ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Μάη 1996
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ιδιωτικοποίηση και αφελληνισμός πάνε πακέτο

Από τις 4 ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες (ΑΓΕΤ - ΤΙΤΑΝ - ΤΣΙΜΕΝΤΑ ΧΑΛΚΙΔΑΣ και ΧΑΛΥΨ), η πρώτη και η τέταρτη παραδόθηκαν στον έλεγχο των Ιταλών και των Γάλλων, αντίστοιχα, ενώ επίκειται και η πώληση της τρίτης στους Ιταλούς

Η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, με τις 4 εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, αποτέλεσε το μεγαλύτερο εξαγωγέα τσιμέντου στην ΕΕ και το δεύτερο παγκοσμίως.Την περίοδο 1983 - 1985, αναγκασμένη να πουλάει τον ένα σχεδόν στους δύο τόνους τσιμέντου που παράγει, αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα. Το διάστημα αυτό κατέρρεαν η μια μετά την άλλη οι παραδοσιακές εξαγωγικές αγορές τσιμέντου της Σαουδικής Αραβίας και άλλων χωρών της Μέσης Ανατολής, του Ιράκ, καθώς και χωρών της Βορείου Αφρικής, όπως η Αίγυπτος και η Αλγερία. Ωστόσο, η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία κατάφερε να μπει σε νέες αγορές, όπως αυτή της Ευρώπης, η οποία τελούσε υπό την αυστηρή επίβλεψη του περίφημου ευρωπαϊκού καρτέλ. Παρά τον πόλεμο που δέχτηκε απ' τους μεγάλους Ευρωπαίους παραγωγούς, το ελληνικό τσιμέντο λόγω της ανταγωνιστικότητάς του κατάφερε να επικρατήσει στην ευρωπαϊκή αγορά και η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία κέρδισε την πρώτη θέση στις εξαγωγές της Ευρώπης.

Το 1993 η συνολική παραγωγή του κλάδου ανήλθε στα 12.668 εκατ. τόνους τσιμέντου και 1.383 εκατ. τόνους κλίνκερ. Την ίδια χρονιά οι εξαγωγές ανήλθαν σε 6.918 εκατ. τόνους τσιμέντου και κλίνκερ, ενώ η εσωτερική κατανάλωση έφτασε τα 7.231 εκατ. τόνους. Το 1994, σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία, οι συνολικές παραδόσεις του κλάδου σημείωσαν μείωση κατά 6,7% σε σχέση με το 1993. Παράγοντες του κλάδου ερμηνεύουν τη μείωση αυτή ως αποτέλεσμα της αυστηρής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, η οποία έπληξε την οικοδομική δραστηριότητα και ιδιαίτερα τις επενδύσεις σε κατοικίες του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, η σημαντική καθυστέρηση των μεγάλων δημοσίων έργων (μετρό, αεροδρόμιο κλπ.) δεν επέτρεψε τη μερική αναπλήρωση των απωλειών που παρουσίασε η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα. Την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε αύξηση των εισαγωγών τσιμέντου στο επίπεδο των 35 χιλ. τόνων, αποκλειστικά από χώρες της ΕΕ.Το 50% περίπου της ελληνικής παραγωγής τσιμέντου εξάγεται. Το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου των εξαγωγών κατευθύνεται προς τις ΗΠΑ και την Ιταλία, ενώ μεγάλη ποσότητα εξάγεται και στην Αγγλία.

Ας δούμε, όμως, ορισμένες βασικές εξελίξεις, που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια, στις 4 εταιρίες του κλάδου τσιμέντου:

Η ΑΓΕΤ - Ηρακλής

Η ΑΓΕΤ - Ηρακλής είναι η μεγαλύτερη ελληνική τσιμεντοβιομηχανία. Από το 1992, το 70% περίπου των μετοχών της ΑΓΕΤ - Ηρακλής, με απόφαση της τότε κυβέρνησης της ΝΔ περιήλθε στον ιταλικό όμιλο "Καλτσεστρούτσι".Και ενώ τότε το ΠΑΣΟΚ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε καταγγείλει την ιδιωτικοποίηση της ΑΓΕΤ σαν σκάνδαλο και είχε δεσμευτεί - όταν επανέλθει στην κυβέρνηση - να την επαναφέρει στο δημόσιο, σήμερα ετοιμάζεται να παραδώσει στους Ιταλούς τον πλήρη έλεγχο.Εκτός απ' την παραγωγή, διανομή και εξαγωγή τσιμέντου, που είναι και το κύριο αντικείμενο των εργασιών της ΑΓΕΤ Ηρακλής, ο κύκλος δραστηριοτήτων του ομίλου της ΑΓΕΤ καλύπτει - μέσω θυγατρικών επιχειρήσεων - μια σειρά από άλλες δραστηριότητες, όπως: Ναυτιλιακές εργασίες σχετικές με τη μεταφορά τσιμέντου και πρώτων υλών, παραγωγή και εμπορία έτοιμου σκυροδέματος, διακίνηση και εμπορία άνθρακα, παραγωγή χαρτοσάκων και ειδών συσκευασίας, διάφορες εξορυκτικές εργασίες πρώτων υλών τσιμέντου, γύψου και ελαφρόπετρας, μεταλλικές κατασκευές και μετασκευές πλοίων, εργασίες συντήρησης και ανέγερσης βιομηχανικών εγκαταστάσεων, ασφαλιστικές δραστηριότητες, καθώς και δραστηριότητες στον τομέα υψηλής τεχνολογίας της πληροφορικής, κυρίως με το σχεδιασμό και την κατασκευή συστημάτων βιομηχανικού αυτοματισμού. Ο κύριος όγκος των παραγωγικών δραστηριοτήτων του ομίλου εντοπίζεται στις δύο μεγάλες εργοστασιακές μονάδες του Βόλου ΟΛΥΜΠΟΣ και του Αλιβερίου ΗΡΑΚΛΗΣ ΙΙ, με όγκο παραγωγής για το 1994 5.5 εκατ. τόνους. Διαθέτει 7 κέντρα διανομής τσιμέντου σε Δραπετσώνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ηγουμενίτσα, Ρίο, Ηράκλειο και Ρόδο. Οι περισσότερες θυγατρικές της εταιρίες, 18 συνολικά, εδρεύουν στη Λυκόβρυση Αττικής, όπου βρίσκεται και το κέντρο αποφάσεων της εταιρίας.

Ο ΤΙΤΑΝ

Η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρία στον κλάδο τσιμέντου, με αξιόλογη δράση και ανάπτυξη στην εγχώρια και τις διεθνείς αγορές τα τελευταία χρόνια. Εχει εργοστάσια στη Μάνδρα Ελευσίνας, στη Θεσσαλονίκη και στο Ρίο, καθώς και στις ΗΠΑ. Η ετήσια παραγωγική ικανότητα της εταιρίας φτάνει τους 5 μέχρι 5,5 εκατ. τόνους τσιμέντου. Διαθέτει κέντρο διανομής στο Ηράκλειο Κρήτης, σε Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία. Ελέγχει εταιρίες μεταφορών, μεταλλευτικές, λατομικές, ναυτικές εμπορικές κ.ά.

Τα "Τσιμέντα Χαλκίδας"

Η τρίτη στη σειρά μεγάλη τσιμεντοβιομηχανία της χώρας, είναι τα "Τσιμέντα Χαλκίδας". Μια αξιόλογη εταιρία, την οποία βούλιαξε στα χρέη η διοίκηση των Κιοσέογλου - Τακόπουλου, με την ανοχή και τα στραβά μάτια που έκαναν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Και η τρίτη ελληνική τσιμεντοβιομηχανία βρίσκεται στο δρόμο του αφελληνισμού. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει δρομολογήσει την πώλησή της στον όμιλο "Καλτσεστρούτσι" και το κλείσιμο του "παζαριού" αποτελεί θέμα χρόνου. Η εταιρία έχει ένα εργοστάσιο στη Χαλκίδα, παραγωγικής ικανότητας 2,5 - 3 εκατ. τόνων τσιμέντου ετησίως. Διαθέτει κέντρα διανομής στην Αθήνα, στην Κρήτη και στα Τρίκαλα. Ελέγχει μεταφορικές, εμπορικές και ναυτιλιακές εταιρίες.

Ο ΧΑΛΥΨ

Η τέταρτη από άποψη μεγέθους τσιμεντοβιομηχανία που λειτουργεί στην Ελλάδα είναι η εταιρία ΧΑΛΥΨ και διαθέτει ένα εργοστάσιο στον Ασπρόπυργο. Η ετήσια παραγωγική ικανότητα της εταιρίας είναι περίπου 0,06 μέχρι 0,7 εκατ. τόνοι τσιμέντου. Και η τσιμεντοβιομηχανία ΧΑΛΥΨ έχει περάσει κάτω από τον έλεγχο ξένων και συγκεκριμένα κάτω από τον έλεγχο γαλλικής εταιρίας.

"Χρυσή ευκαιρία" για επιστροφή της ΑΓΕΤ στο δημόσιο

Αν το ΠΑΣΟΚ θέλει να τηρήσει τη δέσμευση που είχε κάνει από το βήμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για ακύρωση της συμφωνίας πώλησης της ΑΓΕΤ στην "Καλτεστρούτσι", μπορεί να το κάνει στις 27 Μάη, καθώς η Εθνική Τράπεζα μπορεί αντί, να πουλήσει κι άλλο πακέτο μετοχών στους Ιταλούς, να διαπραγματευτεί την εξαγορά πακέτου μετοχών της ΑΓΕΤ

Κρίσιμος μήνας θα είναι ο Μάης για την ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, καθώς η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, παρά τις αντίθετες προεκλογικές της δεσμεύσεις για επιστροφή της ΑΓΕΤ - ΗΡΑΚΛΗΣ στο δημόσιο, ετοιμάζεται να παραδώσει τον πλήρη έλεγχο της εταιρίας στον ιταλικό όμιλο της "Κονκρέτουμ" (πρώην "Καλτσεστρούτσι") με την πώληση στους Ιταλούς του πακέτου μετοχών που κατέχει η Εθνική Τράπεζα στην ΑΓΕΤ, καταδικάζοντας εσαεί την τσιμεντοβιομηχανία της χώρας.

Η συμφωνία, που υπέγραψε με τους Ιταλούς η κυβέρνηση της ΝΔ για την πώληση της ΑΓΕΤ το 1992, αφήνει τα περιθώρια στην κυβέρνηση να αντιστρέψει την πορεία διάλυσης της τσιμεντοβιομηχανίας της χώρας. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση της ΕΤΕ να πουλήσει τις μετοχές της στην "Καλτσεστρούτσι". Παρά τη δυνατότητα αυτή όμως, η διοίκηση της ΕΤΕ έχει θέσει ήδη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Ιταλούς την πώληση των μετοχών της στην ΑΓΕΤ. Πρόκειται για τη συνέχεια ενός σκανδάλου τεραστίων διατάσεων, που ξεκίνησε η κυβέρνηση της ΝΔ με τη συμφωνία πώλησης της ΑΓΕΤ στην "Καλτσεστρούτσι",η οποία ελέγχεται κατά 30% απ' το ευρωπαϊκό καρτέλ μέσω της "Ιταλτσιμέντι", ανοίγοντας τη "μεγάλη πύλη" για την είσοδο του καρτέλ στην ελληνική τσιμεντοβιομηχανία και το οποίο συνεχίζει επάξια η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, παρότι τότε ως αντιπολίτευση ανθίσταται.

***

Ηταν Παρασκευή 20 του Μάρτη, όταν τα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στη συζήτηση στη Βουλή για τη συμφωνία πώλησης της ΑΓΕΤ στους Ιταλούς, που υπογράφτηκε τρεις μέρες αργότερα σε πλήρη μυστικότητα, διασταύρωναν τα ξίφη τους το πρώτο ως κυβέρνηση, υπερασπιζόμενο τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και το δεύτερο στο "βολικό" ρόλο της αντιπολίτευσης, πολιτικολογώντας περί "σκανδάλου" και ξεπουλήματος του εθνικού πλούτου. "Σύμβαση - μαϊμού και επικίνδυνη για την Ελλάδα, διαδικασίες σικέ, αδιαφάνεια και ξεπούλημα, υπόθεση για τον εισαγγελέα και περί ευθύνης υπουργών είναι μερικές απ' τις φράσεις που ακούστηκαν από τη σημερινή κυβέρνηση σε κείνη τη συζήτηση". "Η εκποίηση του εθνικού πλούτου δεν εγκρίνεται και δε θα εγκριθεί απ' τον ελληνικό λαό", τόνιζε ο Α. Παπανδρέου, για να συνεχίσει: "Οφείλω να ομολογήσω ότι το θέμα της πώλησης της ΑΓΕΤ, όταν γίνουμε κυβέρνηση - και θα γίνουμε σύντομα - θα το εξετάσουμε εξ υπαρχής". Και βέβαια το ΠΑΣΟΚ έγινε σύντομα κυβέρνηση - μόλις ένα χρόνο μετά - μόνο που όχι μόνο δεν επανεξέτασε τη συμφωνία πώλησης της ΑΓΕΤ, αλλά στο διάστημα διακυβέρνησής του παρέδωσε στην ίδια εταιρία μία ακόμη ελληνική τσιμεντοβιομηχανία τα "Τσιμέντα Χαλκίδας", ενώ είναι έτοιμη ό,τι δεν τόλμησε τότε να κάνει η ΝΔ, κάτω απ' τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, να το ολοκληρώσει εκείνο.

Από το "μπλε" στο "πράσινο" σκάνδαλο

Το νέο σκάνδαλο που εξελίσσεται αυτές τις μέρες, με πρωτεργάτη αυτή τη φορά το ΠΑΣΟΚ, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνο της ΝΔ. Οι διαβουλεύσεις ανθούν στο παρασκήνιο σε πλήρη μυστικότητα. Η μόνη επίσημη ανακοίνωση για το καίριο αυτό θέμα για την ελληνική οικονομία προέρχεται απ' το διοικητή της ΕΤΕ και αναφέρει ότι "οι διαπραγματεύσεις - που ξεκίνησαν απ' τις 23 Μαρτίου - βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο". Απ' την πλευρά τους οι Ιταλοί έχουν ανακοινώσει επισήμως τις προθέσεις τους, που δεν είναι άλλες απ' το να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της ΑΓΕΤ, αγοράζοντας απ' την Εθνική το ποσοστό εκείνο των μετοχών της που θα τους τον εξασφαλίσει.

Πρόκειται για διαπραγματεύσεις που απορρέουν απ' την ιδρυτική συμφωνία της κοινοπραξίας "ΚΑΛ-ΝΑΤ",που συστήθηκε το 1992 για τον έλεγχο της ΑΓΕΤ - ΗΡΑΚΛΗΣ, όταν η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε να πουλήσει το 70% περίπου της τσιμεντοβιομηχανίας στον ιταλικό όμιλο. Οι διαπραγματεύσεις σχετίζονται με την προβλεπόμενη απ' τη συμφωνία διάλυση της κοινοπραξίας στις 27 του Μάη και το προτιμησιακό δικαίωμα της "Κονκρέτουμ" να εξαγοράσει απ' την Εθνική ποσοστό 50%-100% απ' το πακέτο των μετοχών της, εάν η τελευταία (σ. σ. δηλαδή η Εθνική Τράπεζα) αποφασίσει να πουλήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμφωνία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει τη "χρυσή ευκαιρία" για την επαναφορά της ΑΓΕΤ υπό δημόσιο έλεγχο.

Ειδικότερα η συμφωνία πώλησης της ΑΓΕΤ, σύμφωνα με τα όσα αποκάλυψε η εφημερίδα το ΒΗΜΑ στις 22 του Μάρτη 1992 - αφού το περιεχόμενό της δεν ανακοινώθηκε ποτέ επισήμως - "η "Καλτσεστρούτσι" έχει το δικαίωμα να ζητήσει μέσα στα επόμενα 4 χρόνια (απ' το 1992) την εξαγορά των μετοχών (μέρους ή του συνόλου) που ελέγχει η Εθνική Τράπεζα από την εταιρία ΚΑΛ-ΝΑΤ (κοινοπραξία "Καλτσεστρούτσι" και Εθνικής που ελέγχει την ΑΓΕΤ). Η Εθνική κατά τη στιγμή που οι Ιταλοί εταίροι ζητήσουν μέσα στην τετραετία την άσκηση του δικαιώματός τους, με τους όρους που προβλέπονται στη συμφωνία, μπορεί να απαιτήσει την εξαγορά μεγαλύτερου ποσοστού απ' ό,τι ζητείται ή και ολόκληρου του πακέτου της". Σύμφωνα με δήλωση του υποδιοικητή της ΕΤΕ κ. Σταμούλη, την προηγούμενη βδομάδα, προς τους εκπροσώπους της ΓΣΕΕ που ζήτησαν να ενημερωθούν για τις εξελίξεις και απαίτησαν να μην πουληθεί ούτε μία μετοχή της Τράπεζας, οι Ιταλοί δεν έχουν ακόμη ασκήσει γραπτώς το δικαίωμά τους.

Με βάση τη συμφωνία, στην περίπτωση που το διάστημα των 4 χρόνων παρέλθει άπρακτο, τότε η ΕΤΕ μπορεί να προτείνει τρεις εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη είναι η εισαγωγή των μετοχών της ΚΑΛ-ΝΑΤ στο Χρηματιστήριο, η δεύτερη η πώληση στους Ιταλούς του συνόλου των μετοχών της στην τιμή εξαγοράς που έχει προσυμφωνηθεί και η τρίτη προβλέπει την εκκαθάριση της κοινής εταιρίας. Στην περίπτωση αυτή θα γίνει αυτούσια η διανομή του πακέτου των μετοχών της ΚΑΛ-ΝΑΤ στην ΑΓΕΤ - ΗΡΑΚΛΗΣ καθώς και σε όποιες θυγατρικές εταιρίες. Ετσι η ΕΤΕ θα καταστεί λόγω της μετοχικής της σύνθεσης ο πλειοψηφών μέτοχος με ποσοστό 35% περίπου.

Πρώην κορυφαία στελέχη του υπουργείου Βιομηχανίας, που έχουν μελετήσει τη συμφωνία, υπογράμμιζαν πως η πώληση των μετοχών της ΕΤΕ αποτελεί δικαίωμα της Τράπεζας και όχι υποχρέωσή της και επικαλούνταν για του λόγου το αληθές τον όρο που υπάρχει στη συμφωνία ότι η Εθνική θα πουλήσει μέρος ή ολόκληρο το πακέτο μετοχών της ΑΓΕΤ, που κατέχει μέσω της ΚΑΛ-ΝΑΤ, "άμα θέλει".Τον όρο αυτό δεν τον αμφισβητούν οι Ιταλοί, οι οποίοι όμως προσπαθούν να του δώσουν άλλη ερμηνεία. Σε περίπτωση πάντως, αναφέρουν παράγοντες της "Καλτσεστρούτσι", που η Εθνική αρνηθεί να πουλήσει μετοχές, η εταιρία τους θα προσφύγει στη διαιτησία.

Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει με σαφήνεια πως η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μπορεί έστω και τώρα να υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και να ασκήσει εθνική πολιτική, επαναφέροντας στο δημόσιο την ΑΓΕΤ, ενισχύοντας τον συναλλαγματοφόρο κλάδο της τσιμεντοβιομηχανίας.Θα το πράξει όμως;

"Πουλάνε το χαλί για να πληρώσουν την υπηρέτρια". Η ρήση αυτή, που ανήκει στον πρώην πρόεδρο του ΣΕΒ Στέλιο Αργυρό και σήμερα ευρωβουλευτή της ΝΔ, ταιριάζει απόλυτα στην πολιτική ιδιωτικοποιήσεων (ή αποκρατικοποιήσεων, όπως λένε ορισμένοι την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας), την οποία υπηρετούν πιστά το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ σαν κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία. Αδιάψευστος μάρτυρας, η πολιτική που ακολούθησαν τα δύο κόμματα και στην ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, που είχε ως συνέπεια τον αφελληνισμό του κλάδου, όπως προκύπτει από το σημερινό αφιέρωμα του "Ρ".

Ιδού και τα τεκμήρια, που επιβεβαιώνουν τη ρήση "πουλάνε το χαλί για να πληρώσουν την υπηρέτρια", την οποία υλοποίησαν και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, παραδίδοντας στον έλεγχο των ξένων πολυεθνικών το βιώσιμο, κερδοφόρο και συναλλαγματοφόρο κλάδο της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας.

Το πρώτο βήμα αφελληνισμού της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας έγινε το 1990, με την πώληση της εταιρίας τσιμέντων ΧΑΛΥΨ σε γαλλική εταιρία, με τις ευλογίες της κυβέρνησης της ΝΔ.

Το δεύτερο βήμα - πού ήταν και το μεγάλο πλήγμα για την ελληνική τσιμεντοβιομηχανία - έγινε το Μάρτη του 1992, με την απόφαση της κυβέρνησης της ΝΔ να ξεπουλήσει την ελεγχόμενη από το ελληνικό δημόσιο εταιρία τσιμέντων ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, μαζί με τις 18 θυγατρικές της επιχειρήσεις στην ιταλική "Καλτσεστρούτσι". Το ότι πρόκειται για ξεπούλημα, φαίνεται και από το γεγονός ότι τα επίσημα κέρδη που είχε ο όμιλος της ΑΓΕΤ στα 4 τελευταία χρόνια (1992 - 1995) ξεπέρασαν τα 85 δισ. δραχμές,έναντι 124 δισ. δραχμών, που ήταν το συνολικό ποσό το οποίο εισέπραξε το ελληνικό δημόσιο από την πώληση του πακέτου μετοχών στην "Καλτσεστρούτσι" και την ΚΑΛ - ΝΑΤ (κοινοπραξία ΕΘνικής Τράπεζας και "Καλτσεστρούτσι"). Συγκεκριμένα, τα συνολικά - φανερά - κέρδη του ομίλου ανήλθαν το 1992 στα 18,7 δισ. δρχ., το 1993 στα 17,5 δισ. δρχ., το 1994 στα 18,4 δισ. δρχ., ενώ το 1995 τα κέρδη εκτιμάται ότι ξεπέρασαν τα 20 δισ. δραχμές. Και αντί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να τηρήσει την προεκλογική της δέσμευση για ακύρωση της συμφωνίας με την "Καλτσεστρούτσι" και επαναφορά της ΑΓΕΤ στο δημόσιο, ετοιμάζεται τώρα να πουλήσει στους Ιταλούς και το πακέτο μετοχών που κατέχει το δημόσιο, μέσω της ΕΘνικής Τράπεζας.

Το τρίτο βήμα, στην κατεύθυνση αφελληνισμού της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας, είναι η απόφαση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να εκποιήσει στους Ιταλούς και τα "Τσιμέντα Χαλκίδας", η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, θα υλοποιηθεί μετά το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ.

Οσον αφορά τη δεύτερη σε μέγεθος ελληνική τσιμεντοβιομηχανία - την ιδιωτική εταιρία ΤΙΤΑΝ, επικεφαλής της οποίας είναι ο πρώην και ο νυν πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Παπαλεξόπουλος και Δ. Κανελλόπουλος - οι πληροφορίες λένε ότι ένα πακέτο μετοχών της ελέγχεται από το ξένο κεφάλαιο και ότι το προβλήματά της θα ενταθούν μετά την παράδοση και των "Τσιμέντων Χαλκίδας" στους Ιταλούς.

Λάμπρος ΤΟΚΑΣ

Η εικόνα της διεθνούς τσιμεντοβιομηχανίας

Η παγκόσμια τσιμεντοβιομηχανία εκτιμάται ότι διέθετε στα τέλη του 1994 περί τις 1.500 μονάδες παραγωγής τσιμέντου και αλέσεως κλίνκερ, με 1.375 εκατ. τόνους διαθέσιμου τσιμέντου. Στην παραπάνω ποσότητα διαθέσιμου τσιμέντου, δεν περιλαμβάνεται η κινεζική τσιμεντοβιομηχανία, που υπολογίζεται ότι έχει παράγει 360 εκατ. τόνους το 1994. Συμπεριλαμβανομένης της κινεζικής τσιμεντοβιομηχανίας, η παγκόσμια παραγωγή τσιμέντου φτάνει τους 1.750 εκατ. τόνους.

Μετά την ύφεση που χαρακτήριζε το διεθνές σκηνικό του κλάδου την περίοδο 1985 - 1990, η παγκόσμια κατανάλωση τσιμέντου σημείωσε μία μέση ετήσια αύξηση 4,3% την περίοδο 1991 - 1993. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η κατανάλωση τσιμέντου αυξήθηκε, από τους 1.1131 εκατ. τόνους το 1990, σε 1.281 εκατ. τόνους το 1993.

Οι περισσότερες χώρες - μέλη της ΕΕ που αναγκάζονται να εφαρμόσουν μια σφιχτή νομισματική και μία περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, σημείωσαν μείωση της κατανάλωσης τσιμέντου. Αντίθετα, οι χώρες της Ανατολικής Ασίας σημείωσαν μια εντυπωσιακή αύξηση της ζήτησης του τσιμέντου, ενώ οι ΗΠΑ συνέχισαν για δεύτερη χρονιά την πορεία της οικονομικής τους ανάκαμψης.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ