ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Δεκέμβρη 2007
Σελ. /4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
Κραυγές και ψίθυροι

«Η ακτή των ψιθύρων», Λίντια Ζορζ, εκδόσεις «Πόλις»

Ενα βιβλίο μπορεί να λέει πολλά για την ιστορία μιας χώρας. Ακόμα κι όταν η μορφή του δεν είναι άμεσα ιστορική, αλλά μέσα από την αφήγηση σχηματίζεται η εικόνα μιας ιστορικής αλήθειας.

Εκεί η λογοτεχνία μπορεί να παίξει το ρόλο της σε πολλά επίπεδα: να ξυπνήσει συνειδήσεις, να ενημερώσει, να κλονίσει, να καλλιεργήσει αισθητικά. Ενα τέτοιο βιβλίο είναι «Η ακτή των ψιθύρων» της Πορτογαλίδας Λίντια Ζορζ. Μεταφερόμαστε στη Μοζαμβίκη, χώρα της Νοτιοανατολικής Αφρικής, πορτογαλική αποικία, που απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1974 μετά από πολλή αιματοχυσία με ανταρτοπόλεμο από το Φρελίμο, το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Μοζαμβίκης. Το Φρελίμο είχε ιδρυθεί το 1962 με επικεφαλής τον Εντουάρντο Μοντλάνε, τον πιο διαπρεπή μαύρο ακαδημαϊκό στον ΟΗΕ στη Νέα Γιόρκη, ο οποίος - φυσικά - δολοφονήθηκε. Ηταν η εποχή των απελευθερωτικών πολέμων σε πολλές χώρες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου». Στη μαρτυρική ήπειρο της Αφρικής μας μεταφέρει το βιβλίο, σε μια ήπειρο με αμέτρητα φυσικά πλούτη και αμέτρητες καταστροφές, κατασπαραγμένη όπως είναι από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις πρώτα και εφόσον «ανεξαρτητοποιήθηκαν» οι περισσότερες χώρες της, από μια νέα στυγερή ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, της οποίας είμαστε καθημερινά μάρτυρες.

Σκηνή πρώτη: Δίπλα στο επιταγμένο ξενοδοχείο «Στέλλα Μάρις», στο οποίο διαμένουν οι οικογένειες των Πορτογάλων αξιωματικών που πολεμούν τους εξεγερμένους Αφρικανούς, στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού και τη νύχτα του γάμου της Εβίτας με έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό, η εύθυμη παρέα των Πορτογάλων αξιωματικών με τις συζύγους τους βλέπουν με τρόμο από την ταράτσα του ξενοδοχείου σωρούς πνιγμένων μαύρων, που τους ξέβραζε η θάλασσα και τους μάζευε ένα φορτηγό. Τα σχόλια των λευκών εορταζόντων είναι χαρακτηριστικά για τη βαθύτατη ρατσιστική περιφρόνηση των αποικιοκρατών απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, την τόσο ταπεινωμένη μαύρη φυλή. Οπως είναι χαρακτηριστική για τη στάση τους η «αιτία» που δίδεται για το θάνατο:

«... οι πνιγμένοι δεν ήταν πνιγμένοι. Αν στην αρχή θεωρήθηκαν πνιγμένοι, αυτό συνέβη γιατί τους έβγαλε έξω η θάλασσα... Αλλά από την πρώτη κιόλας νύχτα μαθεύτηκε ότι η καταστροφή οφειλόταν στη μεθυλική αλκοόλη. Μόνο στη Λέσχη των Αξιωματικών το διέγνωσαν τρεις γιατροί».

Και όταν οι θάνατοι μαύρων πληθαίνουν:

«Δεν άργησαν να αρχίσουν να σωριάζονται σε διάφορα άσχετα σημεία της πόλης...... Τα δελτία ειδήσεων το έκρυβαν και η πλειονότητα των γυναικών που μιλούσαν στην ταράτσα συμφωνούσαν απόλυτα με αυτή την τακτική. Ηταν θέμα δικαιοσύνης: απ' τη στιγμή που έκρυβαν το θάνατο και τα μαρτύρια των Πορτογάλων στρατιωτών που πληγώνονταν στη μάχη, ποιος ο λόγος να αναστατώνουν τα πιο ευαίσθητα άτομα μεταδίδοντας ειδήσεις για τον εθελοντικό θάνατο μερικών άπληστων για οινόπνευμα μαύρων; Αν πέθαιναν, πέθαιναν.»

Η Εβίτα, η νύφη, ανακαλύπτει ότι ο αγαπημένος της τελικά ήταν στυγνός σφαγέας....

Στο βιβλίο θα βρούμε πολλές φορές το Βορρά της χώρας να κυνηγάει σαν φάντασμα τη συνείδηση των Πορτογάλων αποικιοκρατών. Δεν είναι τυχαίο. Το Σεπτέμβρη του 1964 ξέσπασε στη Μοζαμβίκη ο πόλεμος για την ανεξαρτησία, ιδιαίτερα στο Βορρά, όπου το Φρελίμο σε μερικά χρόνια κατόρθωσε να νικήσει τις πορτογαλικές δυνάμεις σε δύο επαρχίες. Επιπλέον, πεθαίνει το 1971 ο δικτάτορας της Πορτογαλίας Σαλαζάρ, ο οποίος μέχρι τότε προσπαθούσε να πνίξει τις εξεγέρσεις στο Βορρά σπέρνοντας εθνικές συγκρούσεις και προσωπικές έχθρες. Εκείνη τη στιγμή, περίπου, τοποθετείται η ως άνω σκηνή.

Η «Ακτή των ψιθύρων» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για ιστορικά γεγονότα που κραυγάζουν.


Α. Ι.


Η ποίηση για το Δεκέμβρη του '44

Δυο αποσπάσματα από τις «Γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου

Ο ποιητής της ρωμιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος
Ο ποιητής της ρωμιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος
Παρά το γεγονός ότι ο Δεκέμβρης είναι ένας μήνας στενά συνυφασμένος με κλίμα εορταστικό, για το λαό μας έχει υπάρξει ένας μήνας σκληρός. Ζωντανή είναι, στη συλλογική μνήμη, η ένοπλη επέμβαση των Βρετανών και της ντόπιας αστικής τάξης ενάντια στο ΚΚΕ, στο ΕΑΜ και το λαϊκό κίνημα, το 1944. Ο Γιάννης Ρίτσος, στην επική τοιχογραφία του «Οι Γειτονιές του Κόσμου», έχει αποτυπώσει ποιητικά την εποποιία της αντίστασης του λαού της Αθήνας σε αυτή την κομβική φάση της μεγάλης δεκαετίας του 1940. Στο πρώτο απόσπασμα που παραθέτουμε, καταγράφει ένα πραγματικό επεισόδιο: Τον μέγιστο ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη - τον «καλύτερο βασιλιά Ληρ του κόσμου», όπως τον χαρακτήρισε η κριτική της εποχής - να στήνει το οδόφραγμα της Κυψέλης, ενάντια στα βρετανικά τανκς. Στο δεύτερο απόσπασμα, μάρτυρας και κατήγορος της επέμβασης είναι το άγαλμα του μεγάλου Αγγλου ποιητή και συμβόλου του πολιτικού κινήματος του φιλελληνισμού, του Λόρδου Μπάιρον:

Από τις «Γειτονιές του Κόσμου», του Γιάννη Ρίτσου:

(...)

Τι θέλεις, Τζον, εδώ πέρα; Γύρισε στην πατρίδα σου.

Η πατρίδα σου είναι μεγάλη, Τζον - είναι όμορφη η πατρίδα σου -

Είναι κείνα τα φώτα στην ομίχλη - και σε περιμένει, Τζον, η μάνα σου

Και σεργιανάει ο Βασιλέας Ληρ μες στην ομίχλη

Ο Βασιλέας Ληρ γδυμένος το βασιλικό του μεγαλείο και στο στέμμα του

Μ' ένα κλαδάκι μοναχά αγριελιάς στα άσπρα μαλλιά του, ο Ληρ μες στην

Ομίχλη του Λονδίνου

Ο Ληρ - όχι πια βασιλιάς - μα κάτι πιότερο, Τζον, ο Ληρ άνθρωπος

Ο Ληρ μες στην ομίχλη του Λονδίνου γυρεύοντας την Κορδέλλια

Ο Ληρ, Τζον, με τα βρώμικα γένεια του, τυφλός

Ψάχνοντας με τα δάχτυλά του δίχως δαχτυλίδια

Ψάχνοντας τον αγέρα και την καρδιά μας να πιάσει το χέρι της αγάπης

Ο Αιμίλιος Βεάκης ως Βασιλιάς Ληρ
Ο Αιμίλιος Βεάκης ως Βασιλιάς Ληρ
Τυφλός ο Ληρ πλέοντας όλος μες στο θάμπος της αγάπης

Και κείνα τα φώτα στην ομίχλη φκιάχνοντας ένα φωτοστέφανο

Γύρω στ' αχτένιστα μαλλιά του Ληρ - Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, το Ληρ

Κι ο Βεάκης έπαιξε το Ληρ στα θέατρά μας, Τζον,

Ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ

Κάθεται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ' τ' οδόφραγμα της Κυψέλης

Αυτήν την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκ σου στην Κυψέλη -

Και μεις, Τζον,

Πολύ αγαπάμε την Κορδέλλια, θαρρώ την αδελφούλα σου

Τη λένε Κορδέλλια. Κι η Κορδέλλια σε περιμένει, Τζον,

Να συνεχίσετε το διάβασμα των στίχων του Βύρωνα.

Νάτος ο Λόχος, Τζον, του Λόρδου Βύρωνα

Ο Λόχος, Τζον, των φοιτητών μπροστά στο τανκ σου, Τζον. Δε βλέπεις;

(...)

(...)

Ξημερώνει. Τα τζάμια είναι ρόδινα. Κι η πολιτεία είναι ρόδινη.

Και τα τανκς του Τζον είναι μαύρα. Και μόνο

Οι νεκροί έχουν μείνει στους δρόμους της ρόδινης πολιτείας. Και μόνο

Το άγαλμα του Βύρωνα πίσω απ' το Ζάππειο,

Εκεί που στρίβουν οι ράγιες του τραμ για το Παγκράτι,

Καταμόναχο το άγαλμα του Βύρωνα πάνου απ' τους σκοτωμένους

Κοιτάει κατάματα τον Τζον

Κοιτάει τα μαύρα τανκς των πατριωτών του μέσα στη ρόδινη πολιτεία

Κι απαγγέλλει στο ρόδινο πρωινό την κατάρα του.

Μα ο Τζον δεν ακούει. Μόλις ξύπνησε.

Ερριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του.

Σαπούνισε καλά τα χέρια του. Δε βλέπει τίποτα πάνου στα χέρια του.

Κατεβαίνει τις σκάλες της «Μεγάλης Βρεττάνιας»

Σφυρίζοντας χαρούμενα το Τιπερέρι.

Κι ο Βύρωνας ολομόναχος απαγγέλλει πάνου από τους σκοτωμένους

Κοιτώντας τα μαύρα τανκς των πατριωτών του

Μέσα στη ρόδινη, την έρημη, την καταπληγωμένη Αθήνα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ