ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 16 Δεκέμβρη 1999
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η σφραγίδα της «νέας τάξης» στο Ελσίνκι

Η αναβάθμιση των σχέσεων Τουρκίας - Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι στρατηγική επιλογή του «ευρωατλαντισμού»

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (Του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).- Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (10/11 Δεκέμβρη), εκφράζοντας την «ικανοποίησή του για τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις στην Τουρκία», αποφάσισε ομόφωνα την αναβάθμιση της Τουρκίας σε «υποψήφιο κράτος που προορίζεται να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), με βάση τα ίδια κριτήρια, τα οποία ισχύουν για τα λοιπά υποψήφια κράτη». Ετσι, χωρίς επιπρόσθετους «όρους» ή εξαιρετικές δεσμεύσεις, η Τουρκία ξεκινά τη μακροχρόνια ενταξιακή της πορεία, που θα την καταστήσει κάποια μέρα πλήρες κράτος - μέλος της ΕΕ, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται. Με δεδομένη, μάλιστα, τη ρητή απόφαση του Ελσίνκι ότι η διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ «περιλαμβάνει, τώρα, 13 υποψήφια κράτη εντός ενιαίου πλαισίου», πρόκειται για εντυπωσιακή πολιτική και οικονομική αναβάθμιση του καθεστώτος της Αγκυρας, αν αναλογιστεί κανείς ότι παραβλέπονται η στρατιωτική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου - ένα από τα 13 υποψήφια κράτη για ένταξη στην ΕΕ - από το 1974, το «πάγωμα» των σχέσεων ΕΕ / Τουρκίας τη δεκαετία του '80 εξαιτίας της στρατιωτικής χούντας, η αρνητική γνωμοδότηση της Κομισιόν, το 1989, στην αίτηση προσχώρησης της Τουρκίας - που δεν έχει αναιρεθεί- η υπόθεση των Ιμίων κατά της Ελλάδας, κράτους - μέλους της ΕΕ, η υπόθεση Οτσαλάν και το Κουρδικό, η έλλειψη εκδημοκρατισμού και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπως καταγγέλλεται από πλήθος αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και άλλων «θεσμικών» οργάνων της ΕΕ. Κανένα άλλο από τα 13 υποψήφια προς ένταξη κράτη δεν παραβιάζει κατάφωρα τόσες «αρχές» και «κριτήρια ένταξης» της ΕΕ. Γίνεται φανερό ότι η υποψηφιότητα της Τουρκίας αποτελεί πολιτική απόφαση, που δεν εξαρτάται από γενικόλογες «αρχές», αλλά από συμφέροντα και συσχετισμούς ισχύος, εντός και εκτός της ΕΕ. Και όσο και αν η υποψηφιότητα δεν αναιρεί την πολύχρονη ενταξιακή διαδικασία, δεν μπορεί να μην εκπλήσσει η ευκολία, με την οποία αποφασίστηκε η «ευρωπαϊκή» ένταξη της Τουρκίας, ιστορικού «εχθρού» των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων» - τουλάχιστον όσο και η Ρωσία - λεία προς διαμελισμό μέχρι τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, «επιτήδειος ουδέτερος» στο Β`, και, σε τελευταία ανάλυση, «συγκρουσιακή θρησκευτικά και πολιτισμικά» μ' ό,τι συνιστά αυτό που προπαγανδίζεται ως «δυτικό» ή «ευρωπαϊκό ιδεώδες». Προφανές ότι μια τέτοια ιστορική (...) ανατροπή δεν μπορεί να εκτιμηθεί βιαστικά ως άσπρο - μαύρο, οφείλει να συμπεριλάβει φανερές και κρυφές παραμέτρους της διεθνούς «σκακιέρας» και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί να περιοριστεί στη στενή ελληνοκεντρική οπτική.

Η πραγματικότητα πίσω από τις θριαμβολογίες και τις διατυπώσεις

Πώς εξελίχτηκε η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης , στη διαδρομή από τα Ιμια ως το Ελσίνκι

Τα «ελληνο-τουρκικά» συνόδεψαν ως βαρίδι την ελληνική διπλωματία με την προσχώρηση της χώρας στην ΕΟΚ, το 1981, αλλά δεν επιλέχθηκε ποτέ να γίνουν «ευρωπαϊκή υπόθεση» παρά μόνο ως πάρεργο της αμερικανικής εποπτείας. Η Ελλάδα έθετε βέτο, πλήρως απομονωμένη, στις οικονομικές δοσοληψίες της Ευρώπης με την Τουρκία, μέχρι την 6/3/1995, όταν η άρση του ελληνικού βέτο συνοδεύτηκε από την κατ' αρχήν συμφωνία για ένταξη της Κύπρου στη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ. Ηδη από το 1993 η Κομισιόν είχε γνωμοδοτήσει θετικά, αντίθετα με την αρνητική γνωμοδότηση του 1989 για την Τουρκία. Η συμφωνία του 1995 άνοιξε το δρόμο και για την επιτάχυνση της οικονομικο-πολιτικής Τελωνειακής Ενωσης (ΤΕ) με την Τουρκία. Αρχές του 1996, με τα Ιμια, η νεόκοπη κυβέρνηση Σημίτη προστρέχει στις ΗΠΑ για πυρόσβεση και μετά, για πρώτη φορά, ζητά «συνδρομή» της ΕΕ, η οποία, όμως, είναι χλιαρή και φραστική. Η Ελλάδα βάζει βέτο στην ολοκλήρωση της ΤΕ ζητώντας «ικανοποίηση» για τα Ιμια, που, όμως δεν δίνεται ποτέ. Αντίθετα υπάρχει συσσωρευμένο πολιτικό κόστος για την ελληνική διπλωματία, που αγκιστρωμένη σε αδιέξοδες «επιφυλάξεις» έναντι της Τουρκίας, ξεπουλά συνειδητά ή μη, στα πλαίσια του Μάαστριχτ, σωρεία «θνικών» πλεονεκτημάτων με χαρακτηριστική περίπτωση την καταστροφική συρρίκνωση της ελληνικής αγροτικής πολιτικής. Η αναγκαστική αποπομπή του Θ. Πάγκαλου εξαιτίας της υπόθεσης Οτσαλάν και η ανάληψη της ηγεσίας του ΥΠΕΞ από τον Γ. Παπανδρέου, συνοδεύεται, από το περασμένο καλοκαίρι, με το «ξαφνικό» φλερτ προς την Αγκυρα, με διαρρέουσες προσδοκίες για δήθεν καταλυτική αμερικανική παρέμβαση. Η ελληνική διπλωματία «ξεχνά» τα Ιμια, και αρχίζει να διαδίδει αποψούλες περί δήθεν χρησιμοποίησης της αναβάθμισης της Τουρκίας στην ΕΕ για «κατοχύρωση των εθνικών συμφερόντων» (!!!) Τζίφος. Στο Ελσίνκι τα ελληνο-τουρκικά δεν αναφέρονται καν, αντίθετα. Π.χ. με την παρ. 35 των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργου (12/13 Δεκέμβρη 1997) όπου υπενθυμίζεται ότι «η ενίσχυση των δεσμών της Τουρκίας με την ΕΕ εξαρτάται (...) από την καθιέρωση ικανοποιητικών και σταθερών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας και από τη διευθέτηση των διαφορών ιδίως διά της δικαστικής οδού, ειδικότερα δε από το Διεθνές Δικαστήριο». Στην παρ. 4 των αποφάσεων του Ελσίνκι τονίζεται ότι «οι αξίες και οι στόχοι» της ΕΕ αποτελούν «ενιαίο πλαίσιο» και για τα 13 υποψήφια μέλη - 10 χώρες ΚΑ Ευρώπης, Κύπρος, Μάλτα, Τουρκία - άρα δεν υπάρχουν ξεχωριστά «κριτήρια» για την Τουρκία απ' ό,τι π.χ. για την Εσθονία ή την Τσεχία. Αμέσως μετά, χωρίς να τις κατονομάζει, η συμφωνία φωτογραφίζει τις ελληνο-τουρκικές ως «εκκρεμότητες συνοριακής διαφοράς» και, μάλιστα, «παροτρύνει» σε διμερή «επίλυση» καταβάλλοντας «κάθε προσπάθεια» και τότε μόνο («άλλως») θα πρέπει να φέρουν τις διαφορές στη Χάγη «εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Δεν υπάρχει καμία ειδική δέσμευση για την Τουρκία, και, όσον αφορά την ΕΕ «το αργότερο στα τέλη του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά». Η παρ. 12 του Ελσίνκι, που αφορά την υποψηφιότητα της Τουρκίας να προσχωρήσει στην ΕΕ, δεν αφορά ειδικές δεσμεύσεις αλλά «εκπλήρωση των πολιτικών κριτηρίων προσχώρησης», όπως για όλες τις άλλες υποψήφιες χώρες. Στη συνοδευτική προς την Τουρκία επιστολή του προεδρεύοντος του συμβουλίου Φινλανδού πρωθυπουργού Π. Λίπονεν, στο όνομα της ΕΕ, τονίζεται ότι «χωρίς αμφισβήτηση από κανέναν», άρα και με συμφωνία Κ. Σημίτη, αποφασίστηκε 1) «δεν περιλαμβάνονται νέα κριτήρια» για την Τουρκία, 2) Τα λεχθέντα στις παραγράφους 4 και 9 (Κύπρος) «δεν σχετίζονται με τα κριτήρια ένταξης αλλά μόνο με τον πολιτικό διάλογο», 3)«στην παρ. 4, η ημερομηνία 2004 δεν αποτελεί τη διορία για τη ρύθμιση των διαφορών μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου, αλλά την ημερομηνία κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική διαφορά».

Από την πλευρά του ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπ. Ετσεβίτ - αυτός που το 1974 είχε εισβάλει στην Κύπρο - χαιρέτισε τη «θετική εξέλιξη» και έκανε ιδιαίτερη αναφορά «στον απαράδεκτο υπαινιγμό ότι τα θέματα Αιγαίου θα πρέπει το αργότερο μέχρι το 2004 να οδηγηθούν στη Χάγη», τονίζοντας ότι σύμφωνα με τη νομικά δεσμευτική γραπτή επιστολή της φινλανδικής προεδρίας, η ημερομηνία του 2004 «δε φέρει την έννοια κάποιας υποχρέωσης». Δηλαδή όχι μόνο επιβραβεύεται για τα Ιμια, αλλά αναγάγει τις τότε επιθετικές αξιώσεις σε θέματα «αρχής» που πρέπει να αφορούν και την ΕΕ. Και για να μην υπάρξει παρεξήγηση, ο Μπ. Ετσεβίτ κατέστησε σαφές ότι «δεν τίθεται θέμα να αποδεχτούμε ως προκαταρκτικό όρο την επίλυση των προβλημάτων με την Ελλάδα για την έναρξη των ενταξιακών μας διαπραγματεύσεων με την ΕΕ». Ετσι μεταφέρει και εντός της ΕΕ, τον πάγιο τουρκικό ισχυρισμό ότι όλα τα διμερή ελληνο-τουρκικά αφορούν μόνο τις σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας και όχι ΕΕ - Ελλάδας.

Το Κυπριακό ήταν το μεγάλο θύμα
  • Η «αποδέσμευση» οδηγεί στη διχοτόμηση
  • Σκληραίνει τη στάση της η Τουρκία

Η Τουρκία κατάφερε αυτά τα χρόνια να μετατρέψει το Κυπριακό από ζήτημα εισβολής και κατοχής σε μοχλό αναβάθμισης των σχέσεών της με την ΕΕ. Την 6/3/1995, ασφαλής στην πεποίθηση ότι το Κυπριακό τελεί υπό τουρκική ομηρία, εξανάγκασε σε άρση του δεκάχρονου ελληνικού «βέτο» εντός της ΕΕ, επιτρέποντας να κινηθεί η Κύπρος σε ενταξιακή τροχιά παράλληλα με την εντυπωσιακή αναβάθμιση των σχέσεων ΕΕ/ Τουρκίας. Στο Ελσίνκι, με δόλωμα πάλι το Κυπριακό και τη συμπαιγνία της Νέας Υόρκης, η Τουρκία αναβαθμίζεται σε υποψήφιο κράτος όπως, ακριβώς, η Κύπρος. Ολα αυτά τα χρόνια η Τουρκία αναβάθμισε πλήρως τις σχέσεις της με την ΕΕ, πουλώντας ψεύτικες ελπίδες για επίλυση του Κυπριακού, και κερδίζοντας σταθερά «πόντους» στη διεθνή «σκακιέρα» τόσο έναντι της Αθήνας, όσο και της Λευκωσίας. Μετά το Ελσίνκι έγινε πλέον φανερό ότι Τουρκία και Κύπρος ανήκουν σε «ενιαίο πλαίσιο ένταξης», που σημαίνει ότι το Κυπριακό δεν αφορά τόσο την ένταξη της Κύπρου, όσο την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Η Αγκυρα θα μπορούσε ακόμη και να «πουλήσει» τον γηραιό Ντενκτάς, αφού το Κυπριακό εξελίσσεται γι' αυτήν σε «κότα που κάνει χρυσά αυγά», αλλά το Κυπριακό δεν πρόκειται να λυθεί μέχρις ότου η Τουρκία αποστραγγίσει και την τελευταία ευκαιρία εκμετάλλευσης, δηλαδή μέχρις ότου γίνει πλήρες «ευρωπαϊκό» κράτος. Γιατί η ατιμωρησία της εισβολής στην Κύπρο το 1974, ή στα Ιμια το 1996 με την αναβάθμιση στο Ελσίνκι των σχέσεων με την ΕΕ «θα προκαλέσει ενδιαφέρον σ' όλη την περιοχή», όπως δήλωσε με έμφαση ο Μπ. Ετσεβίτ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ