ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 28 Μάρτη 2000
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αύξηση του ΑΕΠ με ... στάσιμη την παραγωγή

Η ανάπτυξη, για την οποία τόσο πολύ επαίρεται η κυβέρνηση Σημίτη, δεν οφείλεται στην άνοδο της μεταποιητικής παραγωγής, αλλά κυρίως στις υπηρεσίες, όπως προκύπτει και από τα επίσημα στοιχεία, που επεξεργάστηκε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Εμπορικής  Τράπεζας

Ενα από τα αγαπημένα και πολυχρησιμοποιημένα επιχειρήματα του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη και άλλων στελεχών του ΠΑΣΟΚ, είναι πως αυτή η κυβέρνηση όχι μόνο κατάφερε να ανακόψει την πτωτική πορεία της ελληνικής οικονομίας (που παρατηρήθηκε στην περίοδο 1990-1993 όταν κυβερνούσε η ΝΔ), αλλά να εξασφαλίσει γοργούς ρυθμούς ανάπτυξης (το ΑΕΠ αυξάνεται τα τελευταία χρόνια με ρυθμό πάνω από 3%) και άρα να κάνει την ελληνική οικονομία «πιο ισχυρή»!

Το επιχείρημα αυτό το ακούσαμε πολλές φορές μέχρι σήμερα και θα το ακούμε να προβάλλεται όλο και πιο συχνά όσο θα πλησιάζει η ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών της 9ης Απρίλη, καθώς οι υποψήφιοι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος θα ζητούν από τους Ελληνες ψηφοφόρους να ανανεώσουν με την εμπιστοσύνη τους και να ξαναδώσουν στο ΠΑΣΟΚ την κυβερνητική εξουσία, για να κάνει την Ελλάδα «ακόμη πιο ισχυρή» στο κλαμπ των πράγματι ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης!

Τα περί «ισχυρής οικονομίας», που προβάλλει ο πρωθυπουργός και άλλα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος - επιχειρώντας έτσι να εξωραΐσουν την αντιλαϊκή πολιτική που εφάρμοσε τα τελευταία 6 χρόνια η κυβέρνηση του «παλιού» και «νέου» ΠΑΣΟΚ - είναι τουλάχιστον αστεία. Το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς, σε απάντηση του ισχυρισμού ότι δήθεν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατάφερε να κάνει την Ελλάδα «πιο ισχυρή» - ισχυροποιώντας την ελληνική οικονομία με την εξασφάλιση γοργών ρυθμών ανάπτυξης - είναι: «πολύς θόρυβος για το τίποτε» ή «άνθρακες ο θησαυρός». Αν κάτι έγινε «πιο ισχυρό» με τη συγκεκριμένη πολιτική λιτότητας - που εφάρμοσαν τόσο οι κυβερνήσεις της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ - αυτοί ήταν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, που είδαν τα κέρδη των επιχειρήσεών τους να απογειώνονται σε ύψη ρεκόρ και να αυξάνονται με ρυθμούς ταχύτερους και από τον πληθωρισμό και από τις πωλήσεις και από το ΑΕΠ.

Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν - με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών - και τα επίσημα στοιχεία για τη διαχρονική εξέλιξη του ΑΕΠ και των επιμέρους δεικτών του (μεταποίηση - υπηρεσίες κλπ.) που επεξεργάστηκε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Εμπορικής Τράπεζας και δημοσιεύτηκαν στο «Οικονομικό Δελτίο» της (τεύχος 32, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1999). Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το συγκεκριμένο «Οικονομικό Δελτίο» της Εμπορικής, που φέρει τον τίτλο «Οι τομείς της ελληνικής οικονομίας - Κλαδική παρουσίαση της μεταποίησης (ΑΕΠ, Μεταποίηση και Υπηρεσίες, 1980-1998), θα διαπιστώσει ότι η στασιμότητα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό που διακρίνει την παραγωγή υλικών αγαθών τα τελευταία 18 χρόνια.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στη σχετική έρευνα της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Εμπορικής είναι ότι σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή προκύπτει από τη διαχρονική εξέλιξη του ΑΕΠ, θυμίζει τη θεαματική αύξηση που παρουσίασαν οι μετοχές- «φούσκες» στο χρηματιστήριο!

Σ' αυτό το συμπέρασμα συνηγορούν - μεταξύ άλλων - και τα εξής γεγονότα:

Πρώτον, ότι στην περίοδο 1980-1998 η μεταποιητική παραγωγή (παραγωγή και επεξεργασία υλικών αγαθών στη μεταποιητική βιομηχανία) υστέρησε σημαντικά σε σχέση με τους ρυθμούς αύξησης των υπηρεσιών (όπου περιλαμβάνεται και ο τζόγος στο χρηματιστήριο), αφού παρουσίασε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης μόλις 0,59%, ενώ αντίθετα στις υπηρεσίες καταγράφηκε μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης 2,37%.

Δεύτερον, το μερίδιο (ποσοστό συμμετοχής) της μεταποίησης, ως ποσοστό στο ΑΕΠ, μειώθηκε κατά 5 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες. «Η εν λόγω συμμετοχή, αναφέρεται στο "Οικονομικό Δελτίο" της Εμπορικής, από 19% τη διετία 1974-'75 (υψηλότερο ποσοστό) κατήλθε στο 14% περίπου το 1997 (χαμηλότερο ποσοστό)».

Τρίτον, η προκλητική αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων, κυρίως, εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων και τραπεζών. Οπως αναφέρεται και στο Δελτίο, «το γενικό σύνολο των επιχειρήσεων από τη μεταποίηση, το εμπόριο και τις λοιπές δραστηριότητες (15.556 εταιρίες) παρουσίασε το 1998 έναντι του 1997, σημαντική αύξηση των κερδών προ φόρου εισοδήματος, η οποία ανήλθε σε διψήφιο αριθμό» (μεταποίηση 25,3%, εμπόριο 21,3% και λοιπές δραστηριότητες 63,6%)!

Με τέτοιους προκλητικούς ρυθμούς αύξησης της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων, πράγματι, η Ελλάδα έγινε «πιο ισχυρή» για τους λίγους και πλούσιους μεγαλοεπιχειρηματίες και τα κάθε είδους «τσιράκια» τους. Αντίθετα, για τους ανθρώπους της δουλιάς και του μόχθου - δηλαδή τους μισθωτούς, τους αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματοβιοτέχνες και εμπόρους, τους συνταξιούχους, τους άνεργους - η Ελλάδα έγινε πιο αδύνατη. Για όλους αυτούς - που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού - η Ελλάδα έγινε ακόμη πιο φτωχή, αφού από το συνολικό εθνικό εισόδημα παίρνουν στην καλύτερη περίπτωση το ίδιο και στη χειρότερη των περιπτώσεων μικρότερο εισόδημα.


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ

Η μεταποίηση σε δεινή κρίση

Η  μείωση της παραγωγής των εξαγωγών, αλλά και του αριθμού των απασχολουμένων (με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας)  σκιαγραφούν με το δικό τους τρόπο το μέγεθος της κρίσης στη μεταποιητική βιομηχανία

Εξετάζοντας την πορεία της ελληνικής βιομηχανίας κατά τα τελευταία 20 χρόνια, οι συντάκτες του Οικονομικού Δελτίου της Εμπορικής Τράπεζας διαπιστώνουν πως «η μεταποίηση διήλθε κατά την τελευταία εικοσαετία μια δεινή κρίση». Οπως αναφέρεται, «η κρίση αυτή εκδηλώθηκε αρχικά μέσα στη δεκαετία του 1970, ως απόρροια των δύο μεγάλων διεθνών πετρελαϊκών κρίσεων και της εξασθένησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της εθνικής οικονομίας.

Ετσι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, παρατηρήθηκε σε ευρεία έκταση το φαινόμενο των προβληματικών επιχειρήσεων, η στασιμότητα της βιομηχανικής παραγωγής και η κάμψη των επενδύσεων. Η συγκεκριμένη κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι και το 1993, με αποτέλεσμα η μεταποιητική παραγωγή να βρίσκεται συχνά στο επίπεδο του 1980 ή ακόμη να είναι και κατώτερη αυτού. Επίσης, οι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής της υπήρξαν κατά το ίδιο διάστημα όχι λίγες φορές αρνητικοί».

Στο Διάγραμμα 2, που φιλοξενεί το Οικονομικό Δελτίο της Εμπορικής Τράπεζας σκιαγραφείται η εξέλιξη της μεταποιητικής παραγωγής στην περίοδο 1991-1998 στις 3 μεγάλες κατηγορίες. Δηλαδή στα «Καταναλωτικά» (είδη διατροφής, ρουχισμός, παπούτσια κλπ.), στα «Διαρκή» (έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές κλπ.) και στα «Κεφαλαιουχικά» αγαθά (μηχανές, συσκευές και γενικά η παραγωγή στα εργοστάσια που παράγουν είδη παραγωγής). Περίοδος βάσης είναι το 1980= 100 μονάδες. Κοιτάζοντας κανείς προσεκτικά το Διάγραμμα 2, διαπιστώνει πως ο όγκος της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών (τρόφιμα, ποτά και άλλα είδη πρώτης ανάγκης) ήταν - σε όλη τη δεκαετία του 1990 - μέχρι και 10 μονάδες πάνω από τα επίπεδα του 1980. Στα ίδια επίπεδα εξακολουθεί να κινείται και σήμερα. Αντίθετα, ο όγκος της παραγωγής:

  • Διαρκών καταναλωτικών αγαθών, από το 1991 μέχρι και το 1997 ήταν σταθερά κάτω από τα επίπεδα του 1980, παρά το γεγονός ότι από το 1991 άρχισε να ανακάμπτει και να σημειώνει διαρκή άνοδο. Μόνο το 1998 η παραγωγή διαρκών καταναλωτικών αγαθών ξεπέρασε τα επίπεδα του '80 και ο δείκτης του όγκου παραγωγής ανέβηκε στο 118,3.
  • Κεφαλαιουχικών αγαθών (δηλαδή η παραγωγή στη «βαριά βιομηχανία») σε όλη τη δεκαετία του 1990, βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα του 1980.

Αποτέλεσμα της κακής πορείας που σημείωσε η μεταποιητική παραγωγή τα τελευταία 20 χρόνια ήταν να περιοριστεί το ποσοστό συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ στο 14% από 19% που ήταν το 1980. Από αυτή την άποψη είναι αστείο το επιχείρημα που προβάλλει η κυβέρνηση Σημίτη, ότι δήθεν με την οικονομική της πολιτική συμβάλλει στη διαμόρφωση της «ισχυρής Ελλάδας».

Εκτός πια κι αν με τον όρο «ισχυρή Ελλάδα» ο κύριος Σημίτης και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που υπεραμύνονται της συγκεκριμένης πολιτικής, εννοούν την ισχυροποίηση της θέσης ενός μικρού ποσοστού των ελληνικών νοικοκυριών που νέμονται μεταξύ τους τα προκλητικά μεγάλα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Αν ο πρωθυπουργός και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ εννοούν με τον όρο «ισχυρή Ελλάδα» τις προκλητικές αυξήσεις των κερδών (50% ή 100% ή 200% ή και περισσότερο), που καταγράφουν κάθε χρόνο οι μεγάλες εμποροβιομηχανικές και άλλες επιχειρήσεις και τα οποία μοιράζονται μεταξύ τους οι μεγαλομέτοχοι, τότε πράγματι αυτή η Ελλάδα των ολίγων - των μεγαλοεχόντων και μεγαλοκατεχόντων - έγινε τα τελευταία χρόνια ισχυρότερη.

Του λόγου το αληθές βεβαιώνουν και τα επίσημα στοιχεία (ισολογισμοί επιχειρήσεων, επεξεργασίες ισολογισμών από την ICAP κλπ.) που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας. Τα συμπεράσματα από τις επεξεργασίες αυτών των στοιχείων, που παρουσιάζονται επεξεργασμένα στο Οικονομικό Δελτίο της Εμπορικής Τράπεζας, μας πληροφορούν ότι το 1998 συγκριτικά με το 1997 οι 4.840 βιομηχανικές επιχειρήσεις (μεταποίηση) εμφανίζουν:

  • 25,3% αύξηση κερδών, καθώς τα καθαρά προ φόρων κέρδη τους ανήλθαν στα 568,8 δισ. δραχμές, από 454 δισ. δραχμές το 1997.
  • 8,2% αύξηση πωλήσεων, το συνολικό ύψος των οποίων ανήλθε στα 9.322,5 δισ. δραχμών, από 8.618,2 δισ. δραχμές το 1997.

Αύξηση κατά 2 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του μεικτού περιθωρίου κέρδους (από 21,29% το 1997 σε 23,19 το 1998) και κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα του καθαρού περιθωρίου κέρδους (από 5,27% σε 6,10% το 1998).

Εκτός, όμως, από την «ισχυρή Ελλάδα» της ολιγαρχίας, του πλούτου και των κάθε είδους διαχειριστών της εξουσίας υπάρχει και η άλλη Ελλάδα. Είναι η Ελλάδα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ελληνικού λαού, των εκατομμυρίων εργατοϋπαλλήλων και ανέργων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των επαγγελματοβιοτεχνών και εμπόρων. Είναι η Ελλάδα των ανθρώπων του μόχθου και της δουλιάς, που ενώ ακούνε τους επισήμους να μιλάνε για την Ελλάδα που έγινε πλουσιότερη (με τη μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ), οι ίδιοι τα φέρνουν βόλτα όλο και πιο δύσκολα.

Και είναι βέβαιο πως αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική στη μετα-ΟΝΕ εποχή - αν δηλαδή βγουν ενισχυμένα από την εκλογική κάλπη τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία - θα έρθουν ακόμη χειρότερες μέρες για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Οσοι λοιπόν θέλουν να εκφράσουν την αντίθεσή τους και την αντίστασή τους στη θύελλα των αντιλαϊκών μέτρων (ασφαλιστικό, εργασιακά κλπ.) που επιφυλάσσει η μετα-ΟΝΕ εποχή και ετοιμάζονται να εφαρμόσουν τα δύο μεγάλα κόμματα (σαν κυβέρνηση ή να στηρίξουν από τη θέση της αντιπολίτευσης), με το επιχείρημα της «διατηρησιμότητας» των μέχρι τώρα κατακτήσεων, μπορούν - και πρέπει - να αξιοποιήσουν κατάλληλα και το όπλο της ψήφου τους.

Τα κέρδη στο εμπόριο και λοιπές δραστηριότητες

Σημαντικά ήταν επίσης τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο και άλλους τομείς, πλην της μεταποιητικής βιομηχανίας. Οπως προκύπτει από το Οικονομικό Δελτίο της Εμπορικής Τράπεζας, το ποσοστό αύξησης των κερδών των μεγάλων εμπορικών και λοιπών επιχειρήσεων παρουσίασαν αύξηση ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑ τόσο του πληθωρισμού όσο και του τζίρου τους.

Συγκεκριμένα, το 1998 συγκριτικά με το 1997:

  • Οι 6.054 εμπορικές επιχειρήσεις εμφανίζουν αύξηση κερδών 21,3%, με αύξηση πωλήσεων 12,4%.
  • Οι 6.662 εταιρίες λοιπών δραστηριοτήτων (δεν περιλαμβάνονται οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρίες και ο δημόσιος τομέας) εμφανίζουν αύξηση κερδών 63,6% και αύξηση πωλήσεων κατά 19%.

Το ποσοστό αύξησης των εμπορικών επιχειρήσεων είναι σχεδόν ΕΞΑΠΛΑΣΙΟ του πληθωρισμού (3,8%) και ΔΙΠΛΑΣΙΟ του ποσοστού αύξησης των πωλήσεων (12,2%). Αν μάλιστα συγκρίνει κανείς την κερδοφορία των μεγάλων εταιριών «λοιπών δραστηριοτήτων»- πλην μεταποίησης και εμπορίου - τότε προκύπτει πως το ποσοστό αύξησης των κερδών τους (63,6%) είναι περίπου ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΦΟΡΕΣ μεγαλύτερο του πληθωρισμού και ΥΠΕΡΤΡΙΠΛΑΣΙΟ του τζίρου τους.

Με τόσο προκλητικά ποσοστά αύξησης των κερδών - που δεν είναι φαινόμενο μιας χρονιάς, αλλά παρατηρείται σε όλη τη δεκαετία του 1990 - κάθε σχόλιο περί «κοινωνικής πολιτικής» που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ περιττεύει.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ