ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Νοέμβρη 1997
Σελ. /50
ΚΕΝΗ
Τα "πανωτόκια"

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Τα "πανωτόκια", λοιπόν. Οχι πως ήτανε άγνωστη λέξη, τη γνωρίζαμε και πολύ καλά μάλιστα. Υστερα, μην ξεχνάτε πως τον τελευταίο καιρό, χωρίς να το θέλουμε, γίναμε μαθητές οικονομολογικών σεμιναρίων. Οποιο τηλεοπτικό κανάλι και να ανοίγαμε, για την οικονομία θα βλέπαμε να μιλάνε. Και όχι, βέβαια,για την οικονομία της αγοράς και του μόχθου, για το μεροκάματο, π.χ., ή το καλάθι της νοικοκυράς και το καχεκτικό πορτοφόλι του συνταξιούχου. Η συζήτηση στρεφόταν γύρω από τη θεωρία της οικονομίας. Τους σιβυλλικούς όρους της και τις δυσερμήνευτες κατηγορίες της. Αναφερόταν στο φαινόμενο της κερδοσκοπίας και προσπαθούσε να μας αναλύσει τις διαδικασίες, με τις οποίες οι οικονομικές κρίσεις από την Ανατολή έρχονται στη Δύση, έτσι, γιατί κάποια περίεργη δύναμη, που κανένας δεν ξέρει το όνομά της, το προκαλεί, χωρίς να το θέλει. Φυσικά, μέσα από αυτά τα εντατικά σεμινάρια, δε νομίζω ότι κανένας από μας να κέρδισε τίποτε. Τελειώσαμε τα μαθήματα και μείναμε, όπως προσήλθαμε την ημέρα του αγιασμού, "κουμπούρες". Και μόλις αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τις αδυναμίες μας στον τομέα της οικονομικής θεωρίας και πως έπρεπε να αναζητήσουμε την επιμόρφωσή μας στους γνωστούς χώρους της παραπαιδείας, ξαφνικά, μας προέκυψε ένα άλλο "μάθημα", το ίδιο στρυφνό και βασανιστικά απροσπέλαστο, με το ποιητικό όνομα "τα πανωτόκια".

Και όλα ξανάρχισαν από την αρχή. Ανοίξαμε τα βιβλία. Φορέσαμε τις μαύρες ποδιές και τα πηλήκια με την κουκουβάγια, όπως τότε, τα χρόνια της βασανισμένης μας αθωότητας, και καθίσαμε στα θρανία. Μόνο, που, αυτή τη φορά, το μάθημα το συνόδευαν και οι σχετικές διαφάνειες, όπως γράφουν και στις προσκλήσεις των διαλέξεων, για να προσελκύσουν ακροατές: Αυτό το είδος εν ανεπαρκεία στις μέρες μας. Και όταν μιλάω για διαφάνειες, αναφέρομαι σε όλες αυτές τις γραφικές σκηνές, όπου οι "δανειολήπτες" συγκρούονται με τους "δανειοδότες". Οι πρώτοι να καταριούνται τους δεύτερους και οι δεύτεροι να χλευάζουν τους πρώτους. Αίσχος, να φωνάζουν οι μεν. Ντροπή σας, να ξεφωνίζουν οι δε. Εμείς, όμως, οι φτωχοί μαθητές τι καταλάβαμε από αυτόν το δεύτερο κύκλο των οικονομικών μαθημάτων; Τι μπόρεσε να περάσει μέσα από τα φτωχά μας πηλήκια και να κατασταλάξει στο απορημένο μας μυαλό; Τίποτε. Ναι, τίποτε το οικονομολογικό, βέβαια. Γιατί καταλάβαμε και μάθαμε άλλα πολλά και πολύ σοβαρά "πράγματα".

Μάθαμε πως η διαλυμένη μας κοινωνία εξακολουθεί να είναι χωρισμένη στα δύο. Κι ας λένε πως άλλαξαν όλα και πως είναι λάθος να πιστεύουμε στις παλιές θεωρίες, που μας μιλούσαν για έναν κόσμο φτιαγμένο από τους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους. Τίποτε δεν άλλαξε. Τα "πανωτόκια", μας το αποκάλυψαν ένα πρωί ξαφνικά στις τηλεοπτικές μας κρεβατοκάμαρες. Μας αποκάλυψαν την ανάγκη της αντίστασης. Την ανάγκη της εξέγερσης. Γιατί, αλλιώς, έτσι θα πάει η ζωή μας: Από τη μια αυτοί που δίνουν και από την άλλη αυτοί που παίρνουν. Οι μεν να ιδρώνουν και να αιμορραγούν και οι άλλοι να μετράνε τον κόσμο μέσα από τα ανθισμένα τους παράθυρα. Από τη μια, αυτοί που αποφασίζουν, αυτοί που ψεύδονται, αυτοί που συνωμοτούν και, από την άλλη, αυτοί που εκτελούν, θέλουν - δε θέλουν, τις αποφάσεις των πρώτων. Από την άλλη, όσοι πνίγονται μέσα στο τέλμα της ψευδολογίας και δεν μπορούν να αντιδράσουν, γιατί τους παγιδεύουν τα κόλπα των συνωμοτών.

Να, τι μας αποκάλυψαν τα "πανωτόκια": Μια κοινωνία, όπου μόνο ο Αρειος Πάγος ξέρει το δίκιο και την αλήθεια. Εμείς οι άλλοι το μόνο που ξέρουμε είναι ο πόνος της αδικίας. Ξέρουμε ότι μας αδικούν, αλλά δεν έχουμε τον τρόπο να γράψουμε με κόκκινη μπογιά τον πόνο μας στον τοίχο και να μας δικαιώσουν. Μας αποκάλυψαν, δηλαδή, πως μέσα στον απάνθρωπο κόσμο μας οι μεγάλες, καθημερινές έννοιες δεν είναι αυτονόητες. Ετσι, αυτό μας αποκάλυψαν τα "πανωτόκια", πως πρέπει να ψάξουμε, για να βρούμε ερμηνείες. Πρέπει να πάμε στα δικαστήρια και στους γιατρούς, στους ωροσκόπους και στις χαρτορίχτρες, για να μας πουν τι σημαίνει φτώχεια, αδικία, εκμετάλλευση. Πρέπει να βρούμε το μαγικό τηλέφωνο, που πάντοτε αρχίζει από ένα μηδενικό και να ρωτήσουμε, για να μας πουν ποιος φταίει για την ήττα μας, για την ανεξήγητη καθημερινή μας περιπέτεια. Να μας εξηγήσουν, τι θα πει εξουσία και με ποιον τρόπο διαφεντεύει τη δική μας ζωή, χωρίς να ρωτάει κανέναν από μας!

Μη γελιέστε, λοιπόν, καλοί μου σύντροφοι, όλες αυτές οι περίεργες λέξεις διαβάζονται με πολλούς τρόπους και πρέπει να τους μάθουμε. Κι όλα αυτά, που σας έλεγα στην αρχή, για σχολεία και μαύρες ποδιές, για πηλήκια και κουκουβάγιες, έτσι τα έλεγα, για να γελάσουμε μέσα στη μαύρη μας θλίψη. Ψάξτε μέσα βαθιά στα ταλαιπωρημένα σας σπλάχνα και θα βρείτε όλες τις ερμηνείες. Οι άνθρωποι της δουλιάς δε χρειάζονται φροντιστήριο, για να καταλάβουν τι τους απειλεί και τι τους υπονομεύει. Ο κόσμος του μόχθου και της στέρησης είναι ένα μεγάλο βιβλίο, όπου μέσα του μπορούμε να βρούμε όλες τις απαντήσεις. Γιατί να καταφεύγουμε, λοιπόν, στην παραπαιδεία; Γιατί να στηνόμαστε μπροστά σε όλους αυτούς τους απερίγραπτους αναλυτές και, στο τέλος, να κοιμόμαστε ήσυχοι πως μάθαμε την αλήθεια; Δε μας μαθαίνουν τίποτε, καλοί μου. Μόνο το χρόνο μας τρώνε, για να μας πείσουν πως όλα πάνε καλά. Η Δικαιοσύνη θα λάμψει, όπως λέει και μια περίεργη παροιμία. Οι ένοχοι θα τιμωρηθούν, οι αθώοι θα αποζημιωθούν και όλοι, στο τέλος, θα καθίσουμε στο τραπέζι της κοινωνικής ειρήνης. Από τα "πανωτόκια", όμως, πώς θα γλιτώσουμε; Εσείς πιστεύετε πως αυτοί οι απείθαρχοι καλικάντζαροι, που ροκανίζουν τις ρίζες της πονεμένης ζωής μας, θα ακούσουν τον εισαγγελέα; Θα υπακούσουν, δηλαδή, στις εντολές της φουκαριάρας της Δικαιοσύνης; Μα, ποιος την ακούει αυτήν, εδώ που τα λέμε. Αυτό έλειπε να την ακούσουν τα "πανωτόκια". Αυτά τα περίεργα μπάσταρδα, που, έτσι που τ' ακούω, μου φέρνουν στο μυαλό εκείνα τα χαμένα ορφανά, τον Ρέμο και τον Ρωμύλο, που μεγάλωσαν, αφού δεν είχανε τη δική τους μαμά, πίνοντας το γάλα μιας πονόψυχης λύκαινας!

Μάθαμε πως η διαλυμένη μας κοινωνία εξακολουθεί να είναι χωρισμένη στα δύο. Κι ας λένε πως άλλαξαν όλα και πως είναι λάθος να πιστεύουμε στις παλιές θεωρίες, που μας μιλούσαν για έναν κόσμο φτιαγμένο από τους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους. Τίποτε δεν άλλαξε. Τα "πανωτόκια", μας το αποκάλυψαν ένα πρωί ξαφνικά στις τηλεοπτικές μας κρεβατοκάμαρες. Μας αποκάλυψαν την ανάγκη της αντίστασης. Την ανάγκη της εξέγερσης


Μετά το Festival, τι;

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

Πρώτα ακούστηκε ο παιάνας, όπως κάθε χρόνο! Δυνατά! Αμέσως μετά, ο υπουργός Πολιτισμού χτύπησε το "γκογκ". Τότε άνοιξαν οι ουρανοί. Χιλιάδες άγγελοι με επίσημες στολές - και άλλοι με στολές αγγαρείας - κατέβηκαν στη Γη. Η πόλις γέμισε μικρούς σατανάδες - πονηρά πλασματάκια - που τρύπωσαν στις αποθήκες και άρχισαν να βγάζουνε του κόσμου τις μπομπίνες. Εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα φιλμ άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών. "Πού ήσαστε, ρε, εσείς τόσον καιρό", φώναζαν. Αλλοι, βέβαια - πιο θυμωμένοι - και φώναζαν και βλαστημούσαν!

Και βεβαιώθηκαν - με μοναδική βεβαιότητα, για μια ακόμα φορά - πως ένα ακόμα - θαυματουργό - θαύμα της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας λάβαινε χώρα! Τότε, όπως θα έλεγε και ο ποιητής, σήκωσαν όλοι τα χέρια στους ουρανούς, για να ευχαριστήσουν τους θεούς του εκσυγχρονισμού για το αποτέλεσμα! Η συμπρωτεύουσα γονάτισε με ευλάβεια. Ο κινηματογράφος, όπως γίνεται κάθε φθινόπωρο, την αγκάλιασε - για μια ακόμα φορά - μέχρι πνιγμού! Μαζί με τις άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, ο κόσμος έχασε τον ύπνο του. "Ρε, τους μπαγάσηδες", φώναζε και ξαναφώναζε. Η Θεσσαλονίκη έγινε Βερσαλλίες και βάλε! Ακόμα και ο Θερμαϊκός έβαλε τα κλάματα από τη συγκίνηση!

Και όπως γίνεται με όλους της Γης τους πεινασμένους, που τους πετάνε κουραμάνες τα αεροπλάνα και γίνεται σκοτωμός για να πάρει ο καθένας την μπουκιά που του τυχαίνει, έτσι και τούτος ο κόσμος, για δέκα μέρες, θα συνωστίζεται στα ταμεία. Θα σπρώχνει και θα σπρώχνεται. Και ύστερα, όπως γίνεται - πάντα - όταν φεύγουν τα αεροπλάνα, ξανά - μανά τα σφηνάκια. Η πόλις θα μείνει χωρίς κινηματογραφικά όνειρα. Θα μπει στη χειμερία νάρκη της. Εκεί που την καταδίκασαν τα παιδιά "τα κακά και τα ατίθασα", που έχουν αναλάβει και τον πολιτισμό της πατρίδας μας. Αυτά τα παιδιά - τα πονηρά και τα ξύπνια - που αδειάζουν το μαγαζί, για να γεμίσουνε τη βιτρίνα που φαίνεται! Εκεί, τελικά, που στέκονται οι πελάτες και χαζεύουν!

Εκεί που άφησαν τα πράγματα πέρυσι, από εκεί τα ξανάπιασαν φέτος. Μόνο το σκηνικό άλλαξαν για να μην πλήττουν. Στο μεταξύ, στο διάστημα που μεσολάβησε, συσσωρεύτηκαν - πώς θα γινόταν αλλιώς - ακόμα περισσότερα τα προβλήματα. Πεδιάδες ολόκληρες, πολιτείες και χωριά, χωρίς κινηματογράφο. Εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά, που τώρα γεννιούνται, δε θα γνωρίσουν ποτέ τη σκοτεινή αίθουσα. Ποιος νοιάζεται για την υποδομή. Αυτή δε φέρνει ψήφους. Φωνάξτε τις μαζορέτες του Κόκκαλη να 'ρθουμε στα ίσα μας. Η τέχνη είναι ένα χαρούμενο παιχνίδι και τίποτ' άλλο! Ασε τον Μπρεχτ να χτυπιέται πως είναι "ναι, χαρούμενο παιχνίδι, όχι όμως χαζό". Η τέχνη είναι παιχνίδι γνώσης! Αυτά είναι ψιλά πράγματα, πάμε στο μύλο να κάνουμε κεφάλι!

Και να τα τσιφτετέλια και να τα στριπ - τιζ. Βάλτε και στάχτη στο ποτό να τελειώνουμε. Πετάξτε δέματα και στον Τύρναβο. Ετσι και αλλιώς, ευθύνες δεν αναλαμβάνετε. Ούτε απαντάτε στο ερώτημα: Μετά, τι γίνεται μετά; Ποιος νοιάζεται για το μετά, τώρα έχει αξία, που μας τραβάει η τηλεόραση. Που έχουμε τους αριθμούς με το μέρος μας. Που έχουμε και τους ξένους να λένε "πόσο μας εκτιμούν". Τώρα που βρισκόμαστε σε σύμπνοια! Τώρα που βρίσκεται στα επάνω του το τίποτα! Στην περίοδο που αγιάζει η μετριότητα! Στην περίοδο που δολοφονείται το όραμα!

Μετά, τι θα γίνει μετά; Τι θα γίνει την άλλη Δευτέρα; Θα ανοίξετε πανεπιστημιακή σχολή για τον κινηματογράφο; Θα βάλετε στον κρατικό προϋπολογισμό το κονδύλι για την παραγωγή; Θα ανοίξετε αίθουσες στην επαρχία; Θα βάλετε την καλλιτεχνική παιδεία στα σχολεία; Θα αναλάβετε, τέλος πάντων, τις ευθύνες σας;

Δεν μπορείτε να κάνετε γιορτές για τον κινηματογράφο και να γλεντάτε, όταν ο κόσμος του cinema ζει στην απόγνωση. Εσείς, τους χώσατε στην απελπισία. Τους βάλατε στην ουρά να παρακαλάνε το - αναφαίρετο - δικαίωμα στη δημιουργία. Στέκεστε απέναντι με το μυδράλιο και σημαδεύετε. Τους απαγορεύετε με τη βία την έκφραση. Τους στερείτε - γκανγκστερικά - τη χαρά να πούνε το λόγο τους. Να πάρουνε γεύση της ευτυχίας, που φέρνει η προσπάθεια. Δε γίνεται πολιτισμός με απειλούμενους και εκβιασμένους καλλιτέχνες. Στο τέλος, θα χορεύετε σαν τα ζόμπι απάνω στα πτώματα των καλλιτεχνών!



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ