ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Οχτώβρη 2000
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ανταγωνιστικότητα - Παραγωγικότητα - Ανεργία

Παπαγεωργίου Βασίλης

Είναι γεγονός ότι υπάρχει ανάγκη αποκρυπτογράφησης κάποιων εννοιών που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από κυβερνητικά στελέχη, αλλά και από «συνδικαλιστές» και από εκπροσώπους της εργοδοσίας και του πλούτου. Ετσι γίνεται πιο καλά αντιληπτό το μέγεθος της υποκρισίας της «εκσυγχρονιστικής» κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, τα συμφέροντα που υπερασπίζονται και τους συμμάχους που επιδιώκουν να κερδίσουν.

Οταν η κυβέρνηση μιλά για αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, εννοεί πολύ απλά την εξασφάλιση καλύτερων όρων για τη δράση του κεφαλαίου, ώστε να μπορεί να αυγαταίνει τα κέρδη του και να επενδύει σε διεθνείς αγορές (βαλκανικές και πρώην σοσιαλιστικές χώρες). Είναι το όραμα της ισχυρής Ελλάδας, ισχυρής βέβαια για την πλουτοκρατία και με το λαό χωρίς οράματα και κατακτήσεις. Γιατί η ανταγωνιστικότητα είναι εκείνος ο παράγοντας που δίνει τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να αναπτυχθεί σε μεγαλύτερη βάση, δηλ. τη δυνατότητα κάθε επιχείρησης να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο στην καπιταλιστική αγορά, γι' αυτό και οι βιομήχανοι απαιτούν πλήρη απελευθέρωση της αγοράς. Το κεφάλαιο από τη φύση του είναι αχόρταγο, γι' αυτό και οι εκπρόσωποί του ζητούν μεγαλύτερη ευελιξία, λιγότερους φόρους και περισσότερα κέρδη. Ανάπτυξη γι' αυτούς σημαίνει περισσότερα κέρδη, που κάποια από αυτά θα πάνε σε επενδύσεις, άλλα θα συσσωρευτούν σε τράπεζες και άλλα σε πολυτελή διαβίωση. Οι καπιταλιστές δε δημιουργούν θέσεις απασχόλησης για να δώσουν δουλιά. Δημιουργούν θέσεις απασχόλησης τόσες, όσες θέλουν και που δε θα απειλήσουν τα υπερκέρδη τους. Η κυβέρνηση όμως κάνει πως δεν καταλαβαίνει, γι' αυτό και με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ανεργίας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, συνεχώς προσφέρει προνόμια και κίνητρα στο κεφάλαιο.

Οι καπιταλιστές καθόλου δε νοιάζονται για το αν έχουν όλοι δουλιά και για το πώς θα γίνουν πιο φτηνά τα παραγόμενα αγαθά, για να μπορούν να τα απολαμβάνουν όλοι οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, αλλά για το πώς θα αυξήσουν τα κέρδη τους με το λιγότερο δυνατό κόστος, δηλ. με την εξασφάλιση μεγαλύτερης απλήρωτης εργασίας, μέσα από τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Ηανταγωνιστικότητα λοιπόν δεν εξασφαλίζεται χωρίς την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Είναι σαφέστατος ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ κ. Μαγκριώτης σε άρθρο του στα ΝΕΑ 11/8/00, όταν αναφέρεται στα συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να πάρει η κυβέρνηση για τις επιχειρήσεις, ώστε να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους: «μείωση της φορολογίας, μείωση του μη μισθολογικού εργατικού κόστους, ενίσχυση της ανάπτυξης επενδυτικών προγραμμάτων, ενίσχυση και οργάνωση ταυτόχρονα της ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις».

Για την κυβέρνηση και την εργοδοσία ο στόχος της «μείωσης του κόστους εργασίας» είναι το μέσο για τα φτηνότερα και συνεπώς ανταγωνιστικά προϊόντα. Και ο στόχος αυτός πετυχαίνεται με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, με τη μερική απασχόληση, με την κατάργηση του 8ωρου, την πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, με την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και κάθε δικαιώματος και κατάκτησης που έχει η εργατική τάξη, μέχρι τώρα. Κι ας αποτελεί το εργατικό κόστος στη βιομηχανία μόνο το 17,5% του κόστους παραγωγής των προϊόντων.

Ο στόχος «της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους» σημαίνει απαλλαγή των καπιταλιστών από τις εισφορές για κοινωνική ασφάλιση, για αποζημίωση απολύσεων, για επιδόματα, για γονικές παροχές και άδειες κλπ.

Ολα αυτά θεωρούνται ξεπερασμένα, αναχρονιστικά. Αλλωστε ο κ. Παπαντωνίου πριν λίγο καιρό είχε κάνει λόγο για μεγάλο σοκ που χρειάζεται η πολιτική τους στα εργασιακά θέματα. Συγχρόνως επιδιώκουν τη συνεργασία και τη συναίνεση των κοινωνικών εταίρων, μέσω «κοινωνικών συμβολαίων». Τώρα μάλιστα «αναβαθμίζουν» και τους άνεργους ως κοινωνικούς εταίρους. Ο κ. Μαγκριώτης αναφέρεται στη διεύρυνση του σχήματος των εταίρων και μιλάει για «ένα νέο τετραμερές αναπτυξιακό κοινωνικό συμβόλαιο, πολιτείας, εργοδοτών, εργαζομένων και ανέργων». Και όχι μόνον αυτό.

Οι εργαζόμενοι λέει «δεν πρέπει να τρομάζουν, αλλά να βελτιώνουν την παραγωγικότητα, την κατάρτιση και την επανακατάρτισή τους». Δεν είναι μια καινούρια πρόταση. Εδώ και χρόνια ζυμώνονται τέτοιες απόψεις - προτάσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου, βάζοντας όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της άρχουσας τάξης να δουλεύουν ασταμάτητα.

«

Η νέα πραγματικότητα και η ανάγκη αλλαγής της νοοτροπίας των εργαζομένων» είναι η καινούρια φιλοσοφία που διαπνέει κυβερνητικούς παράγοντες, εργοδότες και συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες του εργατικού κινήματος.

Το επικίνδυνο είναι ότι οι τελευταίοι προσπαθούν να καταργήσουν ή να εξευτελίσουν το όπλο του αγώνα, στοιχειώδες δικαίωμα άμυνας της εργατικής τάξης, και προπαγανδίζουν την «παραγωγικότητα» και την «ανταγωνιστικότητα», που θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της οικονομίας και συνεπώς τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Βασική προϋπόθεση θεωρείται από όλους αυτούς ο στόχος της χειραγώγησης των εργαζομένων και εδώ χρησιμοποιούνται πολλές τακτικές και μέθοδοι. Πότε με το καλό, με συμβουλές και προτροπές, αλλά και με κανένα ίσως ψίχουλο, που σε λίγο καιρό το παίρνουν πίσω, πότε με το άγριο, την εφαρμογή αυταρχικών μεθόδων και τρομοκρατίας στους χώρους δουλιάς ή την ποινικοποίηση των αγώνων. Αποτελεσματική φαίνεται η πολιτική του μαστιγίου και του καρότου, ώστε οι εργαζόμενοι -εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδα- να παράγουν και μόνο να παράγουν, αδιαμαρτύρητα, μέσα από την εντατικοποίηση και την κατάργηση δικαιωμάτων. Στόχος, η αύξηση της παραγωγικότητας, επιδίωξη και συμφέρον του κεφαλαίου. Κάθε παρέκκλιση από αυτή την πολιτική μπορεί να απειλήσει τα καπιταλιστικά κέρδη. Είναι οι νόμοι της αγοράς που αυτή η κυβέρνηση (όπως και οι προηγούμενες) δε θέλει και δεν μπορεί να συγκρουστεί μαζί τους.

Ολοι μαζί υπεραμύνονται αυτού του στόχου, της «βελτίωσης της παραγωγικότητας» και όλοι μαζί «αγωνίζονται» για τη μείωση της ανεργίας. Ψάχνουν να βρουν την αιτία της συνεχώς αυξανόμενης ανεργίας σε ανώδυνους γι' αυτούς δρόμους, «στα νέα καταναλωτικά πρότυπα που οδηγούν τη γυναίκα στην αγορά εργασίας, στους οικονομικούς μετανάστες, στην εξέλιξη της τεχνολογίας κλπ».

Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι η εργασία στον καπιταλισμό είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και η ανεργία είναι αναπόσπαστο φαινόμενο της πορείας ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος. Στη σημερινή μάλιστα βαθμίδα ανάπτυξής του και στην παρατεταμένη γενική κρίση του, η ανεργία έχει μόνιμη τάση αύξησης, γίνεται μαζική και μακροχρόνια. Γι' αυτό και δεν μπορεί να λυθεί με όσα μέτρα και να πάρουν, αν δεν ανατραπεί εκ βάθρων η βασική αιτία που δημιούργησε το πρόβλημα, η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η συγκέντρωση κεφαλαίων σε όλο και λιγότερα χέρια δημιουργεί όλο και περισσότερη φτώχεια, ανεργία και κοινωνικό αποκλεισμό. Τα στοιχεία των διεθνών οργανισμών το επιβεβαιώνουν.

Η έκθεση του ΟΗΕ αναφέρει ότι υπάρχουν στον κόσμο 2.000 άνθρωποι που έχουν εισόδημα 250 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο ο καθένας, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν 582 εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν εισόδημα ο καθένας 250 δολάρια την ημέρα (ΒΗΜΑ 8.7.2000).

Μπροστά σ'αυτή την πραγματικότητα απαιτείται συντονισμός δράσης, απαιτείται ενιαίο μέτωπο αντιμετώπισης αυτής της μετωπικής επίθεσης που δεχόμαστε από την πλουτοκρατία και τα στηρίγματά της.

Ψεύδονται όσοι μιλούν για «ίσες ευκαιρίες» για τους εργαζόμενους, για την εργατική οικογένεια. Η κοινωνία μας δεν είναι ουδέτερη, είναι ταξική. Ταξικός συντονισμένος αγώνας είναι η διέξοδος για τη δημιουργία των προϋποθέσεων ανατροπής αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής. Κινητήρια δύναμη της ανατροπής είναι η λαϊκή πάλη μέσα από τη συσπείρωση όλων εκείνων των δυνάμεων που έχουν συμφέρον και θέλουν να αντιπαλέψουν την εξουσία των δυνάμεων του κεφαλαίου στην οικονομία, στις εργασιακές σχέσεις, στην κοινωνική ασφάλιση, στην κοινωνική πρόνοια.

Ο συλλογικός οργανωμένος αγώνας, η πολιτική δράση για την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό, τα εργατικά και ασφαλιστικά δικαιώματα είναι η απάντηση στο συμβιβασμό και την ταξική συνεργασία. Η ΕΤ δεν αναγνωρίζει κανέναν «κοινωνικό διάλογο». Αναγνωρίζει τον ταξικό διάλογο, το σίγουρο δρόμο του αγώνα, της ρήξης με τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Χρειάζεται πιο αποφασιστικά όλο και περισσότερα τμήματα της ΕΤ, όλοι όσοι θίγονται από την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού να προχωρήσουμε στο δρόμο της ανάπτυξης της πάλης, της συσπείρωσης και της συγκρότησης του ΑΑΔΜ.

Χρειάζεται να τους ανησυχήσουμε περισσότερο, να κοιμούνται και να ξυπνούν με το δικό μας φόβο. Το ξέρουμε ότι θα προσφύγουν ακόμη και σε χουντοδιατάγματα, βγάζοντας στους δρόμους τις «αύρες» της δημοκρατίας τους για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό - λαό. Οι εργαζόμενοι όμως έχουν μόνον μια επιλογή, να βαδίσουν το δρόμο του ταξικού αγώνα, της οργανωμένης σύγκρουσης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Κι αυτό θα κάνουν.


Της
Αιμιλίας ΑΓΚΑΒΑΝΑΚΗ


Η σχέση στρατηγικής και τακτικής

Το ζήτημα της σχέσης στρατηγικής και τακτικής είναι θεμελιακής σημασίας και ως τέτοιο υπογραμμίζεται στις «Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το 16ο Συνέδριο του ΚΚΕ». Η όποια λαθεμένη αντιμετώπισή του οδηγεί είτε στο ρεφορμισμό είτε στον τυχοδιωκτισμό. Αντίθετα, η διαλεκτική σύνδεση της στρατηγικής με την τακτική, για την ακρίβεια η ικανότητα του Κόμματος να συνδέει με αυτόν τον τρόπο και τις δύο, αποτελεί το κλειδί για να προωθείται η συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και των δυνάμει συμμάχων της, για να συγκεντρώνονται σε επιμέρους μέτωπα οι πιο πρωτοποριακές μάζες και άτομα, για να προχωρεί η δημιουργία του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου. Τελικά, αποτελεί το κλειδί, που θα προετοιμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα και θα διαμορφώνει συνθήκες για την επαναστατική ανατροπή.

Στις «Θέσεις της ΚΕ για το 16ο Συνέδριο», όπως και στο 15ο Συνέδριο, αυτό το ζήτημα, η διαλεκτική σύνδεση της στρατηγικής με την τακτική, λύνεται με συγκεκριμένο τρόπο. Επιπλέον, αναλύεται σε αυτές, το γιατί και πώς τα βασικότερα προβλήματα, που έχει σήμερα το ΚΚΕ, έχουν ως βαθύτερη αιτία τους τη μη ικανοποιητική αντιμετώπιση αυτού ακριβώς του μεγάλου πολιτικού και οργανωτικού ζητήματος. Και ακόμη επισημαίνεται ότι «σήμερα υπάρχει η πείρα και η δυνατότητα να αντιμετωπιστεί αυτό δραστικά».

Με άλλα λόγια, «οι Θέσεις της ΚΕ» σημειώνουν αδυναμίες σε καίριους τομείς της πάλης, όπως: «Τη μη κατάκτηση σε όλη την κλίμακα του Κόμματος ενιαίου και σταθερού προσανατολισμού δράσης στο βασικό μέτωπο πάλης, στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Την ανεπαρκή διαπάλη με τον οπορτουνισμό, όχι μόνο πολιτικοϊδεολογικά, αλλά και στο οργανωτικό επίπεδο. Την ποιότητα των δεσμών του Κόμματος με το λαό. Την απόσπαση της θεωρίας από τη δράση, γεγονός που οδηγεί στον πρακτικισμό, στον εμπειρισμό και στον οργανωτισμό. Την ιδεολογικοπολιτική δραστηριότητα με βάση τα μεγάλα προβλήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, στις σημερινές συνθήκες, που απαιτούν να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η αντίθεση - ρήξη με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό, ο αγώνας για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, για το σοσιαλισμό».

Αυτό το τελευταίο, δηλαδή το τι βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, δεν τίθεται αυθαίρετα από το ΚΚΕ. Το έχει «δημιουργήσει» η ανάπτυξη του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, η επιθετικότητα του ιμπεριαλιστικού συστήματος, εντός του οποίου βρίσκεται και η Ελλάδα βαθιά ενσωματωμένη. Το έχει «δημιουργήσει» η όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου (αστικής τάξης) - εργασίας (εργατικής τάξης), καθώς και εκείνη που αναπτύσσεται πάνω σε αυτή τη βάση (ιμπεριαλισμός και μονοπώλια - μεσαία στρώματα). Επαναλαμβάνεται, επομένως, εκείνο που η εμπειρία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος έχει καταδείξει: Οτι τα καθήκοντα που προβάλλουν σήμερα μπροστά στο ΚΚΕ δεν καθορίζονται (ποια θα είναι) από το συσχετισμό των δυνάμεων, που ασφαλώς παίρνεται υπόψη, αλλά στη δυναμική που έχει. Αυτά τα καθήκοντα υπάρχουν εξ αντικειμένου και προκαλούν την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα της πόλης και της αγροτιάς. Εκείνο που επηρεάζει ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει και στη λύση της βασικής αντίθεσης, όπως συμβαίνει σήμερα, που ο διεθνής και εσωτερικός συσχετισμός γέρνει ολοφάνερα υπέρ των μονοπωλίων και επιλέγεται ο δρόμος του Μετώπου, που μπορεί να οδηγήσει στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Επιλέγεται, δηλαδή, εκείνη η γραμμή, που παίρνει υπόψη δύο πράγματα: Και ότι το θέμα της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν μπορεί να τεθεί αυτή τη στιγμή, και ότι από την αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή γραμμή δεν μπορεί να γίνει ούτε ένα βήμα πίσω. Σε διαφορετική περίπτωση, η πρώτη επιλογή θα αποτελούσε σεχταρισμό. Η δεύτερη θα αποτελούσε πέρασμα στη διαχείριση. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι το ΚΚΕ υποτάσσει ολόκληρη τη δράση του στην προσπάθεια οικοδόμησης του Μετώπου, σημαίνει - πρώτα απ' όλα - ότι το ίδιο πρέπει να ανέβει στο αναγκαίο επίπεδο που επιβάλλει αυτό το καθήκον.

1.Το ΚΚΕ είναι το κόμμα της εργατικής τάξης. Η δημιουργία του έκανε την εργατική τάξη αυτοτελή ταξική δύναμη, της έδωσε την εκ των ων ουκ άνευ δυνατότητα να παίξει τον ιστορικό ρόλο της, δηλαδή να ηγηθεί στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού. Το ΚΚΕ, λοιπόν, είναι η συνειδητή ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική δύναμη της εργατικής τάξης και ως προς αυτό διαφέρει - βρίσκεται πολύ πιο πάνω - από κάθε άλλη οργάνωση (π.χ. συνδικαλιστική) της εργατικής τάξης. Αρα η δράση του ΚΚΕ οφείλει να είναι αντίστοιχη με αυτό το «πολύ πιο πάνω» επίπεδο. Αν όχι, τότε το ΚΚΕ θα κινδύνευε να ισοδυναμεί (ή και θα ισοδυναμούσε) με ένα ρεφορμιστικό κόμμα, που αναλαμβάνει να διαχειριστεί τα συμφέροντα των μονοπωλίων «φιλολαϊκά»...

Η δράση του ΚΚΕ οφείλει να προσανατολιστεί στη θεωρητική δουλιά στην εργατική τάξη, γύρω από τα ζητήματα της εκμετάλλευσης, της θέσης της στο καπιταλιστικό σύστημα, της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού, της ιστορικής πείρας του κομμουνιστικού κινήματος, των αιτιών που ανατράπηκε το σοσιαλιστικό σύστημα στην Ευρώπη, του Προγράμματος του ΚΚΕ, κ.ά. Εδώ, η σύνδεση μαρξιστών και κομμουνιστών επιστημόνων (π.χ. ΚΜΕ) με την εργατική τάξη και τη νεολαία θα αποδειχτεί πολύ ουσιαστική. Μέσα στα άλλα, θα συμβάλει στην ευρύτερη διάδοση και μελέτη των κλασικών του μαρξισμού - λενινισμού, στην πνευματική ανάταση, στην πλατύτατη κυκλοφορία επιστημονικών βιβλίων, στον θεωρητικό εξοπλισμό των κομμουνιστών και άλλων εργατών. Θα δημιουργήσει στέρεα θεωρητικά υπόβαθρα για την αφομοίωση της πολιτικής του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Μετώπου και της σχέσης του με την εξουσία. Ομως η δράση του ΚΚΕ δεν εξαντλείται στη γενική μαζική πολιτική διαφώτιση. Οφείλει να συνδέει την ιδεολογική δράση με την οργάνωση της πάλης κατά της ιμπεριαλιστικής - μονοπωλιακής πολιτικής και των οικονομικών στηριγμάτων της, να κάνει καθημερινή υπόθεση δράσης κάθε ζήτημα που οξύνει τις υπάρχουσες αντιθέσεις (ρόλος ΝΑΤΟ, ευρωστρατός, πυρηνικοί εξοπλισμοί, επεμβάσεις, καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, λαϊκή οικονομία, λαϊκή εξουσία κ.ά.).

2. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα αγκαλιάζουν ολόκληρο το φάσμα της ζωής τους, συνδέονται με τις σύγχρονες ανάγκες τους, που η ικανοποίησή τους θέτει εξ αντικειμένου το δίπολο «συσσώρευση πλούτου - φτώχεια και εξαθλίωση». Τα ζητήματα της Παιδείας, της Υγείας, του ελεύθερου χρόνου, της Πρόνοιας και Ασφάλισης, του πολέμου και της ειρήνης, της κατοικίας και του περιβάλλοντος, είναι προβλήματα του λαού, όπως και η ανεργία, η τρομοκρατία, οι ενισχυμένοι μηχανισμοί καταστολής, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί η απαρίθμηση των προβλημάτων να γίνεται επιλεκτικά. Πολύ περισσότερο είναι τραγικό λάθος να ψάχνουμε για εκείνα που συσπειρώνουν (!), αφήνοντας στην άκρη εκείνα που δε... συσπειρώνουν!

Για παράδειγμα, η πάλη για φιλολαϊκή εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να έχει στα βασικά σημεία της και το πρόβλημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης, που μόνο το ΚΚΕ θέτει ζήτημα κατάργησής της και που αφορά ολόκληρη την εργατική τάξη ή, τουλάχιστον, τη συντριπτική πλειοψηφία της, καθώς και άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Η ιδιωτική εκπαίδευση, για την οποία πληρώνονται 100άδες δισ. κάθε χρόνο, αποτελεί έναν από τους πολλούς διαύλους εκμετάλλευσης και αφαίμαξης των χαμηλών εισοδημάτων, έτσι που, οι όποιες αυξήσεις στους μισθούς και στα μεροκάματα, να παίρνονται πίσω με άλλα χέρια. Το ίδιο ισχύει και με την ιδιωτική Υγεία, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και με τη δημόσια, για να σταθούμε μόνο σε δύο παραδείγματα. Η εγκατάλειψη ενός τέτοιου βασικού προβλήματος, στο όνομα του «ρεαλισμού», θα υποδήλωνε, εκτός των άλλων, και την αυταπάτη ότι είναι δυνατό να υπερισχύσει ο δημόσιος τομέας της Παιδείας, της Υγείας κλπ., στον ανταγωνισμό με τον ιδιωτικό. Το αντίστροφο συμβαίνει. Απλώς ο δημόσιος θα συρρικνώνεται, θα υποβαθμίζεται συνεχώς και θα γίνεται όλο και περισσότερο παράδειγμα προς αποφυγήν. Η ύπαρξή του θα τονίζει απλώς την υπεροχή του ιδιωτικού και θα απαξιώνει πιο πολύ τον κρατικό. Αυτό γίνεται και σήμερα.

Επομένως, η πάλη για την Υγεία, την Παιδεία, την Κοινωνική Πολιτική, πρέπει να θέτει ως ένα από τα βασικά της αιτήματα την κατάργηση κάθε ιδιωτικής ανάμειξης και να προβάλλει τη θέση της Δημόσιας και δωρεάν Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας, Ασφάλισης κλπ. ως στόχους μιας φιλολαϊκής πολιτικής. Αρα και να προσπαθεί να συσπειρώνει δυνάμεις σε αυτή τη βάση.

Αλλο παράδειγμα: Οταν η παλίρροια των νέων εργασιακών σχέσεων βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αποτελεί το λιγότερο ουτοπία να τίθεται το θέμα του 35ωρου, δίχως την ταυτόχρονη πάλη για την ανατροπή των νέων εργασιακών σχέσεων, που μοιράζουν την ανεργία. Το περιβόητο 35ωρο το δέχτηκαν και τραπεζίτες, αλλά το αποτέλεσμα είναι να δουλεύουν οι τραπεζοϋπάλληλοι πάνω από 10 ώρες τη μέρα. Αρα, τα περί αντιμετώπισης της ανεργίας, μέσω της καθιέρωσης του 35ωρου, αποδείχτηκαν φούμαρα και μέσο παραπλάνησης των εργαζόμενων, αλλά και απομύζησης μεγαλύτερου ποσοστού υπεραξίας, δηλαδή αυξημένων κερδών των τραπεζιτών.

Το συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης είναι, λοιπόν, υποχρεωμένο να συμπεριλαμβάνει στα αιτήματά του όλα τα προβλήματα αυτών που εκπροσωπεί, ντόπιων και αλλοδαπών. Είναι υποχρεωμένο να θέσει τα σύγχρονα προβλήματα της τάξης του, οργανώνοντας τη μετωπική του σύγκρουση με το μέτωπο κυβέρνησης - ΕΕ - κομμάτων και συνδικαλιστικών ηγεσιών. Και σ' αυτή - και μόνο σ' αυτή - τη βάση να προωθήσει την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τα μεσαία στρώματα της υπαίθρου και της πόλης. Κάθε άλλη επιλογή σημαίνει συνεργία στο έγκλημα που διαπράττεται σε βάρος της. Και, όσον αφορά στους κομμουνιστές, κάτι τέτοιο, αν γινόταν αποδεκτό, θα σήμαινε παραίτηση από το ρόλο και την υποχρέωση του ΚΚΕ να συμβάλλει στην οργάνωση της πάλης του λαού. Ταυτόχρονα, όμως, θα οδηγούσε το εργατικό κίνημα στο ρόλο του καρπαζοεισπράχτορα, αφού θα του αποστερούσε τη δυνατότητα να αποτρέπει αρνητικές εξελίξεις, να μετριάζει την εναντίον του επίθεση και να κερδίζει έδαφος, μέχρι να πραγματοποιήσει την τελική αντεπίθεση. Στο ζήτημα αυτό η ανάπτυξη του ΠΑΜΕ αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο.

3. Η διαλεκτική σύνδεση της στρατηγικής με την τακτική προσδιορίζει και την πολιτική των συμμαχιών του ΚΚΕ. Και - πρωταρχικά - οργανώνει σε βάση προοπτικής τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μεσαία στρώματα της αγροτιάς και των επαγγελματιών, της προσδίδει το αντίστοιχο με τις απαιτήσεις πολιτικό περιεχόμενο. Ο στόχος και το περιεχόμενο της λαϊκής οικονομίας, της μοναδικής απάντησης που μπορεί να δοθεί στην καλπάζουσα ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, αποτελεί συνεκτικό ιστό ανάμεσα στην εργατική τάξη και στα μεσαία στρώματα. Από την άλλη, βοηθάει τη συσπείρωση των κομμουνιστών με τις πιο πρωτοποριακές εργατικές και άλλες δυνάμεις σε διάφορα μέτωπα, αφού απαντάει στο ερώτημα «όχι στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά τι, καπιταλιστικός κρατικός τομέας;».

Από την άλλη, ο διαλεκτικός συνδυασμός τακτικής - στρατηγικής δίνει τη δυνατότητα στο λαό να βλέπει το πραγματικό πρόσωπο της κάθε πολιτικής δύναμης, να δοκιμάζει τη συνέπειά της συγκεκριμένα, έτσι που να μην μπορεί αυτή να καλύπτεται πίσω από μια δήθεν προοδευτική φρασεολογία, «παίζοντας» με «αριστερές κορόνες». Και ταυτόχρονα δίνει απάντηση στη δημαγωγία άλλων, όπως π.χ. του ΣΥΝ, ο οποίος ΣΥΝ, για να καλύψει τις διαχειριστικές θέσεις του, επικρίνει το ΚΚΕ, ότι - δήθεν - μεταθέτει τη λύση των πάντων στο σοσιαλισμό και καλλιεργεί τη μοιρολατρία «τίποτε δε γίνεται στον καπιταλισμό»!! Γίνεται. Με τη διαφορά ότι εκείνο που πρέπει να γίνεται πρωταρχικά, είναι το προχώρημα για το Μέτωπο, για να μπορεί ο λαός και να κερδίζει. Γιατί είναι κέρδος και το να καθυστερεί αντιλαϊκά μέτρα και το να αποκρούει άλλα.

4. Η διαλεκτική σύνδεση της στρατηγικής με την τακτική αποτελεί το καίριο σημείο που θα προωθήσει την ποιότητα της καθοδήγησης όλων των κομματικών οργάνων. Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι η σωστή αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος μας υποχρεώνει να αναμετρηθούμε αποφασιστικά με τις αδυναμίες μας, διευκολύνει την ουσιαστική και σε βάθος αυτοκριτική, βάζει σε κίνηση, πάνω στο έδαφος της καρδιάς της πάλης, όλους τους τροχούς που σήμερα γυρίζουν στον αέρα, δυναμώνει την έκφραση των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών, ζωντανεύει την εσωτερική ζωή κάθε οργάνου και οργάνωσης, θέτει επί τάπητος το πρόβλημα της «επιστροφής» μας στη ζώσα μαρξιστική - λενινιστική θεωρία. Και, σε τελευταία ανάλυση, κρίνει τους πάντες.


Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ