Eurokinissi |
Σ' αυτές τις εκφρασμένες πολιτικές, σε όλους τους τομείς του πολιτισμού, τοποθετήθηκαν πριν από λίγες μέρες τα καλλιτεχνικά σωματεία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος - Ακροάματος σε συνέντευξη Τύπου, με αφορμή τη δημοσιοποίηση του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2007, από το οποίο εξοστρακίζεται το αρχαίο δράμα, απαξιώνονται οι Ελληνες δημιουργοί ή περιορίζονται -δημιουργώντας και άλλοθι οι διαμορφωτές του - σε κλειστούς και μικρούς χώρους.
Η χώρα μας έχει την ευλογία να διαθέτει δεκάδες αρχαία θέατρα, όπου ο ελληνικός λαός προσέρχεται κατά χιλιάδες, επικοινωνώντας, χρόνια τώρα, με τα υψηλότερα έργα που γέννησε η ανθρωπότητα. Αρκετές απ' αυτές τις παραστάσεις, που συχνά διέσχιζαν απ' άκρη σ' άκρη τη χώρα, ήταν παραγωγής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Πώς μπορεί να ξεκινήσει μια απαιτητική ελληνική παραγωγή αρχαίου δράματος αν δεν έχει τη στήριξη του μεγαλύτερου πολιτιστικού οργανισμού, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών - Επιδαύρου; Με τι οικονομικές δυνατότητες θα βγει μια τέτοια παράσταση στην πολιτιστικά υποσιτιζόμενη περιφέρεια; Οι ξένες παραγωγές θα μπορούσαν να πάρουν ποτέ το δρόμο της περιφέρειας;
«Δεν μπορώ να διανοηθώ - ίσως γιατί είμαι περισσότερο Ευρωπαίος από Ελληνας... - ότι σε ένα συμβούλιο θα μπορούσαμε να αποφασίζουμε με ανθρώπους που μπορεί να έχουν γνώσεις γενικές και να έχουν δει πολλά πράγματα αλλά δεν είναι αυτό το αντικείμενό τους. Αυτοί "οι ξένοι" δεν είναι απλώς "ξένοι", αλλά είναι ο διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, ο διευθυντής του Λίνκολν Σέντερ Φέστιβαλ και ο διευθυντής ενός θεάτρου όπως το "Σάντλερς Γουέλς" του Λονδίνου».
Δε θεώρησε καθόλου τιμή του ο Γιώργος Λούκος την τοποθέτησή του σ' αυτή τη θέση του Φεστιβάλ Αθηνών - Επιδαύρου, η ύπαρξη του οποίου και η όποια ακτινοβολία του σε παγκόσμιο επίπεδο είναι προϊόν μόχθου, πολλών και αξιόλογων δημιουργών, πολύ πριν απ' αυτόν. Θα έπρεπε ίσως να διαβάσει λίγο προσεκτικότερα αυτά που στο ίδιο το site του Φεστιβάλ γράφονται, για να ασεβεί και να συμπεριφέρεται λιγότερο προσβλητικά και αλαζονικά απέναντί τους.
Στο Ηρώδειο δεν ανεβαίνει καμιά ελληνική θεατρική παραγωγή. Απουσιάζουν παντελώς τα ΔΗΠΕΘΕ, αλλά και θίασοι του ελεύθερου θεάτρου. Στην Επίδαυρο, το ελληνικό θέατρο θα εκπροσωπηθεί μόνο από τα δύο κρατικά θέατρα και το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, που δεν επιβαρύνουν οικονομικά το Φεστιβάλ, και την περσινή παραγωγή της «Αντιγόνης».
Η χρηματοδότηση των ελληνικών παραγωγών από το Φεστιβάλ έδινε τη δυνατότητα και στο κοινό της περιφέρειας να παρακολουθήσει αυτές τις παραστάσεις. Από την άλλη, η μείωση των καλλιτεχνών που ασχολούνται στο Φεστιβάλ φτάνει στο 50%, συγκριτικά με όσους απασχολούνταν την προηγούμενη δεκαετία. Και, επιπλέον, με περισσή θρασύτητα, λέει ότι όποιος θέλει μπορεί να νοικιάσει το Ηρώδειο αντί 45.000 ευρώ.
Ομως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο στους αριθμούς. Είναι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Οπως τονίζει η αντιπρόεδρος του ΣΕΗ, Ελένη Γερασιμίδου, «το αρχαίο δράμα, ο πυλώνας του ελληνικού και παγκόσμιου θεάτρου, δέχεται το μεγαλύτερο χτύπημα και το εγκυρότερο φεστιβάλ αρχαίου δράματος υποβαθμίζεται». Η Ελένη Γερασιμίδου μίλησε και για άλλα σοβαρά πολιτιστικά ζητήματα και τις συνέπειες της σχετικής πολιτικής, όπως το Κέντρο Θεάτρου και Χορού, το Κέντρο Κινηματογράφου, την Ακαδημία Τεχνών, τα ΔΗΠΕΘΕ, τις χορηγίες, κ.ά. Θέματα, για τα οποία μίλησαν και άλλοι καλλιτέχνες: Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ποντίκας αναφέρθηκε στα προβλήματα του κινηματογράφου και των Ελλήνων σκηνοθετών, ενώ η Λυδία Αγγελοπούλου και η Μαρία Μητσοπούλου (Σωματείο Λυρικής Σκηνής) μίλησαν για τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Λυρική Σκηνή και οι εργαζόμενοι σ' αυτήν.
Η Αννα Συνοδινού, αναφερόμενη στην απορριφθείσα από το Φεστιβάλ πρότασή της να παρουσιάσει τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου στα αρχαία ελληνικά, διάβασε την απάντηση που έλαβε από τον Γιώργο Λούκο και έλεγε: «Δεν πιστεύουμε ότι ο καλλιτεχνικός και παιδευτικός χαρακτήρας του φεστιβάλ στηρίζεται στην επιστροφή με παραστάσεις στην αρχαία ελληνική».
Ο Γιάγκος Ανδρεάδης σημείωσε: «Είμαι υπέρ των εισαγωγών. Οχι υπέρ της μετακένωσης. Μετακένωση είναι όταν έχεις έναν κουβά και αδειάζεις στον άλλο. Δεν είναι έτσι η πνευματική ζωή κι όταν είναι, είναι καταστροφικό. Και για να μη γίνει μετακένωση πρέπει να υπάρχουν "εμείς". Μπορείς να εισάγεις άφοβα και είναι θετικό, αν εσύ υπάρχεις».
Τη στήριξή του στη φωνή διαμαρτυρίας των καλλιτεχνικών σωματείων εξέφρασε ο Στέφανος Ληναίος, ο οποίος, παρά την απαισιόδοξη προς στιγμήν νότα των όσων είπε, προέτρεψε στην ενότητα των δημιουργών και πνευματικών ανθρώπων της χώρας μας. «Φοβάμαι ότι δε θα γίνει τίποτε. Εχουμε απέναντί μας έναν παντοδύναμο οργανισμό που διαχειρίζεται άλλοτε καλά, άλλοτε κακά τα πολιτιστικά πράγματα του τόπου μας». Αναφερόμενος στο συγκρότημα Λαμπράκη είπε: «Εχουμε αρνητικά και θετικά αποτελέσματα, όμως δεν παύει τον πολιτισμό μας να τον διαχειρίζεται αυτό το παντοδύναμο συγκρότημα. Αν θέλουμε όχι να το πολεμήσουμε αλλά να αντιπαρατεθούμε ή να πούμε ότι δεν είναι σωστό να μονοπωλείται ο πολιτισμός, πρέπει κι εμείς να έχουμε να προτείνουμε κάτι, αν όχι καλύτερο τουλάχιστον ίδιο, και για να γίνει αυτό πρέπει όλα τα πνευματικά σωματεία να βοηθήσουν».
Τέλος, τη στήριξη στα ζητήματα που θέτει η ΠΟΘΑ εξέφρασε ο εκπρόσωπος του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ (το μόνο κόμμα που ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση), Στράτος Σαραντίδης, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε: «Απέναντι σ' αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να υπάρχει κανένα άλλο μέσο αντίστασης και αντίδρασης παρά μόνο ένας ενωμένος αγώνας, όλων των καλλιτεχνών, όλων των πνευματικών ανθρώπων αυτής της χώρας, σε μια προσπάθεια να επιβάλουν μια άλλη πολιτική που θα έχει σαν κέντρο της τον άνθρωπο, τις ανάγκες του και στον πυρήνα της την πολιτιστική ανάπτυξη σε όφελος όλης της κοινωνίας».
Ο πρώτος που έκανε το αρχαίο θέατρο του Πολύκλειτου να αντηχήσει ξανά, με τον αρχαίο τραγικό λόγο, ύστερα από 2.500 χρόνια, ήταν ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ροντήρης. Το 1938, διευθυντής τότε του Εθνικού Θεάτρου, παρουσίασε με το φως της μέρας την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, με την Ελένη Παπαδάκη Κλυταιμνήστρα και την Κατίνα Παξινού Ηλέκτρα. Η επιτυχία εκείνου του πειράματος έδωσε το πράσινο φως στο Αρχαιολογικό Συμβούλιο να αποφασίσει την αναστήλωση του θεάτρου. Ο πόλεμος και τα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου καθυστέρησαν τη συνέχιση των σχεδίων του Ροντήρη. Το 1954, και πάλι διευθυντής του Εθνικού, ο σημαντικός αυτός δάσκαλος του θεάτρου μας ζωντανεύει για άλλη μια φορά το αρχαίο μνημείο. Η παράσταση του «Ιππόλυτου» - η γενική δοκιμή, όπως χαρακτηρίστηκε, των Επιδαυρίων - έπεισε και τους πιο επιφυλακτικούς για τη δυνατότητα πραγματοποίησης ενός ετήσιου φεστιβάλ. Την επόμενη χρονιά ο Αιμίλιος Χουρμούζιος διαδέχεται τον Ροντήρη στη διεύθυνση του Εθνικού και τα Επιδαύρια καθιερώνονται. Η μοναδική ερμηνεία της Παξινού στην «Εκάβη» του Ευριπίδη εγκαινιάζει επίσημα πλέον το θεσμό. Αδιαφιλονίκητοι «βασιλείς» των Επιδαυρίων, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής. Δίπλα τους αναδύεται και η «βασιλοκόρη» Αννα Συνοδινού, όπως την αποκάλεσαν μετά την επιτυχία της στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, το 1956, παράσταση που πέρασε στην ιστορία ως η «κοσμοπλημμύρα της Αντιγόνης», καθώς πάνω από 16.000 θεατές συνέρρευσαν στο θέατρο. Ενα ρεκόρ που έκανε τον Δημήτρη Ψαθά να γράψει: «Δεν έγινε ούτε για το μπέιζ μπολ ούτε για τους άσους του ποδοσφαίρου. Εγινε για τον Σοφοκλή κι αυτό -διάβολε- έχει κάποια σημασία». Παράλληλα, με τα Επιδαύρια επισημοποιείται η αποκατάσταση του Αριστοφάνη, που ξεκίνησε από τον Αλέξη Σολομό το '56 στο Ηρώδειο, για να συνεχιστεί το '57 στην Επίδαυρο, με τη «Λυσιστράτη»...
Στα 53 χρόνια λειτουργίας του Φεστιβάλ Επιδαύρου η σκηνή του διάσημου αρχαίου θεάτρου φιλοξένησε όλα τα κορυφαία ονόματα από τις παλαιότερες αλλά και τις νεότερες γενιές ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου της μεταπολεμικής περιόδου. Το πατημένο χώμα της ορχήστρας του ανάγεται σε πεδίο υπέρτατης καταξίωσης για τους Ελληνες θεατράνθρωπους (ηθοποιούς, σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες, χορογράφους, σκηνογράφους) και ταυτόχρονα μείζον πεδίο διαχρονικής εξέλιξης της ερμηνευτικής του αρχαίου δράματος. Κατά την πρώτη εικοσαετία των Επιδαυρίων ο χώρος ήταν αποκλειστικότητα του Εθνικού Θέατρο. Εκτός από αρχαίο δράμα το θέατρο της Επιδαύρου φιλοξένησε αραιά παραγωγές όπερας, χορού, συναυλίες συμφωνικής μουσικής και άλλα είδη μουσικής. Οι διασημότερες όλων αυτών των διαφορετικών εκδηλώσεων είναι οι παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που παρουσίασε «Νόρμα» του Μπελίνι (1960) και «Μήδεια» του Κερουμπίνι (1961) με την Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία Μινωτή και σκηνικά - κοστούμια Τσαρούχη.