ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Σεπτέμβρη 1998
Σελ. /47
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ο χάρτης δεν είναι ακόμα έτοιμος

Εκατοντάδες επιχειρήσεις αποτελούν αντικείμενο εξαγορών και συγχωνεύσεων στα πλαίσια των επιδιώξεων της άρχουσας τάξης ν' αυξάνει συνεχώς τα κέρδη της

Το κονιάκ ΜΕΤΑΞΑ,το σήμα κατατεθέν της χώρας στο εξωτερικό, τουλάχιστον για μισό αιώνα, εδώ και μια δεκαετία εξαγοράστηκε από την αγγλική πολυεθνική GRAND METROPOLITAN. Η ΠΑΥΛΙΔΗΣ και οι σοκολάτες της, που από τη δεκαετία του '30 γλύκαινε την πιτσιρικαρία, ανήκει εδώ και καιρό στην πολυεθνική "Γιάκομπς Σουσάρ". Οι πάλαι ποτέ μπακαλόγατοι της οικογένειας Βασιλόπουλου,που άνοιξαν τη δεκαετία του '60 τα πρώτα σούπερ μάρκετ, για να προφέρουν "και του πουλιού το γάλα", προσφέρουν, από τις αρχές της δεκαετίας, κέρδη σε πολυεθνική της Δανίας. Η "ΑΓΕΤ - Ηρακλής",που με το τσιμέντο της χτίστηκε η μισή Ελλάδα, εξακολουθεί να είναι μια σημαντική μονάδα στα χέρια του... ιταλικού καρτέλ, ενώ ο "Ακάκιος" της ΜΙΣΚΟ εδώ και καιρό είναι κι αυτός Ιταλός! Η μισή "Μότορ Οϊλ", χάριν της οποίας συντάχθηκαν νόμοι και ταυτόχρονα παρακάμφθηκαν άλλοι, πουλήθηκε σε Σαουδάραβες. Η ελληνική ζυθοποιία ΦΙΞ έχει μείνει ανάμνηση. Η "Πειραϊκή - Πατραϊκή" δεν υπάρχει. Οι αρμόδιοι έχουν κανονίσει να πάψουν να υπάρχουν γνωστές και με εγνωσμένο δυναμισμό βιομηχανικές μονάδες, όπως η ΣΟΦΤΕΞ,η ΛΑΡΚΟ και άλλες. Τα ναυπηγεία, ως κλάδος στρατηγικής σημασίας, έχουν υπονομευτεί στο έπακρο.

Ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Παραδοσιακές μονάδες και φίρμες, εταιρίες που στη διάρκεια του αιώνα έδωσαν δουλιά και ταυτόχρονα έφαγαν τα νιάτα της εργατικής τάξης της χώρας, σήμερα είτε ανήκουν σε διάφορες πολυεθνικές, είτε έχουν κλείσει, είτε βρίσκονται στη διαδικασία συνεχών αλλαγών της ιδιοκτησίας τους. Βέβαια, τους Μεταξάδες και τους Παυλίδηδες, τους Τσάτσους και τους Στρατοκατσαμπαίους, ή τους Βαρδινογιάννηδες, δεν είναι να τους κλαις. Αντίθετα, ως γνήσιοι εκπρόσωποι των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων τους, επί δεκαετίες διατηρούσαν τις αντίστοιχες επιχειρήσεις, τις είχαν για όσο πίστευαν ότι τα κέρδη που αποκομίζουν είναι ικανοποιητικά και αφού ξεζουμίζοντάς τες απέκτησαν περιουσίες που απεικονίζονται με εντεκαψήφιους αριθμούς προχώρησαν στην τελευταία πράξη - συναλλαγή. Η τις οδήγησαν στο κλείσιμο, ή τις καταχρέωσαν με εκατοντάδες δισ. δρχ. και τις έδωσαν στο δημόσιο, ή τις πούλησαν σε ξένους συναδέλφους τους...

Οι παραπάνω, βέβαια, περιπτώσεις αφορούν ορισμένες από τις πολύ γνωστές επιχειρήσεις, που ενεπλάκησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στις διαδικασίες συγχωνεύσεων, εξαγορών ή και κλεισίματος. Από κοντά εκατοντάδες άλλες επιχειρήσεις αποτελούν αντικείμενο αγοραπωλησίας και συνεχούς διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε διάφορες ομάδες Ελλήνων και ξένων επιχειρηματιών, του δημοσίου με μεγαλοεπιχειρηματίες κ.ο.κ.

Ο "Ρ" επιχειρεί σήμερα να καταγράψει ορισμένες από τις σημαντικότερες εξαγορές και συγχωνεύσεις που έχουν γίνει την τελευταία τριετία σε διάφορους κλάδους της οικονομίας και κύρια στο χώρο των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιριών, στην αγορά - εμπόριο τροφίμων κλπ.

Εντείνονται οι διεργασίες

Ο χάρτης βέβαια των ανακατατάξεων που συντελούνται στους κόλπους της άρχουσας τάξης δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα. Ο μεγάλος αριθμός και το δυναμικό των υπό ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων, οι διεργασίες στο χώρο των "διαπλεκομένων" και οι ανταγωνισμοί για το μοίρασμα των έργων του λεγόμενου τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, έχουν αναθερμάνει τον αγώνα δρόμου και τους διαγκωνισμούς ανάμεσα στις διάφορες ομάδες του κεφαλαίου.

Ο χώρος των τραπεζών,ο κλάδος δηλαδή όπου βρίσκονται συσσωρευμένα τα περισσότερα κεφάλαια, βρίσκεται σε ιδιαίτερη κινητικότητα όλα τα τελευταία χρόνια. Οι οικονομικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι μέσα στα επόμενα χρόνια, δύο, το πολύ τρεις, όμιλοι θα ελέγχουν πλήρως την αγορά, αφού, όπως προβλέπουν, οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές στον κλάδο δε θα σταματήσουν ούτε με τις ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, ούτε με την επικείμενη μεταβίβαση του 51% της Ιονικής σε ιδιώτες. Μέχρι και τις αρχές του χρόνου θεωρούνταν βέβαιο ότι το όλο "παιχνίδι" ανήκει αποκλειστικά στην Εθνική, ως τράπεζα του δημοσίου, και στην Τράπεζα Πίστεως, η οποία θα ήταν ο δεύτερος πόλος, ενώ από εκεί και πέρα εκτιμούνταν πως είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ακόμα ένας πόλος με μικρότερες ιδιωτικές τράπεζες. Ωστόσο, η εαρινή εισβολή του Λάτση με κεφάλαια από το εξωτερικό και η αποφασιστικότητα που επιδείχτηκε από τον όμιλο να αυξήσει ραγδαία το ποσοστό του στην αγορά, φαίνεται πως άλλαξε τα δεδομένα. Τα άλλαξε μάλιστα τόσο, που αυτή τη στιγμή θεωρείται δύσκολο να προδικάσει κανείς τον τραπεζικό όμιλο που θα πάρει "το πάνω χέρι" στις τράπεζες.

Η πλέον θεαματική κίνηση, πάντως, που έγινε στο χώρο των τραπεζών ήταν αναμφίβολα η απόφαση για τη συγχώνευση της Κτηματικής με την Εθνική Τράπεζα. Αξιόλογα "τραπεζικά πακέτα" διαθέτει πλέον και ο όμιλος Λάτση, ο οποίος μέσω της EUROBANK τα τελευταία δύο χρόνια έχει αποκτήσει την INTERBANK, την CREDIT LYONE, την CHASE MANHATTAN, την Τράπεζα Αθηνών, την Τράπεζα Κρήτης, την POSTBANK Βουλγαρίας, ενώ ελέγχει ουσιαστικά και την Τράπεζα Εργασίας, όπου έχει αποκτήσει το 18,5% των μετοχών.

Η ιδιομορφία στις ανακατατάξεις στον κλάδο των τραπεζών είναι ότι εδώ παίρνει ιδιαίτερα ενεργό μέρος η κυβέρνηση με την ασκούμενη πολιτική της. Ενας χώρος, ο οποίος κυριαρχούνταν από δημόσιους φορείς, μπορεί να αποτελέσει δέλεαρ για τα ιδιωτικά κεφάλαια, μόνο αν υπάρχουν τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις. Η μία, να υπάρχει κατεύθυνση προς τις διορισμένες διοικήσεις των κρατικών τραπεζών να αφήνουν χώρο για τη δράση των ανταγωνιστριών του ιδιωτικού τομέα. Η δεύτερη, να γίνονται κατά καιρούς μεταβιβάσεις κρατικών τραπεζών σε ιδιώτες, όπως δηλαδή έγινε στη χώρα μας με τράπεζες όπως η Πειραιώς, η Αθηνών, η Αττικής, η Κρήτης, Η Κεντρικής Ελλάδας και... έπεται η Ιονική. "Παιχνίδι" παράλληλα γίνεται με τη συνεχή μείωση του ποσοστού συμμετοχής των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα στις κρατικές τράπεζες, όπως, για παράδειγμα, γίνεται στην Εθνική και την Εμπορική.

Εξίσου ραγδαίες είναι και οι εξελίξεις στο χώρο των ασφαλιστικών εταιριών,οι οποίες βέβαια αναπτύσσουν γοργά τομείς υπηρεσιών, που καμιά σχέση δεν έχουν με τις ασφάλειες ζωής και ζημιών. Η εισαγωγή των λεγόμενων τραπεζασφαλιστικών υπηρεσιών και προϊόντων (εταιρίες που δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα σε κλάδους της ασφάλισης, της αποταμίευσης και των επενδύσεων) δημιούργησαν νέα δεδομένα και απαιτήσεις για μεγάλα κεφάλαια εκ μέρους των εταιριών. Η ορμητική, πάντως, εισβολή των ξένων εταιριών άρχισε να περιορίζει τους ορίζοντες δράσης για τις εταιρίες ελληνικών συμφερόντων, οι οποίες τελικά άρχισαν να ενεργοποιούνται στον τομέα των συγχωνεύσεων, όταν το φαινόμενο απέκτησε μαζικό χαρακτήρα στη διεθνή αγορά. Ως σημαντικότερη "κίνηση" στον κλάδο θεωρείται η ενοποίηση των ασφαλιστικών εταιριών του ομίλου της Εθνικής Τράπεζας, που παράλληλα απορρόφησαν και μια σειρά μικρές ιδιωτικές εταιρίες, όπως επίσης και του ομίλου της Εμπορικής. Από την άλλη, ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, από εκείνες που μέχρι στιγμής δεν είχαν άμεσες μετοχικές σχέσεις με τράπεζες, φαίνεται να επιδιώκουν την είσοδό τους στον κλάδο των τραπεζών. Μια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτή της INTERAMERIKAN, που ήδη κατέχει το 12,5% των μετοχών της Γενικής Τράπεζας.

Οι κλάδοι των τροφίμων

Πλήρης είναι η ανατροπή που επήλθε τα τελευταία χρόνια στον τομέα της βιομηχανίας και της εμπορίας τροφίμων.Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για κλάδους που αφορούν ανελαστικές δαπάνες. Με δεδομένο ότι ακόμα και σε συνθήκες σκληρής λιτότητας το τελευταίο που θα περικόψει ο καταναλωτής είναι τα τρόφιμα, και, παρά το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των κλάδων υποστηρίζουν πως τα περιθώρια κέρδους είναι χαμηλά, ο μεγάλος τζίρος έλκει κάθε μεγάλο επιχειρηματία. Πολύ περισσότερο που λόγος γίνεται για έναν συνεχώς διευρυνόμενο τζίρο, ο οποίος αφορά όλο και πιο λίγες επιχειρήσεις, τόσο στον τομέα της παραγωγής, όσο και στο εμπόριο. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάργηση κάθε μέτρου προστασίας της εγχώριας παραγωγής, με την ταυτόχρονη μετατροπή της ελληνικής αγοράς σε χώρο διακίνησης των δυτικοευρωπαϊκών προϊόντων, είχε ως αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος της κατανάλωσης τροφίμων να αφορά εισαγόμενα προϊόντα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι ενδεικτικές οι διεργασίες που ξεκίνησαν από την προηγούμενη δεκαετία στο χώρο της παραγωγής, οι οποίες συνεχίστηκαν τα τελευταία χρόνια στους κλάδους του εμπορίου.

Η εισβολή στις αρχές της δεκαετίας της γαλλικής πολυεθνικής με τα σούπερ μάρκετ - πολυκαταστήματα ΚΟΝΤΙΝΕΝΤ, η εμφάνιση αργότερα του MACRO και οι τάσεις που φάνηκε να διαγράφονται έφεραν τα πάνω κάτω. Η αλυσίδα των "Αλφα - Βήτα", οι εκπρόσωποι της οποίας εκτίμησαν ότι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στον επικείμενο ανταγωνισμό, πωλείται σε πολυεθνική από τη Δανία. Ο Μαρινόπουλος προχωράει σε συνεργασία με την ΚΟΝΤΙΝΕΝΤ, ενώ παράλληλα προχωράει στην εξαγορά γνωστών αλυσίδων σούπερ μάρκετ σ' ολόκληρη τη χώρα. Αλυσίδες όπως η "Φάρμα Τετράς", η ΑΘΗΝΑ, ο "Χριστόπουλος", ο "Λαουτάρης" και άλλες εξαγοράζονται από τον όμιλο ΑΤΛΑΝΤΙΚ και τον Βερόπουλο. Ο τελευταίος επεκτείνει τη συνεργασία του με την πολυεθνική SPAR. Οι ξένες πολυεθνικές, αξιολογώντας μερικές από τις ιδιαιτερότητες της ελληνικές αγοράς, πέρα από τα μεγάλα υπερκαταστήματα, εδώ και τρία χρόνια επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους με μικρά συνοικιακά σούπερ μάρκετ, που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια. Προωθώντας, κύρια, συσκευασμένα, και ορισμένες φορές δεύτερης ποιότητας, εμπορεύματα που οι ίδιες εισάγουν από χώρες του ενδιαφέροντός τους, λειτουργούν ως "εκπτωτικά καταστήματα". Πρωταγωνιστές σ' αυτή την ιστορία είναι τα DIA και τα BAAZAR, που λειτουργούν μέσα σε μικρούς χώρους, με ελάχιστα λειτουργικά έξοδα και στα οποία όταν ψωνίζεις... πληρώνεις και τη σακούλα.

Πιστωτική... ομηρία

Η μεγάλη διάδοση των "πιστωτικών καρτών" και ιδιαίτερα των "καταναλωτικών δανείων", χωρίς ουσιαστικά να δίνει διέξοδο, ώστε οι εργαζόμενοι της χώρας ν' αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τα προβλήματα που προκαλούνται από τη συνεχή μείωση της αγοραστικής δύναμης που έχουν τα εισοδήματά τους, δημιούργησε ευκαιρίες, αλλά και προϋποθέσεις για αλλαγές, κύρια στο χώρο της εμπορίας των ηλεκτρικών - και όχι μόνο - οικιακών συσκευών. Ετσι, αν κάποτε ο έμπορας της γειτονιάς, με συγκεκριμένο μάλιστα ρίσκο, υπέγραφε με τους πελάτες του εκατοντάδες ή και χιλιάδες συναλλαγματικές, τώρα οι κυρίαρχοι του κλάδου από μόνοι τους αναλαμβάνουν την έκδοση καταναλωτικού δανείου από κάποια συνεργαζόμενη τράπεζα. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι αυτό είναι προς όφελος του πελάτη, κάτι τέτοιο, όπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να το κάνει το συνοικιακό κατάστημα. Αν μη τι άλλο, επειδή τις τράπεζες δεν τις ενδιαφέρει να έχουν τέτοιου είδους σχέσεις με κάποιον καταστηματάρχη, ο οποίος πουλώντας μια κουζίνα και ένα πλυντήριο προσβλέπει απλά στο μεροκάματο. Οι εταιρίες όμως υψηλής κεφαλαιακής δομής και μεγάλου τζίρου, οι θεωρούμενοι δηλαδή "καλοί πελάτες" των τραπεζών, είναι πάντα ευπρόσδεκτες. Οι μαζικές πωλήσεις εμπορευμάτων - τα οποία είτε έχουν εισαγάγει οι ίδιοι είτε έχουν εξασφαλίσει με το σύστημα των "εκπτώσεων κλίμακας" - αποκλειστικά με μηνιαίες δόσεις και μάλιστα μικρές (ώστε να κρύβεται το ληστρικό επιτόκιο που ισχύει), και η συνεχής διαφήμιση λειτουργούν ως "κράχτης" και μαγνήτης για την προσέλκυση όλο και περισσοτέρων πελατών για μια - δυο εταιρίες του κλάδου. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες μικρές λειτουργούν σε συνθήκες οικογενειακής απασχόλησης, που πολλές φορές δεν εξασφαλίζουν καν ικανοποιητικό μεροκάματο, αν αναλογιστεί κανείς τον αριθμό των μελών της οικογένειας και τις ώρες που απασχολούνται στο κατάστημα. Την ίδια ώρα φίρμες όπως ο ΚΩΤΣΟΒΟΛΟΣ και ο ΚΟΡΑΣΙΔΗΣ επεκτείνουν τα δίκτυα πώλησης βάζοντας ταυτόχρονα στο χέρι και δεκάδες μικρές ή και μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Ο πρώτος κατάφερε τελικά να εξαγοράσει ακόμα και το ΡΑΔΙΟ ΑΘΗΝΑΙ, ένα από τα παλαιότερα καταστήματα στο χώρο. Ο δεύτερος, πέρα από το ότι ελέγχει και την αλυσίδα ΕΛΕΦΑΝΤ, μόνο στην καταγραφή των εξαγορών μιας χρονιάς όμως εμφανίζονται στο ΚΕΡΔΟΣ στις 17 του Ιούνη, φέρεται να απέκτησε πέρσι τουλάχιστον 5 ομοειδείς μικρές επιχειρήσεις.

Η κινητικότητα είναι παρούσα, όπως φαίνεται και από το σχετικό πίνακα, και σε άλλους κλάδους της οικονομίας, όπου ο ανταγωνισμός μπορεί να μην είναι εμφανής μέσω συνεχών δημοσιευμάτων στον Τύπο, ωστόσο φαίνεται να αφορά την προοπτική ολόκληρων κλάδων της παραγωγικής βάσης της χώρας. Το παράδειγμα με τις μεταλλουργίες είναι αρκετά ενδεικτικό. Ετσι, η συστηματική υπονόμευση εκ μέρους της κυβέρνησης της μεγαλύτερης μονάδας σιδηρονικελίου στην Ευρώπη, της ΛΑΡΚΟ, συνοδεύεται με πολιτικές που ενισχύουν ποικιλοτρόπως συγκεκριμένες ιδιωτικές εταιρίες του κλάδου. Για παράδειγμα, η εταιρία "Μυτιληναίος", που μόλις πρόπερσι μπήκε στο Χρηματιστήριο, εξασφαλίζοντας κεφάλαια αρκετών δισεκατομμυρίων, έχει γίνει γνωστό πως ήδη εξαγόρασε την ανταγωνίστριά της ΜΕΤΚΑ, ενώ πρόσφατα απέκτησε και αντίστοιχη μονάδα στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Από κοντά άλλες μεταλλουργικές επιχειρήσεις προχωρούν σε μεταξύ τους συγχωνεύσεις (ΔΙΔΕΝΟΡ - ΕΡΛΙΚΟΝ), προκειμένου ν' αντιμετωπίσουν τις νέες συνθήκες ανταγωνισμού. Οι αναδιαρθρώσεις συντελούνται και στο χώρο των πετρελαιοειδών, όπου εκτός από την είσοδο της ARAMCO, στις εταιρίες συμφερόντων Βαρδινογιάννη, σε εκτεταμένες συγχωνεύσεις προχώρησαν τα τελευταία δύο χρόνια και τα "Ελληνικά Πετρέλαια" (πρώην ΔΕΠ).

Μέσα στα επόμενα χρόνια πολλά θα έχουμε να παρατηρήσουμε ακόμα σε ό,τι αφορά τις εξαγορές ή τις συγχωνεύσεις, αλλά και τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων. Αλλωστε - κι αυτό είναι το κύριο - αυτές οι διαδικασίες είναι απαραίτητες, τόσο ως μέσο - έστω πρόσκαιρης - αντιμετώπισης των αδιεξόδων που προκαλούν οι αξεπέραστες αντιθέσεις του καπιταλισμού, όσο και ως εργαλείο για να διαιωνίζεται η αρχή που θέλει μια κοινωνία, όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι...

Κ.


ΕΞΑΓΟΡΕΣ - ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Μοιράζονται τα υπερκέρδη όλο και λιγότεροι...

Τι κρύβεται πίσω από τον εντεινόμενο επιχειρηματικό ανταγωνισμό και τα "παντρολογήματα" μεγάλων επιχειρήσεων. Αξεπέραστο το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου στην επιδίωξη τους για συνεχή αύξηση των κερδών τους, σε συνθήκες ουσιαστικής στασιμότητας της παραγωγής παραγωγής

Σε ιδιαίτερη έξαρση βρίσκονται όλα τα τελευταία χρόνια οι διαδικασίες συγχωνεύσεων ή εξαγορών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Το φαινόμενο ούτε καινούριο είναι, ούτε αφορά μόνο τη χώρα μας. Αντίθετα, παρόμοιες διαδικασίες, σε πολύ μεγαλύτερες μάλιστα διαστάσεις, είναι σε πλήρη εξέλιξη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του καπιταλισμού. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτό, που με μια κουβέντα έχουμε συνηθίσει να λέμε συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών κ.ο.κ.; Πού οδηγεί αυτή η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίων στα χέρια όλων και λιγότερων ομάδων του κεφαλαίου;

Στόχος του κάθε καπιταλιστή είναι ένας και μοναδικός. Να μεγαλώσει το κεφάλαιο που βρέθηκε στην κατοχή του. Να αποκομίσει, δηλαδή, το κατά το δυνατόν περισσότερα κέρδη, τα οποία προσαυξάνουν το αρχικό του κεφάλαιο. Το προσαυξημένο κεφάλαιο τοποθετείται και πάλι στην παραγωγή, ώστε να δώσει νέα και προοδευτικά μεγαλύτερα κέρδη, που με τη σειρά τους προσαυξάνουν για δεύτερη φορά το κεφάλαιο, το οποίο ξανατοποθετείται στην παραγωγή διαδικασία κ.ο.κ. Η εξασφάλιση του καπιταλιστικού κέρδους, όπως είναι γνωστό, στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, χωρίς την οποία δεν μπορεί καν να υπάρξει παραγωγική διαδικασία. Μόνο στο βαθμό που ο καπιταλιστής πληρώσει τους εργάτες του με ποσά πολύ μικρότερα από τις αξίες των εμπορευμάτων που οι εργάτες παράγουν, μόνο στο βαθμό δηλαδή που ο καπιταλιστής ιδιοποιείται την υπεραξία των εργατών, μόνο τότε είναι δυνατόν να υπάρχει η συνέχιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Γι' αυτό ακριβώς, εκείνο που προσδιορίζει τη σχέση του ξεχωριστού καπιταλιστή με τον κάθε εργαζόμενο (αλλά και του συνόλου των καπιταλιστών με την εργατική τάξη, του κεφαλαίου με την εργασία συνολικά σε επίπεδο κοινωνίας), είναι η επιδιωκόμενη παραγωγή της υπεραξίας, η προσαύξηση δηλαδή - μετά την ολοκλήρωση της παραγωγής ενός προϊόντος - του λεγόμενου μεταβλητού κεφαλαίου (του κεφαλαίου που προορίζεται για την αγορά εργατικής δύναμης), την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής.

Υπεραξία και κέρδος

Στην καθημερινή μας βέβαια επαφή με την πραγματικότητα πουθενά δε βλέπουμε να εμφανίζεται αυτή η υπεραξία και όλοι μας έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για καπιταλιστικό κέρδος. Αυτό συμβαίνει για δύο κύρια λόγους. Πρώτον, επειδή ο κάθε καπιταλιστής και οι απολογητές του συστήματος συνολικά, πάντα προσπαθούσαν και προσπαθούν να συσκοτίσουν την ουσία των παραγωγικών σχέσεων εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό και να παρουσιάσουν τον πλουτισμό των εκπροσώπων της άρχουσας τάξης, ως, δήθεν, αποτέλεσμα της "ιδιοφυίας", της "καπατσοσύνης", των "πρωτοβουλιών" των κεφαλαιοκρατών. Δεύτερον, επειδή εκείνο που τελικά ενδιαφέρει τους μεγαλοεπιχειρηματίες δεν είναι μόνο ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και η απόδοση που έχει το μέρος του κεφαλαίου που δίνεται για την αμοιβή της εργασίας, αλλά η απόδοση των συνολικών κεφαλαίων που τοποθετούνται στην παραγωγική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, αυτά αποτελούν λυμένα ζητήματα.

Εκείνο που δεν πρέπει να διαφεύγει είναι ότι αν η υπεραξία είναι εκείνο το μέρος της αξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι πάνω από την αμοιβή της εργασίας τους (δηλαδή πάνω από το μεταβλητό κεφάλαιο), κέρδος είναι το μέγεθος της αξίας που αποσπά ο καπιταλιστής σε σχέση με το κεφάλαιο που συνολικά έχει τοποθετήσει στην παραγωγική διαδικασία. Με πολύ απλά λόγια, υπεραξία είναι ό,τι ιδιοποιείται ο καπιταλιστής μέσω του μεταβλητού του κεφαλαίου και άρα μέσω της άμεσης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και κέρδος είναι το ό,τι τελικά αποσπά από την παραγωγική διαδικασία συνολικά, συγκριτικά με το άθροισμα των κεφαλαίων που έχει τοποθέτησε. Από αυτή την άποψη, είναι φυσικό ο κάθε καπιταλιστής να ενδιαφέρεται συνεχώς για την όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Εκείνο όμως που σε κάθε περίπτωση υπαγορεύει και καθοδηγεί τις επιλογές του, είναι η αδιάκοπη αύξηση του ποσοστού κέρδους, της απόδοσης δηλαδή του συνόλου των κεφαλαίων που διαθέτει στην παραγωγή.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η τάση - αυτοσκοπός του κεφαλαίου να μεγεθύνει τα όριά του, εξαναγκάζει - σε πολύ γενικές γραμμές - τους καπιταλιστές να ξοδεύουν όλο και περισσότερο μέρος του κεφαλαίου που διαθέτουν για τις λεγόμενες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου (κτίρια, εγκαταστάσεις, μηχανές), σε σχέση με τα κονδύλια που δαπανούν για την πληρωμή της εργασίας. Είναι φυσικό ότι η απόκτηση μιας κλωστοϋφαντουργικής μηχανής πριν από 15 - 20 χρόνια κόστιζε πολύ λιγότερο από μια σύγχρονη, επίσης κλωστοϋφαντουργική μηχανή - κομπιούτερ. Ο βαθμός εκμετάλλευσης και η υπεραξία που παράγεται σήμερα από μια τέτοια μηχανή, όπως επίσης και ο όγκος των κερδών που εξασφαλίζονται, είναι, βέβαια, πολλαπλάσια από τα αντίστοιχα μεγέθη της προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο, το ποσοστό κέρδους μπορεί να είναι - και τις περισσότερες φορές είναι - μικρότερο από εκείνο που υπήρχε στο παρελθόν, επειδή ακριβώς τα κεφάλαια που απαιτούνται πλέον για τη δημιουργία μιας κλωστοϋφαντουργικής μονάδας είναι αισθητά μεγαλύτερα.

Σχέσεις αλληλοεξόντωσης

Στο βαθμό που είχαμε να κάνουμε μόνο με μια επιχείρηση σε κάθε κλάδο, ίσως δε θα υπήρχε για τους καπιταλιστές κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, αφού η μείωση του ποσοστού κέρδους, υπερκαλύπτεται από τον προοδευτικά αυξανόμενο όγκο των κερδών. Μόνο που λόγος δε γίνεται για κάποιον μεμονωμένο επιχειρηματία. Στους κόλπους των κεφαλαιοκρατών, πέρα και ανεξάρτητα από το ενιαίο ταξικό μέτωπο που υπάρχει πάντα ανοιχτό απέναντι στην εργατική τάξη, διεξάγεται ένας ανειρήνευτος και αδυσώπητος πόλεμος αλληλοεξόντωσης. Είναι ο περιβόητος ανταγωνισμός, που εκπορεύεται από την αδηφάγα φύση του κεφαλαίου να καταβροχθίζει τα πάντα! Γι' αυτό σε κάθε ομάδα ομοειδών επιχειρήσεων, σε κάθε κλάδο της βιομηχανικής παραγωγής, στο επίπεδο της οικονομίας συνολικά, συντελείται (άναρχα και μέσα από τους όρους της λεγόμενης "ελεύθερης αγοράς", δηλαδή μέσα από την αλληλοεξόντωση) μια διαδικασία από την οποία προκύπτει, ας πούμε, ο μέσος όρος του ποσοστού κέρδους. Ενα ποσοστό που με το χρόνο καθιστά ασύμφορη τη λειτουργία παραγωγικών μονάδων που δεν μπορούν να το εξασφαλίσουν.

Η φύση του καπιταλισμού επιτρέπει τη λειτουργία παραγωγικών μονάδων μόνο με την προϋπόθεση ότι μπορούν να προσφέρουν διευρυνόμενα κέρδη στους ιδιοκτήτες τους. Στην πραγματικότητα, απαγορεύει την ύπαρξη μονάδων που στόχος της παραγωγής τους θα είναι απλώς η ικανοποίηση είτε των αναγκών ανάπτυξης της οικονομίας, είτε η προσφορά αγαθών για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Το παράδειγμα, ας πούμε, της χαλυβουργίας στη χώρα, είναι και επίκαιρο και ενδεικτικό. Αν και πρόκειται για έναν τομέα που μπορεί να απασχολήσει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, να επιδράσει θετικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, να συνεισφέρει στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και στη συγκράτηση της συναλλαγματικής αιμορραγίας, μόλις οι... ευεργέτες Αγγελόπουλοι διαπίστωσαν ότι η μονάδα της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ δεν τους αποδίδει τα αναμενόμενα κέρδη, τη συρρίκνωσαν σε εμπορική εταιρία και μετέφεραν τις επιχειρήσεις τους στο εξωτερικό.

Θέμα... μοιρασιάς

Το κυνηγητό του κέρδους στα πλαίσια μιας οικονομίας όπου κυβερνώντες και άρχουσα τάξη αδιαφορούν για την πραγματική ανάπτυξη, οδηγεί στην εξής διαστροφή: Από τη βαθμιαία συρρικνούμενη παραγωγή - σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες για κατανάλωση - να επιζητούνται μεγαλύτερες αποδόσεις για το κεφάλαιο. Εδώ πρόκειται για μια αντίθεση που ισχύει και εντείνεται όσο υπάρχει καπιταλισμός, όσο υπάρχουν κοινωνίες που είναι υποταγμένες στην υπόθεση του επιχειρηματικού κέρδους. Μια αντίθεση που το σύστημα από γεννησιμιού του προσπαθεί να αντιμετωπίσει, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να την κάνει όλο και πιο περίπλοκη, δημιουργώντας παράλληλα τη βάση για τις αλλεπάλληλες κρίσεις που βιώνουμε με διάφορες μορφές και οδηγώντας σε όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίων. Αν θα επιχειρούσαμε εντελώς σχηματικά να δούμε πώς οι μεγαλοεπιχειρηματίες αντιμετωπίζουν αυτό το "πρόβλημα", θα βλέπαμε ότι μετέρχονται διάφορους τρόπους, τους οποίους θέτουν σε εφαρμογή ανάλογα με τις περιστάσεις, σε συνδυασμό ή και όλους μαζί ταυτόχρονα. Πρώτη και κύρια μέθοδος, είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, οι αλλαγές που απαιτούν και επιβάλλουν στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, οι παρεμβάσεις γενικά σ' αυτό που λέμε "εργατικό κόστος". Αλλος τομέας είναι το λεγόμενο "γενικό κόστος παραγωγής", η επιδίωξη δηλαδή των καπιταλιστών να εξασφαλίζουν όλο και φτηνότερες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα προϊόντα για την παραγωγή (αγροτικά προϊόντα, βαμβάκι, καπνός, είδη φασόν, κλπ.). Τέτοιες "ρυθμίσεις" όμως από μόνες τους δε φτάνουν, αφού το κέρδος πρέπει πάντα να αυξάνεται. Επόμενος στόχος, το σύνολο των δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων μικρών επαγγελματιών, βιοτεχνών, εμπόρων, από τους οποίους επίσης αποσπάται ένα μέρος του εισοδήματος ώστε να εξασφαλιστούν περισσότερα κέρδη.

Ολες αυτές οι παρεμβάσεις βέβαια, αργά ή γρήγορα εξαντλούν τα όριά τους. Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Η ουσία βρίσκεται στο ότι όσο δεν αυξάνεται η παραγωγή με ρυθμούς που να εξυπηρετούν την προοδευτικά μεγαλύτερη απόσπαση κερδών σε όσους επιχειρηματίες δραστηριοποιούνται σε έναν κλάδο, στα πλαίσια του καπιταλισμού υπάρχει - σε τελευταία ανάλυση και πριν γίνει εμφανής η κρίση - μόνο μία διέξοδος: Να μειώνεται ο αριθμός εκείνων που προσδοκούν να κερδίζουν στο κάθε κλάδο και στην οικονομία συνολικά. Δηλαδή, να βγαίνουν εκτός κλάδου - διακόπτοντας τη σχετική δραστηριότητά τους - όσοι (σε αριθμό) και όποιοι (σε οικονομική δύναμη) θεωρούνται κάθε φορά περισσευούμενοι, ώστε να γίνεται η μοιρασιά των κερδών σε λιγότερους. Τότε αρχίζουν οι διαδικασίες κλεισίματος επιχειρήσεων, συγχωνεύσεων και εξαγορών. Πρόκειται για μια διαδικασία, που βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη αλλά κατά καιρούς εμφανίζονται και ως κύματα στις καπιταλιστικές χώρες, ποικίλουν ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας και άλλους παράγοντες που έχουν σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι εν πολλοίς πάντα το ίδιο: Μεγάλης έκτασης ανακατατάξεις στο χώρο του κεφαλαίου και διεργασίες υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίων σε απίστευτες διαστάσεις.

Οι ανακατατάξεις και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε διάφορες ομάδες της οικονομικής ολιγαρχίας στον κόσμο του κεφαλαίου και στη χώρα μας, βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Ο διαγκωνισμός για επικράτηση και κυριαρχία στις όποιες αγορές, είναι ένας κύκλος που για το κεφάλαιο δεν κλείνει ποτέ. Μόνο που σ' αυτή τη φάση και στο φόντο των τεράστιων αλλαγών που επήλθαν μετά την ανατροπή στις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας, την προσπάθεια ανασυγκρότησης του καπιταλισμού, τις ακόμα πιο έντονες συνθήκες εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, την κλιμάκωση της λεηλασίας των οικονομικά αδύνατων χωρών, της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας μέσω των χρηματαγορών και γενικότερα των νέων συσχετισμών που έχουν δημιουργηθεί, ο ανταγωνισμός αυτός προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις και πολλές φορές φτάνει τα όρια του "οικονομικού θανάτου".

Ο οικονομικός χάρτης της "νέας τάξης" που βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση έχει σηματοδοτήσει έναν άγριο πόλεμο, η ολοκλήρωση και η έκβαση του οποίου με δυσκολία μπορεί από τώρα να προσδιοριστεί. Πολύ περισσότερο που ακόμα κι όταν φαινομενικά θα πάψει να υπάρχει η σημερινή ένταση, τα πράγματα δεν πρόκειται να καταλαγιάσουν. Η φύση του κεφαλαίου είναι τέτοια που το κάθε φορά μεγαλύτερο κέρδος γίνεται αυτοσκοπός, γύρω από τον οποίο εξυφαίνονται τα διάφορα σχέδια ανατροπής των δεδομένων ισορροπιών και της δημιουργίας νέων. Οι μονίμως χαμένοι βέβαια από αυτές τις διεργασίες είναι πάντα οι λαοί που καλούνται να πληρώσουν όλο και πιο ακριβά το κόστος της διατήρησης του συστήματος των παραγωγικών σχέσεων που στηρίζονται στην εκμετάλλευση, ενώ περιθώρια διαφυγής και διεξόδου από τις κρίσεις που γεννούν οι σχέσεις αυτές, όπως αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχαν στο παρελθόν έτσι δεν υπάρχουν και σήμερα.

Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ