Εξαγορές - συγχωνεύσεις για τη μοιρασιά μέσα στη χώρα και στην ευρύτερη ζωτική περιοχή. Σχεδιασμένη ανακατανομή από κράτος -κυβερνήσεις και κεφαλαιοκράτες στο πλαίσιο του ευρωμονόδρομου
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ πυροδότησε μια σειρά από διεργασίες τόσο στην οικονομία όσο και γενικότερα. Ηρθε, στις τότε συνθήκες, να απαντήσει στις νέες ανάγκες της ευρωπαϊκής πλουτοκρατίας, στην ανάγκη τους να διευρύνουν την ανταγωνιστικότητά τους, να αποβάλουν όσα πλέον κρίνονταν περιττά και αναχρονιστικά, να μοιράσουν νέους ζωτικούς χώρους και αγορές.
Αιχμή του δόρατος για την ντόπια πλουτοκρατία ήταν το τραπεζικό κεφάλαιο. Με κεντρικά σχεδιασμένο τρόπο και με τη στήριξη από το κράτος και τις κυβερνήσεις του δικομματισμού, πρωταγωνίστησε στις διεργασίες συγκέντρωσης κεφαλαίων, επέκτασης - επιχειρηματικής διείσδυσης, αρχικά μέσα στη χώρα και στη συνέχεια στην ευρύτερη γειτονική - ζωτική περιοχή. Ο κεντρικός σχεδιασμός για την εφαρμογή των σαρωτικών αναδιαρθρώσεων της περιόδου έχει να κάνει με τις βασικές -στρατηγικές κατευθύνσεις του μεγάλου κεφαλαίου στο πλαίσιο της ΕΕ. Τα υπόλοιπα ήταν αποτέλεσμα και επιχειρηματικών συμφωνιών και τακτικών από τις μερίδες του τραπεζικού κεφαλαίου. Το σημερινό τοπίο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ελάχιστα θυμίζει τις αρχές της περασμένης δεκαετίας (του 1990), πριν από την εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ολα όσα μεσολάβησαν ακριβοπληρώθηκαν από τα λαϊκά στρώματα. Η υπερσυσσώρευση κερδών από τις ντόπιες τράπεζες, με μια σειρά δραστηριότητες εκείνης της περιόδου, αποτέλεσε την ικανή και αναγκαία συνθήκη πάνω στην οποία πάτησαν οι εξαγορές τραπεζών στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή. Αποτέλεσμα: Σήμερα, περίπου το 25% από τα κέρδη του ντόπιου τραπεζικού κεφαλαίου προέρχεται από τις μπίζνες τους στο εξωτερικό, με τη συνολική μάζα των κερδών να συνεχίζει να αυξάνει με εξουθενωτικούς ρυθμούς.
Ας δούμε τις σαρωτικές αναδιαρθρώσεις του ευρωμονόδρομου:
Αυτός ήταν ο μονόδρομος της ΟΝΕ. Ξεκίνησε με το Μάαστριχτ και τη σύμφωνη γνώμη ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΝ. Οι αναδιαρθρώσεις της προηγούμενης περιόδου έστρωσαν το χαλί για την επέκταση των ντόπιων τραπεζικών ομίλων και στον ευρύτερο ζωτικό χώρο. Η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα εξαγορά είναι αυτή της τουρκικής Φινάνσμπανκ από τον όμιλο της Εθνικής Τράπεζας. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι η συγκέντρωση θα συνεχιστεί τόσο μέσα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό. Οι ντόπιες τράπεζες ήδη έχουν αποσπάσει πολύ μεγάλα μερίδια και πρωταγωνιστούν και στη βαλκανική τραπεζική αγορά. Στη βάση αυτών των εξελίξεων, η Τράπεζα της Ελλάδας (από το 2002) με μια ακόμη κρατικομονοπωλιακού χαρακτήρα ρύθμιση αναλαμβάνει την εποπτεία των ντόπιων τραπεζών και για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους στις αγορές του εξωτερικού.
Η τρέχουσα δεκαετία επίσης αποδεικνύεται χρυσή για τους τραπεζίτες: Με βάση τα επίσημα στοιχεία των ισολογισμών στο διάστημα 2000-2007 μοιράστηκαν αστρονομικά κέρδη ύψους 20 δισ. ευρώ!
Η ανταγωνιστικότητα του τραπεζικού κεφαλαίου ενισχύθηκε και ενισχύεται απλόχερα και από τη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ. Για παράδειγμα, το οριστικό ξεμπέρδεμα με την Εθνική Τράπεζα έγινε επί των ημερών της. Ομως η «νέα τομή» αφορά στη συρρίκνωση των ασφαλιστικών εισφορών από την πλευρά του τραπεζικού κεφαλαίου. Είναι η εξέλιξη της βαθμιαία κλιμακούμενης επίθεσης κυβέρνησης και πλουτοκρατίας με στόχο τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, στις κατευθύνσεις που απαιτούν οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΕ κ.ά.) και οι ενώσεις συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Το κέρδος από τη νέα κρατικομονοπωλιακή λύση φτάνει για τις τράπεζες που ευνοήθηκαν (όπως Εθνική, Εμπορική, Πειραιώς κ.ά.) σε πολλά εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Η εξέλιξη συνεπάγεται πολλά περισσότερα διαθέσιμα κεφάλαια και κέρδη για τους τραπεζίτες. Ο λοιπός «ανταγωνισμός» είχε ήδη κερδίσει να καταβάλλει χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές από τα προηγούμενα χρόνια...
Μια ακόμη κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση που σχεδίασε και εφαρμόζει σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ είναι οι «συμπράξεις» ανάμεσα σε κράτος και ιδιώτες. Τις εποφθαλμιούν και οι τραπεζίτες, αναλαμβάνοντας το ρόλο του χρηματοδότη και συμβούλου ιδιωτικών κεφαλαίων, που ετοιμάζονται να βάλουν κάτω από τη δική τους πολύχρονη διαχείριση και εκμετάλλευση τα μεγάλα και μικρότερα έργα υποδομής, κρατικές υπηρεσίες, με στόχο τη μεγέθυνση της κερδοφορίας τους.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει προαποφασισμένη τη νέα αντιλαϊκή επίθεση. Η έντασή της θα εξαρτηθεί από το βαθμό αντίδρασης των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων
Το σλόγκαν που χρησιμοποιούν συνεχώς, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και το οικονομικό του επιτελείο, είναι ότι «πρέπει να κερδηθεί το στοίχημα της οικονομίας». Ενα σύνθημα γενικόλογο και νεφελώδες, το οποίο όμως αποκτά αδρά χαρακτηριστικά, αν το προσεγγίσουμε από την ταξική οπτική των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Με αυτή την έννοια, όλα τα πολυδιαφημισμένα επιτεύγματα και «θετικά αποτελέσματα» που δείχνουν την... ευρωστία της οικονομίας, δεν είναι τίποτα άλλο από τον συμψηφισμό, αφ' ενός, των συνεχώς αυξανόμενων κερδών του μεγάλου κεφαλαίου και, αφ' ετέρου, της οικονομικής περιθωριοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων λαϊκών νοικοκυριών. Είναι η ταυτόχρονη πολυσχιδής ενίσχυση των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων από τη μια και οι ρυθμίσεις για τη δυσμενέστερη μετεξέλιξη και ανατροπή λαϊκών καταχτήσεων από την άλλη. Είναι ο ισοσκελισμός ανάμεσα στα μέτρα στήριξης της εργοδοτικής ασυδοσίας και την πολιτική ελαστικοποίησης των συνθηκών απασχόλησης - ασφάλισης και ζωής των εργαζομένων.
Το γενικό σκηνικό δε διαφέρει σημαντικά από το περσινό. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη θα προσπαθήσει και πάλι να ταυτίσει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του τόπου, με την ανάγκη μεγαλύτερης στήριξης της «επιχειρηματικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας», επειδή τάχα μέσα από την ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είναι δυνατόν οι εργαζόμενοι να προσβλέπουν και αυτοί σε κάποιο... κοκαλάκι, που μπορεί να παραχωρήσει η άρχουσα τάξη από τα διευρυνόμενα κέρδη της. Μια ιστορία απατηλή, ένας μύθος, που μετατρέπεται σε πρόκληση και εμπαιγμό, αφού μέσα από αυτή τη λογική προσπαθούν να παγιδέψουν τους εργαζόμενους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποταγή τους στα άνομα σχέδιά τους.
Εκείνο βέβαια που φέτος είναι διαφορετικό, σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, είναι τα σύννεφα που φαίνεται πως εξαπλώνονται πάνω από τις οικονομίες των καπιταλιστικών κρατών και το ενδεχόμενο να ξεσπάσει μια οικονομική κρίση που θα αγκαλιάσει όλους τους τομείς της οικονομίας και στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Η κυβέρνηση, ξέροντας τις λεπτές ισορροπίες που έχουν δημιουργηθεί και γνωρίζοντας τον πανικό που προκαλεί η απειλή μιας γενικευμένης κρίσης, μεθοδευμένα και συστηματικά αξιοποιεί προπαγανδιστικά και αυτό το χαρτί, για... να μην έρθουν τα χειρότερα. Μόνο που τα χειρότερα είναι ήδη εδώ. Απλά, επειδή ακριβώς οι κυβερνώντες μετράνε τη δυναμική της οικονομίας με τη δυνατότητα κερδοφορίας του κεφαλαίου, αδιαφορούν για στοιχεία και εξελίξεις που δείχνουν ότι η εφαρμογή της πολιτικής των αναδιαρθρώσεων έχει ήδη δημιουργήσει μια εικόνα που μόνο ως ζοφερή μπορεί να χαρακτηριστεί.
Δηλαδή, δεν υπάρχουν θετικά στοιχεία στις εξελίξεις που αφορούν την ελληνική οικονομία; Με βάση την αξιολογική κλίμακα της άρχουσας τάξης υπάρχουν και είναι, μάλιστα, αξιοπρόσεχτα. Ετσι:
Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος όμως, υπάρχουν τα άλλα... επιτεύγματα. Εκείνα που συναθροίζονται στην πολιτική «αύξησης» των αποδοχών των εργαζομένων σε ποσοστά που δεν καλύπτουν καν τον επίσημο τιμάριθμο, στα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά της πραγματικής ανεργίας, στην υποαπασχόληση, στην ετεροαπασχόληση και στην ανασφάλιστη εργασία, στην ακρίβεια και στις ανατιμήσεις, στις διογκούμενες δαπάνες για Παιδεία και Υγεία, στην επιμήκυνση των ορίων απασχόλησης, στη συνεχή υπερχρέωση των νοικοκυριών στις τράπεζες, στη συνεχώς υποβαθμιζόμενες συνθήκες διαβίωσης για τις λαϊκές οικογένειες.
Αλλά και τα στοιχεία για τη δήθεν ανοδική και ευημερούσα, χάρη στις μεταρρυθμίσεις, οικονομία, μιλούν από μόνα τους, αρκεί κανείς να παρακολουθήσει το πολυπροβαλλόμενο θέμα της ανάπτυξης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις επίσημες μετρήσεις για το ΑΕΠ. Βέβαια, μιλώντας για το ΑΕΠ, πάντα υπάρχει το θέμα ποιοι ωφελούνται από την ανοδική του πορεία, αλλά και πέρα από την ταξική διάσταση της κατανομής των εισοδημάτων, πολλοί είναι οι οικονομολόγοι που - βάσιμα - υποστηρίζουν την άποψη ότι η εμφανιζόμενη άνοδος δεν είναι πραγματική, επειδή δε στηρίζεται σε πραγματικά εισοδήματα, αλλά στον όλο και μεγαλύτερο δανεισμό των νοικοκυριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2005 τα χρέη των νοικοκυριών για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια αποτελούσαν το 36% του ΑΕΠ, ποσοστό που το 2007 έφτασε το 45% και φέτος εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει αισθητά το 50%.
Στα παραπάνω μπορεί να συμπληρώσει κανείς την καθίζηση που σημειώνεται στις οικοδομές (-15,4% στο πεντάμηνο Γενάρη - Μάη), τους δείκτες για τη βιομηχανική παραγωγή που κινούνται στα επίπεδα του 2000, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που συνεχώς επιδεινώνεται (στο εξάμηνο αυξήθηκε 14%) κλπ.
Το ζητούμενο για την κυβέρνηση και για το 2009 είναι αυστηρά οροθετημένο. Εχοντας ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι στόχος είναι η εμβάθυνση κάθε αντιδραστικής - αντιλαϊκής μεταρρύθμισης και η εμμονή στην πολιτική που έχει δρομολογηθεί στα πλαίσια των συνολικότερων καπιταλιστικών προσαρμογών σε επίπεδο ΕΕ, θα κλιμακώσει παραπέρα την επίθεσή της ενάντια στους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Αυτό που θα «παίξει» είναι η ένταση της νέας επίθεσης, κάτι που σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από τη λαϊκή αντίδραση που θα συναντήσει στα σχέδιά της.
Οι εργαζόμενοι, φαίνεται πως όλο και καλύτερα συνειδητοποιούν ότι η διαβόητη ανάπτυξη, στο όνομα της οποίας οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ τσαλακώνουν όλα τα τελευταία χρόνια λαϊκά δικαιώματα και κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, δεν μπορεί να αποτελεί πλέον το άλλοθι για υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Πολύ περισσότερο που η ίδια η ανάπτυξη έχει περιεχόμενο και χρώμα. Μπορεί να είναι ανάπτυξη για το λαό, ή ανάπτυξη σε βάρος του λαού.
Η άποψη του ΚΚΕ γύρω από αυτό το ζήτημα είναι απολύτως ξεκάθαρη. Οπως τονίζεται και στη Διακήρυξη της ΚΕ για τις ευρωεκλογές του επόμενου Ιούνη, η Ελλάδα παρά τα σοβαρά και πολλές φορές καταστροφικά πλήγματα που έχει δεχτεί σε ορισμένους τομείς εξαιτίας της κυριαρχίας του κεφαλαίου και του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, έχει τις προϋποθέσεις να αναπτύξει μια όσο γίνεται αυτοδύναμη λαϊκή οικονομία. Διαθέτει ικανοποιητικό επίπεδο συγκέντρωσης της παραγωγής και των μέσων της, διαθέτει έμπειρο και πολυάριθμο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση. Διαθέτει αξιόλογες πλουτοπαραγωγικές πηγές και αποθέματα ορυκτού πλούτου. Εχει το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορεί να εξασφαλίζει επάρκεια στα είδη διατροφής για τις λαϊκές ανάγκες, αλλά και για το εξωτερικό εμπόριο. Διαθέτει δυνατότητες για την παραγωγή σύγχρονων προϊόντων, μηχανών, εργαλείων και συσκευών. Το ερώτημα όμως είναι ποιος και με ποιο σκοπό διαθέτει, ελέγχει και αξιοποιεί αυτούς τους πόρους και τις δυνατότητες. Δηλαδή, όχι μόνο ποιος παράγει τον πλούτο στην κοινωνία, αλλά και ποιος τον καρπώνεται. Η οικονομική ολιγαρχία, ή οι εργαζόμενοι και ο λαός; Είναι ολοφάνερο ότι η πλάστιγγα μπορεί - και πρέπει - να γείρει υπέρ των πολλών. Μόνο που γι' αυτό απαιτείται λαϊκή συσπείρωση για την ολομέτωπη απόκρουση των επιθέσεων της άρχουσας τάξης, αλλά και της αντεπίθεσης που πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα, σε όλα τα μέτωπα.