ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 2 Αυγούστου 2007
Σελ. /24
Φωτιές και στις οθόνες

Σώζονται μόνο δύο!

Ο κόσμος καίγεται κυριολεκτικά και μεταφορικά! Ο κινηματογράφος θα μπορούσε, κάτω από προϋποθέσεις, να ήταν μια κάποια λύση! Δυστυχώς, όμως, και αυτός είναι σε χέρια «εμπρηστών» και βάζει και αυτός φωτιές και καταστρέφει!

Υπάρχουν, βέβαια, και οι εξαιρέσεις. Οπως η ταινία του Κλοντ Μπερί «Φτάνει να 'μαστε μαζί»! Μια τρυφερή ανθρώπινη προσπάθεια. Μια κινηματογραφική σονάτα, για την αγάπη και τη φιλία! Οπως, επίσης, η ταινία του Εντ Μπλουμ, «Σκηνές Σεξουαλικής Φύσης». Εξαιρετικές ερμηνείες, έξυπνοι διάλογοι, λεπτά συναισθήματα.

Και, αμέσως, μετά οι φωτιές! «Ο Πρωτάρης της Χρονιάς», του Τομ Βον. Μια «φοιτητική» κωμωδία, η οποία, συνειδητά, παραποιεί την πραγματικότητα. Ακολουθούν οι «Αδερφές ...Ψυχές», του Ερίκ Λαβέν. Μια κακόγουστη τραβεστί ταινία για ...αδερφές του 1970. Μακριά!

ΚΛΟΝΤ ΜΠΕΡΙ
Φτάνει να 'μαστε μαζί

Το «Φτάνει Να 'μαστε Μαζί» είναι μια ταινία γεμάτη ευγένεια! Τέσσερα άτομα, πλούσια σε θεμιτές επιθυμίες, μετατρέπουν την κουραστική καθημερινότητα σε ένα τρυφερό βαλς ζωής. Βέβαια, δε φέρνουν μαζί τους μεγάλες αναταράξεις, δεν καταπιάνονται με μεγάλες υποθέσεις. Με τα μικρά και τα απλά ασχολούνται. Ομως, σε αυτά τα μικρά και τα απλά, ετούτοι οι τέσσερις άνθρωποι, επειδή είναι άνθρωποι καλών προθέσεων, επειδή, τελικά, αγαπούν τη ζωή, προσπαθούν και τους δίνουν άλλη διάσταση. Τα γεμίζουν με ομορφιά.

Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η αγάπη και η φιλία. Μια νεαρή κοπέλα (Οντρέ Τοτού) δουλεύει για επιβίωση σαν καθαρίστρια και τις ελεύθερες ώρες της ζωγραφίζει. Στο κτίριο που μετακομίζει συναντάει έναν ευγενικό νεαρό κύριο (Λοράν Στοκέρ), ο οποίος κρατάει ένα τεράστιο σπίτι, που ανήκει στην ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένειά του. Αυτός ο ευγενικός κύριος φιλοξενεί έναν άλλον νεαρό κύριο (Γκιγιόμ Κανέ). Ο δεύτερος άντρας είναι λαϊκής προέλευσης και εργάζεται σαν σεφ σε ρεστοράν. Το καρέ συμπληρώνει η γιαγιά του σεφ (Φρανσουάζ Μπερτίν).

Ο ευγενικός κύριος που διαθέτει το σπίτι ανοίγει πρώτος την αγκαλιά του. Στον πρώτο φιλοξενούμενό του προστίθεται και δεύτερος (η νεαρή γυναίκα). Σε λίγο μετακομίζει στο σπίτι και η γιαγιά. Το τεράστιο ξεπεσμένο σπίτι, από το οποίο περιμένουν από στιγμή σε στιγμή την έξωση, μετατρέπεται σιγά - σιγά σε κοινόβιο. Μέσα στο οποίο οι τέσσερις κάτοικοί του, ξεπερνώντας, άλλοτε εύκολα και άλλοτε δύσκολα, τα εμπόδια που προκύπτουν, θα γνωρίσουν την αγάπη και τη φιλία. Αυτά τα οποία επιθυμούσαν!

Ο φακός του Κλοντ Μπερί, διακριτικός, χωρίς κινηματογραφικές φωνές και εφέ, απλός αλλά καίριος, πλησιάζει τους τέσσερις ήρωες και τρυπώνει στο εσωτερικό τους. Οι «ψυχές» τους είναι τρυφερές, όπως η καρδιά του μαρουλιού. Από μια παρεξήγηση, αν δηλαδή δεν είχε κάποιος απ' όλους τολμήσει, τα τέσσερα αυτά άτομα, θα έμεναν με το παράπονο (όπως μένουν εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο). Ευτυχώς, η νεαρή κοπέλα ανέλαβε πρωτοβουλία. Πρώτη αυτή άρχισε να σπάζει τις κλειδαριές και να ανοίγει τις πόρτες που κρατάνε κλειστά τα συναισθήματα. Σε λίγο τόλμησε και ο δεύτερος και ο τρίτος... Σιγά - σιγά το σπίτι, αλλά και οι καρδιές, γέμισαν χαρά.

Το αισιόδοξο της ταινίας είναι πως οι ήρωες, που ήταν βέβαια καλοί, δεν έμειναν μόνον καλοί. Εγιναν καλύτεροι! Γνώρισαν τη χαρά της προσφοράς. Διαπίστωσαν πως η αγάπη, η φιλία, η ζωή τελικά, μπορεί να είναι στη γωνία, όμως δεν έρχονται από μόνα τους, πρέπει να τα καλέσεις.

Η ταινία δεν είναι, βέβαια, ρεαλιστική! Στη ζωή τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Τα εμπόδια έχουν μεγαλύτερο όγκο. Ομως, δεν είναι ανάγκη να την πάρουμε κατά γράμμα. Ας κρατήσουμε, πρέπει να κρατήσουμε, το ζουμί της. Που είναι η επιθυμία του ανθρώπου να γίνει ευτυχισμένος με απλά πράγματα. Ας κρατήσουμε την ευγένειά της. Την τρυφερότητα που εκπέμπει! Ολα αυτά δεν είναι και λίγα. Μέσα σε ένα καλοκαίρι γεμάτο κινηματογραφικές - και όχι μόνον - αγριάδες.

Παίζουν: Οντρέ Τοτού, Γκιγιόμ Κανέ, Λοράν Στοκέρ, Φρανσουάζ Μπερτίν.

ΕΝΤ ΜΠΛΟΥΜ
Σκηνές σεξουαλικής φύσης

Αξιοκρατικά πρέπει να ξεκινήσουμε από τους ηθοποιούς! Σχεδόν όλοι, είναι άριστοι! Αμεσοι, χαριτωμένοι, εκφραστικοί, λεπτολόγοι και άνετοι! Η ποιότητά τους, φυσικά, είναι αποτέλεσμα των γνώσεών τους και του ταλέντου τους. Εντάξει, και της μεγάλης εγγλέζικης σχολής. Ομως, δεν πρέπει να παραβλέψουμε και τη διδασκαλία του σκηνοθέτη. Η ομοιογένεια στις ερμηνείες, το μέτρο στο παίξιμο, είναι δική του δουλιά. Ολοι οι ηθοποιοί υπάκουσαν στις επιλογές του. Εχεις την αίσθηση ότι βλέπεις μια καλοκουρδισμένη θεατρική παράσταση, η οποία παίζεται σε μια μεγάλη σκηνή, σε ένα πάρκο...

Μετά τις ερμηνείες, θα πρέπει να σταθούμε στην πρωτοτυπία του θέματος! Μια μικρή ομάδα ανθρώπων, κυρίως ζευγάρια, αλλά και μόνοι, έχουν ξαπλώσει στον ήλιο, κάθονται στο παγκάκι, περπατάνε, κολυμπάνε, φλερτάρουν, ζηλεύουν, θυμούνται. Και όλα αυτά στο πολύ όμορφο πάρκο του Χάμπστιντ Χιθ του Βόρειου Λονδίνου. (Να πούμε εδώ, πως όταν σκάει ο ήλιος στην αγγλική πρωτεύουσα οι άνθρωποι τρέχουν σχεδόν σαν τρελοί στα πάρκα. Και ενώ στους υπόλοιπους χώρους μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει συντηρητικούς τους Εγγλέζους, στα πάρκα γίνονται άλλοι άνθρωποι)!

Ο Εντ Μπλουμ, με πολύ έξυπνο, τρόπο περνάει από τη μια ιστορία στην άλλη. Από το ένα ζευγάρι στο άλλο. Και ενώ η ταινία είναι σπονδυλωτή την ίδια στιγμή νιώθεις ότι, τελικά, παρακολουθείς μία ιστορία. Αφού, με απλό και άμεσο τρόπο, η μια ιστορία σχεδόν συμπληρώνει την άλλη. Ποιος θα αρνηθεί ότι ο έρωτας, που είναι το κεντρικό θέμα της ταινίας, δεν προκαλεί όλα αυτά τα συναισθήματα, τα οποία ξεδιπλώνονται στην ταινία, σε ένα και μόνον ερωτευμένο άτομο; Χαρά, αμφιβολία, ευτυχία, ανασφάλεια, σιγουριά και ξανά αμφιβολία κλπ, κλπ!

Με πολύ έξυπνους διαλόγους (το σενάριο έγραψε η Ασλίν Ντίτα), χωρίς μεγαλοστομίες και δράματα, χωρίς μελό και μεγάλες δραματικές συγκρούσεις, απλά, όπως περνάς ένα «χαζό» απόγευμα στο πάρκο, ξετυλίγεται στην οθόνη η ταινία. Αυτή η απλότητα, βέβαια, έχει και τα αρνητικά της. Οι ήρωες της ταινίας είναι μονοδιάστατοι και απλοϊκοί. Στις κουβέντες τους απουσιάζουν όλα τα άλλα ζητήματα. Λες και οι ίδιοι, αλλά και ο έρωτάς τους, δεν επηρεάζονται από τον «έξω κόσμο». Λες και ο «έξω κόσμος» δεν περιέχεται μέσα στις ερωτικές ανησυχίες και στις κουβέντες τους. Λες και γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο πάρκο! Στα αρνητικά, ακόμα, της ταινίας, είναι ο επικαιρικός χαρακτήρας της. Που εκφράζεται, κυρίως, με το ομοφυλόφιλο ζευγάρι, το οποίο, με αφορμή ένα παιδί που περνάει από κοντά του, αρχίζει να κουβεντιάζει (πρόχειρα και βιαστικά) το δικαίωμα (;) ενός ομοφυλόφιλου ζευγαριού να υιοθετήσει και να μεγαλώσει παιδιά!

Η φόρμα της ταινίας είναι διακριτική. Χωρίς να περιέχει «μεγάλες εικόνες», καταφέρνει να μεταδώσει λεπτά συναισθήματα. Τρυφερότητα και ποίηση. Πάντως, έχουμε να κάνουμε με μια μικροαστική ταινία, που έχει για ήρωες μικροαστούς και, βέβαια, απευθύνεται σε μικροαστούς. Και σε κάποιους ανήσυχους θεατές, οι οποίοι μελετάνε - και μέσα από τον κινηματογράφο - τον κόσμο...

Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Εϊλίν Ατκινς, Χιου Μπόνβιλ, Αντριαν Λέστερ, Σόφι Οκονέντο, Μαρκ Στρονγκ, Τζίνα ΜακΚι κ.ά.

ΤΟΜ ΒΟΝ
Ο πρωτάρης της χρονιάς

Δέστε πόσοι λόγοι συνέτρεχαν, ώστε «Ο Πρωτάρης της Χρονιάς» να γίνει μια τουλάχιστον ενδιαφέρουσα ταινία και δεν έγινε! Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο, «Starter for Ten», του Ντέιβιντ Νίκολς, ο οποίος έγραψε και το σενάριο. Το βιβλίο και η ταινία αναφέρονται στη ζωή στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Ο συγγραφέας και σεναριογράφος ήταν ο ίδιος φοιτητής στο Μπρίστολ. Το ίδιο και ο σκηνοθέτης της ταινίας Τομ Βον. Ηταν, μάλιστα, συμφοιτητές (στις αρχές του '80).

Συμπτωματικά τυχαίνει να γνωρίζω προσωπικά το συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο, τη συγκεκριμένη περίοδο! Αυτά που είδα στην ταινία, σας βεβαιώνω, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Βέβαια, όλοι γνωρίζουμε, πως η πραγματικότητα δε φτάνει ίδια στον καθένα! Ο καθένας προσλαμβάνει σύμφωνα με τις κεραίες του! Πόσο στραβές κεραίες, όμως, πρέπει να είχαν οι δημιουργοί της ταινίας (σεναριογράφος, σκηνοθέτης), για να συλλάβουν αυτή την πραγματικότητα, που δείχνουν στην ταινία τους; Μια πραγματικότητα τελείως ψεύτικη...

Το Πανεπιστήμιο, και η ίδια η πόλη του Μπρίστολ, δεν έβραζαν, βέβαια, από επαναστατική διάθεση. Ομως, εκείνη την περίοδο, τέλος του 1970, αρχές του 1980, όπως και πριν και μετά, άλλωστε, οι φοιτητές έκαναν του κόσμου τις κινητοποιήσεις. Και η πόλη είχε τα δικά της ταξικά προβλήματα. Και τις βίαιες συμμορίες των ξυρισμένων νεαρών (Skin Head). Οι δυο δημιουργοί, δεν είδαν τίποτα! Στη θέση τους είδαν έναν «πανέξυπνο» ομορφούλη πρωτοετή, που η αγωνία του ήταν να συμμετάσχει σε ένα τηλεοπτικό παιχνίδι γνώσεων (υπαρκτό πρόγραμμα). Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο συγκεκριμένος νεαρός, ο οποίος συγκατοικούσε με δυο άλλους φοιτητές, οι οποίοι τελείως ξεκάρφωτα ντύνονταν γυναικεία, (βρε, μανία με τους τραβεστί!), ερωτεύεται δυο συμφοιτήτριές του! Τι πρωτοτυπία!

Καταλάβατε, ελπίζω, πώς κατασκευάζεται ο κόσμος! Με ψέματα και με παραποιήσεις. Και να σκεφτεί κανείς πως οι δυο δημιουργοί έχουν προσωπικές εμπειρίες και από το χώρο (Μπρίστολ) και από το χρόνο (1980)!

Παίζουν: Τζέιμς Μακ Αβοϊ, Αλις Ιβ, Ρεμπέκα Χολ, Κάθριν Τέιτ, Ντόμινικ Κούπερ.

Για να γελάσουν οι Θεσσαλονικείς

Οι Θεσσαλονικείς θα έχουν την ευκαιρία ολόκληρο τον Αύγουστο να ...γελάσουν με 9 καλές, μέχρι πολύ καλές, παλιές και λιγότερο παλιές ταινίες. Ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν, του Γούντι Αλεν, του Μάριο Μονιτσέλι, του Πιέτρο Τζέρμι κ.ά.

Στο θερινό κινηματογράφο της Μονής Λαζαριστών το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και άλλοι ...πνευματικοί φορείς και χορηγοί, (Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 1η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, Μπουτάρης, εφημερίδα Μακεδονία, cine.gr, Ρ/Σ 9,58 fm),διοργανώνουν κινηματογραφικό αφιέρωμα με εισιτήριο 5 ευρώ, παρακαλώ. Τόσοι φορείς και χορηγοί και το εισιτήριο εισιτήριο!

Πολλές από τις ταινίες που θα παιχτούν στη Θεσσαλονίκη θα τις βρείτε, ίσως, και σε κινηματογράφους της υπόλοιπης χώρας στα πλαίσια των καλοκαιρινών επαναλήψεων και αφιερωμάτων. Γι' αυτό θα προσπαθήσουμε μια μικρή παρουσίαση:

1.- «Thank you for smoking», του Τζέισον Ράιτμαν (2006). Υπάρχουν λόγια, πια, σήμερα, για να υπερασπιστεί κανείς τη βλαβερή συνήθεια του καπνίσματος; Φαίνεται ότι εξακολουθούν να υπάρχουν! Στην Αμερική των δημοσίων σχέσεων και του marketing ο Νικ Τέιλορ, εκπρόσωπος της αμερικανικής καπνοβιομηχανίας, βρίσκει ακόμα τον τρόπο και κυρίως τα λόγια για να προωθήσει το κάπνισμα και τα συμφέροντα των πελατών του. Αν τον ρωτήσετε γιατί το κάνει, θα σας απαντήσει απλά: «Ο Τζόρνταν παίζει μπάσκετ. Ο Μάνσον σκοτώνει. Εγώ μιλάω...». Οταν, όμως, μια τολμηρή δημοσιογράφος τον ξεμπροστιάζει στα media, καλείται να απαντήσει στα ερωτήματα του γιου του, να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και να επανακτήσει τη χαμένη τιμή του.

2.- «Manhattan», του Γούντι Αλεν (1979). Ο Αϊζακ Ντέιβις (Γούντι Αλεν), τηλεοπτικός κειμενογράφος, έχει χωρίσει δυο φορές. Η μια εκ των πρώην του έχει πάει στο Κατμαντού και η άλλη (Μέριλ Στριπ) έγινε λεσβία και εξέδωσε ένα βιβλίο, που θα μπορούσε να λέγεται: Ολα όσα θα έπρεπε να ξέρετε για τον πρώην σύζυγό μου. Ο Αϊζακ αρνείται τον αγνό έρωτα της νεαρής Τρέισι (Μάριελ Χέμινγουεϊ) γοητευμένος από την «κουλτουριάρα» Μαίρη (Νταϊάν Κίτον) και τελικά καταλήγει μόνος στο αστικό τοπίο του «απομονωμένου» Μανχάταν και των νευρωτικών διανοούμενών του.

3.- «Ερωτας... και τίποτε άλλο», του Γούντι Αλεν (2003). Στην ανήσυχη πόλη της Νέας Υόρκης, ο 21χρονος Τζέρι Φολκ (Τζέισον Μπιγκς), ένας ταλαντούχος κωμικογράφος, ερωτεύεται με την πρώτη ματιά την Αμάντα (Κριστίνα Ρίτσι) και διαλύει πάραυτα το σοβαρό δεσμό του με την Μπρουκ. Στη διάρκεια της καινούριας του σχέσης, όμως, που σημαδεύεται από τον ερχομό της μαμάς της, το ρομάντζο πεθαίνει μαζί με την ερωτική διάθεση της Αμάντα και ο Τζέρι αρχίζει να έχει τις αμφιβολίες του για την επιλογή του. Οι ατέλειωτες συζητήσεις με τον αποτυχημένο 60χρονο συνάδελφό του, Ντέιβιντ Ντόμπελ (Γούντι Αλεν) δε φαίνεται να βοηθάνε στην αποκατάσταση της τάξης στον ερωτικό παράδεισο που ονειρευόταν.

4.- «Ο κλέψας του κλέψαντος», του Μάριο Μονιτσέλι (1958). Τίποτα δεν πηγαίνει «κατ' ευχήν» στην εξέλιξη της ληστείας που σχεδίασε μια συμμορία αρχαρίων και γκαφατζήδων επίδοξων κλεφτών. Ο αρχηγός τους συλλαμβάνεται και τα ηνία αναλαμβάνει με το έτσι θέλω ο Πέπε (Βιτόριο Γκάσμαν), ένας αποτυχημένος μποξέρ. Και ενώ το σχέδιο μοιάζει τέλειο, το ριφιφί εξελίσσεται σε μεγάλο φιάσκο, παρά την «εμπειρία» του επιστημονικού συνεργάτη της συμμορίας και παλιά καραβάνα διαρρήκτη, Ντάντε Κρουτσιάνι (Τότο). Ενα τραγελαφικό ειδύλλιο, ένας λάθος τοίχος, ένας αδελφός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του και μια σειρά από καταστροφικά απρόοπτα μέχρι τον ερχομό της αυγής, θα κάνουν τα όνειρα του Μάριο (Ρενάτο Σαλβατόρε), του Τιβέριο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι) και των άλλων της παρέας στάχτη και μπούλμπερη.

5.- «Εντιμότατοι φίλοι μου Ι», του Μάριο Μονιτσέλι (1975). Μια παρέα τεσσάρων φίλων συναντιούνται συχνά σκαρώνοντας φάρσες στους πάντες με ευρηματικότητα που ξεπερνά κάθε φαντασία. Ο Νέτσι, ιδιοκτήτης μπαρ, ο Περότζι, δημοσιογράφος (Φιλίπ Νουαρέ), ο Μελάντρι, αρχιτέκτονας και ο Μασέτι, ξεπεσμένος αριστοκράτης (Ούγκο Τονιάτσι) ζουν στη Φλωρεντία και τριγυρνάνε στην κοντινή επαρχία της Τοσκάνης, προσπαθώντας να ξορκίσουν την πεζότητα και τη μετριότητα της αστικής κοινωνίας, της οποίας όμως τελικά είναι κι αυτοί δέσμιοι. Στην παρέα θα προστεθεί τιμής ένεκεν και ο δόκτορας Σασαρόλι (Αντόλφο Τσέλι).

6.- «Εντιμότατοι φίλοι μου ΙΙ», του Μάριο Μονιτέλι (1982). Με τον Περότζι να έχει μεταβεί σε τόπους χλοερούς στο τέλος της πρώτης ταινίας, οι τέσσερις πλέον φίλοι συναντιούνται ξανά, οκτώ χρόνια μετά, με την ίδια πάντα διάθεση για πειράγματα και φάρσες. Σα να μην πέρασε μια μέρα, αναπολούν, πάνω από τον τάφο του εκλιπόντος, αλλά και αρπάζουν την πρόκληση για να συνεχίσουν την πορεία τους σε μια παράλληλη καριέρα στην πλάκα.

7.- «Διαζύγιο αλά Ιταλικά», του Πιέτρο Τζέρμι (1962). Τι θα μπορούσε να κάνει ένας ταλαίπωρος καθολικός μακαρονάς (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι) για να απαλλαγεί από τη μέγαιρα γυναίκα του (Ντανιέλα Ρόκα) και να παντρευτεί τη γειτόνισσα (Στεφανία Σαντρέλι), που και σαν τα κρύα τα νερά είναι και η ματιά της στάζει μέλι κάθε φορά που τον κοιτά; Το διαζύγιο φυσικά δεν ανήκει στις επιλογές του μια και μετά την απομάκρυνση από το ιερό, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται και η παπική εκκλησία παραμονεύει να στείλει στο πυρ το εξώτερο τους παραβάτες. Ενας φόνος, όμως, και μάλιστα για λόγους τιμής και τη δουλιά του θα έκανε, και η κοινωνία θα επικροτούσε, και η τιμωρία θα ήταν μηδαμινή, και τελικά το κορίτσι θα γινόταν δικό του. Οπερ και εγένετο.

8.- «Μια νύχτα στην Καζαμπλάνκα», του Αρτσι Μέιγιο (1946). Το ξενοδοχείο Καζαμπλάνκα γίνεται άντρο ναζί κατασκόπων, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Ο Χάρπο Μαρξ, ο μουγκός υπηρέτης ενός Ναζί ψευτοκόμη ενοίκου, αναζητά έναν γαλλικό θησαυρό καλά κρυμμένο κάπου στο κτίριο και εν τω μεταξύ θεωρεί πρέπον να δολοφονεί τους διευθυντές του ξενοδοχείου. Ο τέταρτος κατά σειρά διευθυντής, όμως, ο Γκρούτσο Μαρξ, που αριβάρει με το ταξί του Τσίκο, αποδεικνύεται δύσκολη λεία, μια και ο ταξιτζής χρίζεται και σωματοφύλακάς του.

9.- «Τα φώτα της πόλης», του Τσάρλι Τσάπλιν (1931). Το στόρι της ταινίας δε διαφέρει και πολύ στο βασικό του κορμό από τα υπόλοιπα αριστουργήματα του Τσάπλιν. Ερωτεύεται ανιδιοτελώς και ολοκληρωτικά μια τυφλή ανθοπώλισσα και κάνει τα πάντα για να τη βοηθήσει, με την ελπίδα να κερδίσει και την αγάπη της. Στο δρόμο μπλέκει με το νόμο, με χοντράνθρωπους εκατομμυριούχους, με τον υπόκοσμο των σικέ αγώνων μποξ και τελικά βγαίνει νικητής.

ΕΡΙΚ ΛΑΒΕΝ
Αδερφές ψυχές

Οταν έβλεπα την ταινία, δεν πίστευα στα μάτια μου! Τέτοια κακογουστιά, τέτοια επιπολαιότητα! Θα την άφηνα, ίσως, ασχολίαστη. Επειδή, όμως, την έφερε μεγάλο γραφείο διανομής, το οποίο διαθέτει πολλούς πολυσινεμάδες, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια. Θέλουμε δε θέλουμε θα τη βρούμε μπροστά μας! Σε δεκάδες αίθουσες! Θα τη βρει μπροστά της η νεολαία μας, κυρίως σε αυτή απευθύνεται, και θα πάρει μαθήματα! (Μην ξαναγράψουμε, πώς διαμορφώνονται οι συνειδήσεις κλπ.).

Καταλαβαίνω την ανάγκη κάποιων να θέλουν να πούνε τον φανερό ή τον κρυφό ...πόνο τους! Να γυρίσουν, δηλαδή, μια ταινία για τους ομοφυλόφιλους. Είτε γιατί είναι και οι ίδιοι, είτε γιατί τους συμπαθούν, είτε γιατί τους κατανοούν. Οπως και για τους παιδεραστές, τους κτηνοβάτες, τους ματάκηδες!.. Καταλαβαίνω τα πάντα! Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι το εμπόριο του ...πόνου! Την εκμετάλλευση της όποιας ...εκτροπής της σεξουαλικής συμπεριφοράς του καθένα!

Μια τέτοια περίπτωση εμπορικής εκμετάλλευσης της (γαργαλιστικής) σεξουαλικής συμπεριφοράς ενός κομματιού της κοινωνίας μας, είναι και η ταινία του Ερικ Λαβέν «Αδερφές ...Ψυχές»! Με ένα υποτυπώδες σενάριο, ο σκηνοθέτης της ταινίας μάς μπάζει σε ένα άντρο αδερφών! Οπου γίνεται το έλα να δεις! Οχι σεξουαλικά, όχι! Γίνεται το έλα να δεις από τη βλακεία!

Ενα νεαρό ερωτευμένο νιόπαντρο ζευγάρι μετακομίζει στο καινούριο τους σπίτι. Πριν 30 χρόνια το σπίτι αυτό ήταν μπαρ ομοφυλόφιλων. Ξαφνικά το σπίτι στοιχειώνει! Και μέσα από τους τοίχους του ξετρυπώνουν αδερφές! Κακοντυμένες και παρδαλές αδερφές της δεκαετίας του '70! Με παντελόνια καμπάνες και λαμέ. Μια αθλιότητα!

Τα φαντάσματα των αδερφών δεν είναι ορατά για τον καθένα! Για να βλέπεις τις αδερφές, πρέπει να είσαι και εσύ ...ψιλοαδερφή! Ο νεαρός νιόπαντρος, μάλλον, είναι. Γιατί έχει την ικανότητα να τους βλέπει. Η γυναίκα του, βέβαια, είναι στραβή! Ο ένας βλέπει και η άλλη δε βλέπει. Γίνονται διάφορα και το ζευγάρι χωρίζει. Μέχρι που δίνονται οι αναγκαίες εξηγήσεις και ξανασμίγει!

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Να πούμε μια ακόμα κινηματογραφική ανοησία; Μπορεί! Ομως, μπορεί να μην είναι απλώς ανοησία και να είναι και κάτι ...περισσότερο. Μια προσπάθεια συμφιλίωσης με την ιδέα! Ενα ακόμα λιθαράκι στην προσπάθεια γενικής και άκριτης αποδοχής. Αλλωστε, δεν πάει χαμένο το ερώτημα του πρωταγωνιστή, που ακούγεται δυνατά στην ταινία: «Ρε, μήπως είμαι αδερφή και δεν το ξέρω;». Μπορεί! Ο χρόνος θα δείξει!

Παίζουν: Κλοβί Κορνιλάκ, Ζουλί Ντεπαρντιέ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ