ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 25 Δεκέμβρη 1996
Σελ. /33
ΚΕΝΗ
Ποίηση για μεγάλους

Α. Κυριαζή

"Χριστούγεννα"

"Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, / τώρα Χριστός γεννιέται, / κι οπόχει μάνα κίνησε/ κι όλον τον κόσμο αρνιέται.

Στο παραγώνι του τζακιού/ μια θέση που ήταν άδεια, / ευχές και γέλια γιόμισε/ και στρώθηκε με χάδια.

Κ' η Παναγιά απ' το κόνισμα/ σα σπιτικιά χαιρόταν, / σα μάνα καλωσόριζε, / σαν στον καιρό της, όταν...".

***

Ν. Βαλαωρίτη

"Τιμωρία των μάγων"

"Χριστέ μου, πώς χαμήλωσαν τα σπίτια μες στο χιόνι! / Πώς έμοιαζε στο γυρισμό η πόρτα πιο στενή! / Σαν κυπαρίσσια οι άνθρωποι - μαζί, μα πάντα μόνοι. / Ετσι που μεγαλώσαμε, ποια χώρα μας χωρεί;".

***

Μ. Αβλιχου

"Χριστούγεννα"

"Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται/ χωρίς της Επιστήμης συνδρομή, / η θεία Φύσις κάνει για μαμή/ κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.

Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται/ - νέα του κόσμου θέλει οικοδομή, / σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -, / πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται. Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας/ αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός, / που εκήρυξε για νόμο του τη Χάρη.

Εσάς, τιμή σας μόνη το στιχάρι. / Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας, / κ' είν' ο Θεός σας, σαν κ' εσάς μιαρός".

***

Ν. Βραχίμη

"Ιερουσαλήμ"

"Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε χωρίς δεδομένα, / δεν υπάρχουμε χωρίς υπολογισμούς/ και δεν υπάρχουν δεδομένα/ - ευτυχώς!

Εχω ξεχάσει πού εγεννήθηκα/ και κανείς δεν ξέρει να με πληροφορήσει, / οι δρόμοι ερήμωσαν από τη σκόνη και τα βήματα, / υπάρχει μόνο ένα κομμάτι ουρανού/ και ο άνεμος/ για να προσδιορίζει τη διεύθυνση, (... )

Ολα είναι ένα κράμα, ιδέες, σύμβολα, θεοί και άνθρωποι. / Γύρω από τα κεφάλια μας κυματίζουν/ οι σημαίες όλων των εθνών, γύρω από τα κεφάλια μας/ αναπηδούν γυμνές/ οι ψυχές όλων των τόπων. (... )

Κανείς δεν ξέρει πού εγεννήθη ο υιός του ανθρώπου, / κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει ο υιός του ανθρώπου... / Το χέρι σου ας τον ευλογεί, Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ!".

***

Γ. Δάλλα

"Οι Τρεις Μάγοι"

"Πέρα απ' τα τείχη, πέρα από την πόλη, / καθώς ξεκόπηκα μια νύχτα απ' τα μεγάλα πλήθη, / κ' έμπαινα πιο βαθιά μες στα σκοτάδια, / κι άφηνα πίσω μου μια μνήμη από καμπάνες, / ξάφνου σε κάτι σκόνταψα (... ).

Σπρώχνοντας με τα χέρια μου τα σύννεφα, / έσκυψα μέσα μου, σαν σε βαθιά χαράδρα, κ' είπα: / Μάγος! θάναι!...

Σαν μπαίναμε κατόπι σ' ένα μπαρ, / γύρισε, μου συστήθηκε: - Τζιμ Μπλαίκερ! / (Βέβαια, χάρηκα πολύ.) / - Παρακαλώ, δουλειά; / - Ταχυδακτυλουργός απ' την Οντέσσα!...

Μύριζε θρύλους μακρινούς και νεκρολίβανα/ κ' έμοιαζε κάποιου μπεχλιβάνη της Σεβίλλιας. / Στα μάτια του κοιμόταν ένας θάνατος... / Μούπε πως μέλλεται να γεννηθεί κάποιος δικός τους: / Ιησούς!

Μαζεύτηκε, ένα γύρο του, πλήθος ληστές κι αγύρτες. / Τα έπαιξ' όλα, έπαιξε και την ψυχή του, / τα έχασε όλα, έχασε και την ψυχή του. /

Τέλος, μαχαίρωσε απ' τη λύσσα του μια σερβιτόρα, και τη νύχτα / ήρθε, τον έπιασε, τον έδεσε η Φρουρά της Πολιτείας, / (πήρε μαζί και τις αρκούδες του!) /... Κάτω, το πλήθος σφύριζε...

Σαν έφτασε στην πόρτα, γύρισε, μου φώναξε: / - Σε καρτερώ! /... Και μη με ξεχνάς το σύνθημά μας: / Ιησούς! / (... )

...Κι όπως έπεφτα/ από μιαν άβυσσον εγώ σ' άλλη βαθύτερη, / χύθηκαν πάλι τα σκυλιά ψηλά στην όψη του, / κ' η σήψη τώρα κυβερνούσε το στερέωμα!..".***

Γ. Θέμελη

"Η αγία μητέρα του ανθρώπου"

"Ενα μικρό χεράκι/ χτυπάει την πύλη των ρόδων/ ν' ανοίξει τη νύχτα.

Τραβήξου μες απ' τα σκοτάδια σου, / βιάσου να διαλέξεις/ ένα σώμα δικό σου, / μια μεγάλη στιγμή / για να κυλήσεις την ύπαρξή σου / ανάμεσα σε τόσες άλλες / πολύχρωμες / περιπέτειες.

Χτύπα μες στις κοιλότητες του είναι τα στεκάμενα νερά, / τόλμησε την άβυσσο, / το τελευταίο γεφύρι των ίσκιων, / με το κόκκινο άλογο και το μακρύ κοντάρι, / για να κρεμάσεις στη σπηλιά του ήλιου τη λευκή πανοπλία σου, / φέρνοντας μέσα στο βλέμμα σου / μια μεγάλη υπόσχεση βροχής. (... )

Σου φέρνω τις πιο αγνές τροφές/ απ' την απέραντη παρουσία, / τη φωνή και το αίμα, / τη φωτιά και τον άνεμο, / για να γίνεις δυνατός κατ' απ' τους νόμους των βουνών, / να περπατείς επάνω στα όνειρα, στην όχθη του χρόνου, / ανάμεσα στους ατάραχους αριθμούς, / μες στην οδυνηρή ευτυχία να είσαι ένα θαύμα".

***

Χρ. Γανιάρη

"Χριστέ μου"

"Ως ο Γιωσήφ, ο μαραγκός, πατέρας σου του κόσμου, / στις εκκλησιές σου λειτουργός ήτανε κι ο δικός μου. /

Κι όταν συχνά στον πάγκο του βρισκόμουνα, κρυφά του, / και πριόνια, πλάνες, τρύπανα τ' ανάδευα άνω κάτου, / και πλάνιζα και πριόνιζα και γιόμιζα πριονίδια, / κ' εσύ, σκεφτόμουν, με χαρά, πως θάκανες τα ίδια. /

Η μια με τ' αγιοστέφανο, με το μαντήλι η άλλη/ μα με ίδια τρυφερή καρδιά κ' ίδια φλογάτη αγκάλη, / η μάνα μου - ώρα της καλή - τόβλεπα στις εικόνες, / με τη δικιά σου μοιάζανε σαν δυο νεροσταγόνες... ".

***

Κ. Βάρναλη

"Οι πόνοι της Παναγιάς"

"Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί; / Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική; / Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις. / Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή, / που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό, / θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό, / από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης. / Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό. / Εσύ νοικοκερόπουλο - όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ, / θα σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό/ να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι, / κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ/ που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής, / χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μην την πεις! / Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν! / Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής. / Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!".

***

Γ. Ρίτσου

"Κύριε, Κύριε, / και μεις εδώ, / στη μέση των μεγάλων δρόμων, / λυπημένοι κι αδέξιοι, / με το άδειο δισάκκι στα χέρια, / μ' ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη, /με την πλατιά μνήμη της θάλασσας. (...)

Κύριε, Κύριε, / φέρε μου πάλι/ το ουρανί φόρεμα της προσευχής, / φέρε μου πάλι την καρδιά/ να δυνηθώ να κλάψω/ για το τραύμα μιας πυγολαμπίδας, / όταν η καμπάνα του νησιού μας/ θα σημαίνει πάνω από τη θάλασσα/ τη λευκή αθωότητα της Κυριακής, / τη χαμένη μας άγνοια, / τη χαμένη μας υγεία.

Στα μικρά παράθυρα της ακροθαλασσιάς / θ' ανθίσουν πάλι αγάπες και γεράνια / και θάρθει ένας μικρός Χριστός / να μας πάρει απ' το χέρι/ να παίξουμε ως το δειλινό κάτω απ' τις πασχαλιές, / μαζί με πελαργούς, θαλάσσιες αύρες και ήλιο".

***

Ν. Βρεττάκου

"Ωδή στον Ανθρωπο"

"Κύριός μου και αδελφός μου: Αυτός που χτίζει. Αυτός που οργώνει. Αυτός / που τείνει/

να συσκοτίσει τους πλανήτες τους δικούς του να εντοιχίσει αστέρες και να βάλει / χρώματα της προτίμησής του στις αυλαίες, που ανοίγουν και κλείνουν/ το αβυσσαλέο πανόραμα της μέρας! Που ημερώνει/ τα σκοτεινά συμπλέγματα της φύσης, τους ατίθασους/ καιρούς που πελαγοδρομούν στην άβυσσο και ξεριζώνουνε των ορέων τις πέτρες, σαν φτερά πουλιών! Αυτός, που κατεβαίνοντας/ ανοίγει δρόμο μες στης γης τα έγκατα κι ανεβάζει το κάρβουνο πάνω στους / ώμους του!

Κύριός μου και αδελφός μου: Αυτός που σπέρνει. Αυτός που υψώνει/ τα στάχια στην αγκάλη του γελώντας".

Μ' ένα τρίγωνο στη σελήνη

Της Αγγελικής ΒΑΡΕΛΛΑ

Εκείνο το βράδυ είδα το πιο παράξενο όνειρο της ζωής μου. Τότε που το έβλεπα, βέβαια, δεν ήξερα ότι βλέπω όνειρο. Τόσο ζωντανό ήταν. Οταν ξύπνησα, το κατάλαβα.

Ημουν κάπου. Δεν ξέρω πού. Το φεγγάρι κατέβηκε και γέμισε τα χέρια μου με κίτρινη σκόνη. Ξαφνικά αισθάνθηκα ανάλαφρος σαν... γαζία. Τόσο ανάλαφρος, που άρχισα ν' ανεβαίνω με μεγάλη ταχύτητα προς τον ουρανό.

Ανέβαινα, ανέβαινα, σαν ένα κίτρινο μπαλόνι που 'χει ξεφύγει από τα χέρια απρόσεχτου παιδιού. Η γη απομακρυνόταν και χανόταν από τα μάτια μου και στο τέλος έγινε ένας μικρός βόλος που βγήκε να παίξει στο δρόμο του απείρου.

Ενα άστρο πινακίδα μού έδειχνε το δρόμο. "Προς σε - λύνει..." Ιιι! Ετσι ανορθόγραφα ήταν γραμμένο.

Καλέ, η σελήνη δε γράφεται με ήτα; Πολύ παρηγορήθηκα που υπάρχουν και στη σελήνη ανορθόγραφοι.

Πριν από το τέρμα, στη στροφή δεξιά, περίμενε ένας πύραυλος που έκανε τον τροχονόμο. Αυτός ήθελε ντε και καλά να με βάλει σε σεληνιακή τροχιά, για να βρεθώ, λέει, στο φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ.

Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, γιατί κάτι πιο δυνατό από μένα με τραβούσε προς τα εκεί. Αυτό το πιο δυνατό ήταν η έλξη της σελήνης, που είχα ιδρώσει να την καταλάβω, όταν μου την εξηγούσε ο πατέρας μου.

Τότε είδα ότι στα χέρια μου κρατούσα το τρίγωνό μου. Ηταν λοιπόν γραφτό να πω τα κάλαντα και στη σελήνη;

"Πες τα, Σώτο, πες τα" μου 'λεγε μέσα μου μια φωνή "εδώ δεν υπάρχει περίπτωση να σου πουν "μας τα 'παν άλλοι!"".

Εβλεπα γύρω μου με περιέργεια.

Οταν έβλεπα από το μπαλκόνι μας το φεγγάρι, μου φαινόταν σαν ένα καραβάκι φορτωμένο χρυσάφι, που προχωρούσε στη σκοτεινή θάλασσα τ' ουρανού. Και να! Ο χρυσαφένιος δίσκος που ονειρευόμουν, όταν ήμουν στη γη, δεν ήταν παρά ένας τόπος έρημος, γεμάτος σκόνη και πέτρες.

Βλέποντας τις πέτρες, άρχισα δειλά δειλά να τραγουδώ:

Στο δορυφόρο που 'ρθαμε/ πέτρα να μη ραϊσει/ και η χρυσή αφέντρα του/ στο άπειρο να ζήσει... /

Τη φωνή μου την πήρε ένα ηφαίστειο και την έκανε ηχώ. Την έπιασε ένα άλλο, πιο μακριά, και την πήγε παρακάτω. Τα κάλαντά μου αντήχησαν:

Καλήν ημέραν, άρχοντες, / κι αν είναι ορισμός σας, / Χριστός γεννάται σήμερον/ και στον αστερισμό σας... /

"Γκλιν! γκλιν! γκλιν!" έκανε το τρίγωνό μου.

"Τίκι τακ!" η καρδιά μου.

Και σιωπή...

Ξανάρχισα να λέω τα κάλαντα. Ηθελα να το μάθουν όλοι πως ο Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει....

"Γκλιν! γκλιν! γκλιν!" το τρίγωνό μου.

"Τίκι τακ!" η καρδιά μου.

Ερημιά, ακινησία, βουβαμάρα.

Κάποιος άρχισε να μιλάει μέσα μου. Δεν ξέρω ποιος ήταν. Μπορεί να 'ταν κι οι σκέψεις μου. Ειλικρινά δεν ξέρω:

"Ο ονειρεμένος τόπος, Σώτο, δεν είναι το φεγγάρι. Η γη είναι. Στη γη υπάρχουν πλάσματα που έχουν ψυχή. Στη σελήνη δεν υπάρχουν παρά μόνο πέτρες. Στη γη υπάρχει το νερό, η ατμόσφαιρα. Αυτά δίνουν ζωή. Στη γη είναι τα λουλούδια, είναι οι φίλοι σου, είναι οι γονείς σου. Καλά βρίσκεται το φεγγαράκι στη θέση του, όμορφα αρμενίζει τις νύχτες στο διάφανο ουρανό. Καλά είσαι κι εσύ στη γη. Γύρνα πίσω".

Πήρα το άστρο των δώδεκα που κάνει το δρομολόγιο σελήνη - γη με έξι πυραύλους. Μόλις που το πρόλαβα. Ηταν το τελευταίο. Εκανα άλλη μια φορά στο τρίγωνό μου "γκλιν" και άκουσα τα κάλαντά μου να ηχούν στα ηφαίστεια:

Χριστός γεννάται σήμερον/ εν Βηθλεέμ τη πόλει. / Οι ουρανοί αγάλλονται/ και χαίρει η Φύση όλη. /

"Κρίμα..." σκέφτηκα. "Χαμένα πήγαν τα κάλαντά μου. Κανένας δεν έπιασε το μήνυμά μου".

Κι όμως...

Είχα κατακτήσει το διάστημα. Και οι πέτρες είχαν συγκινηθεί. Δίπλα μου περνούσαν σαν βολίδες οι δορυφόροι, οι κομήτες και οι γαλαξίες και μου έλεγαν: "Χρόνια πολλά"! Η Μεγάλη Αρκτος με χαιρέτησε ευγενικά και είπε: "Οι ουρανοί αγάλλονται...". Κι ο αστερισμός της Ανδρομέδας μου ευχήθηκε: "Επί γης ειρήνη!".

Καθώς έστριψα να δω για τελευταία φορά πίσω μου, είδα μερικούς πυραύλους να 'χουν σχηματίσει στο άπειρο τις λέξεις: "Δόξα εν υψίστοις"!

(Από το βιβλίο "Ελληνικά Διηγήματα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς" Α τόμος, εκδόσεις Πατάκη)

Διηγήματα για παιδιά

Ενας - ένας στην άβυσσο

Του Νικηφόρου ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ

Ετσι μου διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία ένας καλός φίλος μου, έτσι τη γράφω κι εγώ.

"... Κι ήτανε μια νύχτα βροχής. Παραμονή Χριστουγέννων. Τα μεσάνυχτα χτυπάνε την πόρτα μου. Ταράχτηκα. Η ώρα της κυκλοφορίας ήτανε περασμένη. Δε θα μπορούσε νάτανε τίποτε άλλο. Κανείς μας δεν ήξερε τότε τι τον περίμενε από τη μια μέρα στην άλλη. Και πραγματικά. Ενας Γερμανός ψηλός ως απάνω μπήκε στο σπίτι μας. Η γυναίκα μου έτρεμε πίσω μου σαν το καλάμι. Ο Γερμανός κάνει ένα βήμα ακόμα.

"Πού έχετε, με ρωτάει το χριστουγεννιάτικο δέντρο σας;". Και βγάζει από την τσέπη του δυο μικρά παιχνιδάκια.

"Το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας; Δεν έχουμε, του απαντώ. Είμαστε φτωχοί. Δεν έχουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο...".

Ο στρατιώτης, σηκώνοντας το κεφάλι του, κοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα το κρεββάτι του αποκοιμισμένου παιδιού μας και προχωρεί κατά κει με το βρεγμένο του πηλίκιο στα χέρια του. Στέκεται όρθιος, το κοιτάζει για λίγο και ξαπλώνεται πλάι του χαϊδεύοντάς του αλαφρά αλαφρά τα μαλλιά. Περνάνε πέντε λεφτά. Εγώ κι η γυναίκα μου περιμένουμε όρθιοι στην πόρτα. Περνάνε δέκα λεφτά. Ακούμε το στρατιώτη να ροχαλίζει. Η γυναίκα μου, ξεστρώνει μια κουβέρτα από το κρεββάτι μας και περπατώντας στα δάχτυλα, πηγαίνει και τον σκεπάζει. Καθόμαστε έπειτα σιωπηλοί.

"Ολοι είμαστε άνθρωποι, μου λέει εκείνη. Για σκέψου καλά. Ξέρεις τι λέω; Αν μπορούσαμε, για χάρη αυτουνού του στρατιώτη, πούναι κι αυτός ένας άνθρωπος ν' αγοράζαμε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο...".

Την κοιτάζω σκεφτικός.

"Οχι, της λέω. Εχουμε τόσους φυλακισμένους και τόσους που αγωνίζονται όξω δίχως ψωμί. Αλλιώς... Δε λέω. Ολοι είμαστε άνθρωποι. Το ξέρω κι εγώ...". Την άλλη μέρα, ενώ έπαιρνε σιγά - σιγά να βραδυάζει, με περίμενε στην άκρη μιας λεωφόρου, ο Κάρολος, ο Γερμανός στρατιώτης που ήρθε στο σπίτι μου. Βαδίζουμε πλάι - πλάι, κάτω από την αλλέα με τις πιπεριές και πηγαίνουμε να πιούμε κρασί. Καθόμαστε σ' ένα τραπέζι, μόνοι μας στην αρχή κι ύστερα μαζί με δυο άλλους φίλους μου. Ο Κάρολος τραγουδάει σιγά ένα λαϊκό γερμανικό τραγούδι και τα μάτια του λάμπουνε σαν δυο κρίνοι βρεγμένοι από τη δροσιά. Ενας φίλος μου, όταν τελειώνει εκείνος, πιάνει και τραγουδάει τη φλαμουριά. Τον ακούει ο Κάρολος και πίνει το ένα ποτήρι απάνω στο άλλο.

"Ε! Κάρολε. Του λέει ο ένας από τους φίλους μου. Οταν καμιά φορά, θαρθούμε και μεις πάνω στο Ρήνο θα μας προσφέρεις κρασί, πολύ καλύτερο από τούτο...".

Εχω μια στιγμή ζαλιστεί και δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, όταν βλέπω τον Κάρολο να σηκώνεται όρθιος και να δίνει ένα μπάτσο στο φίλο μου. "Εσείς δε θα ρθείτε ποτέ στο Ρήνο!" του λέει φτύνοντας το τραπέζι.

Τινάζομαι όρθιος και κάνω να ησυχάσω τον Κάρολο, πιάνοντάς τον από τα μπράτσα. Εκείνος, κάνοντας μια απότομη κίνηση, τραβάει το πιστόλι από τη μέση του και μου το καρφώνει στο στήθος. Κι αμέσως, κάνοντας μια δεύτερη κίνηση, βάζει το πιστόλι στη θήκη του. Δίνει μια κλωτσιά στην καρέκλα που είναι μπροστά του, τρέχει, ανοίγει την πόρτα και χάνεται. Καθώς τρέχει, μου φαίνεται πως σκορπίζονται από τα θυμωμένα του μάτια μια φουχτιά σπίθες μες στην ταβέρνα. Εμείς, ξυλιασμένοι στις θέσεις μας, κοιταζόμαστε σαν να χάσαμε τη φωνή μας. Τα χέρια μας έχουν παραλύσει. Αφήνουμε τα ποτήρια μας γιομάτα κρασί κι ένας μας πίσω απ' τον άλλο, σηκώνουμε τους μαύρους γιακάδες μας, ανοίγουμε την πόρτα και χανόμαστε μες στο σκοτάδι, σα να πηδάμε, ένας - ένας στην άβυσσο...".

(Από το βιβλίο "Απ' την Εθνική μας Αντίσταση. Διηγήματα για παιδιά".Εκδόσεις "Αρδηττός" 1987)

Χριστούγεννα ελληνικής λογοτεχνίας

Μύθος του ανθρώπου και η γέννησή του θε-Ανθρώπου Χριστού ενέπνευσε και θα εμπνέει σ' όλους τους τόπους και καιρούς τους δημιουργούς. Εγινε Λόγος ποιητικός και πεζογραφικός - και εκφραστής των ιδεών, των κοινωνικών εμπειριών, των βιωμάτων και συναισθημάτων του ανθρώπου, αλλά και των παραδόσεων, των πόθων και ελπίδων των λαών.

Χριστούγεννα σήμερα. Ωρες σχόλης. Μα ας γίνουν και ώρες - λίγης έστω - ασχολίας μας με σχετική ποίηση και πεζογραφία Ελλήνων δημιουργών.

Επιλογή κειμένων:

Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ