Τι περιλαμβάνει η απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Λισαβόνας για την απασχόληση και την κοινωνική ασφάλιση
Παρά τις επιμέρους διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων» για τον τρόπο επίτευξης αυτού του «στρατηγικού στόχου», οι 15 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ αποφάσισαν ομόφωνα:
1) Την ιδεολογικοποίηση της «e-economy», της «ψηφιακής νέας οικονομίας», με σύνθημα «φιλελευθεροποίηση του Ιντερνετ» για τη «δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος» υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, στα πλαίσια της «γρήγορης μετάβασης» που προωθεί εδώ και μια δεκαετία η «αναδιάρθρωση» της ΟΝΕ του Μάαστριχτ. Οι ρυθμίσεις για τους περισσότερους τομείς «απελευθέρωσης» προβλέπουν δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα εφαρμογής.
2) Με δεδομένες τις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας (ΣΣ) για «αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία σε ένα πλαίσιο συγκράτησης των μισθών» και «τηρώντας παράλληλα την "Ατζέντα 2000"», με προκαθορισμένους τους κοινοτικούς ετήσιους προϋπολογισμούς για όλη την περίοδο 2000 - 2006, προτείνεται, χωρίς να δοθεί ούτε ένα ΕΥΡΩ, «αντιμετώπιση» της ανεργίας με τη δημιουργία θέσεων χαμηλόμισθης «ευέλικτης» εργασίας μερικής απασχόλησης (παρτ-τάιμ). Αναγνωρίζεται, ταυτόχρονα, ότι «η νέα κοινωνία ενέχει τον κίνδυνο διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ εκείνων που διαθέτουν πρόσβαση στις νέες γνώσεις και εκείνων που αποκλείονται», ενώ «η διαρθρωτική ανεργία μακράς διάρκειας και οι έκδηλες περιφερειακές ανισότητες ως προς την ανεργία παραμένουν ενδημικά στοιχεία σε ορισμένες περιοχές της ΕΕ».
3) Προτείνεται «εκσυγχρονισμός των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και εκπαίδευσης», μέσα από ένα «τολμηρό πρόγραμμα», ώστε να υπάρξει το «σταθερό πλαίσιο που απαιτείται για τη διαχείριση των διαρθρωτικών αλλαγών που προϋποθέτει η μετάβαση προς την κοινωνία της πληροφορίας». Μέχρι τον ερχόμενο Δεκέμβρη θα έχει αποφασιστεί η «μακρόχρονη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού».
Οπως ήταν αναμενόμενο, η συμφωνία των «15» για τη «φιλελευθεροποίηση» και το Διαδίκτυο (Ιντερνετ) ήταν πολύ πιο εύκολη, απ' ό,τι για συντάξεις και ασφαλιστικό. Αλλά, όπως δήλωσε και ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, «δεν ήταν μια σύνοδος της απασχόλησης, όπως αυτή στο Λουξεμβούργο, το 1997. Διαπιστώθηκε ότι τα περί απασχόλησης δεν μπορούν να υλοποιηθούν σωστά ή εντατικά ή αποτελεσματικά αν δεν ενταχθούν σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο» .
Σ' αυτό το «ευρύτερο πλαίσιο» ταξικής αντιπαράθεσης κεφαλαίου / μισθωτής εργασίας συζητήθηκαν τα πάντα, από το «αμερικανικό μοντέλο» (Κ. Σημίτης) μέχρι τις προτάσεις Κομισιόν, Βρετανίας, Ιταλίας και Ισπανίας για «τοπικές» συμβάσεις εργασίας, που θα παρακάμπτουν τις «συλλογικές συμβάσεις» και τα συνδικάτα, προωθώντας «μισθολογικά κελιά» μεσαιωνικού χαρακτήρα, με ειδικές φορολογικές απαλλαγές για τις επιχειρήσεις και ειδικές ρυθμίσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, μειωμένων επιδομάτων και ευκολότερης απόλυσης για τους «ευέλικτους» εργαζόμενους.
Στη Λισαβόνα ο κυνισμός των κυβερνώντων ξεπέρασε κάθε όριο. Στην πάγια καταδίκη των εργαζομένων στη γεωργία και τη βιομηχανία, που όλοι τους θεωρούν «χωρίς προοπτική», αφού εδώ και μια δεκαετία όλες οι «νέες» θέσεις απασχόλησης στην ΕΕ δημιουργούνται αποκλειστικά στον «τριτογενή» τομέα, των υπηρεσιών - χωρίς, βέβαια, να αναπληρώνουν τις απώλειες - προστέθηκε η επίσημη καταδίκη του συνόλου του μικρομεσαίου εμπορίου, στο όνομα του «ηλεκτρονικού εμπορίου» μέσω Ιντερνετ.
Οπως αναγκάστηκε να ομολογήσει δημόσια ο Κ. Σημίτης, «το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει καθοριστικό ρόλο για την παγκόσμια προσαρμογή (...). Δε χρειάζεται πια να έχουμε στην ίδια έκταση δίκτυα πωλήσεων. Μπορούν να μπαίνουν απευθείας στην αγορά, μέσω της σύνδεσης με τα δίκτυα πληροφόρησης». Πρόκειται για τελικό, εξοντωτικό χτύπημα στο μικρομεσαίο λιανικό εμπόριο, που στήριζε χρόνια τώρα την ελληνική οικονομία. Ηδη και στην Ελλάδα έχουν κάνει την εμφάνισή τους μορφές «ηλεκτρονικού εμπορίου», που προωθούν ακαθόριστα, κυρίως αμερικανικά συμφέροντα, με δίκτυο εξυπηρέτησης από ντόπιους «κυβερνητικούς ντίλερ», που όχι μόνο επιβάλλουν συγκεκριμένα καταναλωτικά «πρότυπα», αλλά και εξαρτώνται άμεσα από το εξωελλαδικό «κέντρο». Ετσι το μέλλον των μικρομεσαίων εμπόρων είναι η προλεταριοποίηση. Αυτή η τάση «μισθωτοποίησης», προλεταριοποίησης του εργατικού δυναμικού προβάλλει, πολλαπλά, από τις αποφάσεις της Λισαβόνας. Αποτελεί μια ακόμη κατάργηση των ιστορικών διακηρύξεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που δεν απέμεινε παρά ένα σκιάχτρο, μετά το Μάαστριχτ, αφού οπισθοχώρησε, μονεταριστικά, ακόμη και σε βασικούς «πυλώνες» που της επέτρεψαν, μεταπολεμικά, να αποτελεί κυβερνητική εναλλαγή στη Δεξιά, με σαφή διαφοροποίηση προς τα «αριστερά».
Ειδικά στη Λισαβόνα, οι 13 από τις 15 δήθεν «σοσιαλδημοκρατικές» κυβερνήσεις της ΕΕ διακήρυξαν, με τον πλέον επίσημο τρόπο, ότι:
1) Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να ξεχάσουν ακόμη και τις ελάχιστες «εγγυήσεις» περί κατώτερων ορίων μισθού και του λεγόμενου «κοινωνικού μισθού», που τόσο είχε προπαγανδίσει και το ΠΑΣΟΚ στη χώρα μας.
2) Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να ξεχάσουν τον «κοινωνικό χαρακτήρα της πρόνοιας», το πάλαι ποτέ περιβόητο «κοινωνικό κράτος», αφού μισθοί, επιδόματα, υγειονομική περίθαλψη και συντάξεις τελούν υπό την αίρεση της εργοδοσίας.
Είναι η ταφόπλακα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας του 20ού αιώνα. Οι «κεντροαριστεροί» του Μάαστριχτ ξεπερνούν σε ζήλο ακόμη και τους «κεντροδεξιούς» διαχειριστές, με ακραίες εκδηλώσεις στη Λισαβόνα του «εργατικού» Βρετανού πρωθυπουργού Τ. Μπλερ και του Ιταλού ομολόγου του, πρώην «ευρω-σοσιαλιστή» Μ. Ντ' Αλέμα. Από κοντά και ο Κ. Σημίτης, ο οποίος στη Λισαβόνα αποκάλυψε τη νέα ΠΑΣΟκική αντίληψη περί (...) «αλλαγής», ως «προσαρμογής» και, μάλιστα «συνεχούς προσαρμογής σχεδόν του συνόλου του πληθυσμού στις βασικές προτεραιότητες: Πρώτα Ενιαία Αγορά, μετά το Μάαστριχτ, κατόπιν το θέμα της εξέλιξης της ΟΝΕ και το Σύμφωνο Σταθερότητας».
Πρόκειται για γενική σκλήρυνση της ταξικής πολιτικής, που φαίνεται να αδιαφορεί ή να προκαλεί τις συγκρούσεις με τα εξουθενωμένα λαϊκά στρώματα. Πάνε και οι ψευδεπίγραφες ταμπέλες για το «πολυσυλλεκτικό» ΠΑΣΟΚ των μη προνομιούχων. Τώρα μια μικρή κάστα συμφερόντων, στηριζόμενη στην «ευρωπαϊκή» και ΝΑΤΟική «προστασία», προσπαθεί να επιβάλει τη δική της πολιτική στην πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού, γράφοντας στα παλιά της τα παπούτσια ακόμη και τις δημαγωγίες του Α. Παπανδρέου για «συμβόλαια» με το λαό, «κοινωνική δικαιοσύνη» και άλλα τέτοια.
Εφιαλτικές προοπτικές ανοίγει η απόφαση για τον «εκσυγχρονισμό» των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας. Κυνικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη
Οι «15» διακηρύσσουν ήδη από την αρχή («η νέα πρόκληση») και στην παράγραφο 2 ότι «η Ενωση απαιτείται να θέσει ένα σαφή στρατηγικό στόχο και να συμφωνήσει για ένα τολμηρό πρόγραμμα για την ανάπτυξη γνωστικών υποδομών, την ενίσχυση της οικονομικής μεταρρύθμισης και τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και εκπαίδευσης».
Στις αποφάσεις υπάρχει, για πρώτη φορά, ξεχωριστό κεφάλαιο, με τον τίτλο «εκσυγχρονισμός της κοινωνικής προστασίας».
Τονίζεται ότι «τα συστήματα κοινωνικής προστασίας πρέπει να προσαρμοστούν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η οικονομική αποδοτικότητα της εργασίας, να διασφαλιστεί η μακροχρόνια βιωσιμότητά τους παρά τη γήρανση του πληθυσμού, να προαχθεί η κοινωνική ένταξη και η ισότητα των φύλων και να παρέχονται ποιοτικές υπηρεσίες υγείας».
Αυτό το τετράπτυχο αποτέλεσε και τον ορισμό της «ευρωπαϊκής κοινωνικής προστασίας» ήδη από το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου για την απασχόληση (Νοέμβριος 1997). Για πρώτη φορά όμως, καλείται το Συμβούλιο Υπουργών «να ενισχύσει τη συνεργασία» μεταξύ των κρατών - μελών, τόσο όσον αφορά την ανταλλαγή «εμπειριών» και «ορθών πρακτικών», όσο κυρίως «βελτιωμένων δικτύων πληροφοριών».
Λείπουν «εναρμονισμένα» στοιχεία, ιδιαίτερα για τη σχέση γήρανσης του πληθυσμού με «βιωσιμότητα» των Ταμείων. Μια «Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για την Κοινωνική Προστασία» θα εκπονήσει «μελέτη», στη βάση «ανακοίνωσης» της Κομισιόν, για την εξέλιξη της κοινωνικής προστασίας «υπό μακροπρόθεσμο πρίσμα, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια μέχρι το 2020 και μετά, εφόσον απαιτείται ». Το Δεκέμβρη του 2000, η Κομισιόν «πρέπει να έχει υποβάλει σχετική έκθεση προόδου».
Ενώ στην παρ. 23 το Συμβούλιο και η Κομισιόν καλούνται να υποβάλουν «μέχρι την άνοιξη του 2001» και συγκεκριμένες «εκθέσεις αξιολόγησης» στις οποίες θα εκτιμάται, εκτός των άλλων, «εάν και κατά πόσον λαμβάνονται κατάλληλα συγκεκριμένα μέτρα για (...) την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών, εξετάζοντας τους διάφορους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού».
Τα ασφαλιστικά και οι συντάξεις αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των «κοινωνικών δαπανών» του κράτους, για το οποίο απαιτείται, στη βάση της «αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας» της ΟΝΕ και του Συμφώνου Σταθερότητας (ΣΣ) του Μάαστριχτ, να περιορίζει επ' αόριστον τα «ελλείμματα» στα πλαίσια «υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής» για τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Ετσι, μπορεί το ασφαλιστικό να ανήκει, ακόμη, στην «αρμοδιότητα» των κρατών - μελών, αλλά η ΕΕ ελέγχει ήδη μέσα από το ΣΣ τη «μακροπρόθεση εξέλιξή του. Και στη Λισαβόνα αποφασίστηκε μεν η «ενίσχυση της συνεργασίας» μεταξύ κρατών - μελών, αλλά ήδη υπάρχει υψηλή «εποπτεία» της ΕΕ. Δεν είναι σύμπτωση ότι το ασφαλιστικό «αποκαλύφθηκε» ως ζήτημα και για την Ελλάδα με την έγκριση από το Συμβούλιο ΕΚΟΦΙΝ του ελληνικού «προγράμματος σύγκλισης» (2000 - 2002) και με τη δημοσίευση των «γενικών προσανατολισμών οικονομικών πολιτικών» της Κομισιόν για το τρέχον έτος.
Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, ερωτηθείς σχετικά την πρώτη μέρα των εργασιών στη Λισαβόνα, δήλωσε ψευδώς ότι η πρόταση της Κομισιόν για την εκπόνηση μελέτης για το ασφαλιστικό «δε συζητήθηκε». Την ίδια μέρα, η προπαγάνδα «σήκωσε» το θέμα της δήθεν ένταξης του ελληνικού Χρηματιστηρίου σε «διαδικασία συγχώνευσης» ευρωπαϊκών Χρηματιστηρίων. Σαν να θέλανε να πείσουν ότι μπορεί να μείνετε άνεργοι, χωρίς επιδόματα και σύνταξη, αλλά «επενδύστε και πλουτίστε».
Την επόμενη μέρα, ενόψει και της δημοσίευσης των γραπτών αποφάσεων, το ασφαλιστικό δεν μπορούσε άλλο να αποκρυβεί. Ετσι, ο Κ. Σημίτης προέβη στις εξής αποκαλυπτικές και κυνικές δηλώσεις, χαρακτηριστικές του ανδρός και του καθεστώτος που εκπροσωπεί: «Ολοι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν περισσότερο. Οταν, λοιπόν, λένε ότι οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, μάς πιάνει άγχος (!)». Εννοεί, μάλλον, ότι όταν τα στατιστικά λένε ότι οι Ελληνες ζουν περισσότερο, η εξουσία κυριεύεται από «άγχος». Και συνεχίζει: «Σε ορισμένες χώρες θεωρείται ότι είναι αντίθετο με την αρχή της ισότητας (!), να βάζεις όρια ηλικίας και να βγάζεις κάποιους ανθρώπους από τη δουλιά. Μπορεί να θέλει κάποιος να δουλέψει». Αυτή είναι η άποψη του πρωθυπουργού της χώρας, γιατί οι ηλικιωμένοι, αντί να βγουν στη σύνταξη, πρέπει να δουλεύουν μέχρι να πεθάνουν.
Μα, συζητήθηκε ή όχι το ασφαλιστικό στη Λισαβόνα; «Στο κείμενο απλώς (!) τονίζεται το γεγονός ότι οι άνθρωποι ζουν περισσότερο και ότι αυτό σημαίνει πως όλα τα σχετικά θέματα, υγείας, συνταξιοδότησης, πρόνοιας, θα πρέπει να τα δούμε και αυτά. Και αυτά εντάσσονται στο νέο περιβάλλον (...). Η αναφορά σ' αυτό το γεγονός δε σημαίνει άμεσα (σ.σ. μόνο έμμεσα) αυτό που υπονοείται από πολλούς, ότι γι' αυτό αυξάνουν τα όρια ηλικίας σχετικά με τις συντάξεις. Απλώς (!) είναι ένα κοινωνικό (!) θέμα, που πρέπει να το δούμε (...). θέλω να επαναλάβω ότι στην Ελλάδα έχουμε αποφασίσει να υπάρξει μια μελέτη για τα ελληνικά δεδομένα, και με βάση αυτή τη μελέτη θα υπάρξει εκτεταμένος κοινωνικός διάλογος και θα πάρουμε τις αποφάσεις μας».
Κυβερνήσεις και Τύπος άλλων ευρωπαϊκών χωρών συζητούν το θέμα δημόσια εδώ και μήνες. Ο αρμόδιος επίτροπος για τα οικονομικά Π. Σόλμπες, ερωτηθείς, δήλωσε ότι η Κομισιόν συντάσσει ήδη δύο «μελέτες» για την πρόνοια, μία για τη «σύνδεση της μεταρρύθμισης με την ανάπτυξη» και μία δεύτερη «για τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στα δημόσια οικονομικά». Σύμφωνα με τον επίτροπο, «τα αποτελέσματα θα εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο».
Πίσω από το σύνθημα για «πλήρη απασχόληση», κρύβεται όλο το πλέγμα για την κατάργηση των θεμελιακών εργασιακών δικαιωμάτων
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν σ' όποιον επιχειρήσει να διαβάσει την απόφαση της Συνόδου της Λισαβόνας, οι δαιδαλώδεις διατυπώσεις και η προσπάθεια των «δεκαπέντε» να βαφτίσουν το ψάρι, κρέας.
Ολόκληρη η, παράξενα διατυπωμένη, απόφαση της Λισαβόνας, έχει ως εξής: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να καθορίσει ένα στόχο πλήρους απασχόλησης στην Ευρώπη, σε μια αναδυόμενη νέα κοινωνία περισσότερο προσαρμοσμένη στις προσωπικές (!;) επιλογές γυναικών και ανδρών. Εάν τα μέτρα που εκτίθενται παρακάτω υλοποιηθούν εντός υγιούς μακροοικονομικού πλαισίου, ένας μέσος ρυθμός οικονομικής αύξησης ύψους 3% περίπου αποτελεί μάλλον ρεαλιστική προοπτική για τα επόμενα έτη» (παράγραφος 6). Το κείμενο χρειάζεται αποκρυπτογράφηση.
Οι δυο προτάσεις δε συνδέονται λογικά, παρά μόνον επειδή συνάδουν με τα ιδεολογήματα του Μάαστριχτ για δήθεν αντιμετώπιση της ανεργίας με, μόνο, υψηλούς ρυθμούς οικονομικής αύξησης. Ξεχνούν, βέβαια, ότι η ΟΝΕ του Μάαστριχτ εκτίναξε την ευρωπαϊκή ανεργία στα ύψη, επιβάλλοντας ξέφρενους, «επιταχυνόμενους» ρυθμούς στο κυνήγι των ονομαστικών επιδόσεων («κριτήρια»). Αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπάρχει «κοινή πολιτική απασχόλησης». Εξάλλου δεν δίνεται εδώ και χρόνια ούτε ένα ΕΥΡΩ επιπλέον για την «αντιμετώπιση» της ανεργίας. Η ανεργία έχει αφεθεί στο έλεος της αγοράς και της κερδοφορίας.
Η Κομισιόν που «εποπτεύει» καλύτερα από τις κυβερνήσεις έχει τονίσει, επανειλημμένα, ότι «η αύξηση του ΑΕΠ είναι ο βασικότερος παράγοντας που καθορίζει την αύξηση της διαθέσιμης απασχόλησης, αλλά δεν οδηγεί απαραίτητα και σε υψηλά ποσοστά απασχόλησης». Η Κομισιόν γνωρίζει αυτό που οι κυβερνήσεις φοβούνται να ομολογήσουν, ότι με δεδομένο την ΟΝΕ και το ΣΣ του Μάαστριχτ, απασχόληση δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο με «διαρθρωτικές αλλαγές», φορολογική αναθεώρηση, μείωση μισθών, επιδομάτων, συντάξεων, επέκταση της εργασιακής φτώχειας.
Για τις Βρυξέλλες καλύτερα φτωχός παρά άνεργος, βολεύει και στην εργασιακή «προσαρμογή», όπως αποδεικνύει και το «αμερικανικό μοντέλο». Στη Λισαβόνα χρησιμοποιήθηκε και πάλι, μετά από χρόνια, το σύνθημα της «πλήρους απασχόλησης». Στη δικιά τους γλώσσα αυτό σημαίνει «αύξηση του ποσοστού απασχόλησης», όχι, βέβαια, δουλιά σε όλους.
«Ποσοστό απασχόλησης είναι ο αριθμός των απασχολουμένων σε σχέση με τον πληθυσμό που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας» (Κομισιόν), είναι δηλαδή ένας τεχνικός, στατικός, όρος, που αφορά όχι μόνο τους άνεργους αλλά και τους «οικονομικά αδρανείς». Το 1997 το ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ ήταν 60,5% σε σύγκριση με το 74% στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα ήταν 56,7%.
Οπως διαμαρτύρεται η Κομισιόν «αν οι μισοί από τους σημερινούς ανέργους είχαν δουλιά, οπότε το ποσοστό ανεργίας της ΕΕ θα μειωνόταν στο επίπεδο των ΗΠΑ, το ποσοστό απασχόλησης θα ήταν 64%, θα εξακολουθούσε δηλαδή να είναι πολύ χαμηλότερο από τα επίπεδα των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας».
Ετσι όταν αυτοί λεν «πλήρη απασχόληση», εννοούν αύξηση των «απασχολήσιμων», και όχι μείωση των ανέργων, με είσοδο στην αγορά εργασίας φθηνού «αχρησιμοποίητου εργατικού δυναμικού», (Κομισιόν) δηλαδή γυναίκες, πρόωρα συνταξιοδοτούμενοι κλπ. με «ευέλικτη» εργασία και μειωμένα εργατικά δικαιώματα. Αλλά όπως φαίνεται και στο κείμενο της Λισαβόνας ακόμη και αυτός είναι (...) ιδεατός «στόχος».
Γι' αυτό και δεν υπάρχει «κοινωνική» ευθύνη, από κράτος και κυβερνήσεις, αφού πλέον στην αγορά εργασίας της «νέας κοινωνίας» η εργασία δεν είναι «κοινωνικό αγαθό», αλλά «προσαρμοσμένες προσωπικές επιλογές ανδρών και γυναικών». Η «προσωπική επιλογή» δε συμβιβάζεται με συνδικάτα και «συλλογικές συμβάσεις», αλλά με την «προσαρμογή», την «απασχολησιμότητα».
Οπως τονίζει κυνικά η επόμενη παράγραφος 9, «κάθε πολίτης πρέπει να διαθέτει τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη ζωή και την εργασία». Οσο για το «αντίδοτο» του 3%, αυτό διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Κομισιόν (EUROSTAT), το 1998 η Ελλάδα είχε ετήσια οικονομική αύξηση 3,7% του ΑΕΠ, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την ανεργία να εκτιναχτεί στο 10,7% του ενεργού πληθυσμού. Αντίστοιχα παραδείγματα έχουμε και στην Ισπανία (4,0% ανάπτυξη με 18,7% ανεργία), στη Φινλανδία (5% ανάπτυξη με 11,4% ανεργία) και στην Ιρλανδία (8,9% ετήσια ανάπτυξη και 9,8% ανεργία).
Ο Κ. Σημίτης αναγνώρισε ότι «η προσπάθεια να πετύχουμε την πλήρη απασχόληση στην Ευρώπη μέχρι το 2010 (...) δεν είναι δυνατό με ακρίβεια να οριστεί (...) και ελπίζουμε, με τους ρυθμούς αυτούς που σας είπα του 4%, να περιορίζουμε όλο και περισσότερο δραστικά την ανεργία». Για την προπαγάνδα είπε ότι «το 2010 θα 'χουμε όλοι δουλιά», ποιος θα θυμάται τότε ότι ο πρωθυπουργός δεν προσδιόρισε «με ακρίβεια», ή χρησιμοποίησε τη λέξη «ελπίζουμε» (...).
Ποιο είναι το «κοινό πλαίσιο» ανατροπής των εργατικών κατακτήσεων. Ο «εκσυγχρονισμός του κοινωνικού μοντέλου»
Για τους ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης το «κοινό πλαίσιο» ανατροπής των εργατικών κεκτημένων προβλέπει τα εξής:
1) «Νέος στρατηγικός στόχος της ΕΕ είναι ο εκσυγχρονισμός του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου» (παρ. 5). «Η ταχύτητα των τεχνολογικών μεταβολών είναι δυνατόν να απαιτήσει νέες και πιο ευέλικτες ρυθμιστικές προσεγγίσεις» στους προκαθορισμένους από το Λουξεμβούργο (1997) τομείς εργασίας, ασφάλισης, σύνταξης, υγείας και «κοινωνικής ένταξης και ισότητας των δυο φύλων» στη μισθωτή εκμετάλλευση. Θα υπάρξει «συμφωνία» το Δεκέμβρη του 2000 για ένα «ευρωπαϊκό κοινωνικό θεματολόγιο» στη βάση σχετικών προτάσεων της Κομισιόν. Κάθε χρόνο θα πραγματοποιείται «ειδική σύνοδος» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για «οικονομικά και κοινωνικά θέματα», ενώ η Κομισιόν «θα συντάσσει ετήσια ανακεφαλαιωτική έκθεση σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται βάσει διαρθρωτικών δεικτών, οι οποίοι θα συμφωνηθούν».
2) Για την απασχόληση «δε χρειάζεται νέα διαδικασία», ούτε βέβαια κονδύλια, αφού «πρέπει να τηρηθεί παράλληλα η Ατζέντα 2000» (παρ. 41). Η επίτευξη του στόχου «θα βασιστεί κυρίως στον ιδιωτικό τομέα». Ο ρόλος της ΕΕ - και ειδικά ο αναβαθμισμένος ρόλος της Κομισιόν - είναι «να δράσει ως καταλύτης στη διαδικασία αυτή, θεσπίζοντας αποτελεσματικό πλαίσιο». Η Κομισιόν, ως γνωστόν, έχει τη «νομοθετική πρωτοβουλία» στην ΕΕ.
Προτείνεται «αξιοποίηση της συμπληρωματικότητας μεταξύ της διά βίου μάθησης και της προσαρμοστικότητας χάρη στην ευέλικτη διαχείριση του χρόνου εργασίας και της εκ περιτροπής απασχόλησης». Είναι το γνωστό σύνθημα «εκπαίδευση διά βίου - μερική απασχόληση διά βίου». Καθιερώνεται «ευρωπαϊκό έπαθλο για τις ιδιαίτερα προοδευτικές επιχειρήσεις» (!!!) στη «διά βίου μάθηση». Και προτρέπεται «μεγαλύτερη απασχόληση στον τομέα της παροχής προσωπικών υπηρεσιών», δηλαδή καμαριέρες, μπέιμπι-σίτερ, παρακολούθηση κατ' οίκον αρρώστων, γέρων και ανίκανων κλπ.
Η Λισαβόνα επαναλαμβάνει τη γενική επιταγή της ΟΝΕ και του Σύμφωνο Σταθερότητας του Μάαστριχτ για «υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές σ' ένα πλαίσιο συγκράτησης των μισθών». Ο Κ. Σημίτης δήλωσε ότι «αναφέρθηκε στη συζήτηση το αμερικανικό μοντέλο» γενικευμένης φτώχειας.
Για το 35ωρο ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «δεν αναφέρεται στις αποφάσεις, αλλά δεν έχει εγκαταλειφθεί. Η κάθε χώρα μπορεί να εφαρμόσει τη δική της πολιτική. Η Γαλλία έχει ήδη ξεκινήσει μια πολιτική σ' αυτό το θέμα. Και εμείς έχουμε προχωρήσει σε πιλοτική εφαρμογή και θα συνεχίσουμε για να δούμε ποια επίπτωση έχει στην αγορά εργασίας».