ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 22 Μάρτη 2012
Σελ. /32
Εαρινές ακακίες...

Μία και μοναδική η αξιόλογη ταινία της βδομάδας! Τίτλος «ΟΙ ΑΚΑΚΙΕΣ», χώρα προέλευσης η Αργεντινή, σκηνοθέτης ο 45χρονος, πρωτοεμφανιζόμενος Πάμπλο Τζιορτζέλι. Η ταινία απέσπασε την Χρυσή Κάμερα στο περσινό φεστιβάλ των Καννών ανάμεσα σε πληθώρα διακρίσεων από διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Ταινία βιβλικής απλότητας αλλά χειρουργικής ακρίβειας που πρέπει να μελετήσουν όσοι ασχολούνται με την σκηνοθεσία. Κατά τα άλλα:

«ΑΓΩΝΕΣ ΠΕΙΝΑΣ» σε σκηνοθεσία Γκάρι Ρος είναι ο τίτλος του αμερικάνικου θρίλερ του 2012, του πρώτου μέρους μιας τριλογίας βασισμένης στο μυθιστόρημα της Σούζαν Κόλινς «Hunger Games» και διαδραματίζεται σε ένα μέλλον που έχει ανησυχητικές ομοιότητες με το παρόν μας. Πληροφοριακά, ο ελληνικός τίτλος του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας είναι «Φωτιά» ενώ του τρίτου «Κοτσυφόκισσα».

Αμερικάνικης παραγωγής 2012 ένα ακόμα θρίλερ της οκάς με τίτλο «TRANSIT» σκηνοθετημένο από κάποιον Αντόνιο Νεγκρέτ...

Ενώ, αρχίζει σήμερα και θα διαρκέσει έως την 28ητου τρέχοντα μήνα διοργάνωση στους χώρους της Ταινιοθήκης αφιερώματος στον Τούρκο σκηνοθέτη, ζωγράφο και συγγραφέα Ταϊφούν Πιρσελίμογλου, που φέρει τον τίτλο «Ανεμος στην Πόλη». Η Πόλη δεν είναι άλλη από την Κωνσταντινούπολη, τόπο διαμονής και κύρια πηγή έμπνευσης του καλλιτέχνη. Καθημερινά, στις 19.00 και 21.30, θα προβάλλονται στην Ταινιοθήκη οι βραβευμένες, μεγάλου μήκους, ταινίες του «Η ΠΕΡΟΥΚΑ», «ΤΟ ΠΟΥΣΙ», «ΡΙΖΑ» και «ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ» καθώς και οι μικρού μήκους «Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΟΣ» και «Ο ΘΕΙΟΣ ΜΟΥ». Παράλληλα, θα λειτουργεί και έκθεση έργων ζωγραφικής του Τούρκου καλλιτέχνη. Για περισσότερες λεπτομέρειες και πληροφορίες επικοινωνήστε με την Ταινιοθήκη.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΠΑΜΠΛΟ ΤΖΙΟΡΤΖΕΛΙ
Οι ακακίες

Πολύτιμη «μικρή» ταινία δρόμου που ξεδιπλώνει με ευαισθησία ένα ταξίδι με χαρακτήρα διττό. Αφενός διανύει απόσταση 1.500 χλμ., ανάμεσα σε δυο γεωγραφικά σημεία και αφετέρου ανιχνεύει μέσα σε ένα εσωτερικό τοπίο, σε ένα πεδίο συναισθηματικό. Η ταινία αρθρώνεται μέσα από τη σχολαστική εμμονή στην καταγραφή των ανεπαίσθητων αντιδράσεων των δύο χαρακτήρων, χωρίς τίποτα να αναβλύζει στην επιφάνεια ώστε να διαταράξει την ήρεμη ροή των πραγμάτων. Οσο περισσότερο επενδύσει κανείς στην ιστορία και τον, εκτός κάδρου μύθο, της ταινίας, τόσο περισσότερο την απολαμβάνει.

Στην ταινία που ακολουθεί πιστά ένα είδος ιδιαίτερα κωδικοποιημένο εκείνο του road movie βρίσκονται καταγεγραμμένα ανεξίτηλα τα σημάδια της φτώχειας που αφήνει παρακαταθήκη στους λαούς, στο πέρασμά του το ΔΝΤ. Ο σκηνοθέτης Πάμπλο Τζιορτζέλι αναφέρει ότι πριν χρόνια κατασκευαζόταν ένας νέος εθνικός δρόμος που έπρεπε να περάσει μέσα από ένα δάσος με ακακίες. Τον σόκαρε το θέαμα των κομμένων κορμών, παρότι οι ακακίες είναι πολύ συνηθισμένες. Και ο ήρωάς του ο Ρουμπέν μοιάζει με ακακία. Μοναχικός, μελαγχολικός και επιβλητικός. Κάπου, σε ένα σημείο πάνω στον αυτοκινητόδρομο που ενώνει την Παραγουάη με την Αργεντινή ο Ρουμπέν παρκάρει το φορτηγό που φορτωμένο κορμούς δέντρων κατευθύνεται από την Ασουνσιόν στο Μπουένος Αϊρες. Σταμάτησε να παραλάβει μια γυναίκα που έχει τον ίδιο προορισμό, προσφέροντας έτσι εξυπηρέτηση στο αφεντικό του. Η πρώτη, αρνητική έκπληξη έρχεται όταν βλέπει ότι πρόκειται για ιθαγενή Γκουαρανί και η δεύτερη ότι κουβαλά ένα μωρό. Ο Αργεντινός σκηνοθέτης ενδιαφερόταν να μιλήσει για ένα ρεύμα μετανάστευσης, καθημερινότητα στο Μπουένος Αϊρες. Και η Χασίντα φεύγει από την Παραγουάη να βρει καλύτερη τύχη στην Αργεντινή και να δώσει καλύτερο μέλλον στο μωρό της. Καθώς όμως έχει ρίζες Γκουαρανί αντιμετωπίζει και υπόγειο ρατσισμό. Ο Πάμπλο Τζιορτζέλι θεωρεί τα στοιχεία αυτά καθοριστικά στη δημιουργία της ιστορίας, στη συνάντηση δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων.


Μέσα από την οπτική των δύο αυτών χαρακτήρων ξεκινά το τραχύ ταξίδι μέσα σε μια ενοχλητική σιωπή και δυσφορία, «κεκλεισμένων των θυρών», μέσα στο χώρο της καμπίνας του φορτηγού. Η καμπίνα αυτή είναι κατασκευή, σκηνικό φτιαγμένο κατ' εικόνα και ομοίωση μιας πραγματικής καμπίνας φορτηγού. Εξω από την καμπίνα κατασκευάστηκε μια πλατφόρμα, ώστε να είναι εφικτή η κινηματογράφηση του εσωτερικού της καμπίνας και της σχέσης των τριών προσώπων. Η κάμερα του Τζιορτζέλι δεν έχει καμιά σχέση με το πνεύμα του big brother στην καταγραφή των γεγονότων. Το «μάτι» της είναι σχεδόν ανθρώπινο, χωρίς να αφήνει τίποτα στην τύχη. Κάτι που επιβεβαιώνεται περίτρανα από τον τρόπο που «εγγράφει» το εκφραστικότατο μωρό.

Κάπου, ο εσωστρεφής και μονόχνοτα αυτάρκης Ρουμπέν θέλει να απελευθερωθεί από το καταναγκασμό που του έχει επιβληθεί. Σκέφτεται να παρατήσει την Χασίντα και το μωρό μετά το συνοριακό έλεγχο... Του είναι όμως αδύνατο να το κάνει. Η ίδια σκέψη επιστρέφει όταν διαπιστώνει ότι με το μωρό στο φορτηγό δεν μπορεί ούτε πια να καπνίσει, ούτε και να αποφασίζει ο ίδιος για το πότε και πού θα κάνει στάση. Ρωτά σε ένα καφενείο πάνω στον αυτοκινητόδρομο για εισιτήρια και δρομολόγια προς το Μπουένος Αϊρες. Προτίθεται να πληρώσει τα έξοδα, να τις ξεφορτωθεί. Στάθηκε όμως άτυχος. Το τελευταίο λεωφορείο είχε ήδη φύγει.

Ξανά στο δρόμο, λοιπόν, οι τρεις τους με το μωρό στη μέση, σε αυτήν την ισχνή ιστορία με βαθιές κοινωνικές ρίζες, με ίντριγκα υπερβολικά διακριτική και ελλοχεύουσα και με δράση που αρχίζει και τελειώνει στο εσωτερικό της καμπίνας. Ανασυνθέτοντας τις σκάρσες και αποσπασματικές πληροφορίες για το παρελθόν τους αποδεικνύονται αρκετές ώστε να συμπληρωθούν τα κενά με ουσιαστική σημασία. Η Χασίντα μπορεί μεν να αισθάνεται την απροθυμία του Ρουμπέν, δεν μπορεί όμως να κάνει πίσω. Είναι αποφασισμένη. Οπλισμένη με ακεραιότητα και δύναμη πρέπει φθάσει στην Αργεντινή να δουλέψει για να εξασφαλίσει στη μικρή - χωρίς πατέρα - Αναχί, καλύτερη ζωή.

Αντί για τεχνητούς διαλόγους, ο σκηνοθέτης ξαναβουτά τους ήρωες σε αμήχανη σιωπή. Τη φορά αυτή όμως, επειδή το ταξίδι υπ' αυτές τις συνθήκες φαίνεται να είναι μονόδρομος, ο τρόπος που ο Τζιορτζέλι γραπώνει τη σιωπή στη συνάντηση ανάμεσα στις δυο συναισθηματικές μοναξιές των συνταξιδιωτών διακρίνεται από μια φρεσκάδα και μια διακριτικότητα που, σχεδόν βουβά, κάνει να αρχίζει να λειώνει ο πάγος μεταξύ τους και να έρπει ένα υποδόριο πλησίασμα. Οι λήψεις συνεχίζουν στατικές, αργές κι επίμονες. Στοιχίζονται με την αμήχανη κατάσταση και οργανώνουν αφηγηματικά ένα ατέλειωτα λεπτεπίλεπτο παιχνίδι με βλέμματα, συσπάσεις προσώπου και ασήμαντα λόγια, με δισταγμούς και όχι επιβεβαιώσεις ανάμεσα σε δύο ηθοποιούς που επιδεικνύουν, άνευ προηγουμένου, φινέτσα και ευαισθησία στην ερμηνεία. Και το μοντάζ της ταινίας μιλά την ίδια γλώσσα, αποκαλύπτοντας το βλέμμα του σκηνοθέτη για τους χαρακτήρες. Μέσα στην καμπίνα είναι οι δυο τους μόνοι, με την αναγκαιότητα να κρατούν το βλέμμα ξύπνιο και στην ευθεία του δρόμου να συνορίζεται την επιθυμία τους να κρυφοκοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Και οι παύσεις να ανεβάζουν την ένταση. Και όλο τους το παρελθόν, οι τρίτοι που παρεμβάλλονται ανάμεσά τους, να επιστρέφει σε εκτός καμπίνας χώρους.

Ο δρόμος δουλεύει για την σμίκρυνση των αποστάσεων. Οσο πιο μακρύς ο δρόμος, τόσο πιο πολύ πλησιάζουν οι συνταξιδιώτες. Τα αρχικά 1.500 χιλιόμετρα μειώνονται πια επικίνδυνα...

Πιο χαλαρός τόνος στη φωνή, προσοχή και φροντίδα του ενός για τον άλλον μια συγκεκριμένη στιγμή. Φειδωλή σε λόγια, η μετατόπιση του Ρουμπέν, βγαίνει από τις μικρές καλυμμένες κινήσεις, από τις υποχωρήσεις και τους μικροσυμβιβασμούς - δεν καπνίζει πια στην καμπίνα ή παίζει με το μωρό. Ο Ρουμπέν, ο κλεισμένος από κάθε συγκίνηση, ο συναισθηματικά περιχαρακωμένος, σιγά - σιγά ανοίγεται, ξαναμπαίνει μέσα στη ζωή. Μαλακώνει, από αδέξιος και στριφνός μεταλλάσσεται σε κάποιον που ξαναβρίσκει τα αισθήματα σε χρόνιο λήθαργο και φροντίζει και ενδιαφέρεται για τον άλλο. Πλησιάζοντας στο τέλος του ταξιδιού η αφήγηση σφίγγει την ίντριγκα γύρω από μια, πολλά υποσχόμενη για το μέλλον, πιρουέτα που αφήνει τους χαρακτήρες με τη γλυκιά γεύση στο στόμα ότι πέρασαν ένα ωραίο ταξίδι.

Παίζουν: Χερμάν Ντε Σίλβα, Εμπε Ντουάρτε, κ.ά.

Παραγωγή: Αργεντινή, Ισπανία (2011).


ΝΤΑΝΙΕΛ ΕΣΠΙΝΟΖΑ
Το κρησφύγετο

Χολιγουντιανό ντεμπούτο του νεαρού Σουηδού σκηνοθέτη (με Χιλιανό πατέρα), με ακόμα ένα κοινότοπο θρίλερ, αντίγραφο του αντιγράφου, του αντιγράφου και πάει λέγοντας... Ο Εσπινόζα μάλιστα πήρε μαζί του στο Χόλιγουντ δυο ταλαντούχους Σουηδούς ηθοποιούς (τον Φάρες Φάρες και τον Γιούελ Σίναμαν) σε ρόλους/κοντάρια κακών, με το μοναδικό τους κέρδος να μετριέται σε, πριν και μετά, πάχος πορτοφολιού.

Μια ακόμα περιπέτεια δράσης που υμνεί περίτρανα την υπέρμετρη βία, τους ανθρωπόμορφους σούπερ ήρωες της CIA που δουλεύουν μέσα από ΜΚΟ κλπ. και την «κάθαρση», που συνίσταται στην αιώνια νίκη του καλού επί του κακού, στην αμερικανική πάντα βερσιόν της ελεύθερης βούλησης. Και η κινηματογραφική βιομηχανία συνεχίζει να τραβά προς τη δόξα, με τα επόμενα αντιδραστικά φιλμ της δεκάρας, σε μια παγκοσμιοποιημένη «δημοκρατική» αγορά που διακινεί ανάλογα υποπροϊόντα στο 99% της έκτασής της.

Με την πεποίθηση ότι στο τέλος του δίωρου τα κακά παλικαράκια της CIA θα βρουν από το καλό σύστημα την τιμωρία που τους αξίζει... εκτυλίσσεται μια υπεραπλουστευμένη ιστορία, διάτρητη από διαπιστώσεις («όλοι προδίδουν όλους», «προσωπικά συμφέροντα (πλουτισμός) κάποιων της οργάνωσης», «οι πράκτορές μας στις ΜΚΟ»), αλλά και ξεκαρδιστικά γελοίες ρητορικές ερωτήσεις των στελεχών της CIA: «Είναι νόμιμο αυτό;». Η ιστορία τοποθετείται στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής, όπου οι καλοί πράκτορες της CIA κυνηγούν τις κακές παραφυάδες της ίδιας οργάνωσης που φοβούνται ότι θα αποκαλυφθούν από ένα μικροφίλμ που κυκλοφορεί σε ανεξέλεγκτα χέρια. Ο Ράιαν Ρέινολντς κρατά τον έναν (καλό) πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκείνον του νεαρού, άπειρου και αφελή πράκτορα της CIA, που κυνηγά έναν άλλο καλό, που θεωρεί κακό, τον Ντένζελ Γουάσινγκτον - πρώην πράκτορα της ίδιας οργάνωσης, μια πεπειραμένη παλιά καραβάνα. Σύμφωνα με το κανονιστικό των συνταγών και των φιλμικών κλισέ του είδους, κάπου στην εικόνα υπάρχει και μια ερωτική ιστορία σαν πικάντικη λεπτομέρεια - εδώ με διεθνείς, κοσμοπολίτικες αποχρώσεις - που υπενθυμίζει συνεχώς στο θεατή τι θυσιάζει ο αγνός πράκτορας της CIA... Και όλα αυτά εν μέσω πραγματικής κόλασης, σε παραπήγματα, γήπεδα, αυτοκινητόδρομους... Στην καρδιά καταιγισμών, από διμοιρίες στυγερών μισθοφορικών δολοφόνων, ομοβροντίες αυτομάτων υπερόπλων και τριγμούς από λάστιχα μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων που στριγκλίζουν σε όλους τους τόνους...

Παίζουν: Ντένζελ Γουάσινγκτον, Ράιαν Ρέινολντς, Βέρα Φαρμίγκα, Σαμ Σέπαρντ, Αγκνες Φίσερ, Μπρένταν Γκλίζον, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, Ν. Αφρική (2012).


ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Δεσμά αίματος

Δουλειά δεν είχε ... Ταινία αξιολύπητη... Με σενάριο βασισμένο στο ομότιτλο «νουάρ» μυθιστόρημα της Μαρίας Πάουελ - που δεν γνωρίζουμε - αλλά πληροφορούμαστε ότι το 2004 τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του περιοδικού «Διαβάζω». Το γεγονός ότι η ιστορία της ταινίας στηρίζεται σε προγενέστερο πρωτογενές κείμενο άλλης μορφής τέχνης, δεν επηρεάζει κατ' ουδένα τρόπο το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Η κινηματογραφική εκδοχή συνιστά κείμενο αυτοτελές, που υπόκειται σε κανόνες και συμβάσεις κινηματογραφικές, με αφήγηση που αρθρώνεται μέσω της γλώσσας του κινηματογράφου. Το κείμενο αυτό, σαν ολότητα, είναι κάκιστο και χωρίς προφανούς λόγου ύπαρξης. Εκτός, βέβαια, από εκείνον της επίδειξης, της περιφερόμενης ως τούρτας σε πασαρέλα ζαχαροπλαστικής, πρωταγωνίστριάς της...

Σε αυτό το κακό, το στατικό και χαζό φιλμ, με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και μπρος πίσω πηδήματα στο χρόνο, όλα είναι κακά. Και αρχίζω κατωκέφαλα με την τεχνική, που υπάρχει για να εξυπηρετεί πρωτίστως, σαν εργαλείο, αυτό που κάποιος θέλει να πει, το περιεχόμενο. Από τη σκηνοθεσία ως το μοντάζ, από τα κάδρα ως τις λήψεις. Ποιος ο λόγος, τι υπονοεί, τι υπαινίσσεται η λήψη από κάτω προς τα πάνω του ζεύγους που βγαίνει από κεντρική στοά; Κακή η χρήση και των αναρίθμητων κλισέ με επανερχόμενο εκείνο της αναμμένης τηλεόρασης με την ενοχλητική εικόνα, φλου από τα χιόνια - που σημειολογικά στηρίζει την ψυχολογική παράλυση και το αδιέξοδο των χαρακτήρων... Μέχρι και ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι κατ' ανάγκη κακός ως αναπόσπαστο στοιχείο της δομής του όλου ...Μέχρι και το κοράκι ο Πιατάς, και αναρωτιέται κανείς τι θέλει εκεί, έτσι χωρίς οργανική με την δραματουργία σύνδεση, σαν χιουμοριστικό στοιχείο «γλάστρα» ... Οσο για την ιστορία καθαυτή, το ανόητο δράμα της εύμορφης κυρίας, που η γλώσσα του σώματός της χαρακτηρίζει μάλλον πάσχουσα από νωχελική ωραιοπάθεια και ανία παρά ψυχολογικά τραύματα δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον. Οι σχέσεις της με τη ζωή, τους γύρω της, τον πατέρα της και τους άνδρες προσδιορίζονται στιλιστικά σε μέγιστο βαθμό από τα ιλουστρασιόν περιοδικά που ξεφυλλίζει, ενώ η υπερσυγκέντρωση των freaks/ τεράτων (τύφλα να 'χει ο Χέρτσογκ), στην οικογενειακή μερίδα του Φάνη δεν στήνει λογικοφανείς αιτίες, δεν προετοιμάζει, ούτε ψυλλιάζει δραματουργικά τον θεατή για το «νουάρ» που θα επακολουθήσει το πνιγμένο σε παχιές κηλίδες κέτσαπ. Μάλλον ενεργοποιεί συναισθήματα ανακούφισης για το επικείμενο τέλος της προβολής. Παντελής δε η απουσία του σκηνοθέτη σε όλα αυτά, που ο ίδιος επέλεξε να αφηγηθεί ...

Παίζουν: Μαρκέλα Γιαννάτου, Γιάννης Στάνκογλου, Νικήτας Τσακίρογλου, Δημήτρης Πιατάς, Μπέτυ Βαλάση, κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα (2012).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ