Η κλιμάκωση των επίσημων επισκέψεων της τουρκικής διπλωματίας στις Βρυξέλλες στηρίζεται σε βάσιμα επιχειρήματα, στα πλαίσια, πάντα, της τουρκικής «ανάγνωσης» των ευρωπαϊκών αποφάσεων αλλά και σε ευέλικτη παρέμβαση στα πλαίσια του συσχετισμού ισχύος εντός και εκτός ΕΕ. Η διαφορά μεταξύ ελληνικής και τουρκικής διπλωματίας, τουλάχιστον όσον αφορά στα ελληνοτουρκικά εντός της ΕΕ, εστιάζεται από χρόνια στην έγκαιρη επέμβαση της Αγκυρας πριν τη λήψη των ευρωπαϊκών αποφάσεων με τέτοιο τρόπο που είτε οι σχέσεις θα «παγώσουν» αν εξυπηρετεί την Τουρκία - όπως μετά τις αποφάσεις του Λουξεμβούργου (1997) - είτε θα επιταχυνθούν υπέρ των τουρκικών συμφερόντων, όπως συμβαίνει μετά το Ελσίνκι.
Εχουμε επισημάνει, ήδη από το Ελσίνκι, ότι η ομόφωνη απόφαση, την οποία συνυπέγραψε και ο πρωθυπουργός, Κ. Σημίτης, αποτελεί μια ακόμη αποτυχία της ελληνικής διπλωματίας για δύο τουλάχιστον λόγους: 1) Δεν καθιστά σαφή τα ελληνικά πλεονεκτήματα είτε ως ισχύ (κράτος - μέλος της ΕΕ με πλήρη δικαιώματα) είτε ως «δίκαιο» (Ιμια). 2) Δεν καθιστά σαφείς τις τουρκικές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις έναντι της ΕΕ για την αναβάθμιση των σχέσεων, με αποτέλεσμα η Αγκυρα να προωθεί τα συμφέροντά της χωρίς ιδιαίτερο κόστος. Πολύ περισσότερο που το Ελσίνκι επιτρέπει στην Αγκυρα να «ερμηνεύσει» προς ίδιον όφελος την απόφαση, ώστε, εκμεταλλευόμενη ευνοϊκούς συσχετισμούς δύναμης, να μπορεί να διεκδικήσει την επιβολή της δικής της «ανάγνωσης» εντός της ΕΕ, έχοντας υπέρ της και την εύνοια των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων» για δικά τους συμφέροντα.
Οι αποφάσεις του Ελσίνκι εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων» και τις δικές τους σχέσεις με τις ΗΠΑ. Δεν αποφασίστηκαν για την εξυπηρέτηση των στενών ελληνικών ή τουρκικών συμφερόντων. Για το ζήτημα αυτό (Ελληνοτουρκικά, Κυπριακό) η τράπουλα μοιράζεται απ' άλλους. Οι επίμαχοι παράγραφοι του Ελσίνκι είναι οι 4,9 και 12.
Στην παράγραφο 4 η Τουρκία συνομαδώνεται επίσημα και άνευ όρων στο «ενιαίο πλαίσιο» διεύρυνσης της ΕΕ που περιλαμβάνει πλέον, 13 υποψήφια κράτη τα οποία «συμμετέχουν στη διαδικασία προσχώρησης επί ίσοις όροις». Ακολουθεί μια γενικόλογη και μη δεσμευτική αναφορά στην «αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών» για την οποία η Αθήνα πανηγύρισε ανοήτως, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Και αυτό γιατί η παράγραφος κλείνει με τη δέσμευση ότι «βάση» για την ένταξη στην ΕΕ αποτελεί μόνο η τήρηση των πολιτικών «κριτηρίων της Κοπεγχάγης» (εκδημοκρατισμός, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ.). Μ' άλλα λόγια η Τουρκία δε δεσμεύεται από το Ελσίνκι να βάλει τις διαφορές στο Αιγαίο στην ενταξιακή διαπραγμάτευση με την ΕΕ.
Η παράγραφος 9 αφορά την Κύπρο και αποτελείται από δύο εδάφια. Το πρώτο (9α) εκφράζει την «υποστήριξη» της ΕΕ στις «προσπάθειες» του ΓΓ του ΟΗΕ για τη «συνολική ρύθμιση του Κυπριακού». Σ' αυτό έμμεσα εμπλέκεται και η Τουρκία. Το δεύτερο (9β) εδάφιο αποδεσμεύει την Αγκυρα από οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι της ΕΕ για το Κυπριακό, αφού η επίλυση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την προσχώρηση της Κύπρου. Και έτσι κι αλλιώς «το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και θα αποφασίσει όταν και όπως πρέπει. Περί της ουσίας του Κυπριακού, ως προβλήματος εισβολής και κατοχής, δεν υπάρχει καμία αναφορά.
Η παράγραφος 12 αφορά στις σχέσεις ΕΕ- Τουρκίας. Οσον αφορά το γενικόλογο «ενισχυμένο πολιτικό διάλογο» η Τουρκία πρέπει να εκπληρώσει τα «πολιτικά κριτήρια προσχώρησης» των παραγράφων 4 και 9α - όχι, όμως και 9β για Κυπριακό.
Οσον αφορά, όμως, τη βασική «εταιρική σχέση προσχώρησης» που θα ρυθμίζει τις σχέσεις ΕΕ/Τουρκίας τα επόμενα χρόνια, η Αγκυρα δεν υποχρεούται να συμπεριλάβει ούτε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ούτε το Κυπριακό. Αυτό δεν αποτελεί μόνο επιδίωξη της Τουρκίας, η οποία ποτέ δεν επιθυμούσε «ευρωπαϊκοποίηση » των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες, όπου δρα ως μικροϊμπεριαλιστής, αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Βρετανία που έχει σημαντικές βάσεις στην Κύπρο, ή στη Γαλλία και την Ιταλία που προωθούν ιδιαίτερες σχέσεις με την Αγκυρα.
Στα ζητήματα αυτά δε θέλουν εμπλοκή της ΕΕ ούτε οι ΗΠΑ. Η γενικόλογη αναφορά της παραγράφου 12 στα «συμπεράσματα προηγούμενων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων» αποτελεί ισχνή παρηγοριά για την ελληνική διπλωματία.
Ασφαλώς κανείς δεν πρόκειται να πιστέψει τις δικαιολογίες των ιθυνόντων της ΕΕ πως αυτή η εξέλιξη οφείλεται στη μειωμένη παραγωγή των χωρών του ΟΠΕΚ. Η υψηλότατη φορολογία που επιβάλλουν τα κράτη - μέλη και τα υπερκέρδη των εταιριών είναι οι υπεύθυνοι.
Αξίζει, όμως, να τονιστεί ότι οι όποιες συνέπειες από το πετρέλαιο και το δολάριο δε μοιράζονται σε ίσα μερίδια μεταξύ των κρατών - μελών. Οι χώρες- εξαγωγείς όπως η Γερμανία έχουν μικρότερο πληθωρισμό, ενώ χώρες- εισαγωγείς όπως η Πορτογαλία και η Ελλάδα έχουν αυξανόμενο πληθωρισμό. Αλλο ένα σημάδι για την «ισοτιμία» των σχέσεων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η Δανία έχει μια προϊστορία δημοψηφισμάτων για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το 1992 η πλειοψηφία καταψήφισε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, προκαλώντας εμπλοκή στη διαδικασία της εφαρμογής της. Σε δεύτερο δημοψήφισμα, και μετά από σημαντικές αλλαγές αλλά και με έντονη κινδυνολογία, οι Δανοί είπαν το «ναι».
Η επικράτηση του «όχι» στο δημοψήφισμα της 28ης Σεπτέμβρη, όπως εκτιμούν οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την εκδήλωση μιας γενικευμένης δυσαρέσκειας των λαϊκών στρωμάτων για τις επιλογές της ΕΕ.
Η πορεία του ευρώ στις διεθνείς αγορές του χρήματος, η απώλεια του 30% της αξίας του μέσα σε διάστημα 20 μηνών, οδηγεί σε σημαντική επιβάρυνση του εργατικού εισοδήματος. Η δυσαρέσκεια εκφράζεται ακόμη και με τα χαμηλά ποσοστά υποστήριξης στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Στη Γερμανία, το 70% δηλώνει αντίθετο με την καθιέρωση του ευρώ.
Η φρενήρης πορεία της τιμής του πετρελαίου προς τα ύψη προαναγγέλλει έναν σκληρό χειμώνα με αυξημένες δαπάνες για τη θέρμανση, σκληρό πλήγμα για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των εργαζομένων. Ηδη οι κινητοποιήσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης, εξαιτίας κυρίως της τιμής των καυσίμων, συνταράσσουν την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ενας ακόμη παράγοντας που επιδρά στη διαμόρφωση της λαϊκής δυσαρέσκειας είναι και τα σχέδια για την «ομοσπονδία», που κυοφορούνται στην ΕΕ και τη Διακυβερνητική Διάσκεψη. Η εκχώρηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων από τα κράτη-μέλη στα κοινοτικά όργανα τίθεται ως προϋπόθεση για την «ομοσπονδία». Μια εξέλιξη που συνοδεύεται από την ένταση της επίθεσης του κεφαλαίου στα μέτωπα των εργασιακών σχέσεων και της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και την ένταση της στρατιωτικοποίησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, ένα «όχι» στο δημοψήφισμα της Δανίας μπορεί να λειτουργήσει ως σπινθήρας στο ούτως ή άλλως εκρηκτικό μείγμα που δημιουργούν οι συνθήκες.