Στο μεταξύ, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη χρησιμοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του οπλοστασίου της για την τόνωση της αγοράς, μέσα στο 2001 έκανε 11 συνολικά μειώσεις του επιτοκίου καθηλώνοντάς το στο 1,75%, που είναι και το χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 40 χρόνων.
Στην ανακοίνωσή της για την καθήλωση του επιτοκίου η FED αναφέρει: «Η επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης της καταναλωτικής ζήτησης, που διαπιστώθηκε την περασμένη άνοιξη, παρατείνεται εξαιτίας της άσχημης πορείας των κεφαλαιαγορών και της αβεβαιότητας που έχουν δημιουργήσει τα εταιρικά σκάνδαλα». Βεβαίως εδώ ομολογείται η δυσκολία ανεύρεσης κεφαλαίων, αλλά ταυτόχρονα αποδίδεται στα λεγόμενα λογιστικά σκάνδαλα, που παρουσίαζαν ψεύτικα οικονομικά στοιχεία, ενώ ουσιαστικά η καταναλωτική ζήτηση μειώνεται λόγω μείωσης της αγοραστικής δυνατότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α. Γκρίνσπαν, πρόεδρος της FED, χαρακτηρίζει ανησυχητική την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα τονίζεται ότι το ζητούμενο δεν είναι απλώς να καταναλώνουν οι Αμερικανοί, αλλά να αυξάνουν συνεχώς την κατανάλωσή τους.
Τον Ιούνιο η FED εκτιμούσε οτι η αμερικάνικη οικονομία αναπτύσσονταν με ρυθμό που έδινε αισιοδοξία για ανάκαμψη. Τώρα όμως γνωρίζει πλεον οτι υπάρχει ραγδαία επιβράδυνση αφού η οικονομία αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 1,1%. Ετσι η ομοσπονδιακή επιτροπή ανοιχτής αγοράς της FED εκτιμά οτι οι προβλέψεις της Κεντρικής Τράπεζας για οικονομική ανάπτυξη μέσα στο 2002 απο 3,5% έως 3,7%, είναι ανέφικτη.
Η κατάσταση της οικονομίας της Γερμανίας όχι μόνο δεν είναι καλή, αλλά δεν υπάρχουν και σημάδια βελτίωσης, ενώ οικονομικοί αναλυτές μιλούν για στασιμότητα. Ο αριθμός των ανέργων, της «ατμομηχανής της Ευρωπαϊκής Ενωσης», όπως χαρακτηρίζουν τη Γερμανία, εκτοξεύτηκε τον Ιούλη πάνω από το επίπεδο των τεσσάρων εκατομμυρίων. Και ενώ η γερμανική βιομηχανική παραγωγή σημείωσε άνοδο τον Ιούνη, υποστηρίζεται ότι αυτό δείχνει απλά τη στασιμότητα της για το σύνολο του δεύτερου τριμήνου και την ανεπαίσθητη αύξηση του ΑΕΠ στη Γερμανία.
Ταυτόχρονα, την άσχημη αυτή κατάσταση επιβεβαιώνει και η δημοσιοποίηση του δείκτη εμπιστοσύνης και προσδοκιών για τη γερμανική οικονομία. Αυτός ο δείκτης καταρτίζεται από το Ινστιτούτο Οικονομικών Μελετών ZEW σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των 300 αναλυτών και θεσμικών επενδυτών. Αυτός λοιπόν ο δείκτης παρουσίασε τον Αύγουστο τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση των δύο τελευταίων χρόνων. Επεσε κατά 25,7 μονάδες. Σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, αυτή η εξέλιξη φανερώνει το τέλος της - έστω και αργής μέχρι τώρα - πορείας ανάκαμψης της γερμανικής οικονομίας. Οπως τόνισε ο πρόεδρος του ερευνητικού Ινστιτούτου, Βόλφκανγκ Φραντς, «αυτό - η διαμόρφωση του δείκτη τον Αύγουστο - σημαίνει ότι η ανάκαμψη ήταν μέχρι εδώ»!
Στη μηνιαία έκθεση του ZEW εκφράζεται η άποψη ότι η κρίση στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές θα επιδράσει αρνητικά στην οικονομία και ότι δεν μπορεί να αναμένεται βελτίωση της οικονομικής κατάστασης ούτε από τις αρχές του 2003. Ο αναλυτής της Commerzbank Κριστόφ Χάουζεν ανέφερε μάλιστα ότι «ο δείκτης δεν έχει υποχωρήσει ακόμη στα χαμηλότερα επίπεδα, εκτιμώ ότι θα συμβεί αυτό στο εγγύς μέλλον. Πολλά θα κριθούν από την κατάσταση που θα διαμορφωθεί στις χρηματαγορές, ιδιαίτερα δε στις χρηματιστηριακές...».
Πτώση των επενδύσεων στον Καναδά, κυρίως στον τομέα των λεγόμενων νέων τεχνολογιών και σε επιχειρήσεις που σχετίζονται άμεσα μ' αυτές, σημάδια που δείχνουν ότι και σ' αυτή την καπιταλιστική οικονομία κάνουν εμφάνιση σημάδια κρίσης.
Στο Κεμπέκ και στο Οντάριο κατά το δεύτερο τέταρτο του 2002 έχουμε πτώση στις επενδύσεις ξένου κεφαλαίου. Και οι δύο αυτές μεγάλες βιομηχανικές επαρχίες του Καναδά έχουν νιώσει έντονα την επενδυτική μείωση, η οποία αποδίδεται στην οικονομική κρίση που πλήττει τις ΗΠΑ, αλλά, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το Κεμπέκ είχε μικρότερη μείωση επενδύσεων σχετικά με το Οντάριο, γιατί δεν αναπτύχθηκαν μόνον εταιρίες του κλάδου των επικοινωνιών αλλά και εταιρίες έρευνας για την ανθρώπινη ζωή.
Περίπου τα 2/3 των επενδύσεων σε εταιρίες βιοτεχνολογίας, φαρμακευτικών ειδών και ιατρικών μηχανημάτων υπάρχουν στο Κεμπέκ. Αυτός ο τομέας σημείωσε πτώση στις επενδύσεις κατά 53% το τελευταίο τετράμηνο, αλλά αποδείχτηκε πολύ υγιέστερος τομέας από εκείνο της τεχνολογίας.
Είναι η πρώτη φορά μετά την κρίση στη διεθνή χρηματαγορά που αποκαλύπτεται ότι η παραμελημένη, λόγω των συνεχών πολιτικών προβλημάτων, επαρχία του Κεμπέκ δείχνει αντοχές παρά την κάθετη πτώση των μεγάλων εταιριών.
Γενικά ο Καναδάς δεν έχει βιώσει δραματική οικονομική κρίση χάρη στο γεγονός ότι δεν έχει αναπτύξει πολλές εταιρίες Ιντερνετ και γενικά εταιρίες υψηλής τεχνολογίας. Ωστόσο, επειδή έχει άμεση εξάρτηση από την οικονομία των ΗΠΑ ζει μια παράλληλη πτώση των επενδύσεων που είναι μεγαλύτερη στο βιομηχανικό κέντρο της χώρας, το Οντάριο.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του υπουργείου Κοινωνικής Ανάπτυξης του Μεξικού, περισσότεροι άνθρωποι από το μισό του πληθυσμού της λατινοαμερικάνικης αυτής χώρας ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Η μελέτη αναφέρει ότι πάνω από 53 εκατομμύρια Μεξικανών, σε σύνολο πληθυσμού περίπου 100 εκατομμυρίων, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και διαθέτουν λιγότερα από 34 πέσο (3,5 δολάρια) για να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες τους.
Οι μισοί από τους φτωχούς Μεξικανούς, δηλαδή περίπου 25 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 24,2% του συνολικού πληθυσμού, ζουν σε κατάσταση «απόλυτης φτώχειας» έχοντας μόνο 1,5-2 δολάρια ημερησίως, ποσό ανεπαρκές για να τραφούν σωστά. Ουσιαστικά πεινούν. Το ποσοστό όσων ζουν σε συνθήκες «φτώχειας» είναι υψηλότερο στις αγροτικές περιοχές (42,4%) σε σχέση με τις αστικές ζώνες (9,2%).
Το κριτήριο της «απόλυτης φτώχειας» που χρησιμοποιείται στο Μεξικό διαφέρει από αυτό που έχουν θέσει τα Ηνωμένα Εθνη και το οποίο ορίζει ως φτωχούς όσους ζουν με ποσό μικρότερο του ενός δολαρίου τη μέρα.