ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Φλεβάρη 1996
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
"Παιδιά που αγωνίζονται"

Συζήτηση με την ηθοποιό Μαρούλα Ρώτα για το ΕΠΟΝίτικο "Θεατρικό Σπουδαστήριο" του Βασίλη Ρώτα

Χειμώνας του 1942 στην κατεχόμενη Αθήνα.Το θέατρο "Βρεττάνια" είναι κατάμεστο και στο βήμα ο Βασίλης Ρώτας ετοιμάζεται να μιλήσει για το Δημοτικό Τραγούδι. Γύρω του, οι μαθητές του. Οι μαθητές του Θεατρικού Σπουδαστηρίου,που εκείνος είχε ιδρύσει τον ίδιο χρόνο, απάγγελναν, τραγουδούσαν, χόρευαν. "Βαφτίστηκαν στο πρώτο και πρωταρχικό μάθημα του Θεατρικού Σπουδαστηρίου: Την άμεση συμμετοχή και ανταπόκριση στο κοινωνικό αίτημα της εποχής και με τη μοναδική γλώσσα που μπορεί να ανταποκριθεί σε κάθε κοινωνικό αίτημα: Τη γλώσσα του ίδιου του λαού",θυμάται η κόρη του Βασίλη Ρώτα, Μαρούλα Ρώτα.Και συνεχίζει: "Ξαγκλίζοντας ο Βασίλης Ρώτας τη γλώσσα του λαού μας, μέσα από την αθάνατη δημοτική ποίηση, ξεδιπλώνοντας την τρισχιλιόχρονη ιστορία της, ορθώνει μπροστά στο καθηλωμένο κοινό, που αρχίζει κι αυτό σιγά σιγά να ορθώνεται, όλο το μεγαλειώδες και ακατάλυτο μπόι της ελληνικής γλώσσας και των δημιουργημάτων της, που έχει ταϊσει, όχι μόνο το λαό μας, μα και ολόκληρη την ανθρωπότητα με όλες τις θεμελιακές έννοιες, που γεννούν, θρέφουν και συντηρούν την ανθρώπινη κοινωνία".

Η ίδια ομιλία επαναλήφθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ομως, το Θεατρικό Σπουδαστήριο, στα δύο χρόνια λειτουργίας του, παρέδιδε θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα, αλλά οργάνωνε και παραστάσεις. Παρουσίασε το"Πιάνο",τις "Δύο Βέρες" και τον "Ηρωα".Τρία μονόπρακτα του Βασίλη Ρώτα με θέματα παρμένα μέσα από τη ζωή στην κατεχόμενη Αθήνα. Την πείνα, τη μαύρη αγορά... Και ο χορός στο "Πιάνο" τραγουδούσε: Είμαι ο χορός, ντόπιος εδώ, παλιός σε τούτη την πόλη/ γέννημα θρέμμα απέθαντο κι απείραχτο απ' το χρόνο/ τι εσείς μου δίνεται ζωή, κι ολοένα ξανανιώνω! / Ενας δεν είμαι, είμαι πολλοί, μα οι σύντροφοί μου οι άλλοι/ σκορπίσανε απ' τον πόλεμο κι είναι σε μαύρο χάλι.../ Νυχτοήμερα αγωνίζονται μα μόχθο και με κόπο/ Κι ό,τι βοήθεια πάει σ' αυτούς, καλή και πιάνει τόπο".

Η Μαρούλα Ρώτα ανασύρει τη μνήμη και λέει: "Ολοι ήξεραν τότε, ή το καταλάβαιναν, πώς τα "πολλά παιδιά που αγωνίζονται με μόχθο και με κόπο" δεν ήταν άλλα από τα παιδιά του λαού που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση του τόπου.Παρόλη την Κατοχή, τους διωγμούς, τα μπλόκα, τις κρεμάλες, τον τρόμο, την πείνα, τη λογοκρισία, την απαγόρεψη των συγκεντρώσεων, της κυκλοφορίας, το Θεατρικό Σπουδαστήριο μπόρεσε να έχει μια πλούσια και γόνιμη παρουσία τα δύο χρόνια της λειτουργίας του. Πάντα με τη βοήθεια και την προστασία του ΕΑΜ και κυρίως της ΕΠΟΝ".

Ο ίδιος ο Βασίλης Ρώτας γράφει κάπου: "Εξαφνα, απ' τη συμφορά μέσα, απ' το σκοτάδι της πιο μαύρης τυραννίας, τρομοκρατίας και μαρτυρίου, που πέρασε ποτέ ο τόπος τούτος, ξεσηκώθηκε ένας κόσμος ζωντανός κι αλλιώτικος, γιατί δεν έμοιαζε καθόλου με τον κόσμο εκείνο που έδειχνε την παρουσία του ως τότε. Ενας κόσμος με υψηλό φρόνημα, αφοσιωμένος και γενναίος. Προσπάθειες που δεν έχουν λαϊκή βάση δεν μπορούν να πετύχουν και να προκόψουν. Δεν είναι ζήτημα που να το 'κανε ο λαός δικός του και να μην βρήκε τη λύση του.Η χιλιοαποδειγμένη αυτή αλήθεια παίρνει, άλλη μια φορά, τη βεβαίωσή της και από την ιστορία του Θεατρικού Σπουδαστηρίου... Το θυμόμαστε με συγκίνηση... Ενας μεγάλος αριθμός από χρόνια και πολύς μόχθος αφιερώθηκαν σε θεατρικές προσπάθειες. Απ' αυτές μόνο μία εστεφανώθη με επιτυχία. Κι αυτή ήταν τότε, που την προσπάθεια την αγκάλιασε ο λαός".

Μια δεύτερη μοναδικότητα του Σπουδαστηρίου ήταν ο κατάλογος μαθημάτων και καθηγητών: Γ. Σαραντίδης (υποκριτική, σκηνοθεσία), Β. Ρώτας (δραματουργική, ιστορία τέχνης, δραματολογία, γενική θεωρία τέχνης), Μ. Αυγέρης (Ιστορία Ελληνικής Λογοτεχνίας), Γ. Τσαρούχης (Ιστορία Τέχνης, Σκηνογραφία), Α. Φωκάς (ενδυματολογία, απαγγελία), Θ. Απάρτης (γλυπτική), Μ. Μακρής (σχέδιο), Κ. Ζαϊμης (Ιστορία Ευρωπαϊκής Τέχνης, Αναγέννηση), Σακελλαρίου (ελληνικοί χοροί), Σ. Καρράς (Δημοτικό Τραγούδι), Μ. Βούλγαρη (Μπαλέτο), Σ. Μαυροειδή - Παπαδάκη (Αρχαία Ελληνική Τραγωδία).

Η Μαρούλα Ρώτα δεν παραλείπει να αναφέρει και το σύστημα διδασκαλίας που βασιζόταν σε ένα διαρκές "Γιατί;".Θυμάται: "Τι φλογισμένες ερωτήσεις είχε ξεσηκώσει το μάθημα της "Γενικής Θεωρίας της Τέχνης"! Βροχή οι ερωτήσεις από μαθητές, αλλά και από ακροατές, που σ' αυτό το μάθημα πλημμύριζαν την αίθουσα. Θυμάμαι το στρίμωγμα στις καρέκλες του σχολείου, που τότε στεγαζόταν στη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής του Σίμωνα Καρρά. Φοιτητές του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου, ακόμα και καθηγητές, παρακολουθούσαν αυτές τις συζητήσεις. Ισως αυτή η κοσμοσυρροή να έβαλε ψύλλους στ' αυτιά των κατακτητών. Απαγόρεψαν τη λειτουργία της σχολής και άρχισε η καταδίωξη. Ο Παπαγεωργίου, που κυκλοφορούσε με τα φισεκλίκια στο Παγκράτι, παράγγειλε στον Β. Ρώτα πως θα κάψει κι αυτόν και το σπίτι του, που "το 'χει κάνει γιάφκα". Το Θεατρικό Σπουδαστήριο σταμάτησε προσωρινά τη λειτουργία του και ξανάνοιξε στην οδό Σόλωνος 100. Μα η δίωξη συνεχίστηκε. Ετσι, έκλεισε την άνοιξη του 1944, οπότε ο Βασίλης Ρώτας πήρε δρόμους ανηφορικούς του αγώνα".

Χιλιάκριβη η λευτεριά για την ΕΠΟΝ

Συζήτηση με τον φωτογράφο της Εθνικής Αντίστασης, Σπύρο Μελετζή

"Η Βίνιανη είναι ένα μικρό χωριό της Ευρυτανίας. Στην ανατολική πλευρά της, έχει τον Τυμφρηστό, το Βελούχι και κάτω στα ριζά της, κυλά ο ποταμός Μέγδοβας.Αγνωστο και άσημο χωριουδάκι τόσα χρόνια, γίνεται, όχι μόνο πασίγνωστη στην Κατοχή, αλλά και πρωτεύουσα της Ελεύθερης Ελλάδας. Σ' αυτό, λοιπόν, το χωριό πήγα κι εγώ και εγκαταστάθηκα με τη φωτογραφική μου μηχανή και με ό,τι μπόρεσα να κουβαλήσω από την Αθήνα για τη δουλιά μου". Ο Σπύρος Μελετζής,ο φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης και του ηρωικού της αγώνα, "ξεδιπλώνει" τις μνήμες του και μας μιλά για τη ζωή του στο βουνό. Μας μιλά για τους ανθρώπους που "τραγούδησε" με τις εικόνες του, για τους νεαρούς ΕΠΟΝίτες, για τους καλλιτέχνες που με την ξεχωριστή τους "πινελιά", την ξεχωριστή τους "νότα", συνέβαλαν στο καθημερινό ανέβασμα της πάλης: Βάλιας Σεμερτζίδης, Δημήτρης Γιολδάσης, Ηλίας Φέρτης, Δημήτρης Μεγαλίδης, Νίκος Καρβούνης, Δημήτρης Χατζής, Βασίλης Ρώτας, Γιώργος Κοτζιούλας και πολλοί άλλοι ακόμη. Ηταν Φλεβάρης του 1944, που στα βουνά της μαχόμενης Ελλάδας δεν ακουγόταν μόνο ο ήχος του όπλου, αλλά και του πολιτισμού, με εκδηλώσεις κάθε μορφής τέχνης, στις ανάπαυλες του αγώνα.

"Θυμάμαι τρεις - τέσσερις παραστάσεις, που έγιναν τότε στους Κορυσχάδες. Εκεί παίχτηκαν έργα και με ΕΠΟΝίτες ηθοποιούς. Ο Γιώργος Κοτζιούλας, με τη "Λαϊκή Σκηνή" που έδρασε κυρίως στην Ηπειρο, αφιέρωσε σχεδόν όλη του τη ζωή στο θέατρο. Ηταν βέβαια και ο Β. Ρώτας. Κάποια έργα του τα παρακολούθησα και εγώ",λέει ο Σπ. Μελετζής και συνεχίζει:

"Κανείς, τουλάχιστον στο φωτογραφικό τομέα, δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Αφού το ίδιο το Τμήμα της Διαφώτισης, που ήταν τέλος πάντων το πιο ειδικό και που σ' αυτό υποτίθεται πως είχαμε ενταχτεί όλοι οι καλλιτέχνες - ζωγράφοι, φωτογράφοι, μουσικοί, θεατρικοί συγγραφείς - σαν με είδαν κάμποσες φορές να φωτογραφίζω χωρίς πρόγραμμα και χωρίς καμιά καθοδήγηση δική τους, είπαν για μένα και για τον ζωγράφο Σεμερτζίδη, αλλά και για όλους μας, ότι δεν προσφέραμε στον αγώνα".

"Μια μέρα θυμάμαι, ήρθε ο γενικός γραμματέας του ΕΑΜ, ο Θανάσης Χατζής στη Βίνιανη, για να μάθει τι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ημαστε ένα μήνα και ακόμη δεν ξέραμε τι θα κάνουμε. Τότε του λέει ο Βασίλης Ρώτας: "Αντί να κάθομαι εδώ στη Βίνιανη και να τρώω τσάμπα το ψωμί - ψωμί βέβαια δεν υπήρχε, τρώγαμε πότε κουρκούτι και πότε μαυρομάτικα - δώστε μου ένα φύλλο πορείας να γυρίζω να τους παίζω θέατρο".Και μάλιστα ούτε θέατρο, αλλά Καραγκιόζη στην αρχή".

"Και πραγματικά, την άλλη μέρα ξεκίνησε με τον Καραγκιόζη.Ομως παίχτηκαν και έργα του επάνω, όπως το "Να ζει το Μεσολόγγι" και πολλά ακόμη. Και ο κόσμος ενθουσιαζόταν, γιατί δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Ούτε ακουστά δεν του ήταν".

"Παράλληλα λοιπόν με τον Ρώτα, κινήθηκε και ο Κοτζιούλας,ο οποίος δημιούργησε μεγάλη θεατρική κίνηση. Ο Κοτζιούλας ήταν νέος τότε. Πρέπει να ήταν στην ΕΠΟΝ. Επικεφαλής της ΕΠΟΝίτικης ομάδας στη Βίνιανη ήταν ο Σταμάτης Γιαννακόπουλος.Αυτός είχε οργανώσει αυτή την ομάδα, την "υποδειγματική", όπως τη λέγαμε, ομάδα. Αυτή την ομάδα από τους νεαρούς ΕΠΟΝίτες, τη μάζευε κάθε απόγευμα στο σχολείο, στη λέσχη, και έκαναν ομιλίες και τραγουδούσαν.Μάλιστα, ο γιος του Ρώτα, ο Νικηφόρος Ρώτας, νέο παιδί τότε, τους μάθαινε μουσική και χορούς".

"Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Από αυτούς που παίζαν στο θέατρο, ελάχιστοι ήταν οι επαγγελματίες ηθοποιοί. Οι άλλοι, που συμμετείχαν, ήταν νέα παιδιά. Ηταν κυρίως ΕΠΟΝίτες. Ηταν παιδιά που ήρθαν στην ΕΠΟΝ για να αγωνιστούν. Ξυπόλυτα, με σκισμένα παντελόνια, κι όμως έβλεπες μες το βλέμμα τους την πίστη που είχαν. Από την ίδια τη ζωή, εκ των ενόντων, δημιουργούνταν αυτά τα πράγματα. Υπήρχε ενθουσιασμός".

"Δε μετάνιωσα που έμεινα στη φωτογραφία. Ηταν δύσκολα τα πράγματα, ώσπου να καταλάβω τι ήθελε η φωτογραφία από μένα και τι ήθελα εγώ από τη φωτογραφία. Πώς εγώ θα μπορούσα να αποδώσω τον αγώνα; Επρεπε να δώσω την αποφασιστικότητα, τον αγώνα του ελληνικού λαού, ο οποίος αγωνιζόταν ξυπόλυτος, πεινασμένος, γυμνός. Ομως, είχε αισιοδοξία μέσα του και πίστη για καλύτερες μέρες".

Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ

Πολεμάμε και τραγουδάμε

Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων. ΕΠΟΝ. Το καμάρι της νέας γενιάς, που άνοιξε το δρόμο της στις 23 του Φλεβάρη του 1943. Ενα δρόμο, γεμάτο δόξα και τιμή για την ελληνική νεολαία, το δρόμο του ασίγαστου, επίμονου, ηρωικού και μέχρι τέλους αγώνα ενάντια στον ξένο κατακτητή, στη ναζιστική λαίλαπα. Ενα δρόμο, φωτεινό φάρο για το ευτυχισμένο μέλλον, που η ίδια η αγωνιζόμενη νεολαία ποθούσε για τη μεταπολεμική Ελλάδα και το λαό της.

Εκατοντάδες χιλιάδες νεολαίοι συσπειρώθηκαν, αγωνίστηκαν, πολέμησαν μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Γαλουχήθηκαν έτσι με τα πιο ευγενικά ιδανικά, άφησαν παρακαταθήκες για γενιές και γενιές και - παράλληλα με τις πιεστικές ανάγκες που ο αγώνας επέβαλε - διαμόρφωσαν και την "άλλη" κουλτούρα. Ο χορός, το τραγούδι, η απαγγελία, το θέατρο, ο Καραγκιόζης, η λογοτεχνία, η ποίηση, η φωτογραφία, "ψηλωμένα" σε άγνωστα, μέχρι τότε, πεδία και μπολιασμένα με την καθημερινή ζωή και δράση του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού, αλλά και με τους πόθους του και τους καημούς του για το αύριο που ονειρευόταν, αγκαλιάστηκαν κυριολεκτικά από τους ΕΠΟΝίτες και τις ΕΠΟΝίτισσες, γίνανε αναπόσπαστο τμήμα της ζωής και της δράσης τους. Στα χέρια της αδούλωτης ελληνικής νεολαίας, η τέχνη έγινε το "άλλο όπλο" του αγώνα, που ψυχαγωγούσε και ταυτόχρονα διαπαιδαγωγούσε τους μαχητές του αγώνα, ενώ αναζωογονούσε τις ελπίδες του ταλαιπωρημένου λαού για το ξεπέρασμα των τεράστιων δυσκολιών που καθημερινά βίωνε.

Σήμερα, μια ανάσα από την επέτειο των 53 χρόνων από την ίδρυση της ΕΠΟΝ, ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ θεωρεί χρέος του, με το σημερινό, λιτό αφιέρωμα, να επαναφέρει στη μνήμη των παλαιοτέρων και να γνωρίσει στους νεότερους αυτή την άρρηκτη σχέση της τέχνης με τον αγώνα, που διαπερνούσε απ' άκρη σ' άκρη τη δράση της ΕΠΟΝ. Να κεντρίσει το ενδιαφέρον για μεγαλύτερη και συστηματικότερη ενασχόληση με το αστείρευτο υλικό που αναδείχνεται από τις πολιτιστικές δραστηριότητες της αγωνιζόμενης ελληνικής νεολαίας εκείνης της εποχής.

Κέντρισμα μνήμης, γνωριμία με κάτι - ίσως - άγνωστο μέχρι τώρα ή και πρόταση για το σήμερα; Η απάντηση αφορά τον αναγνώστη.

Β. Α.

Τα παραπάνω δημοτικά τραγούδια επρόκειτο να τραγουδηθούν σε μουσική παράσταση του Σπουδαστηρίου. Διακρίνεται καθαρά η σφραγίδα της Λογοκρισίας και το απαγορευμένο "Σαράντα παλικάρια"

Φιλοθέη, καλοκαίρι '43. Ο Β. Ρώτας με μαθητές του Θεατρικού Σπουδαστηρίου (8/8/1943)

Στη Φιλοθέη, ΕΠΟΝίτες ανεβάζουν το μονόπρακτο του Βασίλη Ρώτα "Το πιάνο"

Φωτογραφίες: Αρχείο Σπύρου ΜΕΛΕΤΖΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ