Κυριακή 13 Σεπτέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 34
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΞΑΓΟΡΕΣ - ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Μοιράζονται τα υπερκέρδη όλο και λιγότεροι...

Τι κρύβεται πίσω από τον εντεινόμενο επιχειρηματικό ανταγωνισμό και τα "παντρολογήματα" μεγάλων επιχειρήσεων. Αξεπέραστο το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου στην επιδίωξη τους για συνεχή αύξηση των κερδών τους, σε συνθήκες ουσιαστικής στασιμότητας της παραγωγής παραγωγής

Σε ιδιαίτερη έξαρση βρίσκονται όλα τα τελευταία χρόνια οι διαδικασίες συγχωνεύσεων ή εξαγορών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Το φαινόμενο ούτε καινούριο είναι, ούτε αφορά μόνο τη χώρα μας. Αντίθετα, παρόμοιες διαδικασίες, σε πολύ μεγαλύτερες μάλιστα διαστάσεις, είναι σε πλήρη εξέλιξη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του καπιταλισμού. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτό, που με μια κουβέντα έχουμε συνηθίσει να λέμε συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών κ.ο.κ.; Πού οδηγεί αυτή η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίων στα χέρια όλων και λιγότερων ομάδων του κεφαλαίου;

Στόχος του κάθε καπιταλιστή είναι ένας και μοναδικός. Να μεγαλώσει το κεφάλαιο που βρέθηκε στην κατοχή του. Να αποκομίσει, δηλαδή, το κατά το δυνατόν περισσότερα κέρδη, τα οποία προσαυξάνουν το αρχικό του κεφάλαιο. Το προσαυξημένο κεφάλαιο τοποθετείται και πάλι στην παραγωγή, ώστε να δώσει νέα και προοδευτικά μεγαλύτερα κέρδη, που με τη σειρά τους προσαυξάνουν για δεύτερη φορά το κεφάλαιο, το οποίο ξανατοποθετείται στην παραγωγή διαδικασία κ.ο.κ. Η εξασφάλιση του καπιταλιστικού κέρδους, όπως είναι γνωστό, στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, χωρίς την οποία δεν μπορεί καν να υπάρξει παραγωγική διαδικασία. Μόνο στο βαθμό που ο καπιταλιστής πληρώσει τους εργάτες του με ποσά πολύ μικρότερα από τις αξίες των εμπορευμάτων που οι εργάτες παράγουν, μόνο στο βαθμό δηλαδή που ο καπιταλιστής ιδιοποιείται την υπεραξία των εργατών, μόνο τότε είναι δυνατόν να υπάρχει η συνέχιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Γι' αυτό ακριβώς, εκείνο που προσδιορίζει τη σχέση του ξεχωριστού καπιταλιστή με τον κάθε εργαζόμενο (αλλά και του συνόλου των καπιταλιστών με την εργατική τάξη, του κεφαλαίου με την εργασία συνολικά σε επίπεδο κοινωνίας), είναι η επιδιωκόμενη παραγωγή της υπεραξίας, η προσαύξηση δηλαδή - μετά την ολοκλήρωση της παραγωγής ενός προϊόντος - του λεγόμενου μεταβλητού κεφαλαίου (του κεφαλαίου που προορίζεται για την αγορά εργατικής δύναμης), την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής.

Υπεραξία και κέρδος

Στην καθημερινή μας βέβαια επαφή με την πραγματικότητα πουθενά δε βλέπουμε να εμφανίζεται αυτή η υπεραξία και όλοι μας έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για καπιταλιστικό κέρδος. Αυτό συμβαίνει για δύο κύρια λόγους. Πρώτον, επειδή ο κάθε καπιταλιστής και οι απολογητές του συστήματος συνολικά, πάντα προσπαθούσαν και προσπαθούν να συσκοτίσουν την ουσία των παραγωγικών σχέσεων εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό και να παρουσιάσουν τον πλουτισμό των εκπροσώπων της άρχουσας τάξης, ως, δήθεν, αποτέλεσμα της "ιδιοφυίας", της "καπατσοσύνης", των "πρωτοβουλιών" των κεφαλαιοκρατών. Δεύτερον, επειδή εκείνο που τελικά ενδιαφέρει τους μεγαλοεπιχειρηματίες δεν είναι μόνο ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και η απόδοση που έχει το μέρος του κεφαλαίου που δίνεται για την αμοιβή της εργασίας, αλλά η απόδοση των συνολικών κεφαλαίων που τοποθετούνται στην παραγωγική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, αυτά αποτελούν λυμένα ζητήματα.

Εκείνο που δεν πρέπει να διαφεύγει είναι ότι αν η υπεραξία είναι εκείνο το μέρος της αξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι πάνω από την αμοιβή της εργασίας τους (δηλαδή πάνω από το μεταβλητό κεφάλαιο), κέρδος είναι το μέγεθος της αξίας που αποσπά ο καπιταλιστής σε σχέση με το κεφάλαιο που συνολικά έχει τοποθετήσει στην παραγωγική διαδικασία. Με πολύ απλά λόγια, υπεραξία είναι ό,τι ιδιοποιείται ο καπιταλιστής μέσω του μεταβλητού του κεφαλαίου και άρα μέσω της άμεσης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και κέρδος είναι το ό,τι τελικά αποσπά από την παραγωγική διαδικασία συνολικά, συγκριτικά με το άθροισμα των κεφαλαίων που έχει τοποθέτησε. Από αυτή την άποψη, είναι φυσικό ο κάθε καπιταλιστής να ενδιαφέρεται συνεχώς για την όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Εκείνο όμως που σε κάθε περίπτωση υπαγορεύει και καθοδηγεί τις επιλογές του, είναι η αδιάκοπη αύξηση του ποσοστού κέρδους, της απόδοσης δηλαδή του συνόλου των κεφαλαίων που διαθέτει στην παραγωγή.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η τάση - αυτοσκοπός του κεφαλαίου να μεγεθύνει τα όριά του, εξαναγκάζει - σε πολύ γενικές γραμμές - τους καπιταλιστές να ξοδεύουν όλο και περισσότερο μέρος του κεφαλαίου που διαθέτουν για τις λεγόμενες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου (κτίρια, εγκαταστάσεις, μηχανές), σε σχέση με τα κονδύλια που δαπανούν για την πληρωμή της εργασίας. Είναι φυσικό ότι η απόκτηση μιας κλωστοϋφαντουργικής μηχανής πριν από 15 - 20 χρόνια κόστιζε πολύ λιγότερο από μια σύγχρονη, επίσης κλωστοϋφαντουργική μηχανή - κομπιούτερ. Ο βαθμός εκμετάλλευσης και η υπεραξία που παράγεται σήμερα από μια τέτοια μηχανή, όπως επίσης και ο όγκος των κερδών που εξασφαλίζονται, είναι, βέβαια, πολλαπλάσια από τα αντίστοιχα μεγέθη της προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο, το ποσοστό κέρδους μπορεί να είναι - και τις περισσότερες φορές είναι - μικρότερο από εκείνο που υπήρχε στο παρελθόν, επειδή ακριβώς τα κεφάλαια που απαιτούνται πλέον για τη δημιουργία μιας κλωστοϋφαντουργικής μονάδας είναι αισθητά μεγαλύτερα.

Σχέσεις αλληλοεξόντωσης

Στο βαθμό που είχαμε να κάνουμε μόνο με μια επιχείρηση σε κάθε κλάδο, ίσως δε θα υπήρχε για τους καπιταλιστές κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, αφού η μείωση του ποσοστού κέρδους, υπερκαλύπτεται από τον προοδευτικά αυξανόμενο όγκο των κερδών. Μόνο που λόγος δε γίνεται για κάποιον μεμονωμένο επιχειρηματία. Στους κόλπους των κεφαλαιοκρατών, πέρα και ανεξάρτητα από το ενιαίο ταξικό μέτωπο που υπάρχει πάντα ανοιχτό απέναντι στην εργατική τάξη, διεξάγεται ένας ανειρήνευτος και αδυσώπητος πόλεμος αλληλοεξόντωσης. Είναι ο περιβόητος ανταγωνισμός, που εκπορεύεται από την αδηφάγα φύση του κεφαλαίου να καταβροχθίζει τα πάντα! Γι' αυτό σε κάθε ομάδα ομοειδών επιχειρήσεων, σε κάθε κλάδο της βιομηχανικής παραγωγής, στο επίπεδο της οικονομίας συνολικά, συντελείται (άναρχα και μέσα από τους όρους της λεγόμενης "ελεύθερης αγοράς", δηλαδή μέσα από την αλληλοεξόντωση) μια διαδικασία από την οποία προκύπτει, ας πούμε, ο μέσος όρος του ποσοστού κέρδους. Ενα ποσοστό που με το χρόνο καθιστά ασύμφορη τη λειτουργία παραγωγικών μονάδων που δεν μπορούν να το εξασφαλίσουν.

Η φύση του καπιταλισμού επιτρέπει τη λειτουργία παραγωγικών μονάδων μόνο με την προϋπόθεση ότι μπορούν να προσφέρουν διευρυνόμενα κέρδη στους ιδιοκτήτες τους. Στην πραγματικότητα, απαγορεύει την ύπαρξη μονάδων που στόχος της παραγωγής τους θα είναι απλώς η ικανοποίηση είτε των αναγκών ανάπτυξης της οικονομίας, είτε η προσφορά αγαθών για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Το παράδειγμα, ας πούμε, της χαλυβουργίας στη χώρα, είναι και επίκαιρο και ενδεικτικό. Αν και πρόκειται για έναν τομέα που μπορεί να απασχολήσει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, να επιδράσει θετικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, να συνεισφέρει στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και στη συγκράτηση της συναλλαγματικής αιμορραγίας, μόλις οι... ευεργέτες Αγγελόπουλοι διαπίστωσαν ότι η μονάδα της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ δεν τους αποδίδει τα αναμενόμενα κέρδη, τη συρρίκνωσαν σε εμπορική εταιρία και μετέφεραν τις επιχειρήσεις τους στο εξωτερικό.

Θέμα... μοιρασιάς

Το κυνηγητό του κέρδους στα πλαίσια μιας οικονομίας όπου κυβερνώντες και άρχουσα τάξη αδιαφορούν για την πραγματική ανάπτυξη, οδηγεί στην εξής διαστροφή: Από τη βαθμιαία συρρικνούμενη παραγωγή - σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες για κατανάλωση - να επιζητούνται μεγαλύτερες αποδόσεις για το κεφάλαιο. Εδώ πρόκειται για μια αντίθεση που ισχύει και εντείνεται όσο υπάρχει καπιταλισμός, όσο υπάρχουν κοινωνίες που είναι υποταγμένες στην υπόθεση του επιχειρηματικού κέρδους. Μια αντίθεση που το σύστημα από γεννησιμιού του προσπαθεί να αντιμετωπίσει, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να την κάνει όλο και πιο περίπλοκη, δημιουργώντας παράλληλα τη βάση για τις αλλεπάλληλες κρίσεις που βιώνουμε με διάφορες μορφές και οδηγώντας σε όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίων. Αν θα επιχειρούσαμε εντελώς σχηματικά να δούμε πώς οι μεγαλοεπιχειρηματίες αντιμετωπίζουν αυτό το "πρόβλημα", θα βλέπαμε ότι μετέρχονται διάφορους τρόπους, τους οποίους θέτουν σε εφαρμογή ανάλογα με τις περιστάσεις, σε συνδυασμό ή και όλους μαζί ταυτόχρονα. Πρώτη και κύρια μέθοδος, είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, οι αλλαγές που απαιτούν και επιβάλλουν στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, οι παρεμβάσεις γενικά σ' αυτό που λέμε "εργατικό κόστος". Αλλος τομέας είναι το λεγόμενο "γενικό κόστος παραγωγής", η επιδίωξη δηλαδή των καπιταλιστών να εξασφαλίζουν όλο και φτηνότερες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα προϊόντα για την παραγωγή (αγροτικά προϊόντα, βαμβάκι, καπνός, είδη φασόν, κλπ.). Τέτοιες "ρυθμίσεις" όμως από μόνες τους δε φτάνουν, αφού το κέρδος πρέπει πάντα να αυξάνεται. Επόμενος στόχος, το σύνολο των δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων μικρών επαγγελματιών, βιοτεχνών, εμπόρων, από τους οποίους επίσης αποσπάται ένα μέρος του εισοδήματος ώστε να εξασφαλιστούν περισσότερα κέρδη.

Ολες αυτές οι παρεμβάσεις βέβαια, αργά ή γρήγορα εξαντλούν τα όριά τους. Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Η ουσία βρίσκεται στο ότι όσο δεν αυξάνεται η παραγωγή με ρυθμούς που να εξυπηρετούν την προοδευτικά μεγαλύτερη απόσπαση κερδών σε όσους επιχειρηματίες δραστηριοποιούνται σε έναν κλάδο, στα πλαίσια του καπιταλισμού υπάρχει - σε τελευταία ανάλυση και πριν γίνει εμφανής η κρίση - μόνο μία διέξοδος: Να μειώνεται ο αριθμός εκείνων που προσδοκούν να κερδίζουν στο κάθε κλάδο και στην οικονομία συνολικά. Δηλαδή, να βγαίνουν εκτός κλάδου - διακόπτοντας τη σχετική δραστηριότητά τους - όσοι (σε αριθμό) και όποιοι (σε οικονομική δύναμη) θεωρούνται κάθε φορά περισσευούμενοι, ώστε να γίνεται η μοιρασιά των κερδών σε λιγότερους. Τότε αρχίζουν οι διαδικασίες κλεισίματος επιχειρήσεων, συγχωνεύσεων και εξαγορών. Πρόκειται για μια διαδικασία, που βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη αλλά κατά καιρούς εμφανίζονται και ως κύματα στις καπιταλιστικές χώρες, ποικίλουν ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας και άλλους παράγοντες που έχουν σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι εν πολλοίς πάντα το ίδιο: Μεγάλης έκτασης ανακατατάξεις στο χώρο του κεφαλαίου και διεργασίες υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίων σε απίστευτες διαστάσεις.

Οι ανακατατάξεις και ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε διάφορες ομάδες της οικονομικής ολιγαρχίας στον κόσμο του κεφαλαίου και στη χώρα μας, βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Ο διαγκωνισμός για επικράτηση και κυριαρχία στις όποιες αγορές, είναι ένας κύκλος που για το κεφάλαιο δεν κλείνει ποτέ. Μόνο που σ' αυτή τη φάση και στο φόντο των τεράστιων αλλαγών που επήλθαν μετά την ανατροπή στις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας, την προσπάθεια ανασυγκρότησης του καπιταλισμού, τις ακόμα πιο έντονες συνθήκες εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, την κλιμάκωση της λεηλασίας των οικονομικά αδύνατων χωρών, της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας μέσω των χρηματαγορών και γενικότερα των νέων συσχετισμών που έχουν δημιουργηθεί, ο ανταγωνισμός αυτός προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις και πολλές φορές φτάνει τα όρια του "οικονομικού θανάτου".

Ο οικονομικός χάρτης της "νέας τάξης" που βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση έχει σηματοδοτήσει έναν άγριο πόλεμο, η ολοκλήρωση και η έκβαση του οποίου με δυσκολία μπορεί από τώρα να προσδιοριστεί. Πολύ περισσότερο που ακόμα κι όταν φαινομενικά θα πάψει να υπάρχει η σημερινή ένταση, τα πράγματα δεν πρόκειται να καταλαγιάσουν. Η φύση του κεφαλαίου είναι τέτοια που το κάθε φορά μεγαλύτερο κέρδος γίνεται αυτοσκοπός, γύρω από τον οποίο εξυφαίνονται τα διάφορα σχέδια ανατροπής των δεδομένων ισορροπιών και της δημιουργίας νέων. Οι μονίμως χαμένοι βέβαια από αυτές τις διεργασίες είναι πάντα οι λαοί που καλούνται να πληρώσουν όλο και πιο ακριβά το κόστος της διατήρησης του συστήματος των παραγωγικών σχέσεων που στηρίζονται στην εκμετάλλευση, ενώ περιθώρια διαφυγής και διεξόδου από τις κρίσεις που γεννούν οι σχέσεις αυτές, όπως αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχαν στο παρελθόν έτσι δεν υπάρχουν και σήμερα.

Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ