Είναι αναμφισβήτητο ότι το νερό αποτελεί ζωτικό στοιχείο για την επιβίωση του ανθρώπου και τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Κι όμως, πάνω από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Στον «ανεπτυγμένο» κόσμο, στον οποίο ανήκει(;) και η χώρα μας, νέα φράγματα χτίζονται για να ικανοποιήσουν τις ακόρεστες ανάγκες μας, κυρίως του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, καταστρέφοντας τους τελευταίους εναπομείναντες υγροβιότοπους. Χημικά και φυτοφάρμακα, αποτέλεσμα των μονοκαλλιεργειών και της εντατικής μορφής που ακολουθείται στη γεωργία, καταλήγουν ανεξέλεγκτα στα υπόγεια νερά, υποθηκεύοντας το μέλλον των επόμενων γενεών μας. Το κλίμα αλλάζει και το καλοκαίρι έχουμε ξηρασίες και το χειμώνα πλημμύρες.
Το πρόβλημα του νερού οι νεοφιλελεύθερες και σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις εξακολουθούν να το προσεγγίζουν ως ένα ισοζύγιο «ζήτησης και προσφοράς», το οποίο λύνεται με νέα έργα. Η καταστροφική προσομοίωση των κανόνων της αγοράς ακόμα και σ' έναν φυσικό πόρο, η έλλειψη του οποίου σημαίνει εξαφάνιση της ζωής. Είναι εσφαλμένη η μισή αλήθεια, ότι αντιμετωπίζουμε μια χρόνια ανεπάρκεια νερού ή ότι τα ποτάμια χάνονται στη θάλασσα. Το νερό είναι ένας ανανεώσιμος πόρος και υπάρχει αρκετό για όλους μας. Το πρόβλημα είναι ότι θέλουμε, στο πλαίσιο ενός καταστροφικού οικονομικού προτύπου το οποίο ακολουθείται διεθνώς, όλο και περισσότερο.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να περιορίσουμε την κατανάλωσή μας. Τα προβλήματα του νερού είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την κοινωνία μας, τις καταναλωτικές συνήθειες και πρότυπά μας και εν τέλει τις επιλογές μας για τον κόσμο στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε. Η νέα κουλτούρα για το νερό, την οποία πρέπει να απαιτήσουμε (και να προωθήσουμε), πρέπει να δίνει έμφαση στις τοπικές λύσεις, στην εξοικονόμηση και στην ύπαρξη διακρατικών συμφωνιών. Να δίνεται έμφαση στη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις και σε κοινόκτητα μοντέλα διαχείρισης. Το ζήτημα του νερού δεν αντιμετωπίζεται απομονωμένα ως άλλο ένα τεχνικό θέμα, αλλά σε συνδυασμό με ευρύτερες αναπτυξιακές επιλογές και τις οικονομικές, περιφερειακές, χωροταξικές και κοινωνικές πολιτικές, οι οποίες τις καθορίζουν.
Από το 2000, η Ελλάδα μαζί με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης καλείται να εφαρμόσει την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το νερό, η οποία θέτει ως στόχο την καλή οικολογική ποιότητα όλων των υδάτινων σωμάτων και την αντιστροφή φαινόμενων ρύπανσης, προτάσσοντας τη διαχείριση στο επίπεδο της λεκάνης απορροής. Ακόμα και στην ελλειμματική οδηγία της ΕΕ, η αντιμετώπιση από τη χώρα μας, αλλά και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει σε ιλουστρασιόν φυλλάδια και χρησιμοποιείται προπαγανδιστικά σε παντοειδείς φιέστες επειδή το «πράσινο» προφίλ πουλά...
Το Φλεβάρη του 2005 στη Μαδρίτη υπογράφηκε η παρακάτω σύμβαση:
Το γεγονός ότι πάνω από 1,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν εξασφαλισμένη πρόσβαση σε πόσιμο νερό και πάνω από 2,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν από την έλλειψη βασικών προϋποθέσεων υγιεινής, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη κατάρρευση της φυσικής κατάστασης των υδάτινων οικοσυστημάτων του πλανήτη, έχουν δημιουργήσει αυξανόμενες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επίτευξη της αειφορίας, της ισότητας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης στη διαχείριση των υδατικών πόρων είναι μια από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα τον 21ο αιώνα.
Πιστεύουμε ότι η επιστημονική κοινότητα πρέπει να συμμετάσχει στην πρόκληση των καιρών με την ανάπτυξη μιας διεπιστημονικής προσπάθειας. Η αποδοχή αυτής της πρόκλησης απαιτεί σημαντικές αλλαγές στην ιεράρχηση των αξιών μας, την αντίληψη που έχουμε για τη φύση, τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η ηθική μας και τον τρόπο ζωής μας. Με λίγες λέξεις, είναι απαραίτητη μια πολιτισμική αλλαγή, αυτήν που ονομάσαμε «γέννηση μιας Νέας Πολιτισμικής Αντίληψης (κουλτούρας) για το Νερό».
Μια νέα πολιτισμική αντίληψη που επιβάλλεται να έχει μια ολιστική προσέγγιση και να αναγνωρίζει τις πολύπλευρες διαστάσεις των ηθικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και συναισθηματικών αξιών που ενσωματώνονται στα υδάτινα οικοσυστήματα. Στη βάση αυτής της «καθολικής αρχής του σεβασμού στη ζωή, ποτάμια, λίμνες, πηγές, υδροβιότοποι και υπόγειοι υδροφορείς πρέπει να θεωρούνται ως η κληρονομιά της βιόσφαιρας». Η κληρονομιά αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τις τοπικές κοινωνίες και τις δημόσιες αρχές με τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η δημοκρατική και βιώσιμη διαχείρισή της. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση οδήγησε σε διαχειριστικές πρακτικές, που αποκλειστικό στόχο είχαν την παραγωγή νερού. Οι επικρατούσες στρατηγικές ενίσχυσης της προσφοράς, που βασίζονται στην κατασκευή μεγάλων υδραυλικών έργων, επιχορηγούμενων από το δημόσιο τομέα, συντέλεσαν στην αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων, ενώ η ατομιστική προσέγγιση της διαχείρισης των υπογείων υδάτων οδήγησε στην έλλειψη μιας συλλογικής ορθολογικής πολιτικής διαχείρισης. Προσεγγίσεις του τύπου αυτού έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο, εξαιτίας:
Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να αυξήσει τους κινδύνους που απειλούν τα υδάτινα οικοσυστήματα και πρέπει να αντιμετωπιστεί με την εφαρμογή της αρχής της πρόληψης. Ειδικότερα, είναι ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα σε εναλλακτικές στρατηγικές, έναντι αυτών που προωθούν μεγάλες κατασκευαστικές λύσεις, και να αποκατασταθεί η καλή οικολογική κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων.
Πόσο εφικτά, όμως, είναι τα παραπάνω στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος; Οι σοβαρές περιβαλλοντικές παρεμβάσεις, όπως λ.χ. η διαχείριση των υδάτινων πόρων, απαιτεί άλλα πολιτικά συστήματα, διαφορετικά θα μιλούμε για φραπελιές στη θεραπεία του καρκίνου.
Πηγές: