ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 23 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /28
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ - ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Τα τραπεζικά δάνεια στηρίζουν την αγορά

Κατά 0,6% μειώθηκαν οι λιανικές πωλήσεις το Σεπτέμβρη. Αντίθετα, κατακόρυφα ανεβαίνουν τα υπόλοιπα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, τα οποία στο τέλος του Οκτώβρη ανήλθαν σε 1,47 τρισ. δραχμές

Πτώση 0,6% παρουσίασε ο δείκτης λιανικών πωλήσεων το Σεπτέμβρη του 1998, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 1997, ενώ στο διάστημα Γενάρη - Σεπτέμβρη 1998/'97 οι λιανικές πωλήσεις παρουσιάζουν μια αναιμική άνοδο της τάξης του 1%.

Και ενώ ο δείκτης λιανικών πωλήσεων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας (ΕΣΥΕ) καταγράφει τις συνθήκες ασφυξίας των ελληνικών νοικοκυριών, που βιώνουν τις συνέπειες των πολιτικών λιτότητας, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για την υπερχρέωση των λαϊκών στρωμάτων είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Στο τέλος του Οκτώβρη το άθροισμα των υπολοίπων των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ανέρχονταν σε 1,47 τρισ. δραχμές! Οσο η κυβέρνηση σφίγγει την τανάλια πάνω στα λαϊκά εισοδήματα, όσο τα τελευταία υπονομεύονται, τόσο οι μισθοσυντήρητοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, όσοι υποφέρουν από τα προγράμματα λιτότητας, καταφεύγουν στα διάφορα προγράμματα των τραπεζών για να ενισχύσουν τα ισχνά εισοδήματά τους. Πληρώνοντας βέβαια το βαρύτατο τίμημα των τοκογλυφικών επιτοκίων, που κυμαίνονται στην περιοχή του 20% για τα λεγόμενα προσωπικά δάνεια, μέχρι και 30% στις πιστωτικές κάρτες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τόσο στο μήνα όσο και στο εννιάμηνο, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στα είδη διατροφής, ενώ έχει περιοριστεί στις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες (ένδυση - υπόδηση, οικιακός εξοπλισμός, λοιπά είδη). Η μεγάλη, δηλαδή, πλειοψηφία των εργαζομένων δαπανά ένα όλο και σημαντικότερο εισόδημα για τις διατροφικές της ανάγκες, και εξ αντικειμένου περιορίζει τις υπόλοιπες κατηγορίες δαπανών. Αποτελεί και αυτό ένα στοιχείο χειροτέρευσης των βιοτικών αναγκών των εργαζομένων. Σύμφωνα με τις επικρατούσες αντιλήψεις, όσο αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα ενός καταναλωτή, τόσο αυτός αυξάνει τις δαπάνες για υγεία, μόρφωση, αναψυχή κλπ. αφού, εννοείται, διαθέτει ένα σταθερό εισόδημα για τις διατροφικές του ανάγκες. Αντίθετα, η αύξηση των δαπανών για διατροφή απλώς επιβεβαιώνει την αλλαγή προς το χειρότερο του καταναλωτικού προτύπου. Το οποίο, βέβαια, καταναλωτικό πρότυπο στηρίζεται στον επαχθή τραπεζικό δανεισμό, που επιχειρεί να καλύψει, με το αζημίωτο, τα κενά από την υπονόμευση των εισοδημάτων των εργαζομένων. Αν οι εργαζόμενοι δεν προσέφευγαν στις τράπεζες να αντλήσουν πρόσθετη χρηματοδότηση, τότε η κατάσταση στην αγορά θα ήταν πολύ χειρότερη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το σύνολο των χρεών από στεγαστικά δάνεια στο τέλος του Οκτώβρη του 1998 ανερχόταν σε 608 δισ. δραχμές, ενώ τα υπόλοιπα για καταναλωτικά δάνεια ήταν 861 δισ. δραχμές. Η συνολική δηλαδή χρέωση των νοικοκυριών στο τέλος του Οκτώβρη ανερχόταν σε 1,47 τρισ. δραχμές, αλλά το ανησυχητικότερο είναι ότι μήνα με το μήνα αυξάνει με ταχείς ρυθμούς. Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων στο τέλος του 1993 ήταν μόνο 83 δισ. δραχμές, το 1996 ανήλθαν σε 299,4 δισ. δραχμές και στο τέλος του 1997 σε 470 δισ. δραχμές. Αντίστοιχα, τα υπόλοιπα της καταναλωτικής πίστης από 126,5 δισ. δραχμές το 1993 ανήλθαν σε 538 δισ. το 1996 και 688 δισ. δραχμές το 1997. Μεταξύ δύο ετών παρατηρήθηκε αύξηση υπολοίπων μέχρι και 84%, γεγονός που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι υποθηκεύουν με ταχείς ρυθμούς μελλοντικά τους εισοδήματα στην τραπεζική τοκογλυφία.

Η εξέλιξη αυτή, ειδικά στην καταναλωτική πίστη, έχει ανησυχήσει και τις νομισματικές αρχές, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Η Τράπεζα της Ελλάδας έχει ανακοινώσει ότι θα προβεί στη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της χορήγησης καταναλωτικών δανείων. Αυτό που φοβούνται όμως είναι η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, η οποία οδηγεί σε μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων, εξέλιξη η οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσει σε πληθωρισμό. Από την άλλη πλευρά φοβούνται ότι πολλά καταναλωτικά δάνεια θα εξελιχθούν σε επισφαλή, επειδή οι εργαζόμενοι με μικρά εισοδήματα δε θα είναι σε θέση να τα εξοφλήσουν.

Από τη μία πλευρά πιέζουν τα λαϊκά εισοδήματα για να μειώσουν τον πληθωρισμό και τα ελλείμματα. Από την άλλη τους ανησυχεί ότι η προσφυγή σε τραπεζικό δανεισμό - η άλλη όψη της λιτότητας - θα δημιουργήσει επισφαλή χαρτοφυλάκια στις τράπεζες και θα πυροδοτήσει τον πληθωρισμό.

ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ
Μειώνονται τα επιτόκια στεγαστικών δανείων

Στη μείωση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων κατά μία μονάδα και την προσαρμογή των άληκτων δανείων, προχώρησε χτες το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ακολουθώντας τις γενικότερες πτωτικές τάσεις που εμφανίστηκαν το τελευταίο διάστημα στον τομέα της στεγαστικής πίστης. Ετσι, ανάλογα με την περιοχή κατοικίας του δικαιούχου, τα νέα βασικά επιτόκια διαμορφώνονται από 7% μέχρι και 9%, ενώ για τις ειδικές κατηγορίες (άτομα με ειδικές ανάγκες) το επιτόκιο διαμορφώνεται στο 6,5%.

Τα νέα επιτόκια των στεγαστικών δανείων για απόκτηση πρώτης κατοικίας που θα συνομολογούνται από δω και στο εξής και τα οποία μειώνονται κατά μία μονάδα, διαμορφώνονται ως εξής:

  • 9% από 10% για την περιοχή Α' (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, ορισμένο τμήμα της Κορινθίας).
  • 8% από 9% για την περιοχή Β' (περιλαμβάνει τους νομούς Λάρισας, Μαγνησίας, Βοιωτίας, Ηρακλείου, τμήματα των νομών Αττικής, Αχαϊας, Δωδεκανήσου, Ευβοίας, Θεσσαλονίκης και Κορινθίας).
  • 7,5% από 8,5% για την περιοχή Γ' (περιλαμβάνει τις υπόλοιπες περιφέρειες).
  • 7% από 8% για την περιοχή Δ' (παραμεθόριες περιοχές).
  • 6,5% από 7% για τις ειδικές κατηγορίες (τυφλοί και γενικά άτομα με ειδικές ανάγκες).

Επίσης, χτες ανακοινώθηκε η μείωση των επιτοκίων κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες των υπολοίπων άληκτων κεφαλαίων των στεγαστικών δανείων που έχουν συνομολογηθεί μέχρι σήμερα και ο εναρμονισμός τους με τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων που θα χορηγούνται στο εξής. Ετσι, τα επιτόκια για τα παλιά δάνεια διαμορφώνονται ως εξής:

  • 9% από 10% και 11% για την περιοχή Α'.
  • 8% από 9% και 10% για την περιοχή Β'.
  • 7,5% από 8,5% και 9% για την περιοχή Γ'.
  • 7% από 8% και 9% για την περιοχή Δ'.
  • 6,5% από 7% για τις ειδικές κατηγορίες.

Με το νέο καθεστώς, η τοκοχρεολυτική δόση (εξαμηνιαία) ανά 1 εκατ. κεφαλαίου διάρκειας 30 ετών διαμορφώνεται ως εξής: 96.912 δρχ. για την περιοχή Α', 88.404 δρχ. για την περιοχή Β', 84.264 δρχ. για την περιοχή Γ', 80.180 δρχ. για την περιοχή Δ' και 76.188 δρχ. για τις ειδικές κατηγορίες. Ας σημειωθεί ότι στα παραπάνω επιτόκια δεν υπάρχουν πρόσθετες επιβαρύνσεις ενώ μειώνονται περαιτέρω ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δανειολήπτη. Σύμφωνα με όσα διευκρίνισε χτες ο Π. Αλεξόπουλος η έγκριση δανείων από το ΤΠΔ έχει περιοριστεί πλέον γύρω στους 4 - 5 μήνες. Για το 1999 εκτιμάται ότι θα δοθούν δάνεια συνολικού ύψους 100 δισ. δρχ. περίπου, έναντι 80 δισ. δρχ. περίπου που δόθηκαν φέτος.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ
Ερχονται νέες αυξήσεις στα ασφάλιστρα

Το έδαφος για νέες αυξήσεις στα ασφάλιστρα των οχημάτων μέσα στο 1999 προετοιμάζουν οι ασφαλιστικές εταιρίες, επικαλούμενες υψηλό κόστος αποζημιώσεων σε σχέση με τα ασφάλιστρα που εισπράττουν. Κι αυτό τη στιγμή που οι ίδιες οι εταιρίες τα τελευταία χρόνια έχουν υπερπολλαπλασιάσει τα ασφάλιστρα, επικαλούμενες δήθεν το διπλασιασμό της κατώτερης ζημιάς για την οποία υποχρεωτικά ασφαλίζονται οι ιδιοκτήτες οχημάτων από 14 εκατ. σε 30 εκατ. δρχ. για υλικές ζημιές και από 75 εκατ. σε 150 εκατ. για σωματικές βλάβες. Παρ' όλ' αυτά, υποστηρίζουν ότι τους έρχεται πολύ υψηλό το ποσό των 450.932 δρχ. στο οποίο οι ίδιες οι εταιρίες ορίζουν το μέσο κόστος ζημιάς - αν και γνώστες της ασφαλιστικής αγοράς αμφισβητούν το ποσό, τονίζοντας ότι είναι πολύ υψηλό - συμπληρώνοντας ότι το μέσο καθαρό ασφάλιστρο το 1997 ανήλθε σε 52.951 δρχ., ενώ οι ΙΧήδες γνωρίζουν πολύ καλά, πέρα από τις λογιστικές αλχημείες της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών, ότι το ετήσιο ασφάλιστρο που πλήρωσαν πέρσι ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Τα παραπάνω στοιχεία επικαλούνται οι εταιρίες που ήδη έχουν αρχίσει να αναπροσαρμόζουν τους τιμοκαταλόγους τους. Οπως είπε χαρακτηριστικά ο Κ. Μπερτσιάς, πρόεδρος της Επιτροπής Ατυχημάτων της Ενωσης, σε σχετική εκδήλωση, "βελτιώνεται η προσπάθεια των εταιριών να τιμολογούν με βάση το πραγματικό κόστος". Με άλλα λόγια, με βάση το φουσκωμένο κόστος που διαμορφώνουν οι εταιρίες και το ονομάζουν "πραγματικό" θα προσαρμόσουν αναλόγως και τα ασφάλιστρα.

Σύμφωνα με άλλα στοιχεία της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών, το 1997 οι ζημιές που κατέβαλαν ανήλθαν σε 131,9 δισ. έναντι 109,2 δισ. το 1996, ενώ οι εκκρεμείς ζημίες έφτασαν σε 141,4 δισ. έναντι 104,5 δισ. το 1996 και τα ασφάλιστρα που εισπράχθηκαν το '97 ανήλθαν σε 186 δισ. από τα οποία τα 24 δισ. ήταν συμπληρωματικές καλύψεις. Επίσης, το 1997 δηλώθηκαν 11,3% περισσότερα ατυχήματα απ' ό,τι το 1996.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ