ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 26 Απρίλη 2008 - Κυριακή 27 Απρίλη 2008
Σελ. /4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
«Εφερε τον κομμουνισμό από την Αμέρικα»

Γιώργης Μωραΐτης: «Ο γερο-Τζιμ (MADE IN USA), Η Βίβλος ενός Αγίου» (εκδόσεις «Καστανιώτη»)

Να γράψεις για ένα θέμα, για μια εποχή, για την οποία έχουν γράψει παρά πολλοί άνθρωποι, αποτελεί μια πρόκληση καθόλου εύκολη και δεν είναι καθόλου εύκολο να το κάνεις με τρόπο πρωτότυπο. Ακόμα δυσκολότερο είναι να το κάνεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να συγκινήσεις ανθρώπους, που δεν έζησαν τα γεγονότα μιας εποχής. Τότε, όλο το βάρος της πειθούς πέφτει στον συγγραφέα, ενώ όταν οι αναγνώστες έχουν τα ίδια βιώματα με τον συγγραφέα και τους πρωταγωνιστές του η μισή δουλειά έχει γίνει και η συγκίνηση είναι δοσμένη. Πρόκληση, λοιπόν, να «δώσεις» πειστικά στο σημερινό, μεταγενέστερο αναγνωστικό κοινό έναν χαρακτήρα σαν τον γερο-Τζιμ, πηγαίο, λαϊκό, αυθεντικό, τραγικό. Μας τον παρουσιάζει ο συγγραφέας με ένα ιδιάζον συγγραφικό ύφος, με εξαιρετικά σύντομες, ώρες ώρες σχεδόν κοφτές προτάσεις. Μετά από μια πολύ γλαφυρή περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης του «μπάρμπα-Τζιμ» (είχε πάει μετανάστης στις ΗΠΑ ένα διάστημα) μαθαίνουμε τον εσωτερικό του κόσμο «Σαν τον πρωτόβλεπες, δε σου γιόμιζε το μάτι. "Α, ένα ανθρωπάκι,!", έλεγες. Σαν τον καλογνώριζες όμως, άλλαζες αμέσως γνώμη».

Με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, ο Γιώργης Μωραΐτης εκπληρεί ένα χρέος, που ήθελε από πολύ παλιότερα να εκπληρώσει. Ομως, τα ίδια τα γεγονότα της δικής του ζωής δεν τον άφησαν. «Σαν σκέψη αυτό το βιβλίο πέρασε, μαζί με το συγγραφέα του, από το δεύτερο αντάρτικο, την πολιτική προσφυγιά, την παρανομία, την Ασφάλεια, τα στρατοδικεία, τα κάτεργα...», θα πει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου με τίτλο «Η υπόσχεση». Και έτσι πέρασαν 43 χρόνια από τότε που έγινε η αρχή στη φυλακή (από το 1961 στο 2004, που κυκλοφόρησε το βιβλίο). Πρόκειται για μια εισαγωγή που μας ανοίγει την όρεξη να διαβάσουμε αυτό που ακολουθεί, όχι από απλή περιέργεια για τα πάθη του τόπου και τον Γολγοθά των αγωνιστών του, αλλά για το μεγαλείο ενός τιτάνιου αγώνα, από τον οποίο ο σημερινός αναγνώστης μόνο δύναμη μπορεί να αντλήσει. Οι τίτλοι των επί μέρους κεφαλαίων σκιαγραφούν μονολεκτικά την εξέλιξη, π.χ. Ντόλαρς, Πυρήνας, Γροθιά, Ηρωας, «Οχι», Επος, Αμήν, στους οποίους συμπυκνώνεται η πεμπτουσία. Τα μεγαλύτερα πράγματα στη ζωή δεν μπορούν να εκφραστούν παρά με τον πιο απλό τρόπο.

Η ίδια λακωνικότητα, αλλά φορτισμένη με βαθιά πίκρα χαρακτηρίζει την περιγραφή του φρικτού τέλους του γερο-Τζιμ, που αποτελεί και ένα κραυγαλέο «κατηγορώ» εις βάρος των δολοφόνων του. Ο Τζιμ έμεινε άταφος μετά από το μαρτυρικό του θάνατο το Σεπτέμβρη του 1947, θύμα του Δόγματος Τρούμαν. Το κεφάλι του οι «μαϋδοχωροφυλάκοι της περιοχής το παίζανε στ' Αλώνια ποδόσφαιρο», θα μας πει ο συγγραφέας. Οι δολοφόνοι του λύσσαξαν. Ωστόσο, κάποιοι τον τίμησαν με το καλύτερο μνημόσυνο, που θα μπορούσε να υπάρξει. Μετά από χρόνια σχολιαρόπαιδα - ανάμεσα σ' αυτά και ο συγγραφέας - ανακάλυψαν το κρανίο του. Το περιποιήθηκαν και το 'στησαν στο ψηλότερο σημείο απαγγέλλοντας τους εξής στίχους:

Να λάμπεις τη μέρα με το φως του ήλιου.

Να φωτάς τη νύχτα με τη λάμψη

του φεγγαριού και των αστεριών.

Και πολλοί, παρά πολλοί τον τίμησαν μετά και με τους αγώνες τους...


Αννεκε Ιωαννάτου


«Αν κάτι νέο τάχατες ποθείς να πεις... »

Στέφανος Ψαραδάκος: «ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ» (Εκδόσεις Γιώργος Δαρδανός)

Αυτό το Σαρανταήμερο δεν είναι μνημόσυνο, αλλά παραπέμπει σε νηστεία ιδεολογική. Η πλειοψηφία του λαού νηστεύει ιδεολογικά. «Και πήραν μπρος οι μηχανές ν' αλέσουν τη Σκέψη...» θα πει ο ποιητής στο ποίημα «Μετά την ήττα». Η συλλογή αυτή των ποιημάτων του μουσικού Στέφανου Ψαραδάκου συμπυκνώνει στους στίχους της την Ιστορία, τις ρίζες, τον πόνο, τον αγώνα, την ήττα, αλλά και τη νίκη. Το παρελθόν, το σήμερα και το αύριο πρέπει να δέσουν ξανά. Η οργή για την κατάντια που ασελγεί πάνω στη «σκλάβα» Ιστορία πάλλεται ανάμεσα στις γραμμές, δίνοντας ένα βαθύ δυναμισμό στα μηνύματα και τα νοήματα, που κατακλύζουν τον αναγνώστη από τις σελίδες της συλλογής. Ο,τι νέο νομίζεις ότι υπάρχει, θα το βρεις στη «δημοσιά των Εποχών». Μόνο η άγνοια της Ιστορίας κάνει τους ανθρώπους κατάδικους «στης λήθης το μαύρο λασπονέρι», ενώ στου λαού τις ρίζες υπάρχει η ελπίδα: στον Προμηθέα «στη φυλακή των δυνατών κλεισμένο», στον Οδυσσέα «πραματευτή του κόσμου κι οδοιπόρο», στον Λεωνίδα «που βρέχει με κόκκινο ιδρό χαμένες Θερμοπύλες, αιώνιος νικητής κι αιώνια νικημένος», στον Μακρυγιάννη, που «τα λόγια του τα σκέπασαν κραυγές της αφροσύνης», στον Βελουχιώτη, που «της λευτεριάς το όνειρο σμιλεύει στις καρδιές,..., προσκυνημένων κυνηγός, εχθρός και μακελάρης».

Η ποίηση του Στέφανου Ψαραδάκου, πράγματι, συμπυκνώνει και ποιεί με τη σμίλη της Ιστορίας, του πολιτισμού και των βιωμάτων. Βρίσκουμε την κληρονομιά του πολιτισμού μας, όπως αποτυπώθηκε στη γλώσσα, στη συνείδηση και στην ψυχή, της αρχαίας μυθολογίας, του χριστιανισμού, της παγκόσμιας επαναστατικής ιστορίας, αλλά βρίσκουμε και το σύγχρονο ευτελισμό και τον ξεσηκωμό ενάντιά του. Διάχυτη είναι και μια αίσθηση νοσταλγικής μελαγχολίας για τις στιγμές των μεγάλων αγώνων, όταν ο λαός ήταν στα ηθικά ύψη του σε διαμετρική αντίθεση με το σημερινό εκφυλισμό των αξιών του, όπως εκφράζεται στο ποίημα «Οσα που ζήλεψα»: «Τις μέρες ζήλεψα που σύσσωμος ο Ανθρωπος το Βήμα έκανε προς τα μπροστά γιγάντιο κύμα τ' άδικου τ' ανομήματα να πνίξει...». Και: «Το βόλι ζήλεψα που 'κανε τον Μπελογιάννη αθάνατο και το τσιγάρο που μ' ευλάβεια κύκλους φώτιζε παρηγοριάς στ' αντίσκηνο της εξορίας...».

Γλώσσα συχνά με συμβολισμούς όχι εξεζητημένους, που χρησιμοποιούνται με Γνώση και απαιτούν Γνώση. Ετσι, η «εμπασιά της Χαναάν» μπορεί να βρίσκεται στο Βερολίνο την ημέρα που «έπεσε» το Τείχος το 1989 και χιλιάδες άνθρωποι τράβηξαν γελασμένοι και χαζοχαρούμενοι στην καπιταλιστική Γη της Επαγγελίας με τα Μακντόναλτ και τα Γκούντις της με σπασμένα (οι άνθρωποι) «τα αιμοφόρα αγγεία των ματιών απ' την προσπάθεια τον νέο κόσμο που απ' τη Δύση ανέτειλε να δουν....... το χέρι απλώνοντας για λίγα κέρματα που οι αυλικοί μοιράζανε στης Χαναάν την εμπασιά, και της ψυχής το έχει του με χάντρες ψεύτικες και ραγισμένα καθρεφτάκια ν' ανταλλάξει...».

Η πίκρα, η μελαγχολία και το βασανισμένο ύφος εναλλάσσονται με την ελπίδα, με την ανάμνηση των καλύτερων στιγμών του Λαού και την πίστη ότι όλα αυτά θα επιστρέψουν, γιατί στο κάτω κάτω της γραφής: «όχι ένας μα οι λαοί γράφουν την Ιστορία».

Γι' αυτό ο ποιητής τραγουδάει:

«Πολλά τα έτη του Λαού, πολλά τα έτη.

Οταν οι άλλοι συντριβούν κι οι περιούσιοι χαθούν, Αυτός ορθός θα στέκει.

Πολλά τα έτη του Λαού, πολλά τα έτη».


Α. Ι.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ