Τον «Spider - Man Νο 3», του Σαμ Ρέιμι, δεν τον είδα, γιατί για να τον δω έπρεπε να δείξω ταυτότητα και να τους παραδώσω το κινητό μου! Αν πάτε στο cinema, δεν ξέρω τι θα ζητήσουν από εσάς... Καλύτερα, και για περισσότερη ασφάλεια, πηγαίνετε να δείτε τη γνωστή όπερα του Μότσαρτ «Ο Μαγικός Αυλός», του Κένεθ Μπράνα ή το όμορφο και ευαίσθητο ψυχολογικό κοινωνικό δράμα, «Το Νεκρό Κορίτσι», της Κάρεν Μόνκριφ ή το ασπρόμαυρο κοινωνικό - και προκλητικό - δράμα, «Mala Noche» (Κακή Νύχτα), του Γκας Βαν Σαντ.
Η ταινία του Κένεθ Μπράνα κράτησε τη θεατρική άποψη της όπερας, κράτησε τα θεατρικά ντεκόρ και τα κοστούμια. Κράτησε, ακόμα, τους θεατρικούς ερμηνευτές (οι ηθοποιοί της είναι λυρικοί τραγουδιστές και όχι σταρ του cinema). Την ίδια στιγμή, όμως, έχουμε «σπάσιμο» των θεατρικών σκηνών σε πλάνα. Εχουμε κινηματογραφική ανάλυση των δραματικών στοιχείων και των συγκρούσεων. Εχουμε κινηματογραφική αφήγηση της ιστορίας (πλάνα - ντεκουπάζ). Εχουμε ρεαλιστικότερο παίξιμο.
Πέτυχε το πείραμα; Σε πολλές στιγμές ναι, σε άλλες όχι! Οσες φορές, πάντως, τα δυο καλλιτεχνικά είδη, οι δυο καλλιτεχνικές γλώσσες, βρίσκουν την «κοινή συνισταμένη», συγχρονίζονται δηλαδή, τότε «Ο Μαγικός Αυλός», με τη βοήθεια της θαυμάσιας μουσικής του, φυσικά, απογειώνεται.
«Ο Μαγικός Αυλός» δεν είναι η πρώτη φορά που μεταφέρεται στον κινηματογράφο. Το 1975 ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, παρεμβαίνοντας στο λιμπρέτο και αλλάζοντας τις ιδιότητες κάποιων από τους ήρωες της όπερας, έφτιαξε το «δικό» του «Μαγικό Αυλό». Ενα «Μαγικό Αυλό» πιο στοχαστικό, πιο πολιτικοποιημένο! Ο Κένεθ Μπράνα δεν έκανε ιδεολογικές αλλαγές στο κείμενο, ούτε άλλαξε ρόλους στους ήρωες. Αυτός, απλώς, μετέφερε το χρόνο. Ο δικός του «Μαγικός Αυλός» διαδραματίζεται στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η πρεμιέρα του «Μαγικού Αυλού», του Βόλφγκαγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756 - 1791), δόθηκε σε ένα σκοτεινό και απομακρυσμένο θέατρο της Βιέννης, στις 30 Σεπτέμβρη του 1791. Η υποδοχή της όπερας ήταν υποτονική. Με την επιμονή, όμως, του Εμανουέλ Σικάνεντερ (1751 - 1812), ο οποίος είχε γράψει το λιμπρέτο και έπαιζε και το ρόλο του Παπαγκένο, η παράσταση συνεχίστηκε. Και πολύ καλά έκανε. Γιατί ένα χρόνο αργότερα, το Νοέμβρη του 1792, «Ο Μαγικός Αυλός» γιόρτασε θριαμβευτικά τις 100 παραστάσεις του! Στη γιορτή, δυστυχώς, δεν ήταν παρών ο Μότσαρτ! Είχε πεθάνει στις 5 Δεκέμβρη, του 1791, από νεφρική ανεπάρκεια!
Πολλοί θεωρούν πως ο «Μαγικός Αυλός» περνάει μασονικές απόψεις. Σε αυτό βοηθάει, πέρα από αυτά που λέγονται στο λιμπρέτο, και το γεγονός, ότι τόσο ο Αμαντέους Μότσαρτ, όσο και ο Εμανουέλ Σικάνεντερ, ήταν και οι δυο μασόνοι. Αλλοι, ωστόσο, και είναι οι περισσότεροι αυτοί, μέσα στο «Μαγικό Αυλό» βλέπουν μεγάλες συγγένειες και μεγάλες ταυτίσεις με το διαφωτισμό. Με το πρόσωπο της βασίλισσας ταυτίζουν το σκοταδισμό και με το πρόσωπο του Σαράστρο το φως και τη γνώση.
Και οι δύο πλευρές, αλλά και οι «ουδέτεροι» ακροατές του «Μαγικού Αυλού», αναγνωρίζουν πως το έργο είναι βαθιά επηρεασμένο από τη φιλοσοφία και την ιδεολογία του διαφωτισμού. Και ταυτόχρονα αναγνωρίζουν πως οι δημιουργοί του γοητεύονται το ίδιο τόσο από το καλό όσο και από το κακό. Για το καλό, βέβαια, δε γίνεται λόγος. Η θέση των δημιουργών του είναι καθαρή. «Ερχεται σαν δυνατές αχτίδες του ήλιου, που σβήνουν με τη λάμψη τους και το φως τους τα σκοτάδια». Η περιγραφή του κακού, όμως, τα σκοτάδια, δεν είναι αποτρόπαια. Στο θεατρικό «Μαγικό Αυλό», ό,τι αντιπροσωπεύει το κακό και το σκοταδιστικό είναι εξίσου γοητευτικό και ελκυστικό με το καλό. Αυτό με την πρώτη ματιά φαντάζει αντίφαση και σύγχυση. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δυναμώνει τα δύο άκρα και κάνει την πάλη δυσκολότερη, σκληρότερη και, τελικά, πιο ενδιαφέρουσα!
Στην ταινία τα πράγματα, δεν είναι τόσο πολύπλοκα! Το κακό (βασίλισσα), και το καλό (Σαράστρο), είναι πιο ευδιάκριτα! Εκείνο που κυριαρχεί είναι το θετικό. Πολλές φορές, μάλιστα, αυτή η κυριαρχία γίνεται με απλουστευτικό και διδακτικό τρόπο, μειώνοντας έτσι τον υπαινικτικό λόγο, ο οποίος δίνει γοητεία στην Τέχνη...
Ο χώρος δε μας παίρνει να αναλύσουμε και να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους «Ο Μαγικός Αυλός» θεωρείται, και είναι, όπερα -πρόκληση για τους λυρικούς! Υπάρχουν στιγμές στο μουσικό αυτό έργο, που είναι σημεία αναφοράς και πεδία δημιουργικού συναγωνισμού, για τους καλλιτέχνες. Ο θεατής της ταινίας, ακόμα και αυτός που δεν είναι φίλος της όπερας, θα ευχαριστηθεί (ακουστικά) πολλές στιγμές. Και θα διαπιστώσει πως οι τραγουδιστικές ερμηνείες απαιτούν εκπαιδευμένους και άξιους καλλιτέχνες.
Παίζουν: Τζόζεφ Κάιζερ, Εϊμι Κάρσον, Μπεν Ντέιβις.
Μια γυναίκα, που το πρόσωπό της δείχνει ταλαιπωρημένο άνθρωπο, ενώ έχει βρεθεί στο γειτονικό από το σπίτι της ποτάμι, αναζητώντας λίγη ελευθερία και λίγη ησυχία, ανακαλύπτει το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας. (Πουθενά, τελικά, δεν υπάρχει χώρος ελευθερίας και ησυχίας). Το θύμα, πνιγμένο στα αίματα, είναι φανερό πως έχει υποστεί βιασμό πριν δολοφονηθεί.
Με αφορμή αυτό το βιασμένο πτώμα, η μηχανή της Κάρεν Μόνκριφ, με κοντινά διερευνητικά και διεισδυτικά πλάνα, μας παρουσιάζει μια μικρή ομάδα ανθρώπων, κυρίως γυναικών, που βρίσκεται σε ψυχολογική πίεση. Η μικρή αυτή ομάδα θα μπορούσε να ήταν μια πολύ μεγαλύτερη. Ισως και η πλειοψηφία της καπιταλιστικής κοινωνίας μας. Οπου η βία, κυρίως σε βάρος των γυναικών, είναι σχεδόν συστατικό αυτής της κοινωνίας.
Μια γυναίκα βιασμένη και σκοτωμένη. Μια δεύτερη φυλακισμένη (ψυχολογικά) από την αυταρχική μητέρα της, απομονωμένη από το περιβάλλον, ένα μικρό συντρίμμι. Μια άλλη νεαρή γυναίκα, η ιατροδικαστής, η οποία και αυτή έχει γνωρίσει τη βία σε άλλη μορφή, εξετάζοντας το πτώμα, βρίσκει κοινά χαρακτηριστικά με την αδερφή της, η οποία έχει απαχθεί και εξαφανιστεί σε πολύ νεαρή ηλικία. Η μητέρα της ιατροδικαστή, ζώντας και αυτή μέσα στο φόβο και την ανασφάλεια, δε φίλιωσε ποτέ με την εξαφάνιση. Στη συνέχεια, η μητέρα της δολοφονημένης, η οποία, αναζητώντας το κορίτσι της, ανακαλύπτει την ίδια τη ζωή της και αποκαλύπτει τη δική της πληρωμή στο βωμό της βίας σε βάρος των γυναικών. Ακόμα μια μαύρη πόρνη, τι χειρότερη ταπείνωση για μια γυναίκα, φίλη του θύματος. Και, τέλος, το ίδιο το θύμα!..
Αυτές τις «μικρές» ιστορίες, μικρές για εμάς που δεν τις βιώνουμε, τεράστιες γι' αυτούς που τις ζουν, διηγείται η ταινία. Ή, μάλλον, αποκαλύπτει η ταινία. Η σύνδεση των μικρών αυτών ιστοριών, γίνεται με περίτεχνο, αλλά και πολύ απλό τρόπο. Σαν ένα έξυπνο και μυστηριώδες αστυνομικό μυθιστόρημα. Ωστόσο, θα ήταν μεγάλο λάθος να διαβαστεί η ταινία σαν αστυνομικό περιστατικό! Είναι κοινωνιολογική μελέτη. Η ταινία είναι μια σκληρή κριτική για τις συνθήκες φόβου μέσα στις οποίες ζει η γυναίκα.
Μην περιμένετε, βέβαια, το Μπεν Χουρ! Η ταινία είναι «χαμηλού κόστους». Είναι σχεδόν χειροποίητη! Ομως, έχει την ομορφιά ενός χειροποίητου κεντήματος. Τίποτα πάνω της δεν είναι πλαστικό. Πρόκειται για μια υγρή, ζεστή, πολύ φιλική στον άνθρωπο ταινία. Με εξαιρετικές ερμηνείες.
Παίζουν: Τόνι Κολέτ, Ρόουζ Μπερν, Μέρι Μπεθ Χερτ, Μάρσια Γκέι Χάρντεν, Μπρίτανι Μέρφι (η δολοφονημένη), Κέσρι Ουάσινγκτον κ.ά.
Η παγκόσμια Ποίηση μάς έχει γνωρίσει μερικούς μεγάλους (και άλλους μικρότερους) «αμαρτωλούς» ποιητές. Και η Λογοτεχνία, επίσης! Και η χώρα μας έχει τέτοιους «δαιμονισμένους». Οι οποίοι έχουν γράψει θαυμάσια έργα, έχουν γράψει εξαιρετικά ποιήματα... Ενας τέτοιος «αμαρτωλός» ποιητής - συγγραφέας είναι και ο πραγματικός ήρωας της ταινίας. Είναι ο Γουόλτ Κέρτις. (Μετέφρασε Πάμπλο Νερούδα, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, κλπ.).
Ενας 65χρονος, πια, σήμερα συγγραφέας ο οποίος έγραφε και γράφει τις προσωπικές εμπειρίες του. Αλλά συνειδητά τις τοποθετεί μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο τις γέννησε και μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν. Γιατί εκεί αυτές οι ιστορίες αναπνέουν. Και αυτό είναι που έχει αξία! Γιατί δεν είναι η «αμαρτία» που ενδιαφέρει, αλλά το λασπωμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο κυλιούνται οι άνθρωποι και, είτε «αμαρτάνουν», είτε όχι, βασανίζονται και υποφέρουν...
Πρέπει να είσαι αφελής και να αρέσκεσαι στις κλειδαρότρυπες για να δεις την ταινία σαν μια ταινία για ομοφυλόφιλους! Παρότι η ιστορία, ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, σχεδόν όλα και όλοι, είναι ομοφυλόφιλοι και δεν το κρύβουν! Ομως, η ομοφυλοφιλία στην ταινία, είναι το ελάχιστο, μπροστά σε αυτά που αποκαλύπτει για τους εξευτελισμούς που υφίστανται οι άνθρωποι. Και όχι μόνον οι Μεξικάνοι λαθρομετανάστες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι νέοι. Αλλά οι άνθρωποι, οι νέοι...
Το Πόρτλαντ, στους δρόμους του οποίου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο συγγραφέας, είναι μια πόλη που σε προετοιμάζει για την κόλαση. Το να οδηγηθείς στην ομοφυλοφιλία δεν κρύβει κάποια έκπληξη. Ολοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί και σε σπρώχνουν ή σε τραβάνε στα σκοτάδια τους. Είναι τόση η μοναξιά και ο φόβος που σε σπρώχνει σε όποια αγκαλιά βρεις ανοιχτή. Ο συγγραφέας σε πολύ νεαρή ηλικία βρέθηκε να εργάζεται σε ένα ελληνικό μπαρ, το οποίο ήταν στέκι αλκοολικών! «Εκεί, η πνευματική μου καλλιέργεια συγκρούονταν αυτάρεσκα πίσω από το ταμείο, με τα άδεια μπουκάλια των θαμώνων. Η καθημερινή τριβή με τα πρόσωπα αυτά και τον κόσμο τους μου δημιούργησε ένα αίσθημα βαθιάς αλληλεγγύης. Συχνά - πυκνά περνούσε από το μαγαζί μια παρέα ζωηρών εφήβων με άγριες διαθέσεις, που όμως, σε εμένα έμοιαζε με πρωινές ηλιαχτίδες. Η ανεμελιά και η διαφοροποίησή τους από τη μιζέρια του γκέτο που τους περιέβαλε, άγγιζαν την καρδιά μου»,έγραψε ο Κέρτις, για την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η επιθυμία του να βγει από το αδιέξοδο, από το γκέτο μέσα στο οποίο ζούσε, τον έκανε να αποδεχτεί ακόμα και τις αδιέξοδες ακρότητες.
Την ίδια κραυγή αγωνίας βγάζει και η ταινία! Ενας νεαρός ομοφυλόφιλος «μπακάλης» ερωτεύεται έναν νεαρό Μεξικανό λαθρομετανάστη. Το παιδί, όμως, δεν κοιμάται με «πούστηδες», όπως δηλώνει! Ο συγκάτοικός του, όμως, πιο φοβισμένος και πιο αδύναμος, για να επιβιώσει «δοκιμάζει». Τα τρία αυτά μοναχικά πρόσωπα, που εκείνο που επιθυμούν είναι γαλήνη και αγάπη, μπλέκονται και συμπλέκονται, ενώ γύρω τους η μόλυνση του κοινωνικού περιβάλλοντος παίρνει άγριες διαστάσεις. Οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα βέβαια οι «λαθραίοι», σπρώχνονται με βία (και από απελπισία) στην κρεατομηχανή που αλέθει όλες τις αδύναμες περιπτώσεις, όλα τα «λαθραία» στρώματα.
Κατά τη γνώμη μου, η «δήλωση» των δημιουργών για τη σεξουαλική τους ιδιαιτερότητα, ο χαρακτηρισμός της ταινίας τους σαν «ιδιαίτερης» ταινίας, μικραίνει το έργο τους. Το περιθωριοποιεί, χωρίς λόγο. Αφού το «Mala Noche» («Μαύρη Νύχτα») είναι μια μικρή σύγχρονη τραγωδία η οποία, σε καμία περίπτωση, δε σχετίζεται με σεξουαλικές προτιμήσεις και ιδιαιτερότητες. Μπορεί, ίσως, η ομοφυλοφιλία να μεγεθύνει το πρόβλημα, αλλά δεν είναι αυτή που το καθορίζει.
Η ταινία είναι 27 χρόνων (γυρίστηκε το 1985)! Είναι ασπρόμαυρη και χειροποίητη! Και αυτή, όπως και «Το Νεκρό Κορίτσι», είναι σίγουρη γι' αυτό που θέλει να πει. Και αυτό την κάνει ειλικρινή και της προσδίδει γοητεία. Και εδώ έχουν προσεχτεί, χωρίς να γίνονται μανιέρα, οι θέσεις της μηχανής, τα κάδρα, η ατμόσφαιρα.
Παίζουν: Τιμ Στρίτερ, Νταγκ Κουγέιτ, Ρέι Μοντζ, Νίλα Μακάρθι, Σαμ Ντάουνι, κ.ά.