϊκών εισοδημάτων και ταυτόχρονα την ενίσχυση της κερδοφορίας των πολυεθνικών και των συνεταίρων τους - μεγαλοεπιχειρηματιών στην Ελλάδα - συνέστησε χτες στην κυβέρνηση και ο διοικητής της Τράπεζας της ΕλλάδαςΛ. Παπαδήμος.Αυτό είναι το στίγμα της έκθεσης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, την οποία παρουσίασε χτες στους δημοσιογράφους και στη συνέχεια στους μετόχους της κεντρικής τράπεζας, με πρόσχημα την ανάγκη να εκπληρωθούν οι στόχοι και οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το πρόγραμμα "σύγκλισης", για την ένταξη της Ελλάδας στην οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στα πλαίσια αυτά, ο Λ. Παπαδήμος, υπέδειξε στην κυβέρνηση να προχωρήσει τώρα - αξιοποιώντας και τον "κοινωνικό διάλογο" - στην επιβολή της δέσμης μέτρων (δημοσιονομικών, εργασιακών, νομισματοπιστωτικών, ιδιωτικοποιήσεις κλπ.), που όλα καταλήγουν στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων και άλλων λαϊκών εισοδημάτων και παράλληλα στη διεύρυνση της κερδοσκοπικής ασυδοσίας των κάθε είδους μεγαλοεπιχειρηματιών.
Ειδικότερα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας:
Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο Λουκάς Παπαδήμος, χαρακτήρισε τη νέα δέσμη αντιλαϊκών μέτρων που πρότεινε, σαν μέτρα "εθνικής σημασίας" και κάλεσε τους εργαζόμενους να συναινέσουν στην υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου κατά τα πρότυπα της λογικής του "σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω"! Ενώ όμως βάφτισε τα προτεινόμενα μέτρα "εθνικής σημασίας", ομολόγησε δημόσια, πως η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και τα πρόσθετα μέτρα που συνιστά ο ίδιος, θέτουν περιορισμούς και "θα επηρεάσουν την άσκηση και την αποτελεσματικότητα της μακροοικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο". Οπως είπε χαρακτηριστικά, "μετά την ένταξη της δραχμής στη ζώνη του "εύρω", δε θα υπάρχει πλέον δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης εθνικής, νομισματικής πολιτικής". Παραδέχτηκε, δηλαδή, ότι μετά τη δημιουργία της ΟΝΕ το Ιανουάριο του 1999, η οικονομική και νομισματική συναλλαγματική και η γενικότερη οικονομική πολιτική της χώρας μας, θα χαράσσονται και θα ασκούνται από το διευθυντήριο των Βρυξελλών, με την ελληνική κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδας σε ρόλο εκτελεστικών οργάνων!
Αξιολογώντας τις μέχρι τώρα επιδόσεις της κυβερνητικής πολιτικής στον οικονομικό τομέα, ο Λ. Παπαδήμος είπε πως έγιναν "σημαντικά βήματα" στη μείωση του πληθωρισμού, των επιτοκίων, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, της νομισματικής σταθερότητας, αλλά και στην ονομαστική και πραγματική "σύγκλιση". Αποσιώπησε όμως το γεγονός ότι βελτίωση αυτών των μεγεθών, δε συνοδεύτηκε και με βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Δεν παρέλειψε βέβαια να προσθέσει, πως τα μέχρι τώρα επιτεύγματα της κυβερνητικής πολιτικής κινδυνεύουν να χαθούν, για να καλέσει στη συνέχεια την κυβέρνηση να εντείνει τις προσπάθειές της (σ.σ. δηλαδή την πολιτική μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των πλατιών λαϊκών στρωμάτων), με τη λήψη πρόσθετων μέτρων, που θα συμβάλουν, στην υλοποίηση του προγράμματος σύγκλισης, αφού τα σχετικά αποτελέσματα είναι "εύθραυστα και θα χρειαστούν ακόμη μακροχρόνιες προσπάθειες, για να παγιωθούν αυτές οι κατακτήσεις και να σταθεί η ελληνική οικονομία στα πόδια της".
Τον εμπαιγμό της κυβέρνησης σε βάρος των εκατοντάδων χιλιάδων αυτοαπασχολούμενων και μικρών επαγγελματιών βιοτεχνών και εμπόρων με το τελευταίο πρόγραμμα που ανακοινώθηκε για την ενίσχυση δήθεν της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ύψους 100 δισ. δρχ. και διάρκειας μέχρι το 1999, καταγγέλλει με ανακοίνωσή του το προεδρείο της Δημοκρατικής Κίνησης Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων (ΔΗΚΕΒΕ).
Συγκεκριμένα, η ΔΗΚΕΒΕ αναφέρει ότι το πρόγραμμα αυτό αποτελείται από πέντε επιμέρους προγράμματα:
Από τα παραπάνω, τονίζει η ΔΗΚΕΒΕ, προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα: Πρώτον,από σύνολο των προγραμμάτων αποκλείονται "από χέρι" οι αυτοαπασχολούμενοι, που είναι η πλειοψηφία των ΜΜΕ. Από τα δύο προγράμματα ("ΠΕΠ" και "φθίνουσες περιοχές") που αντιστοιχούν στο 50% των συνολικών πόρων του προγράμματος, αποκλείονται εκτός από τους αυτοαπασχολούμενους και οι μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 2 εργαζόμενους και στην Αττική και Θεσσαλονίκη μέχρι 4 εργαζόμενους. Αλλά και στο πρόγραμμα "πρωτοβουλία ΜΜΕ" υπάρχει το ελάχιστο όριο τζίρου των 70 εκατ. δρχ. και η προϋπόθεση της μέσης ετήσιας αύξησης του τζίρου της τελευταία τριετίας πάνω από 30%, σε μια περίοδο που όλοι ξέρουμε ότι οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σημαντική μείωση του τζίρου τους. Πριμοδοτούνται, δηλαδή, έντονα κερδοφόρες επιχειρήσεις και όχι αυτές που έχουν έντονα προβλήματα. Αλλά και παραπέρα, εάν δει κανείς τα κριτήρια αξιολόγησης των αιτήσεων, τη διαδικασία χρηματοδότησης και υλοποίησης των προγραμμάτων, διαπιστώνει ότι σαφώς προκρίνονται οι μεγαλύτερες, καλύτερα οργανωμένες, πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες και με μεγαλύτερο εξαγωγικό προσανατολισμό επιχειρήσεις.
Με δυο λόγια, καταγγέλλει η ΔΗΚΕΒΕ, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποκλείονται από τα προγράμματα αυτά οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικροί ΕΒΕ που αποτελούν πάνω το 90% των ΜΜΕ. Τα κονδύλια αυτά θα τα καρπωθούν μεσαίες και μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, πράγμα εντελώς λογικό για την "ελεύθερη αγορά". Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στους ενδιάμεσους φορείς διαχείρισης των προγραμμάτων αυτών συμμετέχουν και σύνδεσμοι βιομηχάνων, όπως καταγγέλθηκε για την περιοχή Θεσσαλίας - Ανατ. Στερεάς.
Δεύτερο,ακόμη και στην περίπτωση που κάποια ψίχουλα από τους πόρους αυτούς φτάσουν στους ΕΒΕ, πάλι δεν απαντιέται η ουσία του προβλήματός τους, που είναι η άνιση θέση, η εξάρτηση και εκμετάλλευσή τους από τα μονοπώλια. Ουσιαστική απάντηση σ' αυτό το πρόβλημα θα ήταν η διάθεση των πόρων, αλλά και η συνολικότερη βοήθεια κυρίως για τη μαζική συνεταιριστικοποίηση των ΕΒΕ με κλαδικές πολιτικές, στα πλαίσια μιας γενικότερης αντιμονοπωλιακής πολιτικής. Κάτι τέτοιο, όμως, δε γίνεται από τα προγράμματα αυτά.
Τελικά, όπως καταγγέλλει η ΔΗΚΕΒΕ, και το πρόγραμμα αυτό των 100 δισ. δρχ. θα λειτουργήσει:
"Οι αυτοαπασχολούμενοι και μικροί ΕΒΕ", καταλήγει η ανακοίνωση της ΔΗΚΕΒΕ, "δεν πρέπει να περιμένουν τίποτα καλό από την πολιτική και τα προγράμματα της ΕΕ και της ελληνικής κυβέρνησης. Μόνος δρόμος είναι η πάλη για την ανατροπή αυτής της πολιτικής και εξουσίας".
Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του Κόμματος
Με αφορμή τις χτεσινές εξαγγελίες του Λ. Παπαδήμου, το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
"Οι δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας προαναγγέλλουν ότι η κυβέρνηση προετοιμάζει έναν σιδερόφραχτο "κοινωνικό διάλογο" για τη γενικευμένη εφαρμογή μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων και παράλληλα ότι στρώνει το έδαφος για το τσάκισμα του ασφαλιστικού συστήματος, την παραπέρα περικοπή των κοινωνικών δαπανών και το ξεπούλημα κρατικών επιχειρήσεων. Πρόκειται για εγκλήματα που είναι ανάγκη να συναντήσουν την αντίδραση των εργαζομένων.
Στις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις πρέπει να δοθεί μια καλή απάντηση στην κυβερνητική πολιτική".
Τα αντεργατικά επιτελεία της κυβέρνησης σχεδιάζουν, οι εργαζόμενοι απαντούν με τα δικά τους αγωνιστικά σχέδια