Δεν είναι εύκολο να αναλύσουμε τη σημερινή κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων των ΕΒΕ, αν δε λάβουμε υπόψη την ιστορική τους διαδρομή και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των μικροαστικών στρωμάτων.
Το ασφαλιστικό σύστημα των ΕΒΕ παρότι έχει την ίδια περίπου ηλικία με αυτό των εργαζομένων (το ΤΕΒΕ ιδρύθηκε το 1936) δεν είχε την ίδια πορεία ωρίμανσης. Για πολλά χρόνια η ασφάλιση ήταν προαιρετική και σε συνδυασμό με τις ατασθαλίες και την κακοδιαχείριση των διοικήσεων, που δεν ενέπνεαν την εμπιστοσύνη της μεγάλης μάζας των ΕΒΕ είχε σαν αποτέλεσμα την αναιμική ανάπτυξή του. Επειτα ο μικροεπιχειρηματίας ζυμωμένος με την αντίληψη ότι κάποια στιγμή θα «τα κονομήσει» και θα «λύσει το πρόβλημα της ζωής του» δεν ενδιαφερόταν για την ασφάλισή του και προτιμούσε να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο χρηματικό ποσόν για την ανάπτυξη της μικροεπιχείρησής του. Βέβαια, για τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρών ΕΒΕ και των αυτοαπασχολούμενων αυτό αποτελεί αυταπάτη. Επειτα στα μικροαστικά στρώματα άρχισαν να εισρέουν άνεργοι εργάτες και κατεστραμμένοι αγρότες που δεν είχαν άλλη επιλογή. Αυτές οι ανακατατάξεις σε συνδυασμό με τη συνεχόμενη, τα τελευταία χρόνια, επιδείνωση της οικονομικής τους θέσης διαμόρφωσαν μια άλλη ασφαλιστική νοοτροπία και ενίσχυσαν το ενδιαφέρον για την Κοινωνική Ασφάλιση.
Από κει και πέρα γίνεται σαφής η αλλαγή στην πολιτική της κυβέρνησης στον τομέα της Ασφάλισης που δεν είναι άσχετη με την πορεία των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που συντελούνται στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά σημεία της πολιτικής αυτής.
Η σημερινή κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων των ΕΒΕ περιγράφεται αναλυτικά στον πίνακα 1. Εδώ διακρίνονται καθαρά οι τάσεις που κυριαρχούν στην οικονομική διαχείριση.
Στα παραπάνω πρέπει να σημειώσουμε μια λεπτομέρεια χαρακτηριστική του κυνισμού και της κοινωνικής αναλγησίας των αστικών κυβερνήσεων. Για συντάξεις άνω των 120.000 δρχ. παρακρατείται 2-5% υπέρ του ΛΑΦΚΑ (Λογαριασμός Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης) με στόχο την «εξυγίανση» των ασφαλιστικών ταμείων που για τον ΟΑΕΕ σημαίνει επιβάρυνση της πλειοψηφίας των συνταξιούχων, αφού η μέση σύνταξη βρίσκεται πάνω από το όριο αυτό. Η κυβέρνηση, δηλαδή, θεωρεί ότι οι «μεγαλοσυνταξιούχοι» ΕΒΕ διαθέτουν και «περίσσευμα» για τη χρηματοδότηση της «αλληλεγγύης» με τους συναδέλφους τους.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε μια σειρά ακόμα στοιχεία για να έχουμε μια πλήρη εικόνα του ασφαλιστικού συστήματος των ΕΒΕ.
Οι τελευταίες αυτές στρεβλώσεις του ασφαλιστικού συστήματος των ΕΒΕ έχουν τη ρίζα τους σε μια σειρά λαθεμένες αντιλήψεις που αναπαράγονται από την κυρίαρχη ιδεολογία, ότι δηλαδή οι ΕΒΕ είναι εργοδότες και ότι έχουν καλύτερο βιοτικό επίπεδο, άρα δεν έχουν ανάγκη μιας στοιχειώδους κοινωνικής προστασίας μέσω του ασφαλιστικού συστήματος. Η σημερινή πραγματικότητα όμως αποδείχνει ότι περίπου τα 3/4 των μικρών επιχειρήσεων δε διαθέτουν εργαζόμενους. Οι ΕΒΕ είναι κατά κύριο λόγο αυτοαπασχολούμενοι, δηλαδή εργάζονται κάτω από ένα σκληρό εργοδότη τον ίδιο τους τον εαυτό. Οσο για τα περί οικονομικής ευημερίας δεν αντέχουν στοιχειώδη κριτική. Αν ίσχυε αυτό, οι εργαζόμενοι αυθόρμητα θα εντάσσονταν στα μικροαστικά στρώματα, ευελπιστώντας σε ένα καλύτερο εισόδημα. Η αλήθεια όμως είναι ότι κάποιος που ανοίγει σήμερα μια μικροεπιχείρηση το κάνει από ανάγκη για να μη μείνει άνεργος. Οι ίδιες αντιλήψεις σερβίρονται και από τις συμβιβασμένες πλειοψηφίες του συνδικαλιστικού κινήματος των ΕΒΕ, που ενοχλούνται πολύ από τις εργοδοτικές εισφορές στο ΙΚΑ, αλλά δεν τους αγγίζουν οι τσουχτερές αυξήσεις των εισφορές στον ΟΑΕΕ και είναι χαρακτηριστικές των συμφερόντων που εκπροσωπούν. (πίνακας 2)
Από όσα αναφέραμε παραπάνω γίνεται φανερό ότι η πλειοψηφία των ΕΒΕ εργάζεται σκληρά μια ζωή, για να εισπράξει συντάξεις φιλοδωρήματα και μίζερες κοινωνικές παροχές. Και γεννιέται το ερώτημα: Είναι δυνατόν αυτό το ασφαλιστικό σύστημα να γίνει ακόμα χειρότερο; Η απάντηση από την πλευρά της κυβέρνηση είναι σαφέστατα ΝΑΙ. Και το αποδείχνει ο πίνακας 3.
Η γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια, αλλά και τα προτεινόμενα μέτρα, αφήνουν να εννοηθεί σαφώς, αν δεν ομολογείται κιόλας, η ουσία των επιδιώξεών της για το ασφαλιστικό σύστημα των ΕΒΕ. Και αυτή συνοψίζεται κύρια στη μαγική λέξη ανταποδοτικότητα. Δηλαδή, θέλετε αξιοπρεπείς συντάξεις πληρώστε. Θέλετε σύγχρονη υγειονομική περίθαλψη, πληρώστε. Και ο καλόπιστος αναγνώστης μένει με την απορία στα χείλη. Και τι έγιναν όλα αυτά που πρόσφεραν οι ΕΒΕ με την εργασία τους στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, τι έγιναν όλοι αυτοί οι φόροι, που, με καταιγιστικό ρυθμό, επιβάλλονται κύρια τα τελευταία χρόνια στις πλάτες τους. Εδώ η απάντηση της κυβέρνησης είναι καθαρή. Ο κρατικός προϋπολογισμός σε συνθήκες ΟΝΕ έχει άλλες προτεραιότητες. Πρέπει να επιδοτήσει το ιδιωτικό αεροδρόμιο της «Χόχτιφ», να ενισχύσει την ιδιωτική Αττική Οδό, να στρώσει το τραπέζι των μονοπωλίων στο μεγάλο φαγοπότι που λέγεται Ολυμπιακοί Αγώνες. Να υπερασπίσει, δηλαδή, όλα αυτά τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που λυμαίνονται ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς, εκτοπίζοντας τις μικρές επιχειρήσεις, συρρικνώνοντας όλο και περισσότερο το εισόδημα των μικρών ΕΒΕ και των αυτοαπασχολούμενων. Το πολύ - πολύ να πετάξει ένα ξεροκόμματο σε αυτούς που δε διαθέτουν την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια, μια σύνταξη χαρτζιλίκι και υποβαθμισμένες παροχές Υγείας, και όποιος επιζήσει.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι και γίνεται πιο επίκαιρη η πρόταση του ΚΚΕ για χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος των ΕΒΕ στα 2/3 των εξόδων, δημόσιο δωρεάν αναβαθμισμένο σύστημα Υγείας για όλους. Ενα ασφαλιστικό σύστημα με κύρια συνιστώσα τον κοινωνικό χαρακτήρα, που να έχει στο κέντρο του τον ίδιο τον άνθρωπο και όχι τα καπιταλιστικά κέρδη. Μια πρόταση που δεν υπερασπίζεται τη σημερινή άθλια πραγματικότητα, αλλά ανοίγει την προοπτική για διεκδίκηση ενός καλύτερου επιπέδου ζωής αντίστοιχου με τις σημερινές ανάγκες
Η κυβέρνηση μετά τις κινητοποιήσεις στις 26 Απρίλη έριξε το σύνθημα του «κοινωνικού διαλόγου» και μάλιστα από «μηδενική βάση». Δηλαδή, καλεί τους «κοινωνικούς εταίρους» να συζητήσουν γύρω από ένα μεγάλο μηδενικό. Σαν να μην υπάρχει η σημερινή πραγματικότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Κάποιοι συνδικαλιστές φαίνεται είχαν ετοιμάσει και «τα καλά τους». Δεν εξηγείται αλλιώς το δελτίο Τύπου που έστειλε η ΓΣΕΒΕΕ 3 μέρες πριν τις κινητοποιήσεις, όπου ανακοίνωνε την προθυμία της για την έναρξη του διαλόγου και μάλιστα θα διατύπωνε τις οριστικές τις προτάσεις στις 20 Μάη μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των χιλιάδων μικρών ΕΒΕ και αυτοαπασχολούμενων και πολύ περισσότερο πίσω από τις αγωνιστικές διαθέσεις που είχαν ήδη διαμορφωθεί. Και αυτές οι αγωνιστικές διαθέσεις είναι που έσυραν την πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΒΕΕ στην απόφαση για απεργία και κλείσιμο των καταστημάτων στις 17 Μάη, κάτω από την έντονη πίεση των ριζοσπαστικών δυνάμεων του συνδικαλιστικού κινήματος. Το ίδιο συνέβη και με την ΕΣΕΕ που αποφάσισε αγωνιστικές κινητοποιήσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία της, έστω και με μια απόφαση γεμάτη προϋποθέσεις και μισόλογα.
Βέβαια ο πραγματικός κοινωνικός διάλογος δε γίνεται στους τέσσερις τοίχους των υπουργικών γραφείων. Γίνεται στην καθημερινή ταξική πάλη που η πιο φανερή μορφή της είναι οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις, όπου οι μικροί ΕΒΕ και οι αυτοαπασχολούμενοι μαζί με την εργατική τάξη και τους αγρότες αντιστέκονται στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, διεκδικώντας σύστημα Ασφάλισης προς όφελός τους σαν οι μοναδικοί παραγωγοί του πλούτου αυτής της χώρας. Η κινητοποίηση της 17ης Μάη είναι μια καλή ευκαιρία να μπουν οι βάσεις μιας αγωνιστικής πορείας για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Αλλωστε η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων από τους επαγγελματικούς κινδύνους αντιμετωπίζεται με ριζικά διαφορετικά κριτήρια από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας.
Ωστόσο, δεν μπορεί εύκολα να αμφισβητηθεί (γι' αυτό αποκρύπτεται) ότι οι συνθήκες εργασίας που επικρατούν κάθε φορά και οι επαγγελματικοί κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται η υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, λόγω, ακριβώς, αυτών των συνθηκών, αποτελούν μια συνεχή και σοβαρή απειλή (εργατικά ατυχήματα, επαγγελματικές ασθένειες, πρόωρη φθορά της υγείας), με σημαντικές προεκτάσεις, κοινωνικές, οικονομικές και ασφαλιστικές.
Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) σε σχετικά πρόσφατη εκτίμησή της (1997) ανεβάζει το οικονομικό κόστος των συνεπειών (προσωρινή ή και μόνιμη αναπηρία λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας) σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 5% του ΑΕΠ... (Πηγή: Health and Enviroment in Sustainable Development, Geneva, WHO, 1997).
Το κόστος αυτό σήμερα βαρύνει το ΙΚΑ συνολικά και όχι τους εργοδότες, όπως κατ' αποκλειστικότητα θα έπρεπε να χρεωθούν και να καταβάλλουν μέσω της ασφαλιστικής κάλυψης (εισφοράς) για τον επαγγελματικό κίνδυνο των εργαζομένων.
Ετσι και παρά το ότι η εισφορά αυτή προβλέπεται με το άρ. 2 του Ν. 4104/1960 και επιβαρύνει μόνο τους εργοδότες, για να «εξισορροπιστεί» η αντίστοιχη απαλλαγή τους από την αστική ευθύνη του Α.Κ. 657 για αποζημίωση του εργαζόμενου θύματος, περιορίστηκε σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων και «μισθωτών» στην Αττική, με βάση σχετικό πίνακα του 1961 (Β.Δ. 473/61), που δεν έχει αναθεωρηθεί από τότε... και η οποία εισφορά ανέρχεται σε ποσοστό στο 1% των αποδοχών των εργαζομένων στις συγκεκριμένες - μόνο - επιχειρήσεις!!!
Και επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη... - στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης επίθεσης που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και επιδιώκει την ισοπέδωση των κατακτήσεων των εργαζομένων - το κεφάλαιο και οι εκφραστές του, με προπομπό τον ΣΕΒ, απαιτούν την πλήρη κατάργηση του θεσμού της εργοδοτικής εισφοράς για τον επαγγελματικό κίνδυνο, μαζί με αυτού των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων.
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι ανάλογη απόπειρα για το θεσμό των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων έγινε και το 1990, πριν την ψήφιση του Ν. 1902/90. Κάτω όμως από τη σθεναρή αντίσταση του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, η συγκεκριμένη Επιτροπή που συστήθηκε για τον αποχαρακτηρισμό σημαντικών κλάδων εργαζομένων από τα βαρέα και ανθυγιεινά, αρνήθηκε ουσιαστικά να γνωμοδοτήσει σχετικά, υπογραμμίζοντας την αδυναμία της για μια επιστημονική επανεκτίμηση, αφού δε διέθετε βασικά στοιχεία για κάτι τέτοιο, όπως μετρήσεις βλαπτικών παραγόντων, επιδημιολογικά στοιχεία νοσηρότητας, αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, αποτίμηση του βαθμού εφαρμογής της σχετικής με την Υγιεινή και Ασφάλεια της Εργασίας νομοθεσίας κατά κλάδους παραγωγής κ.λ.π.
Η απαίτηση αυτή είναι επιβεβλημένη και αποτελεί ελάχιστο όρο -προϋπόθεση για την εφαρμογή στην πράξη της υφιστάμενης νομοθεσίας για την Υγιεινή και Ασφάλεια της Εργασίας, που συχνά πυκνά επικαλούνται κυβέρνηση και εργοδότες. Διότι με τα σημερινά δεδομένα συμφέρει τον εργοδότη να πληρώνει τα όποια πρόστιμα - αν και όταν του επιβληθούν - για παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, παρά να καταβάλλει το κόστος βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, που η συγκεκριμένη νομοθεσία επιβάλλει.
Με αυτή την έννοια - εκτός των άλλων - ο εργοδότης που δεν παίρνει μέτρα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας με αρνητικές επιπτώσεις, σε εργατικά ατυχήματα, επαγγελματικές ασθένειες κ.λ.π., θα επιβαρύνεται από αυξημένη ασφαλιστική εισφορά.
Τέλος, στο μέτωπο που έτσι κι αλλιώς έχει ανοίξει, τα θέματα που αφορούν την υγεία των εργαζομένων, τις συνθήκες εργασίας και τη θωράκιση της κοινωνικής προστασίας με τη διεύρυνση των διεκδικήσεων στην Κοινωνική Ασφάλιση αγγίζουν κάθε εργαζόμενο, κάθε εργάτη.
Γι' αυτό, τοποθετώντας τα ζητήματα αυτά στην προτεραιότητα που τους αρμόζει, δεσμευόμαστε να επανέλθουμε, αναδεικνύοντας και άλλες σημαντικές πλευρές των θεμάτων αυτών που δεν μπορούν να εξαντληθούν στα πλαίσια αυτού του σημειώματος.
Από τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν εγκρίθηκαν οι 2.512 - πήραν δηλαδή «χαρτί απορίας» - και απορρίφτηκαν 281 (βλέπε και Πίνακα 1). Οπως φαίνεται, υποβλήθηκαν αιτήσεις σε 37 Νομαρχίες της χώρας. (Δηλαδή δεν υποβλήθηκαν αιτήσεις σε 18 Νομαρχίες). Οι πιο πολλές αιτήσεις - και εγκρίσεις - έγιναν στους νομούς Ηλείας, Ξάνθης, Καρδίτσας, Αρτας και Αιτωλοακαρνανίας.
Κι όμως η κυβέρνηση θεωρεί ότι έγινε... κατάχρηση αυτής της διάταξης και ετοιμάζει τροπολογία με την οποία θα επιτρέπει τη δυνατότητα χρήσης της «οικονομικής αδυναμίας» για την ανανέωση του βιβλιαρίου νοσηλείας μόνο μια φορά.
Το επιχείρημα για την προώθηση αυτής της αλλαγής είναι ότι στις επιτροπές εμφανίζονται τα ίδια πρόσωπα, τα οποία ανανεώνουν τα βιβλιάρια υγείας δηλώνοντας οικονομική αδυναμία. Το επιχείρημα αυτό προσπαθούν να το ενισχύσουν με διαπιστώσεις ότι στις ανανεώσεις των βιβλιαρίων έχουν εμπλακεί «διάφοροι διαμεσολαβητές» - όπως κομματαρχίσκοι ή πολιτευτάδες - που εμπορεύονται την αγωνία των αγροτών, όπως και του υπόλοιπου λαού, να έχουν κάλυψη την ώρα της ανάγκης.
Οποια περίπτωση κι αν ισχύει, εκείνο που αναδεικνύεται είναι ότι για να αντιμετωπιστούν αυτές οι παρενέργειες, χρειάζεται ένα δημόσιο σύστημα υγείας, χρηματοδοτούμενο απ' το κράτος, που θα διασφαλίζει ίσες και δωρεάν υπηρεσίες υγείας για όλους τους χρήστες.
Ο νόμος 2458/97 προβλέπει ότι οι ασφαλισμένοι αγρότες -υπολογίζονται σε 800.000 - θα καταβάλουν 7% επί των ποσών των ασφαλιστικών κατηγοριών (βλέπε Πίνακα 2 για το έτος 2001), ενώ η κρατική εισφορά θα είναι 14%. Ειδικότερα για τον κλάδο υγείας προβλέπεται ότι θα είναι 1,5% επί των ασφαλιστικών κλάσεων των εν ενεργεία αγροτών και 4% για τους συνταξιούχους.
Για το 1999 ο ΟΓΑ απαιτούσε απ' τους ασφαλισμένους οφειλές -για σύνταξη και υγεία - που ανέρχονταν σε 166,5 δισ. δραχμές, ενώ για το 2000 το αντίστοιχο ποσό ήταν 201,1 δισ. δραχμές. Τα έσοδα για τον κλάδο υγείας δεν ξεπερνούν το 10% των συνολικών απαιτήσεων.
Σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής των εισφορών οι αγρότες μπορούν να προσφύγουν σε τριμελείς επιτροπές που συγκροτούνται στην έδρα των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, η οποία αποφαίνεται για την ανανέωση ή μη του βιβλιαρίου υγείας. Η τριμελής Επιτροπή αποτελείται από εκπροσώπους του ΟΓΑ, της αρμόδιας ΔΟΥ και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Η απόφαση της Επιτροπής, όπως προβλέπει ο νόμος, ισχύει για το έτος έκδοσής της, εντός του οποίου δεν είναι δυνατή η υποβολή νέας αίτησης. Τώρα με την υπό προώθηση ρύθμιση η απόφαση της επιτροπής θα ισχύει μόνο μια φορά και δε θα ανανεώνεται.
Η προωθούμενη ρύθμιση αποτελεί στοιχείο των περικοπών που έχει σχεδιάσει το υπουργείο Υγείας και θα γίνουν εμφανέστερες με το νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), με κεντρικό όργανο τον Οργανισμό Διαχείρισης Πόρων Υγείας (ΟΔΙΠΥ).
Ο ΟΔΙΠΥ θα αναλάβει τη διαχείριση των πόρων Υγείας του ΙΚΑ, του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών, του Δημοσίου (ΟΠΑΔ), του ΟΓΑ και του Οίκου Ναύτου. Σύμφωνα με το σχέδιο που παρουσίασε το περασμένο καλοκαίρι το υπουργείο Υγείας, ο ΟΔΙΠΥ θα αγοράζει υπηρεσίες πρωτοβάθμιας και νοσοκομειακής φροντίδας Υγείας για τους δικαιούχους του από το ΕΣΥ και τον ιδιωτικό τομέα με κριτήρια ποιότητας και κόστους. Επίσης προβλέπει την καθιέρωση του προσωπικού γιατρού - αντί του οικογενειακού.
Αν κάποιος ασθενής νοσηλευτεί σε νοσοκομείο ή κέντρο υγείας χωρίς την έγκριση του προσωπικού γιατρού, τότε επιβαρύνεται με «το 50% του κόστους των υπηρεσιών που καταναλώνει με τον τρόπο αυτό».
Είναι μια πραγματικότητα την οποία θα αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι της επαρχίας, με δεδομένη τη γύμνια των μονάδων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.