ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 1997
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Πήγε "πιο πέρα απ' τον ορίζοντα... "

"Τα πολυβόλα σωπάσαν οι πόλεις/ αδειάσαν και κλείσαν/ Ενας βοριάς παγωμένος σαρώνει την έρημη γη/ Στρατιώτες έρχονται πάνε - ρωτάνε γιατί πολεμήσαν/ και συ ησυχάζεις, το δάκτυλο βάζεις να βρεις την πληγή...". Οι στίχοι στο στόμα και στην ψυχή να φτερουγίζει η μελωδία του τραγουδιού του. Οικεία, αγαπημένη... Μη με ρωτάς... σε θυμάμαι...

Παιδί Ελλήνων της διασποράς, ο Μάνος Λοϊζος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 22 Οκτωβρίου 1937. Με τη μουσική έρχεται σε επαφή από μικρός. Παίρνει μαθήματα κιθάρας, πιάνου, βιολιού. Στα μέσα της δεκαετίας του '50 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή στη Φαρμακευτική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική. Αφήνει και τις δύο, αφού ήδη τον έχει κερδίσει η μεγάλη του αγάπη: η μουσική. Το "Τραγούδι του Δρόμου" του Λόρκα, που το βρίσκει στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου) τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του '62 με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο. Οι δημοκρατικοί αγώνες του '64 - '65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Κάθε άλλο, καθώς τα τραγούδια που έγραψε εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ηταν η εποχή που οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την παιδεία, τραγουδώντας το "Δρόμο",το "Ακορντεόν",τον "Τρίτο Παγκόσμιο".

Τραγούδια διαμαρτυρίας

Η ιδεολογική του στράτευση, η ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για ειρήνη, ισότητα, αξιοπρέπεια, θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα όπως τα "Νέγρικα" σε ποίηση του Γιάννη Νεγρεπόντη,τα οποία για πρώτη φορά παρουσιάζονται στη θρυλική συναυλία της ΕΦΕΕ, στις 19 Απρίλη του 1967 με ερμηνευτές την Μ. Φαραντούρη και τον Γ. Ζωγράφο. "Οσο η σιωπή είναι χρυσός/ τόσο του νέγρου ο ιδρώς/ για τον λευκό είν' θησαυρός/ στράφι του νέγρου ο θυμός/("Κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ").Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί.

"Για μένα η μουσική είναι μέσον",έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του στη "Δημοκρατική Αλλαγή" το '66, αναφερόμενος στο μουσικό τους ύφος. "Τα εκφραστικά μου μέσα πηγάζουν από αυτά που θέλω να πω.Στη συγκεκριμένη περίπτωση των "Νέγρικων" χρησιμοποίησα για πρώτη φορά ηλεκτρικές κιθάρες και όργανο στην ορχήστρα μου, όπως και ρυθμό σέικ και μποστέλα κ.ά. Για μένα το φαινόμενο γιε - γιε είναι φαινόμενο που καθρεφτίζει την εποχή μας. Το σέικ δεν έχει καμία σχέση με το τσα - τσα ή το μάμπο - ρυθμούς μάλλον αισθησιακούς. Οι σύγχρονοι ρυθμοί (σέικ) είναι ρυθμοί διαμαρτυρίας, μοναξιάς και αυτοσεβασμού. Και η ποίηση των "Νέγρικων" με οδήγησε σ' αυτούς γιατί τα θέματά τους μιλάνε για αδικία κι εκμετάλλευση - προβλήματα που έχουν απήχηση σε όλον τον κόσμο. Δεν επιδίωξα να κάνω σέικ. Εχοντας όμως μέσα μου αυτή την παγκόσμια φωνή διαμαρτυρίας που εκφράζει, το σέικ ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο".

Λάτρεψε το λυρισμό

Με τον ερχομό της δικτατορίας οι συλλήψεις είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο. Ο Μάνος επιλέγει την αυτοεξορία, όμως μετά από έξι μήνες στην Αγγλία, στις αρχές του '68, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέσα στην εφταετία ο συνθέτης γράφει τραγούδια, που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γ. Νταλάρα και Γ. Καλατζή. Κυκλοφορεί τους δίσκους "Ο Σταθμός", "Θαλασσογραφίες", "Ευδοκία" (για την ταινία του Αλ. Δαμιανού), "Να 'χαμε τι να 'χαμε".Παράλληλα, όμως, συνθέτει και πολλά κομμάτια που τα τραγουδά "σε φιλικό κύκλο" και δεν ακούγονται "ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας", όπως ο ίδιος έλεγε. Ανάμεσά τους ο "Τσε",ο "Μέρμυγκας",τα "Συρματοπλέγματα",το "Μη με ρωτάς".Στην περίοδο '74 - '76 ακολουθούν οι κύκλοι "Καλημέρα ήλιε", "Τα τραγούδια του δρόμου", "Τα τραγούδια μας".Τα τελευταία, σε στίχους του Φώντα Λάδη, είναι λαϊκά, πολιτικά τραγούδια με αναφορές σε καυτά προβλήματα. Ανάμεσά τους τα "Πάγωσε η τζιμινιέρα", "Λιώνουν τα νιάτα μας", "Το Δέντρο".Το 1979 θα κυκλοφορήσουν τα "Τραγούδια της Χαρούλας",σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): "Τίποτα δεν πάει χαμένο", "Μες το πλήθος", "Ολα σε θυμίζουν", "Γύφτισσα τον εβύζαξε" κ.ά. Ακολουθούν ο τελευταίος του δίσκος "Για μια μέρα ζωής" και μετά το θάνατό του τα "Γράμματα στην αγαπημένη" σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.Στη συνέχεια υπήρξαν πολλές ακόμη εκδόσεις τραγουδιών του, ενώ το 1995 θα δει το φως ο δίσκος με παιδικά τραγούδια του και τίτλο "Κάτω από ένα κουνουπίδι".

Αναμφισβήτητα ο Μάνος Λοϊζος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού. Η μουσική του οικεία, φιλική, παραμένει αξεπέραστη στο χρόνο, καταφέρνοντας πολλά χρόνια μετά να συγκινεί, να συναρπάζει, όχι μόνο παλιότερες γενιές, αλλά και πολλούς νέους ανθρώπους. Το μυστικό της τέχνης του ίσως να βρίσκεται στο ότι κατάφερε "να πρωτοτυπεί παραμένοντας γνώριμος μέσα σε μια μουσική ατμόσφαιρα ελεγειακής πραότητας και ταυτοχρόνως πειστικής αγωνιστικότητας" (Γιάννης Ρίτσος). "Ο Μάνος Λοϊζος", αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης, "από το πρώτο έως το τελευταίο τραγούδι του λάτρεψε μόνο έναν Θεό: το Λυρισμό. Νωχελικός, ονειροπόλος, αιθεροβάμων, δε ζήτησε από τη μουσική τίποτε άλλο, εκτός από την ψυχή της. Γι' αυτό και δεν προσπάθησε ίσως να εξοπλιστεί με τα όπλα που βοηθούν τον τραγουδοποιό και κυρίως τον συνθέτη να δαμάσει, να συνεργαστεί και να δώσει φόρμες στο υλικό του. Το τραγούδι του, σαν το σταφύλι, δε ζητούσε παρά μόνο τον ήλιο για να γλυκάνει και τον τρυγητή για να το κάνει μούστο και να το πιει. Ετσι, το ελληνικό τραγούδι του οφείλει μια ξεχωριστή, μοναδική και ανεπανάληπτη εποχή νεότητας και δε γερνά και δεν περνά. Αλλά, αντίθετα, θα αναγεννιέται κάθε στιγμή που θα συναντά τη ζωντανή ευαισθησία της ανθρώπινης καρδιάς... Μπόρεσε μ' ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι να πάει μια πήχη πιο πέρα από τον ορίζοντα".

Μη με ρωτάς, σε θυμάμαι...

Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώνονται στις 17 του Σεπτέμβρη από το θάνατο του Μάνου Λο'ϊζου. Ενα οδοιπορικό στο έργο του θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Κυριακή (21/9), στο αφιέρωμα που διοργανώνεται στο 23ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - "Οδηγητή", στα Ιλίσια

Ενα φτερούγισμα "χελιδονιού", ένα ταξίδι με τον "Σεβάχ τον θαλασσινό", ένας λυγμός από την κορνέτα του "γέρου νέγρου Τζιμ", μια υπόσχεση ότι "η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει".

Δεκαπέντε χρόνια πάνε, που ο πολυαγαπημένος μας, ο Μάνος Λοϊζος δεν είναι εδώ... Δεκαπέντε χρόνια. Κι όμως ο Μάνος είναι και θα είναι εδώ. Μέσα από τις δεκάδες μελωδίες του, που συνεχίζουν να κάνουν τις καρδιές κάθε γενιάς να πάλλονται πιο δυνατά και να δίνουν μερτικό στο όνειρο. Μέσα από τα πολλά, πανέμορφα τραγούδια του, που μένουν πάντα τα τραγούδια μας και είναι αυτά ένας, σπουδαιότατος - εκτός από όλα τα άλλα σπουδαία που ήταν ο Μάνος - λόγος που δεν τον έχουμε αποχωριστεί. Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώνονται στις 17 Σεπτέμβρη. Από εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής, που μια πικρή είδηση συντάραξε τους παραβρισκόμενους στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ,στο Περιστέρι. Ο Μάνος Λοϊζος, ο ταλαντούχος, ο ασυμβίβαστος, ο ρομαντικός, ο πηγαίος δεν υπήρχε πια, ο σύντροφος της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, στις 3 το μεσημέρι είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, σ' ένα νοσοκομείο της Μόσχας.

Η είδηση του θανάτου του συνθέτη του "Δρόμου", του "Δέντρου", του "Ακορντεόν", του μελωδού με τα μεγάλα, καθάρια μάτια, στα 45 του μόλις χρόνια, έκανε το πολύβουο κοινό του Φεστιβάλ να σιγήσει. Πολλούς να δακρύσουν. Κάποιους να κλάψουν πολύ κι ακόμη να μη δέχονται το θάνατό του. Εκανε το κοινό του Φεστιβάλ, δακρυσμένο να ενώσει τη φωνή του με τη δική του φωνή που ερχόταν από τα μεγάφωνα, τραγουδώντας κάποια από τα τραγούδια του. Ο Μάνος, ο αγωνιστής της τέχνης, ο καλλιτέχνης του αγώνα της εργατικής τάξης κι όλου του λαού, που είχε "ταξιδέψει" στα πέλαγα της μελωδίας του, είχε πλέον περάσει από τη μνήμη στην καρδιά.

Δεκαπέντε χρόνια μετά και ο μουσικός λόγος του Μάνου Λοϊζου, αυτός που μας έκανε να ονειρευτούμε, να χορέψουμε, ν' αφυπνιστούμε, να ερωτευτούμε, που μας συνόδεψε σε μικρές και μεγάλες στιγμές, θ' ακουστεί στο 23ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - "Οδηγητή",στην Πανεπιστημιούπολη, στα Ιλίσια. Οχι ότι όλα αυτά τα χρόνια έλειψε, καθώς πολλές φορές τραγούδια του συντρόφευαν τις εκδηλώσεις των νέων κομμουνιστών. Στο φετινό Φεστιβάλ, όμως, όλα θα θυμίζουν τον Μάνο.

Ενα αφιέρωμα στον ίδιο και το έργο του, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, την Κυριακή, 21 Σεπτέμβρη (9.45μμ) θα θυμίσει μεγάλες στιγμές της δημιουργίας του συνθέτη, που με το ταλέντο, το ήθος, την αγωνιστικότητά του έγραψε τη δική του, μεγάλη ιστορία στο "βιβλίο" της σύγχρονης μουσικής μας δημιουργίας. Ενα οδοιπορικό στο σύνολο του έργου του μεγάλου μελωδού, μέσα από τραγούδια με στίχο πολιτικό και κοινωνικό, από μπαλάντες ερωτικές, από κομμάτια λαϊκά, την ενορχήστρωση των οποίων έχει επιμεληθεί ο μουσικός και συνθέτης Γιάννης Ιωάννου.

"Αχ χελιδόνι μου", "Αλλο τίποτα δε μένει", "Λιώνουν τα νιάτα μας", "Τζιμινιέρα", "Το μερτικό μου απ' τη χαρά", "Η μέρα εκείνη δε θ' αργήσει", "Το νανούρισμα", "Ο γέρο νέγρο Τζιμ", "Τέλι τέλι", "Γερνάς και σκοτεινιάζει", "Πρώτη Μαϊου", "Τσε", "Σ' ακολουθώ", "Μη με ρωτάς", "Η κουτσή κιθάρα" είναι ορισμένα από τα τραγούδια που θ' ακουστούν από τους Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Αφροδίτη Μάνου, Γεράσιμο Ανδρεάτο, Μιλτιάδη Πασχαλίδη, Καλλιόπη Βέττα, Αθηνά Μόραλη και Αργυρώ Καπαρού.

"Θα προσπαθήσουμε",λέει ο Γ. Ιωάννου, "να παρουσιάσουμε όχι μόνο το πολύ γνωστό "πρόσωπο" του Μάνου Λοϊζου, εξηγώντας ότι εκτός από κάποια πολύ γνωστά τραγούδια του, υπάρχουν και κάποια λιγότερο δημοφιλή, αλλά ιδιαίτερα όμορφα".Υπογραμμίζοντας ότι "η μουσική του Μάνου συνόδεψε όλη μου την εφηβεία",ο Γ. Ιωάννου αναφέρεται σ' ένα γεγονός, που έχει χαραχτεί βαθιά στη μνήμη και την ψυχή του: "Ημουν στο 8ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - "Οδηγητή" στο Περιστέρι, μετέχοντας στο διαγωνισμό έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, που τότε πρωτοξεκινούσε, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά δικές μου συνθέσεις. Αυτό το σημαντικό για μένα γεγονός σημαδεύτηκε από την είδηση του θανάτου του Λοϊζου. Η θλίψη όλων ήταν μεγάλη. Δε θα ξεχάσω τον Χρήστο Λεοντή, πίσω από ένα καμαρίνι να κλαίει...".Αναφερόμενος στη μουσική του Λοϊζου λέει: "Επέμενε να διαμορφώνει τον ήχο του μ' έναν τρόπο μοναδικό.Είναι κάτι για το οποίο τον θαυμάζω. Πιστεύω ότι τα τραγούδια του παραμένουν ζωντανά. Αυτοδίκαια ο Λοϊζος έχει θέση ανάμεσα στους μεγάλους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού. Αυτή η θέση του αξίζει".

"Ανήκω",λέει ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης,"στη γενιά που μεγάλωσε με τα τραγούδια του Λοϊζου. Είναι πολύ σημαντικό και συγκινητικό για μένα να συμμετέχω σε μια συναυλία, όπου όλα θα θυμίζουν τον Μάνο.Αν και δεν τον γνώρισα - ήμουν μικρός όταν πέθανε - η παιδική και εφηβική μου ηλικία σημαδεύτηκε από τα "άπαντα" του Λοϊζου. Πολλά από τα τραγούδια του έχουν μείνει κλασικά. Ο Λοϊζος, για μένα, είναι ταυτισμένος με κάτι αγωνιστικό και κάτι πολύ βαθιά τρυφερό".

"Η μουσική του Λοϊζου",λέει η Καλλιόπη Βέττα,"είναι εκπληκτική με το μεγάλο εύρος και το διαφορετικό ύφος της.Εχει σφραγίσει τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, έχει συνδεθεί με τις πιο όμορφες στιγμές μας, μεγάλες και μικρές. Το έργο του είναι διαχρονικό, πάντα θ' ακούγεται ευχάριστα. Δε νομίζω ότι ξεπερνιούνται τέτοιες δυνατές μελωδίες και στίχοι. Πάντα θ' αγγίζουν την ψυχή μας. Τα τραγούδια του είναι αξεπέραστα και πάντα επίκαιρα. Και είναι μεγάλη χαρά να τα τραγουδάς".

Στρατευμένος δημιουργός

Στο πρόσωπο του Μ. Λοϊζου υπήρχε ενότητα ζωής και έργου, που σπάνια πετυχαίνεται. Ηταν πρωτοπόρος συνδικαλιστής στο χώρο των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού και με συνέπεια πάλεψε για τα πνευματικά τους δικαιώματα από τις εταιρίες και την κασετοπειρατεία μέσα από την ΕΜΣΕ (υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του σωματείου). Στρατευμένος αγωνιστής της μαχόμενης Αριστεράς, πίστευε ακράδαντα πως ο λαός διαθέτει εκείνες τις δυνάμεις που μπορούν να τον οδηγήσουν σε μια καλύτερη μοίρα."Βεβαίως, έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του στην "Εβδομάδα" (το απόσπασμα από το βιβλίο του Θανάση Συλιβού "Μάνος Λοϊζος... η δική του ιστορία"), και πρέπει ο καλλιτέχνης να είναι στρατευμένος ιδεολογικά. Το θέμα είναι να μπορείς να είσαι στρατευμένος και συγχρόνως γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις. Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί, μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής, μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά".Και αλλού: "Αν θεωρήσουμε στράτευση τη διαρκή εξυπηρέτηση της κοινωνικής συνείδησης, τότε, σαν ένα ενεργό μέρος κι εγώ αυτής της κοινωνικής συνείδησης, θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο" ("Τετράδιο").



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ