Προς υπαλληλοποίηση ή εγκατάλειψη επαγγέλματος, η πλειοψηφία των δικηγόρων - πιο ακριβή η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη των λαϊκών στρωμάτων
Ριζικές αλλαγές θα επέλθουν στους δικηγόρους, με τα προτεινόμενα μέτρα - στα πλαίσια απελευθέρωσης των λεγόμενων κλειστών επαγγελμάτων - με κύριο χαρακτηριστικό την ενίσχυση των μεγαλοδικηγορικών γραφείων, ενώ οι δικηγόροι των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων, σε πρώτη φάση, θα υπαλληλοποιηθούν και, στη συνέχεια, αρκετοί από αυτούς θα αναγκαστούν να βγουν εκτός επαγγέλματος.
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, «πέφτουν» και οι τελευταίοι φραγμοί στον τρόπο άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, ενώ τα μεγαλοδικηγορικά γραφεία θα μπορούν να επιβάλουν τους δικούς τους όρους (αμοιβές κλπ.), στα πλαίσια του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι αλλαγές αυτές θα έχουν επιπτώσεις και στο συναλλασσόμενο κοινό και θα γίνει πιο ακριβή η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Για το θέμα αυτό, προτείνεται η σταδιακή μετάβαση σε καθεστώς ελεύθερων διαπραγματεύσεων, η οποία να ξεκινάει «από κατηγορίες ύλης, όπου η οικονομική συμπεριφορά των πελατών εκτιμάται ως συνεπέστερη, έτσι ώστε η κατάργηση της κρατικής παρέμβασης να μη δημιουργεί στους δικηγόρους προβλήματα είσπραξης των αμοιβών τους».
Για τους συμβολαιογράφους, προτείνεται η σταδιακή αύξηση του αριθμού των θέσεων με ολοκληρωτική κατάργηση των περιορισμών που υπάρχουν σήμερα, η σταδιακή απελευθέρωση των αμοιβών μέσα από ένα ενδιάμεσο στάδιο όπου οι αμοιβές που θα ορίζονται να μην είναι υποχρεωτικές, αλλά ενδεικτικές και, τέλος, να αλλάξει το σημερινό σύστημα των κρατήσεων υπέρ τρίτων στα πλαίσια της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος και των επιταγών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ενδεικτικό για τον τρόπο πάντως που προσεγγίζουν τους κλάδους που δεν έχουν «ψητό» για τους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου είναι η τοποθέτησή τους για τον κλάδο, ας πούμε, των πωλητών λαϊκών αγορών. «Υπάρχουν επαγγέλματα - σημειώνεται - στα οποία οι περιορισμοί στον ανταγωνισμό είναι σοβαροί, αλλά δεν περιλαμβάνονται» στις προτεραιότητες, «διότι τα επίπεδα των εισοδημάτων που εξασφαλίζονται σ' αυτά πιστεύεται ότι είναι σχετικά χαμηλά»! Και συνεχίζει λέγοντας ότι «χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι πωλητές λαϊκών αγορών και το πλανόδιο εμπόριο που απασχολούσε το 1999 περίπου 15.000 άτομα».
Και πώς να ενδιαφερθούν για τέτοιους κλάδους, αφού μία από τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου επαγγέλματος είναι ότι δικαιούχοι επαγγελματικών αδειών είναι σε ποσοστό 30% άνεργοι, σε ποσοστό 38% υπάλληλοι πωλητών λαϊκών αγορών τουλάχιστον επί μια τριετία κλπ.
Η έκθεση καταλήγει ότι «σε σχέση με τις άδειες λαϊκών αγορών και υπαίθριου εμπορίου οι περιορισμοί στον αριθμό δημιουργούν την εικόνα κλειστών επαγγελμάτων και αποτελούν κατ' αρχήν ανεπιθύμητη μορφή ρύθμισης. Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται τόσο στον περιορισμό του ανταγωνισμού, ο οποίος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι έντονος, όσο στην ενδεχόμενη άνιση μεταχείριση των αιτούντων. Με δεδομένο όμως το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας και την υψηλή ανεργία οι πιέσεις που θα προέκυπταν από την απελευθέρωση των σχετικών επαγγελμάτων και τη χορήγηση απεριόριστου αριθμού αδειών με κριτήρια καταλληλότητας και μόνον θα ήταν τέτοιες που το ισχύον σύστημα με όλες του τις αδυναμίες φαίνεται προς το παρόν η μόνη λύση».
Τα επαγγέλματα αρμοδιότητας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, όπως ταξινομούνται στη σχετική έκθεση, αφορούν το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (ΣΟΕΛ) και το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών (ΣΟΕ) και βρίσκονται στη δεύτερη κατηγορία των «κλειστών επαγγελμάτων». Η «κατεύθυνση πολιτικής» που δίνουν οι συντάκτες της έκθεσης για το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών (ΣΟΕ) πηγάζει από την αναμενόμενη ανάπτυξη του λεγόμενου real estate, δηλαδή της μονοπώλησης στην αγορά ακινήτων και των νέων αυξημένων αναγκών που έχουν οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο τομέα. Για το λόγο αυτό, θεωρείται ότι «οι σημερινοί περιοριστικοί όροι άσκησης του επαγγέλματος είναι πιθανό να αποτελέσουν πρόσκομμα για την ανάπτυξη του κλάδου στο προσεχές μέλλον» και προτείνουν «λιγότερο περιοριστικές διαδικασίες στον αριθμό των θέσεων και η αγορά να είναι ανοιχτή στη λειτουργία ξένων επιχειρήσεων». Εννοείται, ότι το μόνιμο «κερασάκι» είναι η αύξηση του «ανταγωνισμού».
Ζητούμενο των συντακτών για το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (ΣΟΕΛ) είναι η «εναρμόνιση του ελληνικού λογιστικού σχεδίου στα διεθνή πρότυπα», εναρμόνιση, που, σύμφωνα με την έκθεση, «πρέπει να είναι σταδιακή» ώστε να μη δημιουργηθούν προβλήματα με τα φορολογικά έσοδα. Η πρότασή τους «για σταδιακή απελευθέρωση του αριθμού των ορκωτών λογιστών» δίνει ένα ακόμη κραυγαλέο παράδειγμα ασυναρτησίας, αφού οι ίδιοι συντάκτες μερικές αράδες πιο πάνω παραδέχονται ότι «από την κείμενη νομοθεσία το επάγγελμα του ορκωτού ελεγκτού λογιστή μπορεί να να το ασκήσει ο καθένας ο οποίος πληρεί τις προϋποθέσεις του νόμου»...
Ακόμα μια αποκαλυπτική διατύπωση του ΚΕΠΕ:
«Παράλληλα με μέτρα φιλελευθεροποίησης σχετικά με τα επαγγελματικά δικαιώματα, θα πρέπει να προωθηθούν οπωσδήποτε μέτρα ελέγχου και διαφάνειας με αυστηρές τιμωρίες για τους παραβάτες και όλους τους εμπλεκόμενους. Τα μέτρα ελέγχου θα σχετίζονται με τη θέσπιση και τήρηση standards για την κατασκευή και λειτουργία έργων και θα μπορούν να ενεργοποιούνται με διάφορους τρόπους. Π.χ. ασφάλιση κατασκευής και λειτουργίας οικοδομής με κάλυψη του ιδιοκτήτη έναντι κακοτεχνιών του κατασκευαστή κ.λπ.».
Για όσους δεν κατάλαβαν το τελικό ζητούμενο είναι η ασφαλιστική κάλυψη. Με δυο λόγια, ας καταρρέει ακόμα κι ό,τι χτίζεται, αρκεί να είναι ασφαλισμένο...