ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Αυγούστου 2008
Σελ. /28
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Σαρωτικές αναδιαρθρώσεις για τις ανάγκες της πλουτοκρατίας

Εξαγορές - συγχωνεύσεις για τη μοιρασιά μέσα στη χώρα και στην ευρύτερη ζωτική περιοχή. Σχεδιασμένη ανακατανομή από κράτος -κυβερνήσεις και κεφαλαιοκράτες στο πλαίσιο του ευρωμονόδρομου

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ πυροδότησε μια σειρά από διεργασίες τόσο στην οικονομία όσο και γενικότερα. Ηρθε, στις τότε συνθήκες, να απαντήσει στις νέες ανάγκες της ευρωπαϊκής πλουτοκρατίας, στην ανάγκη τους να διευρύνουν την ανταγωνιστικότητά τους, να αποβάλουν όσα πλέον κρίνονταν περιττά και αναχρονιστικά, να μοιράσουν νέους ζωτικούς χώρους και αγορές.

Αιχμή του δόρατος για την ντόπια πλουτοκρατία ήταν το τραπεζικό κεφάλαιο. Με κεντρικά σχεδιασμένο τρόπο και με τη στήριξη από το κράτος και τις κυβερνήσεις του δικομματισμού, πρωταγωνίστησε στις διεργασίες συγκέντρωσης κεφαλαίων, επέκτασης - επιχειρηματικής διείσδυσης, αρχικά μέσα στη χώρα και στη συνέχεια στην ευρύτερη γειτονική - ζωτική περιοχή. Ο κεντρικός σχεδιασμός για την εφαρμογή των σαρωτικών αναδιαρθρώσεων της περιόδου έχει να κάνει με τις βασικές -στρατηγικές κατευθύνσεις του μεγάλου κεφαλαίου στο πλαίσιο της ΕΕ. Τα υπόλοιπα ήταν αποτέλεσμα και επιχειρηματικών συμφωνιών και τακτικών από τις μερίδες του τραπεζικού κεφαλαίου. Το σημερινό τοπίο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ελάχιστα θυμίζει τις αρχές της περασμένης δεκαετίας (του 1990), πριν από την εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ολα όσα μεσολάβησαν ακριβοπληρώθηκαν από τα λαϊκά στρώματα. Η υπερσυσσώρευση κερδών από τις ντόπιες τράπεζες, με μια σειρά δραστηριότητες εκείνης της περιόδου, αποτέλεσε την ικανή και αναγκαία συνθήκη πάνω στην οποία πάτησαν οι εξαγορές τραπεζών στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή. Αποτέλεσμα: Σήμερα, περίπου το 25% από τα κέρδη του ντόπιου τραπεζικού κεφαλαίου προέρχεται από τις μπίζνες τους στο εξωτερικό, με τη συνολική μάζα των κερδών να συνεχίζει να αυξάνει με εξουθενωτικούς ρυθμούς.

Ας δούμε τις σαρωτικές αναδιαρθρώσεις του ευρωμονόδρομου:

  • Στις απαρχές της δεκαετίας του '90 ο δανεισμός των νοικοκυριών στις τράπεζες βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα.
  • Εξαγορές - συγχωνεύσεις: Μέσα στη δεκαετία του '90 ξεκινούν και στη συνέχεια εντείνονται οι μεγάλες μετοχοποιήσεις των τραπεζών που βρίσκονταν στον έλεγχο της κυβερνήσεων. Ταυτόχρονα, κάνει την εμφάνισή του ένας νέος κύκλος συγκέντρωσης τραπεζών. Με φόντο τις κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, γιγαντώνονται τα μονοπώλια. Από τα μέσα της δεκαετίας οι εξαγορές - συγχωνεύσεις παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις. Ας θυμηθούμε μερικές: Η Eurobank (όμιλος Λάτση) εξαγοράζει την Interbank (1996) και αμέσως μετά τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα της Credit Lyonais. Το 1998 βάζει πόδι στην «Εργασίας» και εξαγοράζει την Τράπεζα Αθηνών (μέχρι τότε συνιδιοκτήτες ήταν η Εθνική Τράπεζα και Κορεάτες μεγαλοεπιχειρηματίες). Την ίδια χρονιά (1998) ο όμιλος Λάτση εξαγοράζει και την Τράπεζα Κρήτης. Δυο χρόνια αργότερα (2000) με «επιθετική εξαγορά» και σε συνεργασία με τη γερμανική Deutsche Bank συγχωνεύεται ολοκληρωτικά με την Τράπεζα Εργασίας, για την οποία κονταροχτυπήθηκαν με την Πειραιώς. Οι Γερμανοί τραπεζίτες της Deutsche Bank στα τέλη του 2003 αποχώρησαν από τον όμιλο Λάτση, πουλώντας το 9,3% των μετοχών τους, σε αναζήτηση ακόμη μεγαλύτερων αποδόσεων και ευκαιριών σε άλλες, κυρίως γειτονικές τους, χώρες (Τσεχία, Πολωνία). Στο διάστημα της εδώ παραμονής του το γερμανικό τραπεζικό μονοπώλιο απέσπασε αστρονομικά ποσά για προμήθειες σε διάφορες εκδουλεύσεις για λογαριασμό των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (σύμβουλοι ιδιωτικοποιήσεων, κρατικό χρέος, προμήθειες κ.ά.). Η Alpha bank (όμιλος Κωστόπουλου) τελειώνει - και τυπικά - την απορρόφηση της Ιονικής το 2000. Η Πειραιώς, την οποία ήδη από το 1992 είχε εκχωρήσει σε ιδιώτες η Εμπορική Τράπεζα, εξαγοράζει και τη Μακεδονίας - Θράκης (1998). Στα τέλη της δεκαετίας συγχωνεύεται και με τη Χίος (συμφερόντων Βαρδινογιάννη) και το 2002 αποσπά και τη μέχρι τότε υπό δημόσιο έλεγχο ΕΤΒΑ. Αρχές του 2004 είχαν εκχωρήσει και τη Γενική Τράπεζα στον γαλλικό τραπεζικό όμιλο Societe Generale. Στα επόμενα χρόνια τελειώνουν και οι τελευταίες εκκρεμότητες με τις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες: Εθνική και Εμπορική (η τελευταία πέρασε στη γαλλική Gredit Agricole) παραδόθηκαν πλήρως στους ιδιώτες από τις κυβερνήσεις του δικομματισμού, που λειτούργησαν συμπληρωματικά η μία στην άλλη στο πλαίσιο της ίδιας ακριβώς πολιτικής... Σχετικά πρόσφατα, με αιχμή τον επιχειρηματικό όμιλο της Μάρφιν, εκδηλώθηκε και στο χρηματοπιστωτικό τομέα νέα συγκέντρωση κεφαλαίων με την τριπλή συγχώνευση Μάρφιν - Εγνατία Τράπεζα - Λαϊκή Κύπρου.
  • Ενόψει της διαδικασίας σύγκλισης με την ΟΝΕ, οι τραπεζίτες αποσπούν αμύθητα ποσά από τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο. Εν προκειμένω, ας σταχυολογήσουμε ορισμένες από τις δραστηριότητές τους: Τα παιχνίδια τους με την πάλαι ποτέ δραχμή και τις διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος. Τις συνεχείς παρεμβάσεις από την Τράπεζα της Ελλάδας με τη διάθεση ζεστού χρήματος για την ικανοποίηση των ορέξεων των τραπεζών. Το ανεβοκατέβασμα των δραχμικών επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά. Τα παιχνίδια με τα κρατικά ομόλογα, δηλαδή με το κρατικό χρέος που άρχισε να παίρνει εξουθενωτικούς ρυθμούς. Και ακόμη τη Σοφοκλέους, μέσω της οποίας πλουτοκράτες (και τραπεζίτες) άντλησαν ζεστό και δωρεάν χρήμα με τα πολύ γνωστά αποτελέσματα για τα θύματά τους. Αυτά και άλλα ήταν τα συμπαρομαρτούντα της περιόδου της σύγκλισης με την ΟΝΕ, της πολιτικής των αναδιαρθρώσεων σε όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, του «εκσυγχρονισμού» στη βάση της εξυπηρέτησης των νέων αναγκών τους για το μοίρασμα κλάδων και αγορών.

Αυτός ήταν ο μονόδρομος της ΟΝΕ. Ξεκίνησε με το Μάαστριχτ και τη σύμφωνη γνώμη ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΣΥΝ. Οι αναδιαρθρώσεις της προηγούμενης περιόδου έστρωσαν το χαλί για την επέκταση των ντόπιων τραπεζικών ομίλων και στον ευρύτερο ζωτικό χώρο. Η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα εξαγορά είναι αυτή της τουρκικής Φινάνσμπανκ από τον όμιλο της Εθνικής Τράπεζας. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι η συγκέντρωση θα συνεχιστεί τόσο μέσα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό. Οι ντόπιες τράπεζες ήδη έχουν αποσπάσει πολύ μεγάλα μερίδια και πρωταγωνιστούν και στη βαλκανική τραπεζική αγορά. Στη βάση αυτών των εξελίξεων, η Τράπεζα της Ελλάδας (από το 2002) με μια ακόμη κρατικομονοπωλιακού χαρακτήρα ρύθμιση αναλαμβάνει την εποπτεία των ντόπιων τραπεζών και για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους στις αγορές του εξωτερικού.

Η τρέχουσα δεκαετία επίσης αποδεικνύεται χρυσή για τους τραπεζίτες: Με βάση τα επίσημα στοιχεία των ισολογισμών στο διάστημα 2000-2007 μοιράστηκαν αστρονομικά κέρδη ύψους 20 δισ. ευρώ!

Η ανταγωνιστικότητα του τραπεζικού κεφαλαίου ενισχύθηκε και ενισχύεται απλόχερα και από τη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ. Για παράδειγμα, το οριστικό ξεμπέρδεμα με την Εθνική Τράπεζα έγινε επί των ημερών της. Ομως η «νέα τομή» αφορά στη συρρίκνωση των ασφαλιστικών εισφορών από την πλευρά του τραπεζικού κεφαλαίου. Είναι η εξέλιξη της βαθμιαία κλιμακούμενης επίθεσης κυβέρνησης και πλουτοκρατίας με στόχο τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, στις κατευθύνσεις που απαιτούν οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΕ κ.ά.) και οι ενώσεις συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Το κέρδος από τη νέα κρατικομονοπωλιακή λύση φτάνει για τις τράπεζες που ευνοήθηκαν (όπως Εθνική, Εμπορική, Πειραιώς κ.ά.) σε πολλά εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Η εξέλιξη συνεπάγεται πολλά περισσότερα διαθέσιμα κεφάλαια και κέρδη για τους τραπεζίτες. Ο λοιπός «ανταγωνισμός» είχε ήδη κερδίσει να καταβάλλει χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές από τα προηγούμενα χρόνια...

Μια ακόμη κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση που σχεδίασε και εφαρμόζει σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ είναι οι «συμπράξεις» ανάμεσα σε κράτος και ιδιώτες. Τις εποφθαλμιούν και οι τραπεζίτες, αναλαμβάνοντας το ρόλο του χρηματοδότη και συμβούλου ιδιωτικών κεφαλαίων, που ετοιμάζονται να βάλουν κάτω από τη δική τους πολύχρονη διαχείριση και εκμετάλλευση τα μεγάλα και μικρότερα έργα υποδομής, κρατικές υπηρεσίες, με στόχο τη μεγέθυνση της κερδοφορίας τους.


Ανδρέας ΣΑΚΑΡΕΛΟΣ


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 2009
«Μπούσουλας» οι αξιώσεις του μεγάλου κεφαλαίου

Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει προαποφασισμένη τη νέα αντιλαϊκή επίθεση. Η έντασή της θα εξαρτηθεί από το βαθμό αντίδρασης των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων

Μπορεί η σεναριογραφία, γύρω από την επικείμενη πρωθυπουργική ομιλία στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης για την οικονομική πολιτική της επόμενης χρονιάς να έχει φουντώσει και φέτος, ωστόσο από ό,τι δείχνουν τα πράγματα αυτό γίνεται περισσότερο χάριν της παράδοσης. Στην πραγματικότητα και στο βαθμό που η κυβέρνηση κινείται στον άξονα που υπαγορεύουν οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις σ' ολόκληρη την ΕΕ και της διαχείρισης των δεδομένων που δημιουργούν οι πολιτικές στήριξης του μεγάλου κεφαλαίου, τα περιθώρια που έχει σε σχέση με την οικονομική πολιτική του 2009, είναι σαφώς προδιαγεγραμμένα. Για τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα έρχονται και νέα, ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα. Μαζί με την προαποφασισμένη συνέχιση της πολιτικής λιτότητας για μισθούς και συντάξεις, η κυβέρνηση εξετάζει μέτρα φορολογικού χαρακτήρα που θα πλήξουν ακόμα περισσότερο το λαϊκό εισόδημα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το λεγόμενο «δημοσιονομικό πρόβλημα», ενώ θα κλιμακωθεί η προώθηση νόμων και πολιτικών που κοινός τους παρονομαστής θα είναι η εξασφάλιση ακόμα ευνοϊκότερων όρων για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Εκείνο που μένει, είναι να διαπιστώσει κανείς το περιτύλιγμα με το οποίο ο Κ. Καραμανλής θα παρουσιάσει μια πολιτική που επειδή ακριβώς στοχεύει στην ακόμα μεγαλύτερη εδραίωση της θέσης - και της κερδοφορίας - της οικονομικής ολιγαρχίας, θα επιφέρει νέα βάρη και κατραπακιές στους εργαζόμενους και τ' άλλα λαϊκά στρώματα. Αλλωστε, το... περιτύλιγμα ειδικά φέτος, η κυβέρνηση το παίρνει σοβαρά υπόψη της και λόγω των επερχόμενων ευρωεκλογών.

Το σλόγκαν που χρησιμοποιούν συνεχώς, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και το οικονομικό του επιτελείο, είναι ότι «πρέπει να κερδηθεί το στοίχημα της οικονομίας». Ενα σύνθημα γενικόλογο και νεφελώδες, το οποίο όμως αποκτά αδρά χαρακτηριστικά, αν το προσεγγίσουμε από την ταξική οπτική των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Με αυτή την έννοια, όλα τα πολυδιαφημισμένα επιτεύγματα και «θετικά αποτελέσματα» που δείχνουν την... ευρωστία της οικονομίας, δεν είναι τίποτα άλλο από τον συμψηφισμό, αφ' ενός, των συνεχώς αυξανόμενων κερδών του μεγάλου κεφαλαίου και, αφ' ετέρου, της οικονομικής περιθωριοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων λαϊκών νοικοκυριών. Είναι η ταυτόχρονη πολυσχιδής ενίσχυση των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων από τη μια και οι ρυθμίσεις για τη δυσμενέστερη μετεξέλιξη και ανατροπή λαϊκών καταχτήσεων από την άλλη. Είναι ο ισοσκελισμός ανάμεσα στα μέτρα στήριξης της εργοδοτικής ασυδοσίας και την πολιτική ελαστικοποίησης των συνθηκών απασχόλησης - ασφάλισης και ζωής των εργαζομένων.

Το γενικό σκηνικό δε διαφέρει σημαντικά από το περσινό. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη θα προσπαθήσει και πάλι να ταυτίσει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του τόπου, με την ανάγκη μεγαλύτερης στήριξης της «επιχειρηματικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας», επειδή τάχα μέσα από την ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είναι δυνατόν οι εργαζόμενοι να προσβλέπουν και αυτοί σε κάποιο... κοκαλάκι, που μπορεί να παραχωρήσει η άρχουσα τάξη από τα διευρυνόμενα κέρδη της. Μια ιστορία απατηλή, ένας μύθος, που μετατρέπεται σε πρόκληση και εμπαιγμό, αφού μέσα από αυτή τη λογική προσπαθούν να παγιδέψουν τους εργαζόμενους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποταγή τους στα άνομα σχέδιά τους.

Εκείνο βέβαια που φέτος είναι διαφορετικό, σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, είναι τα σύννεφα που φαίνεται πως εξαπλώνονται πάνω από τις οικονομίες των καπιταλιστικών κρατών και το ενδεχόμενο να ξεσπάσει μια οικονομική κρίση που θα αγκαλιάσει όλους τους τομείς της οικονομίας και στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Η κυβέρνηση, ξέροντας τις λεπτές ισορροπίες που έχουν δημιουργηθεί και γνωρίζοντας τον πανικό που προκαλεί η απειλή μιας γενικευμένης κρίσης, μεθοδευμένα και συστηματικά αξιοποιεί προπαγανδιστικά και αυτό το χαρτί, για... να μην έρθουν τα χειρότερα. Μόνο που τα χειρότερα είναι ήδη εδώ. Απλά, επειδή ακριβώς οι κυβερνώντες μετράνε τη δυναμική της οικονομίας με τη δυνατότητα κερδοφορίας του κεφαλαίου, αδιαφορούν για στοιχεία και εξελίξεις που δείχνουν ότι η εφαρμογή της πολιτικής των αναδιαρθρώσεων έχει ήδη δημιουργήσει μια εικόνα που μόνο ως ζοφερή μπορεί να χαρακτηριστεί.

Δηλαδή, δεν υπάρχουν θετικά στοιχεία στις εξελίξεις που αφορούν την ελληνική οικονομία; Με βάση την αξιολογική κλίμακα της άρχουσας τάξης υπάρχουν και είναι, μάλιστα, αξιοπρόσεχτα. Ετσι:

  • Τα καθαρά κέρδη των τραπεζών, από 1,19 δισ. ευρώ το 2004, εκτοξεύτηκαν στα 5,74. Ποσοστό αύξησης 382%!!!
  • Τα καθαρά κέρδη των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο 300 επιχειρήσεων μόνο το 2007 αυξήθηκαν κατά 40% και έφτασαν το απίθανο ποσό των 11,3 δισ. ευρώ. Το ποσοστό αύξησης από το 2004 είναι πάνω από 200%!!!
  • Μέσα σε ελάχιστο χρόνο από την ψήφιση του νόμου για τις «συμπράξεις», μια χούφτα επιχειρήσεις εξασφάλισαν έργα που ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ.
  • Μερικές δεκάδες επιχειρηματικοί όμιλοι περιμένουν στη σειρά για να μοιραστούν τα 20,4 δισ. ευρώ για το περιβόητο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ).
  • Το πρόγραμμα «απελευθέρωσης» των αγορών και οι ιδιωτικοποιήσεις εγγυώνται την παραπέρα εξασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Η άλλη όψη

Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος όμως, υπάρχουν τα άλλα... επιτεύγματα. Εκείνα που συναθροίζονται στην πολιτική «αύξησης» των αποδοχών των εργαζομένων σε ποσοστά που δεν καλύπτουν καν τον επίσημο τιμάριθμο, στα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά της πραγματικής ανεργίας, στην υποαπασχόληση, στην ετεροαπασχόληση και στην ανασφάλιστη εργασία, στην ακρίβεια και στις ανατιμήσεις, στις διογκούμενες δαπάνες για Παιδεία και Υγεία, στην επιμήκυνση των ορίων απασχόλησης, στη συνεχή υπερχρέωση των νοικοκυριών στις τράπεζες, στη συνεχώς υποβαθμιζόμενες συνθήκες διαβίωσης για τις λαϊκές οικογένειες.

Αλλά και τα στοιχεία για τη δήθεν ανοδική και ευημερούσα, χάρη στις μεταρρυθμίσεις, οικονομία, μιλούν από μόνα τους, αρκεί κανείς να παρακολουθήσει το πολυπροβαλλόμενο θέμα της ανάπτυξης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις επίσημες μετρήσεις για το ΑΕΠ. Βέβαια, μιλώντας για το ΑΕΠ, πάντα υπάρχει το θέμα ποιοι ωφελούνται από την ανοδική του πορεία, αλλά και πέρα από την ταξική διάσταση της κατανομής των εισοδημάτων, πολλοί είναι οι οικονομολόγοι που - βάσιμα - υποστηρίζουν την άποψη ότι η εμφανιζόμενη άνοδος δεν είναι πραγματική, επειδή δε στηρίζεται σε πραγματικά εισοδήματα, αλλά στον όλο και μεγαλύτερο δανεισμό των νοικοκυριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2005 τα χρέη των νοικοκυριών για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια αποτελούσαν το 36% του ΑΕΠ, ποσοστό που το 2007 έφτασε το 45% και φέτος εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει αισθητά το 50%.

Στα παραπάνω μπορεί να συμπληρώσει κανείς την καθίζηση που σημειώνεται στις οικοδομές (-15,4% στο πεντάμηνο Γενάρη - Μάη), τους δείκτες για τη βιομηχανική παραγωγή που κινούνται στα επίπεδα του 2000, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που συνεχώς επιδεινώνεται (στο εξάμηνο αυξήθηκε 14%) κλπ.

Το ζητούμενο για την κυβέρνηση και για το 2009 είναι αυστηρά οροθετημένο. Εχοντας ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι στόχος είναι η εμβάθυνση κάθε αντιδραστικής - αντιλαϊκής μεταρρύθμισης και η εμμονή στην πολιτική που έχει δρομολογηθεί στα πλαίσια των συνολικότερων καπιταλιστικών προσαρμογών σε επίπεδο ΕΕ, θα κλιμακώσει παραπέρα την επίθεσή της ενάντια στους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Αυτό που θα «παίξει» είναι η ένταση της νέας επίθεσης, κάτι που σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από τη λαϊκή αντίδραση που θα συναντήσει στα σχέδιά της.

Διέξοδος στην αντεπίθεση

Οι εργαζόμενοι, φαίνεται πως όλο και καλύτερα συνειδητοποιούν ότι η διαβόητη ανάπτυξη, στο όνομα της οποίας οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ τσαλακώνουν όλα τα τελευταία χρόνια λαϊκά δικαιώματα και κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, δεν μπορεί να αποτελεί πλέον το άλλοθι για υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Πολύ περισσότερο που η ίδια η ανάπτυξη έχει περιεχόμενο και χρώμα. Μπορεί να είναι ανάπτυξη για το λαό, ή ανάπτυξη σε βάρος του λαού.

Η άποψη του ΚΚΕ γύρω από αυτό το ζήτημα είναι απολύτως ξεκάθαρη. Οπως τονίζεται και στη Διακήρυξη της ΚΕ για τις ευρωεκλογές του επόμενου Ιούνη, η Ελλάδα παρά τα σοβαρά και πολλές φορές καταστροφικά πλήγματα που έχει δεχτεί σε ορισμένους τομείς εξαιτίας της κυριαρχίας του κεφαλαίου και του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, έχει τις προϋποθέσεις να αναπτύξει μια όσο γίνεται αυτοδύναμη λαϊκή οικονομία. Διαθέτει ικανοποιητικό επίπεδο συγκέντρωσης της παραγωγής και των μέσων της, διαθέτει έμπειρο και πολυάριθμο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση. Διαθέτει αξιόλογες πλουτοπαραγωγικές πηγές και αποθέματα ορυκτού πλούτου. Εχει το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορεί να εξασφαλίζει επάρκεια στα είδη διατροφής για τις λαϊκές ανάγκες, αλλά και για το εξωτερικό εμπόριο. Διαθέτει δυνατότητες για την παραγωγή σύγχρονων προϊόντων, μηχανών, εργαλείων και συσκευών. Το ερώτημα όμως είναι ποιος και με ποιο σκοπό διαθέτει, ελέγχει και αξιοποιεί αυτούς τους πόρους και τις δυνατότητες. Δηλαδή, όχι μόνο ποιος παράγει τον πλούτο στην κοινωνία, αλλά και ποιος τον καρπώνεται. Η οικονομική ολιγαρχία, ή οι εργαζόμενοι και ο λαός; Είναι ολοφάνερο ότι η πλάστιγγα μπορεί - και πρέπει - να γείρει υπέρ των πολλών. Μόνο που γι' αυτό απαιτείται λαϊκή συσπείρωση για την ολομέτωπη απόκρουση των επιθέσεων της άρχουσας τάξης, αλλά και της αντεπίθεσης που πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα, σε όλα τα μέτωπα.


Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ