ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Μάρτη 1995
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
Η πένα του "γέφυρα" δύο λαών

Οι αγωνιστές λογοτέχνες που διαγράφουν μια δύσκολη, αλλά σημαντική τροχιά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στους κοινούς αγώνες ενός λαού, παραμένουν και μετά το θάνατό τους φωτεινοί σηματοδότες.

Σ' αυτούς ανήκει και ο Στέλιος Μαγιόπουλος που έφυγε από κοντά μας.(Σήμερα γίνεται το 40ήμερο μνημόσυνό του στις 12 το μεσημέρι στο Α Νεκροταφείο).

Πουλί λεύτερο ο Στέλιος Μαγιόπουλος πέταξε πάνω στα πιο ψηλά κατάρτια των έργων του.

Μέσα σε 13 πολυσέλιδους τόμους σε μετάφραση μας γνώρισε τη λογοτεχνική ψυχή της Τουρκίας μέσα από την παγκόσμια ποιητική φωνή του Ναζίμ Χικμέτ,το χιούμορ και το φιλελευθερισμό του Αζίζ Νεσίν,τη φιλοσοφία του Ναστρεντίν Χότζα,την πίκρα του Αρχάν Κεμάλ.

Εγινε γέφυρα ανάμεσα στους δυο λαούς μέσα από τον πιο ευγενικό δρόμο που είναι η λογοτεχνία.

***

Αγωνιστής αγνός κι υπεύθυνος έφτασε ως τα κελιά των μελλοθανάτων του Εφταπυργίου,όπως διαβάζουμε σε διήγημα του Χρήστου Σαμουηλίδη στο βιβλίο του "Σκληρές Ιστορίες".

"Ανάμεσα στους θανατοποινίτες του Εφταπύργιου, που μέρα με τη μέρα περίμεναν να τους πάρουν από το θάλαμο, να τους κλείσουν κάτω στο σκοτεινό μπουντρούμι, στο υπόγειο του μεγάλου πύργου, κι από κει το άλλο πρωινό να τους στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ήταν κι ο Μαγιόπουλος, ένας παλαίμαχος συνδικαλιστής, που είχε κρατήσει παλικαρίσια στάση στο στρατοδικείο.(... ) Λίγες μέρες πριν εκτελεστεί του ήρθε η επίμονη λαχτάρα να μάθει και ιταλικά. Ο Εκτορας φυσικά δεν το καταλάβαινε αυτό, δεν το χωρούσε το μυαλό του, γι' αυτό μια μέρα πήρε το θάρρος να ρωτήσει τον Μαγιόπουλο γιατί το έκανε. - Νιώθω, ευχαρίστηση, παιδί μου, όταν μαθαίνω κάτι, (...)".

Το γεγονός δείχνει καθαρά το χαρακτήρα του Στέλιου Μαγιόπουλου, το καθαρό μυαλό του και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε και τη ζωή και το θάνατο.

***

Χειρίστηκε θαυμάσια τον ελληνικό λόγο στις αποδόσεις των έργων του Μαζίμ Χικμέτ, που χάρη στον Μαγιόπουλο έγινε γνωστός στη χώρα μας. Στον πρόλογο του Μπενερτζή γράφει: "Ενας από τους πρώτους σχεδόν που πάσκισε να γνωρίσει στη χώρα μας τον ποιητή και στοχαστή Ναζίμ Χικμέτ την περίοδο του μεσοπολέμου, ήταν και ο υποφαινόμενος. Απ' την πρώτη κι όλας γνωριμία μου με τα ποιήματά του στάθηκα σαστισμένος μπροστά στη δύναμη της σύλληψης και της έκφρασης των θεμάτων του και της τέχνης του"...

Ωστόσο μια παρόμοια δύναμη διακρίνουμε και στα γραφτά του Σ. Μ. που γνώριζε πολύ καλά ότι οι ποιητές όπου κι αν βρίσκονται, όποια γλώσσα κι αν μιλάνε, πονάνε το ίδιο κι αγωνίζονται το ίδιο για την ομορφιά της ζωής που είναι η Ειρήνη ανάμεσα στους λαούς. Στους λαούς που συχνά είναι θύματα των ηγεσιών τους και των συμφερόντων τους.

Δείγμα της γραφής του και της δύναμης που διέθετε, είναι το παρακάτω απόσπασμα από το ανέκδοτο προσωπικό του ημερολόγιο:

(Από τα Γιούρα)

... Ομως στην ύστατη ώρα ανάμεσα στη ζωή που φεύγει και το χαμό που σιμώνει αόρατος και από παντού ζώνουνε τ' αναριγητά τα κρύα, δεν είναι τέτοια να σκεφτεί ο καλός λεβέντης. Μια στερνή θα έδινε αμάχη τώρα.

Στάθηκαν στην αράδα σα σφαχτάρια δεμένοι με χειροπέδες σφιχτά δυο - δυο. Αντάμα σ' έξι βήματα στήθηκε το απόσπασμα. Η θάλασσα μουρμούριζε πιο πέρα γλυκά. Ενα δροσερό ανοιξιάτικο αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του μελλοθάνατου για μια στερνή φορά. Την ώρα που μέσ' απ' το πέλαγο μήναγε η φέξη μιας καινούριας μέρας στα μακρύτατα. Υψώθηκαν τα "μελιχόρ" επί σκοπώ!

Λες και οι κάννες με τις μαύρες τρύπες τους που φάνταζαν σαν ανοιγμένα μνήματα να είχαν σιμώσει τόσο κοντά στα στήθια που θαρρείς αν άπλωνες το χέρι θ' άγγιζες το θάνατο. Και παρ' όλο που σε δυο λεφτά τα πάντα θα είχαν πια τελέψει, ένα χάος υπήρχε ανάμεσά τους. Μια κραυγή ένα τραγούδι όμοια στα πανηγύρια ή όμοια στο έμπα σε μιαν αμάχη. Βρόντηξε ανάγυρα μια ωιμή που πνίγηκε στο αίμα. Ομως μια κραυγή ακούστηκε πιο δυνατή κι απ' τα κορμιά που πέσανε. Γονατιστός ο λεβέντης, βαρεμένος με μια σειρά γκουρσούμια, της λεβεντιάς έλεγε το τραγούδι. Μια δεύτερη μπαταριά. Πάλι αυτός γονατιστός. Λες να είχε το τιλσίμι που δεν τον έπιανεβόλι. Με την τρίτη μπαταριά κύλησε. Μήτε σφάδασε, μήτε χτυπήθηκε. Εμεινε ξερός στον τόπο. Κι αυτός ήταν ο λεβέντης που πήγαν να λιώσουν.

(Πιθανά να είναι ο Μηνάς που εκτελέστηκε κι αυτός απομονωμένος τον Απρίλη του '48 ύστερα από συκοφαντία του Λαδά, μαζί με τους 36).

***

Τον θυμάμαι πάντα εκείνο τον μεσόκοπο άντρα με την ξεχωριστή σεμνότητα και την ευγένεια. Η ματιά του γλυκύτατη, ήταν σα να 'λεγε: "Μήπως ενοχλώ! ".

Ομως η παλιά φρουρά σιγά σιγά χάνεται, κι άνθρωποι σαν τον Στέλιο Μαγιόπουλο που αναλώσανε τη ζωή τους στη μάθηση και στους αγώνες του λαού μας, διώχτηκαν και βασανίστηκαν. Τώρα φεύγουνε διακριτικά κι αθόρυβα, ενώ εμείς στέκουμε πίσω, πολλές φορές αδύναμοι να φτάσουμε το μεγαλείο τους.

Φαίδρα ΖΑΜΠΑΘΑ - ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ

"Βορινό Λιμάνι" της ελπίδας

Συζήτηση με το νέο τραγουδοποιό Βασίλη Καζούλη

"Οι ξεχασμένες ψυχές, τα χρωματιστά όνειρα... Οι παλιές ιστορίες στα σπίτια και τους καφενέδες, οι μελωδίες, που γυρνούν επίμονα στην ίδια νότα.Κάθε φορά, που βάζουμε το κλειδί στην πόρτα, όλα αυτά χάνονται. Οι νύχτες είναι κρύες, οι φίλοι σκορπισμένοι, τα ραδιόφωνα βουβά, οι εικόνες ασπρόμαυρες και τα τραγούδια χαρούμενα και ανύπαρκτα. Προσπαθούμε κάτι να πούμε μα δε βρίσκουμε, όπως τα καράβια που 'χασαν το δρόμο. Θα συναντηθούμε στο βορινό λιμάνι με τους χαμογελαστούς ανθρώπους και τα θαλασσινά φώτα". Με αυτά τα ποιητικά και αληθινά λόγια ο Βασίλης Καζούλης,αποφάσισε να μας συστήσει τον τελευταίο του δίσκο "Βορινό Λιμάνι". Τίτλος που αναδίδει γλυκιά μελαγχολία, όπως τη γνωρίσαμε στους προηγούμενους δίσκους του. Το "Μπλε Μωρό" (1987), τα "Τρύπια Καπέλα" και το "Κάτι να γυαλίζει".

Ο ίδιος όμως τη χαρακτηρίζει "υγιή".Αλλωστε, συνεχίζει "όλα τα σημαντικά, τα "αγιασμένα" τραγούδια έκρυβαν θλίψη όχι όμως σκοτάδι.Αν κοιτάξουμε πίσω, στην παράδοση, κάθε μελωδία κουβαλούσε πόνο. Πόνος, που γινόταν δύναμη για ζωή. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται τα δήθεν "χαρούμενα" τραγούδια, που η ίδια η ιστορία τα ξεχνάει. Και αυτό γιατί δεν έχουν τίποτα να μας πουν και δεν μπορούν να μας δυναμώσουν. Ο πόνος είναι η ίδια η ιστορία, τα βιώματα, ο κύκλος ζωής αυτού του τόπου και γι' αυτό είναι πηγή δημιουργίας".

Από αυτή την αστείρευτη πηγή βρίσκει υλικό ο Βασίλης Καζούλης για τα τραγούδια του, συνθέτοντας: "βιώματα, μνήμες, εικόνες, συναισθήματα".Αντιλαμβάνεται τις ροκ αναφορές του, όμως, "είναι σαν να έχω δύο πατρίδες. Την Αθήνα και τη Ρόδο, που είναι ο τόπος καταγωγής μου. Φεύγοντας από κει πήρα μαζί μου τις μελωδίες από τους γάμους, τα πανηγύρια, την καθημερινή ζωή. Ετσι, συμπεριέλαβα στο "Βορινό Λιμάνι" ένα παραδοσιακό τραγούδι του γάμου από τον Αρχάγγελο της Ρόδου. Στην Αθήνα, γνώρισα τα ροκ συγκροτήματα, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη κ. ά. Ολα αυτά συνυπάρχουν".

Επιστροφή στον "πλάγιο ήχο"

Κάπως έτσι, λοιπόν, γράφει σε ένα τραγούδι του "γι' αυτό λοιπόν ξαναγυρνώ στον πλάγιο τον ήχο, να πιω και να μεθύσω και ν' αναστήσω τις καρδιές που 'χουνε μείνει μοναχές σε ξεχασμένο στίχο".Και έτσι τοποθετεί τον εαυτό του απέναντι στην παράδοση, όχι μιμητικά αλλά με "ανάγκη να πιαστώ από τις ρίζες μου, να έχω σημείο αναφοράς. Οσο μεγαλώνει ο άνθρωπος δεν μπορεί να πατάει στον αέρα. Αναζητάει τον "τόπο" που θα νιώθει σιγουριά και ασφάλεια. Και αυτό δε γίνεται με δανεικά, ξένα πράγματα.

Και δεν είναι ανάγκη πάντα αυτή η μνήμη, όταν γίνεται τραγούδι να δηλώνεται και με την ανάλογη μελωδία. Μπορεί να αναλάβει αυτό το ρόλο ο στίχος. 'Η απλώς η ίδια η δυναμική του τραγουδιού.

Σημασία έχει αυτό που θέλει να πει κανείς. Πόσο αληθινό είναι.Εχω ακούσει τραγούδια δήθεν βασισμένα στην παράδοση, που δεν έχουν τίποτα να δώσουν και άλλα που μοιάζουν να έχουν υλικά "ξενόφερτα" και όμως αγγίζουν το σήμερα του ανθρώπου. Αλλωστε, το να βάλουμε στα τραγούδια παραδοσιακά όργανα, δε σημαίνει ότι γίναμε και ποιοτικοί. Πιστεύω στο κριτήριο και τη διαίσθηση του κόσμου. Αργά ή γρήγορα κρατάει αυτά που μιλάνε μέσα του".

- Υπάρχει κρίση στο τραγούδι; Στο ερώτημά μας ο Βασίλης Καζούλης απαντά:

"Μόνο στο βαθμό που υπάρχει κρίση στην κοινωνία. Μη ξεχνάτε ότι, πάντα υπήρχαν κακά τραγούδια. Μόνο, που το πλαστικό, και στην τέχνη και στις ανθρώπινες σχέσεις, έρχεται και παρέρχεται.Είναι χωρίς διάρκεια. Προτιμώ, λοιπόν, να βλέπω ότι ανάμεσά μας βρίσκονται αξιόλογοι νέοι και παλιότεροι δημιουργοί με αγάπη και μεράκι γι' αυτό που κάνουν. Και δε θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν. Γιατί μύθοι όπως ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης κ.ά., έχουν αφήσει βαριά κληρονομία. Εκείνο που έχει σημασία είναι η συνολική στάση ζωής που διατηρεί κάποιος μέσα σε ένα, πραγματικά, φοβερό κλίμα μιζέριας και σκοτεινιάς. Νομίζω ότι είναι πιο δημιουργικό και τελικά πιο αποτελεσματικό να αναζητούμε τρόπους να ξεπεράσουμε το σκοτάδι και να βγούμε στο φως. Το να προτείνει κανείς είναι υγιέστερο από το να περιγράφει μια κατάσταση και να μένει στην άρνηση. Ισως είναι πιο απλό από όσο πιστεύουμε να σεβόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους. Ισως έχουμε και μεις ευθύνη, στο βαθμό που δε σκεφτόμαστε, δεν ψάχνουμε, δεν αντιδρούμε".

Μήπως αυτό να εννοεί όταν γράφει σε ένα του τραγούδι "λειψά είναι τα λόγια μας, λίγα να ονειρευτούμε, μικρό ό,τι ποθούμε, μικρόψυχοι, μικρόμυαλοι και καλοταϊσμένοι...";

Πάντως ο Βασίλης Καζούλης βεβαιώνει ότι έχει κουράγιο να σκέφτεται και να αντιδρά. "Καθημερινά συναντώ μοναχικούς, βασανισμένους ανθρώπους. Θέλω να κάνω τα τραγούδια μου συντροφιά και στήριγμά τους".

Δήμητρα ΜΥΡΙΛΛΑ

Ο Στέλιος Μαγιόπουλος

Ο Βασίλης Καζούλης



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ