ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Ιούλη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Διαφημίσεις στα όρια της εξαπάτησης

Η διπλή όψη των χαμηλών επιτοκίων. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι εργαζόμενοι σε κάθε περίπτωση κερδίζουν από την πτώση των επιτοκίων. Προσοχή στις διάφορες «προσφορές» των τραπεζών

Το γνωστό ...«φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» ταιριάζει γάντι στις τράπεζες και σε όλη τη διαφημιστική καμπάνια που εκδηλώνεται τις τελευταίες βδομάδες. Γιατί, βέβαια, τα ποικιλόμορφα δάνεια που χορηγούν με τη σέσουλα οι τραπεζίτες δεν τα δίνουν επειδή ξαφνικά τους έπιασε ο πόνος να λύσουν τα προβλήματα ρευστότητας των εργαζομένων. Μπίζνες κάνουν και προσπαθούν να είναι όσο γίνεται πιο κερδοφόρες. Απλά αξιοποιούν τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στην τραπεζική αγορά και στις αγορές του χρήματος, ώστε να βγάζουν κι από τη μύγα ξίγκι. Μύγα, στην προκειμένη περίπτωση, οι οικογένειες των εργαζομένων, που για να τα φέρουν βόλτα καταφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό και ξίγκι το πενιχρό τους εισόδημα που μετατρέπεται σε κέρδος για τους τραπεζικούς ισολογισμούς.

Το βέβαιο είναι ότι στις μέρες μας, που τα ελκυστικά τρικ των διαφημιστών δίνουν και παίρνουν, είναι ιδιαίτερα απαραίτητη η προσοχή που πρέπει να επιδεικνύει κανείς, πριν αποφανθεί ότι τα διάφορα «τραπεζικά προϊόντα»... συμφέρουν. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελούν τα δάνεια για την απόκτηση κατοικίας. Κι αυτό επειδή τα στεγαστικά δάνεια αφ' ενός είναι πολλαπλάσια από τα καταναλωτικά ή τα προσωπικά, αφ' ετέρου γιατί αποτελούν ένα είδος πολυετούς ομηρίας μας στην τράπεζα. Γενικός μας μπούσουλας, μάλλον πρέπει να είναι ότι όλα τα δάνεια «ειδικού επιτοκίου για τον πρώτο χρόνο», «χαμηλής εκκίνησης», «μεγάλης περιόδου χάριτος» και άλλα παρόμοια είναι περισσότερο εκ του πονηρού, παρά συνδυάζονται με κάποιο όφελος για τους πελάτες των τραπεζών. Αλλωστε, ο Γ. Κωστόπουλος της ΠΙΣΤΕΩΣ ήταν πριν λίγες μέρες ιδιαίτερα αποκαλυπτικός. Σχολιάζοντας, μάλιστα, την αντεπίθεση που εκδηλώθηκε από τη ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ, έκανε λόγο για «πόλεμο εντυπώσεων», συμπλήρωσε πως «όχι μόνο δεν υπάρχει πόλεμος επιτοκίων, αλλά ούτε καν αψιμαχία» και αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι δεν είδε καμιά τράπεζα «να κατεβάζει τα επιτόκια, όλοι είμαστε στο 6,5%-7%».

Επειδή λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα και επειδή ο τραπεζικός δανεισμός έτσι κι αλλιώς αποτελεί υποθήκευση των μελλοντικών μας εισοδημάτων, καλό είναι, όταν υπάρχει ανάγκη να προσφεύγουμε στα δάνειά τους, αλλά μη μας περνάνε και για κουτόφραγκους.

«Φτηνότερα», αλλά...

Το... ατράνταχτο επιχείρημα που προβάλλουν οι τραπεζίτες - και βεβαίως το εκμεταλλεύονται καταλλήλως και οι κυβερνώντες για να δείξουν πόσο καλή είναι η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική - είναι ότι βρισκόμαστε σε «ζώνη χαμηλών επιτοκίων». Αξιοποιείται δηλαδή το σημερινό επίπεδο των επιτοκίων, που σαφώς είναι πολύ χαμηλότερα από το πρόσφατο παρελθόν, για να υποστηριχτεί η άποψη ότι ο καθένας είναι πλέον σε θέση να καλύψει τις ανάγκες, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει με το εισόδημά του, με τραπεζικό δάνειο. Το ότι τα δάνεια αυτή την περίοδο έχουν μικρότερα επιτόκια, σαφώς δεν είναι κακό. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι οι τράπεζες τα δίνουν τζάμπα ή ακόμα και ότι αυτά τα χαμηλά επιτόκια είναι σε κάθε περίπτωση συμφέροντα για τους ενδιαφερόμενους.

Ας δούμε ένα παράδειγμα.

Στα τέλη του 1995, τα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου ήταν στο 18%. Ενα διαμέρισμα δεκαετίας 100 τετραγωνικών μέτρων σε μια μέση περιοχή της πρωτεύουσας είχε τότε περί τα 20.000.000 δραχμές. Ετσι, αν κάποιος έπαιρνε δάνειο για το 75% της αξίας του ακινήτου, θα ζητούσε από την τράπεζα 15 εκατομμύρια δραχμές και τα υπόλοιπα 5.000.000 δραχμές θα τα συμπλήρωνε από τις αποταμιεύσεις του. Τα περισσότερα δάνεια συνάπτονται για χρονική διάρκεια 15 χρόνων. Για ένα 15ετές, λοιπόν, δάνειο 15 εκατομμυρίων, ο άνθρωπός μας θα πλήρωνε τοκοχρεολυτική δόση 241.563 δραχμές το μήνα.

Ας δούμε τι γίνεται σήμερα. Ενα αντίστοιχο διαμέρισμα, έχει περί τα 45.000.000 δραχμές. Αν πληρούνται τα αναγκαία τραπεζικά κριτήρια (ύψος εισοδημάτων κλπ.) για ένα δάνειο ίσο με το 75% της αξίας του ακινήτου σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να δανειστεί 33.750.000 δραχμές και να έχει αποταμιεύσεις 11.250.000 δραχμές, ώστε να καλύψει τη διαφορά του ακινήτου. Ακόμα και με το κυμαινόμενο επιτόκιο του 6,75% που διαφημίζεται σήμερα - και με την προϋπόθεση ότι το επιτόκιο αυτό δε θα αυξηθεί - η τοκοχρεολυτική δόση (επί 15 χρόνια) είναι 298.657 δραχμές το μήνα.

Μη βιαστείτε να πείτε ότι, λόγω πληθωρισμού, συμφέρει. Ακόμα κι αν τα πράγματα είναι έτσι και ο δανειολήπτης του 1995 εξακολουθεί να πληρώνει με σταθερό επιτόκιο (πράγμα μάλλον απίθανο), έτσι κι αλλιώς για το σημερινό ενδιαφερόμενο υπάρχει μια επιβάρυνση της τάξης των 57.000 δραχμών κάθε μήνα. Η επιβάρυνση όμως δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη δόση. Είναι, παράλληλα:

  • Τα περισσότερα μετρητά που πρέπει να διαθέτει κάποιος σήμερα. Στην περίπτωσή μας, τουλάχιστον 6.250.000 δραχμές.
  • Οι πολλαπλάσιοι φόροι που πρέπει να πληρώσει τώρα. Από το 1995 μέχρι σήμερα οι αντικειμενικές αξίες - και κατ' επέκταση οι φόροι μεταβίβασης - έχουν αυξηθεί στην πλειοψηφία τους σε ποσοστά 60-80%, ενώ σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι αντίστοιχες αυξήσεις είναι πάνω από 100%!
  • Οι πολλαπλάσιες επιβαρύνσεις για τα συμβόλαια αγοράς, την έκδοση του δανείου, τα έξοδα για προσημειώσεις και υποθήκες, οι αμοιβές των δικηγόρων κ.ο.κ.

Με δυο λόγια, η χορήγηση όντως φτηνότερων δάνειων δεν ταυτίζεται οπωσδήποτε με πιο συμφέροντες όρους και συνθήκες για τον κάθε ενδιαφερόμενο.

Το... δέλεαρ που βρήκαν το τελευταίο διάστημα οι τραπεζίτες για να ξεδιπλώσουν την καμπάνια εξασφάλισης νέων πελατών, είναι οι υποτιθέμενες διαφορές επιτοκίων. Στην πραγματικότητα πρόκειται για επιτόκια που αφορούν μόνο τον πρώτο χρόνο εξόφλησης, ενώ η διαφορά δε φτάνει καν τη μισή ποσοστιαία μονάδα. Ολες αυτές τις περιπτώσεις οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να τις αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό, μια και το όποιο όφελος για τον πελάτη είναι αμφίβολο. Αυτό αποδεικνύεται εύκολα αν δει κανείς πώς διαμορφώνονται οι μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις για κάθε δάνειο, ανάλογα με το επιτόκιο. Τα στοιχεία του ΠΙΝΑΚΑ 1 είναι αρκετά ενδεικτικά. Με βάση την τοκοχρεολυτική δόση για κάθε εκατομμύριο δανείου 10ετούς διάρκειας, φαίνεται πως οι διαφορές στη δόση είναι μηδαμινές και άρα θα πρέπει να έχουμε και άλλα κριτήρια υπόψη μας πριν πάρουμε την οριστική μας απόφαση. Ετσι, για παράδειγμα, το όφελος από ένα δάνειο με επιτόκιο 5%, σε σχέση με ένα αντίστοιχο 6%, είναι 495 δραχμές ανά εκατομμύριο το μήνα, δηλαδή 5.940 το χρόνο, ή 59.400 και για τα 10 χρόνια.

Με ακόμα μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα - σχεδόν με απορριπτική διάθεση - πρέπει να προσεγγίζουμε τις προτάσεις που κάνουν διάφορες τράπεζες για αναχρηματοδότηση δανείων. Για τη μεταφορά, δηλαδή, του χρέους που έχουμε για στεγαστικό δάνειο από μία τράπεζα σε άλλη. Ακόμα και 3 και 4 και 5 μονάδες να είναι η διαφορά επιτοκίου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η μεταφορά δανείου είναι ασύμφορη. Πολύ περισσότερο που τέτοιες διαφορές δεν υπάρχουν.

Για να κατανοήσει κανείς το ύποπτο του πράγματος, το πρώτο για το οποίο οφείλει να ενδιαφερθεί είναι το κόστος που θα πρέπει να πληρώσει για τη μεταφορά της οφειλής του από τράπεζα σε τράπεζα. Για παράδειγμα, στη ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ το κόστος μεταφοράς είναι περί το 3%. Για υπόλοιπο δανείου δηλαδή 10 εκατομμυρίων δραχμών, θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να πληρώσει για έξοδα μεταφοράς περίπου 300.000 δραχμές. Το αντίστοιχο πρόγραμμα μεταφοράς της Τράπεζας Κύπρου είναι τουλάχιστον 400.000 δραχμές. Αν αναλογιστούμε ότι το ετήσιο όφελος, για κάθε μονάδα επιτοκίου, όπως σημειώνεται και παραπάνω, δεν είναι ούτε 6.000 δραχμές (60.000 δραχμές για το δάνειο των 10 εκατ. δρχ.), απαιτούνται από 5 μέχρι και 6,5 χρόνια για να πάρει κανείς πίσω τα έξοδα που θα πληρώσει αν κάνει μεταφορά δανείου. Ασε, που σε κάθε περίπτωση η μεταφορά δανείου σημαίνει επιμήκυνση του χρόνου που ο ενδιαφερόμενος θα είναι μπλεγμένος με τις τράπεζες...

Τα μακροχρόνια δάνεια

Η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, η χορήγηση δηλαδή δανείων για 20-25 και 30 χρόνια, είναι ακόμα ένα από τα κόλπα που χρησιμοποιούν οι τραπεζίτες για να παρουσιάσουν τα δάνειά τους φτηνά και τις τοκοχρεολυτικές δόσεις μικρές. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Στις σημερινές συνθήκες, που οι χρηματαγορές είναι στα «κάτω τους» και τα επιτόκια στους τίτλους του δημοσίου φθίνουν, οι τράπεζες επιδιώκουν να κάνουν μακροχρόνιες τοποθετήσεις. Ενα δάνειο που θα εξοφληθεί αντί για 10 ή 15 χρόνια, όπως σήμερα, σε 25 ή 30 είναι μιας πρώτης τάξεως «τοποθέτηση».

Το όλο θέμα βέβαια έχει διπλή ανάγνωση. Οπως φαίνεται και στον ΠΙΝΑΚΑ 2, όσο περισσότερα χρόνια πληρώνεται ένα δάνειο, τόσο μικρότερη είναι η δόση. Ομως, ενώ το όφελος σε ό,τι αφορά τις τοκοχρεολυτικές δόσεις είναι οφθαλμοφανές στις περιπτώσεις δανείων από 3 μέχρι και 10 χρόνια, οι διαφορές από τα 15 στα 30, μάλλον συνδέονται περισσότερο με την εντύπωση που δημιουργείται, παρά με την ουσία του θέματος. Πολύ περισσότερο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι η μεγαλύτερη διάρκεια του δανείου σημαίνει μεγαλύτερη πληρωμή χρημάτων στην τράπεζα. Μεγαλύτερη, δηλαδή, μεταφορά δικού μας εισοδήματος συνολικά προς το πιστωτικό ίδρυμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τα επιτόκια που ισχύουν:

  • Για το τριετές δάνειο πληρώνουμε στην τράπεζα το ποσό του δανείου προσαυξημένο κατά 10,3% που είναι οι τόκοι.
  • Για το 15ετές πληρώνουμε το ποσό του δανείου προσαυξημένο κατά 52% που είναι οι τόκοι.
  • Για 30ετές δάνειο, πληρώνουμε το αρχικό κεφάλαιο προσαυξημένο (με τόκους) κατά 127,6%!
Προσοχή

Εκείνο, λοιπόν, που χρειάζεται είναι προσοχή. Προσοχή, υπομονή και επιμονή να ξεκαθαρίσουμε τους όρους χορήγησης του όποιου δανείου, πριν μας αποσπάσουν την υπογραφή. Γιατί, εδώ που τα λέμε, ενώ πριν λίγο καιρό οι κοινοί θνητοί έπρεπε να κάνουν τεμενάδες στους τραπεζίτες για ένα δάνειο, τώρα αυτοί σχεδόν σε παρακαλάνε. Ιδού λοιπόν ορισμένες βασικές πτυχές του όλου θέματος:

  • Στην τράπεζα απευθυνόμαστε γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το δάνειο μας το δίνουν με αποκλειστικό στόχο το κέρδος. Αρα καταφεύγουμε στο δανεισμό μόνο αν έχουμε άμεση ανάγκη για χρήματα. Επιπλέον, επειδή το χρέος προς την τράπεζα δεν μπορούμε να το ξοφλήσουμε μόλις, ας πούμε, εξασφαλίσουμε κάποιες αποταμιεύσεις, δάνειο παίρνουμε για τις περιπτώσεις εκείνες που δεν υπάρχει άμεση προοπτική για αποταμίευση.
  • Πριν καταλήξουμε, οφείλουμε να μελετήσουμε τους όρους. Οι τράπεζες, αν και το αποφεύγουν, είναι υποχρεωμένες να ενημερώνουν τους πελάτες τους για το σύνολο των όρων του συμβολαίου, πριν πάρουμε τις οριστικές μας αποφάσεις. Επειδή, λίγο - πολύ, τα επιτόκια των τραπεζών είναι παρόμοια, καλό είναι να ερευνούμε άλλες παραμέτρους των δανειστικών συμβολαίων. Για παράδειγμα, το κόστος που έχει η σύναψη ενός δανείου, τα συμβολαιογραφικά ή τους τρόπους διασφάλισης της τράπεζας (υποθήκη, προσημείωση κλπ.). Για δάνειο 20 εκατομμυρίων το κόστος αυτών των εξόδων σε κάποιες τράπεζες είναι περί τις 700-800 χιλιάδες δραχμές, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που δε φτάνουν τις 500.000 δραχμές.
  • Προσοχή στο επιτόκιο. Ο,τι φαντάζει καλό, δε σημαίνει ότι συμφέρει. Εδώ είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε ότι για κάθε μονάδα μείωσης του επιτοκίου, η διαφορά υπέρ αυτού που δανείζεται είναι λιγότερη από 500 δραχμές ανά εκατομμύριο. Αρα, όταν μία τράπεζα διαφημίζει επιτόκιο 0,1 μικρότερο από τις άλλες, το... όφελος για τον πελάτη είναι περί τις 50 δραχμές ανά εκατομμύριο. Αρα ενδεχόμενα άλλοι παράγοντες θα πρέπει να παίξουν ρόλο για να επιλέξουμε.
  • Προσοχή στο χρόνο - διάρκεια χορήγησης του δανείου. Είναι γεγονός ότι για όσο περισσότερο χρόνο παίρνουμε ένα δάνειο, τόσο μικρότερη είναι η τοκοχρεολυτική δόση. Ωστόσο, όσο μεγαλύτερης διάρκειας είναι το δάνειο, τόσο αυξάνεται το συνολικό ποσό που θα πρέπει να επιστρέψουμε στην τράπεζα, ενώ από ένα σημείο και μετά το όφελος που θα έχουμε από τη μειωμένη δόση είναι ανεπαίσθητο.

Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


«Προσφορές» για... ίδιον όφελος

Τα υψηλά διαθέσιμα των τραπεζών μαζί με τη νέα συγκυρία που διαμορφώνεται στις χρηματαγορές και την ανάγκη να εξασφαλίσουν από τώρα κέρδη για μεγάλη χρονική περίοδο, είναι οι κύριοι λόγοι που προκαλούν τον αγώνα δρόμου των τραπεζών να «τοποθετήσουν» τα κεφάλαιά τους σε δάνεια προς το καταναλωτικό κοινό.

Επίσημα στοιχεία για τα λεγόμενα διαθέσιμα των τραπεζών δεν υπάρχουν. Εξαιτίας της μεγάλης ταχύτητας που υπάρχει στην κίνηση των κεφαλαίων, ακόμα και τα στοιχεία που υποτίθεται πως υπάρχουν στους επίσημους ισολογισμούς των τραπεζών, είναι τόσο «μπαγιάτικα», που δεν αποτελούν σημείο αναφοράς. Εκτιμήσεις πάντως που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες βδομάδες κάνουν λόγο για διαθέσιμα που ξεπερνούν το 1,5 τρισεκατομμύριο δραχμές. Ποσά τα οποία οι τραπεζίτες επιδιώκουν «εδώ και τώρα» να διοχετευτούν, με τη μορφή δανείων στην πελατεία τους.

Κεφάλαια τέτοιων μεγεθών που, φαινομενικά τουλάχιστον, είναι αναξιοποίητα, προέκυψαν με διάφορους τρόπους. Ανάμεσα σε αυτούς, όχι απαραίτητα με αξιολογική σειρά, μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τη:

  • Συνεχή αύξηση των πάσης μορφής καταθέσεων που έχουν οι ιδιώτες στις τράπεζες. Τα ποσά αυτά, παρά τη συνεχή μείωση των επιτοκίων στις καταθέσεις, το Δεκέμβρη του 2000 άγγιξαν τα 24 τρισεκατομμύρια δραχμές. Για λόγους σύγκρισης ν' αναφέρουμε ότι στο τέλος του 1998 ήταν 20 τρισεκατομμύρια δραχμές και το 1999 έφτασαν τα 22,9 τρισεκατομμύρια.
  • Σημαντική κερδοφορία των τραπεζών όλα τα τελευταία χρόνια. Η πορεία προς την ΟΝΕ και οι διαδικασίες της λεγόμενης απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος συνοδεύτηκαν από «τρελά κέρδη». Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τη διετία 1999-2000, τα επίσημα καθαρά κέρδη των τραπεζών ξεπέρασαν το 1,7 τρισεκατομμύρια δραχμές.
  • Η άσχημη συγκυρία στις χρηματαγορές και το Χρηματιστήριο της Αθήνας, όπου αυτή την περίοδο δεν προσφέρονται για μεγάλες τοποθετήσεις, αφού το μέλλον τους ακόμα είναι αβέβαιο.
  • Σημαντική μείωση στα επιτόκια των τίτλων του δημοσίου, που μέχρι πρόσφατα ήταν στην κυριολεξία χρυσωρυχείο για τους τραπεζίτες. Πρόκειται για επιτόκια που μέχρι και το τέλος του 1993 ήταν σε επίπεδα πάνω από 20% για τοποθετήσεις ενός έτους. Σήμερα, η αγορά των ομολόγων προσφέρει σταθερά επιτόκια λίγο πάνω από το 5%, με τάσεις παραπέρα πτώσης για τοποθετήσεις μιας δεκαετίας. Αυτό για τις τράπεζες σημαίνει ότι έχουν μεγαλύτερο συμφέρον - δηλαδή περισσότερα εξασφαλισμένα κέρδη - να χορηγούν, για παράδειγμα, στεγαστικά δάνεια με επιτόκια 6-7%, για μεγαλύτερη χρονική διάρκεια (15-20- 25 χρόνια) και με δεδομένη τη δυνατότητα τους να τα αυξήσουν.
  • Η δυνατότητα που προσέφερε η κυβέρνηση προς τις τράπεζες πλέον να χορηγούν επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια. Μέχρι σήμερα τέτοια δάνεια έδιναν μόνο η Εθνική Τράπεζα και η ΑΣΠΙΣ, αλλά τον προηγούμενο μήνα το μέτρο επεκτάθηκε προς όλες τις τράπεζες. Αυτή την εξέλιξη «άρπαξαν» η ΠΙΣΤΕΩΣ και η ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΝΚ και εκδηλώθηκε η νέα διαφημιστική τους καμπάνια.


Ολα αυτά, μαζί βεβαίως με τη συστηματική προσπάθεια της κάθε τράπεζας ξεχωριστά να αποσπάσει, σε συνθήκες Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της τραπεζικής αγοράς, ουσιαστικά «εξανάγκασαν» τους τραπεζίτες να στραφούν μαζικά στην καταναλωτική πίστη και στην αγορά χορήγησης δανείων σε ιδιώτες. Με όρους που σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το πώς λειτουργούν για τον κάθε ενδιαφερόμενο είναι άκρως προσοδοφόρες και κερδοφόρες για τα ταμεία των τραπεζών.


Κ.


ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΡΤΩΝ
Οι τράπεζες συνεχίζουν απρόσκοπτα την κλοπή

Κυβέρνηση και νομισματικές αρχές υποθάλπουν την τραπεζική τοκογλυφία. Δε σκοπεύουν να ενδώσουν στην απόφαση του Αρειου Πάγου, που ορίζει επιτόκιο πιστωτικών καρτών 10,5%

Παρά το γεγονός ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου για το θέμα των επιτοκίων στις πιστωτικές κάρτες βγήκε στη δημοσιότητα από την αρχή της εβδομάδας, οι τραπεζίτες εξακολουθούν να τηρούν σιγήn ιχθύος. Συμπαραστάτης τους είναι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι αρμόδιες νομισματικές αρχές που όχι μόνο αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους, αλλά αποφεύγουν επιμελώς ακόμη και να ψελλίσουν το παραμικρό για την ουσία του ζητήματος που δεν είναι άλλη από την υποχρέωση των τραπεζών να μειώσουν τα επιτόκια πιστωτικών καρτών στο 10,5%. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις πληροφορίες η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών δεν πρόκειται να δώσει την επίσημη τοποθέτησή της πριν γίνουν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των τραπεζών και εξεταστούν τα προβλήματα που ανακύπτουν για κάθε μια από αυτές. Οι τράπεζες προσφέρουν σήμερα τις πιστωτικές κάρτες με επιτόκιο 15%-16% και σε ορισμένες περιπτώσεις με ακόμη υψηλότερο. Θεωρούν την απόσταση με το εξωτραπεζικό επιτόκιο που επιβάλλει η απόφαση του Αρείου Πάγου ιδιαίτερα μεγάλη και βέβαια δε σκοπεύουν να ενδώσουν. Πράγματι, η απόσταση αυτή είναι πολύ μεγάλη, αλλά ακόμη μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της κλοπής που διαπράττουν οι τράπεζες.

Από την πλευρά της η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), του κρατικού φορέα που υποτίθεται πως ελέγχει το τραπεζικό σύστημα, δείχνει να... «αποστασιοποιείται» από το όλο ζήτημα, και κρατά την ίδια «αιδήμονα σιγή». Το βέβαιο είναι πως οι καταναλωτές και τα εργαζόμενα νοικοκυριά της χώρας δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα από όλους όσοι έχουν σαν μόνιμη επωδό τους την... ανταγωνιστικότητα των τραπεζών. Ολοι αυτοί κάθε φορά που διαβλέπουν ακόμη και τον παραμικρό κίνδυνο για τα συμφέροντά τους προβάλλουν το επιχείρημα του λειτουργικού κόστους. Ταυτόχρονα ο φίλα προσκείμενος στις τράπεζες αστικός Τύπος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ξεθάβουν το έωλο επιχείρημα των «μπαταξήδων» δανειοληπτών που επιβαρύνουν δήθεν τους καλούς πελάτες των τραπεζών. Δύσκολα θα βρει κάποιος πιο σαθρό επιχείρημα. Και τούτο γιατί οι τράπεζες ήτανε αυτές που επιδίωξαν με κάθε τρόπο την πιστωτική επέκταση. Οι τράπεζες επίσης διαφήμισαν και διαφημίζουν τα κάθε είδους δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες τους και μόνο οι τράπεζες θησαυρίζουν από την έξαρση των καταναλωτικών δανείων και την υπερχρέωση των νοικοκυριών, που πήρε διαστάσεις πρωτόγνωρες. Επομένως το επιχείρημα των «κακών και μπαταξήδων πελατών», που δε θα ήταν άξιο ούτε για δικολάβο του παλιού καιρού, αρμόζει στην εποχή του... εκσυγχρονισμού και της λεγόμενης «σύγκλισης» με την ΟΝΕ.

Και σαν να μην έφτανε αυτό οι καλοί μας τραπεζίτες-που όψιμα και μετά την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου θυμήθηκαν τα συμφέροντα των «καλών» πελατών τους- δε θέλουν να ακούσουν ούτε λέξη για ενδεχόμενη...«διοικητική επιβολή» του ύψους των επιτοκίων, γιατί υποτίθεται ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε κινδύνους... «στρεβλώσεων» στην αγορά. Στην πραγματικότητα ψεύδονται ασύστολα γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι και το ύψος των επιτοκίων προσδιορίζεται με κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, οι οποίες μάλιστα βρίσκονται στο απόγειό τους ειδικά στις σημερινές συνθήκες της ΟΝΕ.

Ο ίδιος στρουθοκαμηλισμός διακρίνει τους κυβερνώντες και τις αρμόδιες αρχές. Αυτοί που πρωτοστάτησαν, από την πλευρά του κράτους, στις κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις της ΟΝΕ, τώρα, σφυρίζουν αδιάφορα. Στην πραγματικότητα αυτή η δήθεν ουδέτερη, «άψογη στάση» τους, υποθάλπει και υπηρετεί τα συμφέροντα των τραπεζών.

Με αυτές τις συνθήκες η απόφαση του Αρείου Πάγου σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να ανοίξει τον «ασκό του Αιόλου». Οι τράπεζες έχοντας στο πλευρό τους την κυβέρνηση και τις λεγόμενες νομισματικές αρχές είναι σε θέση να βρουν πλείστα όσα «παράθυρα» και να οδηγήσουν τα πράγματα εκεί που αυτές θέλουν.

Ο όποιος προβληματισμός των τραπεζιτών εξαντλείται μόνο στο σημείο της δικαστικής απόφασης, που αφορά τα επιτόκια των πιστωτικών καρτών. Κατά τα λοιπά θα χρησιμοποιήσουν τις γνωστές μεθοδεύσεις και δεν πρόκειται να χάσουν στο παραμικρό.

Οσες τράπεζες (όπως η Citibank) έβαζαν χρεώσεις στους λογαριασμούς καταθέσεων μικρότερους από τα 5 εκατ. δρχ. θα συμμορφωθούν με την απόφαση, αλλά ταυτόχρονα θα περικόψουν έως και θα εξαφανίσουν τα επιτόκια στα κλιμάκια καταθέσεων που οι ίδιες θεωρούν χαμηλά. Η Citibank για παράδειγμα δεν έχει λόγο να συνεχίσει την επιβολή μηνιαίου «προστίμου» 5.000 δρχ. στις καταθέσεις με υπόλοιπο κάτω από τα 5 εκατ. Εχει όμως όλη την ευχέρεια να αναπληρώσει «την απώλεια» ακολουθώντας την τακτική άλλων τραπεζών που δεν τοκίζουν τις καταθέσεις κάτω από ένα ορισμένο ποσό και να δίνει κλιμακωτό επιτόκιο ανάλογα με το ύψος της κατάθεσης.

Οι τραπεζίτες σε καμία περίπτωση δεν είναι διατεθειμένοι να εξαλείψουν τις χρεώσεις που επιβάλουν στις αναλήψεις μετρητών με πιστωτική κάρτα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, το σχετικό σημείο της απόφασης του Αρείου Πάγου στηρίζεται σε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας που χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του '90. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, η πρακτική που ακολουθούν οι τράπεζες έχει κάνει τη συγκεκριμένη απόφαση της ΤτΕ ένα απλό κουρελόχαρτο. Η απόφαση της ΤτΕ έτσι κι αλλιώς δε βρίσκεται σε ισχύ και είναι εξαιρετικά δύσκολο να νεκραναστηθεί. Ορισμένοι τραπεζίτες φτάνουν και στο σημείο να τονίσουν... με νόημα πως αν η Τράπεζα της Ελλάδας αλλάξει τη συγκεκριμένη απόφαση τότε θα πάψει να υπάρχει και το οποιοδήποτε ζήτημα...


Ανδρέας ΣΑΚΑΡΕΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ