ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Μάρτη 1996
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η εκτροπή του Αχελώου και της ... κυβέρνησης

Η εκτροπή του Αχελώου είναι ένα θέμα που κάθε τόσο έρχεται στο προσκήνιο, είτε από τον αγροτικό, και όχι μόνο, κόσμο της Θεσσαλίας, είτε από τη ΔΕΗ, είτε από τα κόμματα εξουσίας κάθε προεκλογική περίοδο. Τελευταία έρχεται στο προσκήνιο και από τις διάφορες οικολογικές οργανώσεις που έχουν γίνει αρκετά δύσπιστες σε ό,τι αφορά τα μεγάλα έργα, επισείοντας και τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης για ανάλογες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Συζητήσεις επί συζητήσεων γίνονται, οι αρθρογραφίες, τα συνέδρια και οι ημερίδες είναι πολυάριθμα και η σύγχυση τόσο στον επιστημονικό κόσμο όσο και στην κοινή γνώμη διαρκώς επιτείνεται, καθώς το θέμα προσεγγίζεται κάθε φορά από διαφορετική οπτική, είτε αυτή αφορά το αποτέλεσμα που επιδιώκεται (άρδευση, ενέργεια περιβάλλον), είτε το φορέα του έργου (υπ. Γεωργίας, ΥΠΕΧΩΔΕ, ΔΕΗ κλπ), είτε τα τοπικά αναπτυξιακά και άλλα συμφέροντα. Θα προσπαθήσουμε να βάλουμε το θέμα στις σωστές του βάσεις, αναπτύσσοντας τη δική μας άποψη, με μια προσέγγιση όσο το δυνατόν σφαιρική.

Μια εκτροπή με... δύο όψεις

Το ζήτημα της εκτροπής μέρους του υδατικού δυναμικού του Αχελώου προς τη Θεσσαλία είναι πολύ πιο παλιό και διαρκώς επίκαιρο. Θα αποφύγουμε την εξιστόρηση των διαδοχικών φάσεων από τις οποίες πέρασε και θα περιοριστούμε στη διαμορφωμένη σημερινή κατάσταση, καθώς μάλιστα κάποια τμήματα του έργου έχουν αρχίσει να κατασκευάζονται, χωρίς ακόμα να συνιστούν εκτροπή. Η εκτροπή του Αχελώου είναι ένα θέμα που έχει την τεχνοκρατική του πλευρά και την πολιτική του πλευρά.

Η τεχνοκρατική πλευρά μπορεί, σχετικά εύκολα, να αναπτυχθεί διατυπώνοντας μια σειρά ερωτηματικά που προκύπτουν από το ίδιο το θέμα και τις διάφορες πλευρές του έτσι όπως αυτές παρουσιάζονται. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια απαραίτητη διευκρίνιση. Ισως απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά να υπάρχουν ήδη και μάλιστα να πρόκειται για απαντήσεις σωστές, τεκμηριωμένες και ολοκληρωμένες. Δεν έχουν βγει όμως στην επιφάνεια και επομένως δικαιολογημένα κανείς να αμφιβάλει για την ύπαρξή τους. Ποια είναι όμως τα ερωτηματικά αυτά;

Ενα βασικό ερώτημα προκύπτει από την ίδια την αναγκαιότητα της εκτροπής. Το έργο υποτίθεται ότι θα καλύψει το υδατικό έλλειμμα του Θεσσαλικού κάμπου. Το ερώτημα προκύπτει φυσιολογικά. Πόσο είναι αυτό το έλλειμμα και πώς υπολογίστηκε; Στο σημείο αυτό παρεμβαίνουν δύο σημαντικές παράμετροι. Η πρώτη αφορά το ότι κανένας φορέας δεν πήρε τις διάφορες μελέτες για το υδατικό δυναμικό της περιοχής, που έχουν ήδη εκπονηθεί, να τις συνθέσει, να τις επικαιροποιήσει και να τις διορθώσει ή να τις συμπληρώσει ενδεχομένως. Ακόμα και το μοντέλο που κατασκευάστηκε πριν από πολλά χρόνια από μια γαλλική εταιρία και που καλύπτει ένα μέρος μόνο της περιοχής παρουσιάζει πολλές δυσκολίες στη λειτουργία του και στην τροφοδότησή του με νέα στοιχεία. Η δεύτερη παράμετρος αφορά τα κριτήρια με τα οποία χαρακτηρίζεται η επάρκεια ή όχι του ενός συγκεκριμένου υδατικού δυναμικού για άρδευση, αφού η επάρκεια συνδέεται με την έκταση που πρόκειται να αρδευτεί, με το είδος των προβλεπομένων καλλιεργειών και με τον τρόπο άρδευσης. Και αν το πρώτο κριτήριο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο, τα υπόλοιπα δύο είναι και άγνωστα και χαρακτηρίζονται από ένα μεγάλο φάσμα στις απαιτήσεις για νερό. Οταν αναφερόμαστε στο κόστος του έργου αναφερόμαστε στο σύστημα φραγμάτων - ταμιευτηρίων - σηράγγων, που συνιστούν την εκτροπή του νερού και συγχρόνως τα Υ/Η της ΔΕΗ. Η ολοκλήρωση όμως του έργου αφορά και τη συνέχειά του, κατάντι του έργου κεφαλής (δηλαδή, του φράγματος εκτροπής προς την θάλασσα), που αντιπροσωπεύει τη διανομή νερού στο Θεσσαλικό κάμπο. Πρόκειται για ένα πλήρες αρδευτικό σύστημα η μορφή του οποίου βεβαίως εξαρτάται, στο τελικό στάδιο, από τη μέθοδο άρδευσης. Γι' αυτό το επίσης τεράστιο έργο κανείς δεν έχει μιλήσει, ιδιαίτερα για το κόστος της μελέτης και της κατασκευής του, όπως επίσης και για το αντιπλημμυρικό σύστημα που θα το συνοδεύει.

Η εκτροπή μέρους του υδατικού δυναμικού του Αχελώου, θα έχει επιπτώσεις στη λειτουργία των ήδη λειτουργούντων φραγμάτων Κρεμαστών, Καστρακίου και Στράτου. Υπάρχει άραγε μελέτη για τις επιπτώσεις αυτές στα έργα που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος από τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στις ώρες αιχμής;

Από το τελευταίο προς τη θάλασσα έργο του Αχελώου, στο έργο του Στράτου ξεκινούν οι κλάδοι του αρδευτικού δικτύου του κάτω Αχελώου, ενός δικτύου που καλύπτει και αρδεύει χιλιάδες στρέμματα. Υπάρχει μελέτη που να επιβεβαιώνει την απρόσκοπτη συνέχεια της άρδευσης αυτής, τόσο βασικής για την περιοχή;

Υπάρχει, τέλος, μελέτη για την περιοχή του κάτω ρου και του δέλτα του Αχελώου και συγκεκριμένα για τη διατήρηση του γεωπεριβάλλοντος της περιοχής και των υγροβιοτόπων; Είναι αυτό το σημείο που θα σταθούν οι οικολογικές οργανώσεις και η Ευρωπαϊκή Ενωση, στην περίπτωση που θα χρηματοδοτήσει το έργο. Αλλά γι' αυτό θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Η πολιτική πλευρά του ζητήματος παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αν δεχτεί κανείς ότι τα τεχνοκρατικά προβλήματα μπορούν να λυθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αν, επαναλαμβάνουμε, δεν έχουν ήδη λυθεί. Το ενδιαφέρον της πλευράς αυτής γίνεται εντελώς καθοριστικό από τη στιγμή που το έργο της εκτροπής του Αχελώου συνδέεται ή επιδιώκεται να συνδεθεί με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η τελευταία για να χρηματοδοτήσει ένα τέτοιο έργο θα πρέπει να το έχει εντάξει στα δικά της αναπτυξιακά προγράμματα, που αντιπροσωπεύουν, βεβαίως, το δικό της καταμερισμό της παραγωγής και τη δική της γενικότερη πολιτική. Στο σημείο αυτό φτάνει κανείς να ανατρέξει στο πακέτο των ντοκουμέντων της Συμφωνίας του Μάαστριχτ, της Λευκής Βίβλου, της GATT και της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής). Από τα ντοκουμέντα αυτά, αλλά και από την πρακτική της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων, προκύπτει αβίαστα, σαφέστατα και κατηγορηματικά ότι η ελληνική αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή δεν έχουν κανένα περιθώριο ανάπτυξης μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, αντίθετα τους επιφυλάσσεται δραστική συρρίκνωση, τόσο σε απόλυτα μεγέθη, όσο και σε ποσοστά αγροτικών εκτάσεων και απασχολούμενου πληθυσμού. Αυτό, καλύτερα απ' όλους, το έχουν καταλάβει οι Ελληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Εκ των πραγμάτων, επομένως, ένα τέτοιο σενάριο χρηματοδότησης του έργου δεν μπορεί να σταθεί και η διαιώνιση του μύθου δεν μπορεί πια να συνεχίζεται, ακόμα και τις προεκλογικές περιόδους.

Το έργο θα πρέπει να αποσυνδεθεί από την ΕΕ

Η ΔΕΗ, που το πρόγραμμα ανάπτυξής της καθυστέρησε δεκαετίες ολόκληρες ενόψει του συνολικού έργου της εκτροπής, προχωρά μόνη της στα προγραμματισμένα έργα, όπως στο φράγμα της Μεσοχώρας, που εντάσσεται μεν στο γενικό σχέδιο της εκτροπής, δε συνιστά όμως εκτροπή το ίδιο, αφού τα νερά παραμένουν στη λεκάνη του Αχελώου.

Ενα τέτοιο έργο, επομένως, δε μένει παρά να χρηματοδοτηθεί από εθνικούς και μόνο πόρους, εφ' όσον υπάρχει δεδηλωμένη βούληση και διαπιστωμένη αναγκαιότητα. Πώς μπορεί όμως μια κυβέρνηση, που έχει αποδεχτεί όλες τις δεσμεύσεις της ΕΕ να προχωρήσει σε μια τέτοια πρωτοβουλία, αντίθετα στις δεσμεύσεις αυτές; Και αν, υποθετικά, υλοποιήσει το έργο, πώς θα δικαιολογήσει στο Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο μια ανάκαμψη της αγροτικής παραγωγής στη θέση της συρρίκνωσης και μια διατήρηση του αγροτικού δυναμικού, παρά τις εντολές της ΕΕ; Και πώς, τελικά, θα διοχετεύσει το αγροτικό ή κτηνοτροφικό προϊόν που θα προκύψει στην εσωτερική ή τη διεθνή αγορά, αφού όλοι οι μηχανισμοί ελέγχονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση; Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο σενάριο (αφού δοθούν οι απαντήσεις στα ερωτήματα που αναπτύχθηκαν στην τεχνοκρατική πλευρά του ζητήματος), προϋποθέτει είτε ριζική επαναδιαπραγμάτευση της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ, είτε ρήξη μ' αυτή, κάτι που η σημερινή κυβέρνηση δε δείχνει να έχει τη δύναμη, αλλά ούτε και τη βούληση να το κάνει. Είναι φανερό ότι η εκτροπή του Αχελώου θα πρέπει να αποσυνδεθεί από την ΕΕ, όσο το πλαίσιο ανάπτυξης της Ελλάδας είναι αυτό που καθημερινά βιώνουμε και η αποσύνδεση αυτή ας αποτελέσει μια αρχή.

Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση, γνωρίζοντας και η ίδια την αναγκαιότητα εκτροπής μέρους του υδατικού δυναμικού του Αχελώου προς τη Θεσσαλική πεδιάδα, γνωρίζοντας την αναγκαιότητα της ανάκαμψης της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και της περιφερειακής ανάπτυξης, γνωρίζοντας ότι ο μονόδρομος της ΕΕ οδηγεί σε αδιέξοδα και σε παραγωγική υπανάπτυξη. Με ή χωρίς την έγκριση της ΕΕ ας υλοποιήσει τις επί δεκαετίες υποσχέσεις της, από τις οποίες έχει εκτραπεί, με τη βεβαιότητα ότι, στο θέμα αυτό, θα τη στηρίξει το σύνολο του πολιτικού κόσμου, το σύνολο του ελληνικού λαού.

Γεώργιος Κ. ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

Αν. Καθηγητής Υδρογεωλογίας - Τεχνικής Γεωλογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποτυχίας

Απομένουν δυο χρόνια περίπου μέχρι τις αρχές του 1998, οπότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να αποφασίσει ποιες χώρες ικανοποιούν τα κριτήρια σύγκλισης. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ποια ερμηνεία θα δοθεί και πώς θα εφαρμοστούν στην πράξη τα δημοσιονομικά κυρίως κριτήρια (κρατικό έλλειμμα και δημόσιο χρέος) κατά την αξιολόγηση.

Αυστηρή εφαρμογή

Στη Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης το Δεκέμβρη του 1995 οι "δεκαπέντε", κάτω από την πίεση της Γερμανίας, πήραν θέση υπέρ της αυστηρής εφαρμογής των ποσοτικών κριτηρίων.Αν συμβεί αυτό σημαίνει, με βάση τις σημερινές οικονομικές επιδόσεις των κρατών - μελών και σύμφωνα με τις προβλέψεις, ότι στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ από 1ης Γενάρη του 1999 θα συμμετέχουν μόνον το Λουξεμβούργο και πιθανότατα η Γερμανία.Φυσικά, μια τέτοια εξέλιξη ισοδυναμεί με πλήρη αποτυχία της ΟΝΕ και θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες στη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Μπροστά σ' αυτό το ενδεχόμενο άρχισαν να γίνονται συζητήσεις με στόχο να εξασφαλιστεί στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ η συμμετοχή κάποιων κρατών - μελών όχι με αυστηρή ερμηνεία των κριτηρίων, αλλά με πολιτικά κριτήρια. Στην περίπτωση αυτή αναμένεται να ωφεληθούν οι χώρες που βρίσκονται στη "ζώνη του γερμανικού μάρκου", δηλαδή η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και βεβαίως η Γερμανία. Μαζί μ' αυτούς και η Γαλλία, που δεν μπορεί παρά μόνο με πολιτικά κριτήρια να συμμετέχει.

Σκόπιμη αυστηρότητα

Ωστόσο, δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά η στάση της Γερμανίας, που επιμένει στην αυστηρή ερμηνεία των κριτηρίων, ενώ γνωρίζει ότι αυτό συνεπάγεται την πλήρη αποτυχία της ΟΝΕ. Ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρης Χαλικιάς παρουσιάζει μια σοβαρή εκδοχή: "Τα κριτήρια σύγκλισης, κυρίως τα δημοσιονομικά, καθορίστηκαν σκοπίμως αυστηρά, για να αποκλειστούν ορισμένες χώρες, των οποίων η συμμετοχή στην ΟΝΕ κρίνεται ανεπιθύμητη, επειδή έχει διαπιστωθεί στις χώρες αυτές τάση δημιουργίας υψηλών δημοσίων ελλειμμάτων και υψηλού πληθωρισμού επί μια μακρά χρονική περίοδο".

Αν όμως η θέσπιση αυστηρών κριτηρίων είχε ως σκοπό τον αποκλεισμό των "ανεπιθύμητων", η επιμονή στην αυστηρή εφαρμογή τους έχει, σύμφωνα με τον Δ. Χαλικιά, σαν πιθανή εξήγηση "ότι η Γερμανία αποβλέπει στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής της θέσης στη Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη, ώστε να καταστεί δυνατή η υιοθέτηση ρυθμίσεων που επιθυμεί".

Ετσι κι αλλιώς, αποδεικνύεται πανηγυρικά ότι η ΟΝΕ είναι ένα αυθαίρετο οικοδόμημα, που όχι μόνο δεν παίρνει υπόψη τα πραγματικά δεδομένα των οικονομιών, αλλά και χρησιμοποιείται σαν εργαλείο κυριαρχίας επί των μικρών και οικονομικά αδύνατων κρατών. Ταυτόχρονα, βεβαίως, η ΟΝΕ παίζει το βασικό της ρόλο σαν μηχανισμού μεταφοράς εισοδήματος από τους εργαζόμενους στις πολυεθνικές.

Εκτός ΟΝΕ η Ελλάδα

Βεβαίως, δεν υπάρχει σήμερα κανείς που να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες μπορεί να συμμετέχει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Αυτό δεν το λέει μόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις προβλέψεις της, το επιβεβαιώνουν όλοι οι οικονομικοί αναλυτές, το παραδέχονται και οι αρμόδιοι παράγοντες τους οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Η τελευταία και πιο επίσημη ομολογία, έστω και έμμεση, ήταν η ομιλία του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη στη Βουλή την περασμένη Δευτέρα, όπου τόνισε ότι η απόφαση εισδοχής πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνο τις συγκεκριμένες οικονομικές επιδόσεις του κάθε κράτους - μέλους, αλλά και την προσπάθεια που καταβάλλεται για την εκπλήρωση των κριτηρίων. Με δυο λόγια η κυβέρνηση ζητάει να μην βαθμολογηθεί μόνο με βάση τα συγκεκριμένα κριτήρια, αλλά και για την... καλή της διαγωγή.

Ετσι με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να εισέλθει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στο να διαπραγματευτεί τη συμφωνία της στα κρίσιμα πολιτικά θέματα της Διακυβερνητικής, με αντάλλαγμα να της δοθεί το δικαίωμα να ελπίζει ότι κάποτε θα μπορέσει να γίνει μέλος της λέσχης των ισχυρών.

ΛΕΖΑΝΤΕΣ

Κατασκευαστική και Ερευνητική σήραγγα, της σήραγγας εκτροπής Αχεώου - Θεσσαλίας

Υδροηλεκτρικό έργο Συκιάς. Φράγμα και εκχειλιστής

Τα κριτήρια σύγκλισης και το χρονοδιάγραμμα της ΟΝΕ

Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ καθορίζονται τα εξής κριτήρια σύγκλισης για την είσοδο στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ):

  • Ο πληθωρισμός δεν πρέπει να υπερβαίνει τους χαμηλότερους τρεις ρυθμούς πληθωρισμού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
  • Το επιτόκιο μακροπρόθεσμων κρατικών τίτλων δεν πρέπει να υπερβαίνει περισσότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες τα αντίστοιχα επιτόκια στις τρεις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης με το χαμηλότερο πληθωρισμό.
  • Το νόμισμα της χώρας πρέπει να συμμετέχει στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ενιαίου Νομισματικού Συστήματος, χωρίς μεταβολή της κεντρικής ισοτιμίας του τουλάχιστον επί μια διετία.
  • Το συνολικό κρατικό έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3%, το δε δημόσιο χρέος το 60% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Το χρονοδιάγραμμα

Το χρονοδιάγραμμα της ΟΝΕ καθορίστηκε από τη Σύνοδο της Μαδρίτης το Δεκέμβρη του 1995 ως εξής:

1996. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο θα ανακοινώσουν ποιες χώρες πληρούν τις προϋποθέσεις σύγκλισης που ορίζονται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

1997.Η ΟΝΕ μπορεί να αρχίσει μόνο όμως αν οι επικεφαλής των κυβερνήσεων των χωρών - μελών θεωρήσουν ότι η πλειοψηφία των χωρών πληρεί τα κριτήρια.

1997/98.Απόφαση σχετικά με το ποιες χώρες πληρούν τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Δεν απαιτείται πλειοψηφία.

1998. Δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που θα καθορίζει την ενιαία νομισματική πολιτική. Αμετάκλητος προσδιορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

1η Γενάρη 1999. Ως τότε θα πρέπει να έχει οριστεί η συνθήκη για την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος.

2002/3.Προσδιορισμός χρονοδιαγράμματος για την καθιέρωση των νέων χαρτονομισμάτων και νομισμάτων.

Οπως προκύπτει από τους πίνακες, μόνο το Λουξεμβούργο εκπληρώνει και τα τέσσερα κριτήρια που τέθηκαν από τη Συνθήκη. Οι υπόλοιπες χώρες εκπληρώνουν από κανένα ως τρία κριτήρια. Δηλαδή, δεν μπορούν να εισέλθουν στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Η Ελλάδα, όπως φαίνεται, δεν εκπληρώνει κανένα κριτήριο. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.

Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι οι πίνακες κατασκευάστηκαν με την παραδοχή ότι η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα έχει ετήσιο ρυθμό 2,5%-4%. Ομως ακόμα και αυτός ο ρυθμός αναθεωρείται, προς τα κάτω, εξαιτίας κυρίως της αναθεώρησης των προβλέψεων της Γερμανίας. Αυτό σημαίνει ότι και τα στοιχεία του πίνακα παρουσιάζουν την πιο "αισιόδοξη" προοπτική.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ