ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 22 Ιούνη 2006
Σελ. /32
Ισχνά κινηματογραφικά καλοκαίρια

Αρχισαν οι καλοκαιρινές δίαιτες! Μόνο τρεις οι νέες ταινίες αυτή τη βδομάδα. Γι' αυτή την κινηματογραφική φτώχεια φταίει, πέρα από τις ζέστες και τα γνωστά μπάνια του λαού («μπάνια» που γίνονται χειμώνα-καλοκαίρι, στις τεράστιες πισίνες των προβλημάτων), και το Μουντιάλ, που συνεχίζει ακάθεκτο!

Ωστόσο οι δυο από τις τρεις νέες ταινίες αποζημιώνουν! «Η γενιά του μίσους», της Αμα Ασάντε, χωρίς να χώνει βαθιά το νυστέρι στην καρδιά του καπιταλισμού, μας αποκαλύπτει μερικά αποτελέσματα από τις συμπεριφορές του. Την απελπισία και το αδιέξοδο, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και ζει η νέα γενιά. Την ανεργία, το ρατσισμό...

«Η καλύτερη παρέα», του βετεράνου (82χρονος) Ρόμπερτ Oλτμαν, με αφορμή ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα, που κλείνει ύστερα από καριέρα πενήντα περίπου χρόνων, μας γεμίζει τρυφερότητα και νοσταλγία.

Φυσικά, δε λείπει και το... τίποτα! Είναι η οικογενειακή «κωμωδία», «Τα χαλάσαμε», του Πέιτον Ριντ. Πρόκειται για ένα άγευστο αμερικάνικο χόρτο. Κρίμα στους συμπαθητικούς ηθοποιούς!

ΑΜΑ ΑΣΑΝΤΕ
Η γενιά του μίσους

Ντιν Βονγκ, Στέφανι Τζέιμς και Νάθαν Τζόονς
Ντιν Βονγκ, Στέφανι Τζέιμς και Νάθαν Τζόονς
Το χειρότερο πράγμα για το λαό σε μια ταξική κοινωνία είναι να προσπαθεί να διαχειριστεί τα αδιέξοδα και τις κρίσεις που γεννάει η φύση και το ίδιο το ταξικό πολιτικο-κοινωνικό σύστημα, ο καπιταλισμός, αντί να αγωνιστεί για την ανατροπή του. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους καλλιτέχνες! Οι οποίοι διαχειρίζονται - και αυτοί - τα αδιέξοδα και την κρίση. Σχολιάζουν, καταγράφουν μόνο την επιφάνεια. Δεν προχωράνε ένα βήμα παραπέρα. Βαθύτερα. Εκεί, δηλαδή, που βρίσκεται η αιτία των προβλημάτων!

Εξαίρεση, δυστυχώς, δεν αποτέλεσε και η Αμα Ασάντε, η οποία προέρχεται από τη Λογοτεχνία. («Η Γενιά του Μίσους», είναι η πρώτη της σκηνοθετική εργασία)! Η Ασάντε, σύμφωνα με το βιογραφικό της, γεννήθηκε στο Νότιο Λονδίνο. Περιοχή στην οποία, μέχρι να μεγαλώσει η ίδια, τα πάντα άλλαξαν. Οι ξένοι οικονομικοί μετανάστες, τους οποίους όταν ήταν παιδί μέτραγε στα δάχτυλα του ενός χεριού, σήμερα, πια, έχουν πολλαπλασιαστεί κατά εκατοντάδες και κατά χιλιάδες και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αγγλικής κοινωνίας.

Ο ρατσισμός, όπως καταλαβαίνετε, αποτελεί το κύριο θέμα της «Γενιάς του Μίσους». Ο ρατσισμός και η νεολαία. Η νεολαία, η παιδική και η εφηβική εγκληματικότητα. Αλλά και η συμμετοχή των νεαρών γυναικών στην παραβατικότητα. Το 50% των ρατσιστικών εγκλημάτων, από αυτά που έγιναν στη βιομηχανική περιοχή του Μάντσεστερ, τα διέπραξαν νεολαίοι! Παιδιά από 16 έως 25 ετών! Το 2005, 128 νεαρές γυναίκες (από ολόκληρη τη Βρετανία) κλείστηκαν στη φυλακή για δολοφονία!

Το Μάντσεστερ δεν αποτελεί εξαίρεση. Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν σε όλες τις περιοχές της Βρετανίας. Μελέτες έδειξαν πως η ρατσιστική εγκληματικότητα στην ουσία τώρα αρχίζει να φουντώνει. Το τι θα συμβεί στο μέλλον, ο καθένας μπορεί να το φανταστεί. Καθώς τα πράγματα σε όλους τους τομείς της ζωής, ανεργία, ανασφάλεια, φτώχεια κλπ., χειροτερεύουν!

Η ταινία διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη κάπου στην Ουαλία. Στην Ουαλία, που, παρότι είναι από τις περιοχές της Βρετανίας που είναι ιδιαίτερα «εξοικειωμένη» με τους μετανάστες, αφού θεωρείται από τις πιο «μαύρες» περιοχές, το ρατσιστικό μίσος είναι - και εκεί - στην πρώτη γραμμή. Γιατί είναι η εύκολη απάντηση που μπορεί να δώσει ο πνιγμένος στα βάσανα και στους πόνους απαίδευτος πολιτικά λαός! Ποιος φταίει για την κρίση; Ο ξένος!

Μια νεαρή κοπέλα μεγαλώνει μόνη της ένα μωρό. Τόσο η ίδια όσο και η παρέα της, ο αδερφός της και δυο άλλα νεαρά αγόρια οδηγήθηκαν από τις «περιστάσεις» να ζουν στα όρια της νομιμότητας και της παρανομίας. Πότε κατρακυλάνε προς τη μια μεριά και πότε προς την άλλη. Πότε ζούνε την παρανομία και πότε προσπαθούν να ενσωματωθούν στη νομιμότητα. Τα πράγματα, όμως, τα είπαμε, είναι δύσκολα. Ποιος φταίει; Ο Πακιστανός! Ο οποίος, τελικά, δεν είναι και Πακιστανός ο άνθρωπος. Τούρκος είναι, αλλά τι σημασία έχει; Πάνω του άνετα μπορούν να ξεσπάσουν την οργή τους οι απαίδευτοι!

Η μικρή αυτή παρέα, περίπου στη θέση της είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της βρετανικής νεολαίας, συνθλίβεται μέσα στη σκληρότητα του πολιτικο-οικονομικού τοπίου. Ανήμπορη να εξηγήσει τα φαινόμενα, σωρεύει την οργή της στο εσωτερικό της. Κάθε άρνηση, που βιώνει, τη μετατρέπει σε μίσος! Ενα μίσος, φλόγα που καίει! Και φτάνει μια μικρή αφορμή, ένα μικρό τυχαίο γεγονός, να ξεσπάσει η φωτιά.

Αυτή η νομοτέλεια, δυστυχώς, και από ευθύνη της ίδιας της εργατικής τάξης, στρέφεται σε λάθος κατεύθυνση. Το μίσος δε στρέφεται προς τον υπεύθυνο, αλλά προς τον εύκολο στόχο. Τον πιο αδύνατο διπλανό μας. Πότε αυτός είναι ο μετανάστης, πότε η γυναίκα, πότε το παιδί, πότε οι γέροι... Στην προκειμένη περίπτωση την πλήρωσε ο Τούρκος!

Η ταινία είναι, σίγουρα, μια τοιχογραφία της σημερινής Βρετανίας. Ομως, υποφέρει από τα σχήματα και τα χρώματα. Δεν υπάρχουν αδρές γραμμές, έντονα εκφραστικά χρώματα, σκληρές φωτιστικές αντιθέσεις. Γέρνουν όλα προς την περιοχή της μονοχρωμίας. Η σκηνοθέτις, πάνω στη σκληρή και άγρια αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία προσπάθησε να καταγράψει, έριξε μια μαλακιά σέπια και λείανε τις γωνίες και τις αντιθέσεις. Ο θεατής δε φορτίζει δυναμικά την μπαταρία του. Παρακολουθεί τα διαδραματιζόμενα χωρίς να συμπάσχει και χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει την οργή. Η πίεση που δέχονται τα παιδιά είναι σχηματική.

Ομως, παρ' όλα αυτά, η ταινία είναι χρήσιμη! Πρώτον γιατί είναι τίμια. Δεύτερον γιατί είναι με την πλευρά των αδικημένων, όλων των αδικημένων. Και τρίτον, γιατί αυτά που συμβαίνουν στην οθόνη, στη Βρετανία, πλησιάζουν, αν δεν έχουν φτάσει, και στη δική μας κοινωνία. Και μας βοηθάει να σκεφτούμε. Και να μην αντιδράσουμε, όπως αντέδρασαν οι Βρετανοί, οι ήρωες της ταινίας. Μας βοηθάει το σωρευμένο και δικαιολογημένο μίσος μας να στραφεί προς τη σωστή κατεύθυνση. Τον υπεύθυνο!

Στα θετικά της πολυβραβευμένης ταινίας είναι και η πειστικότητα των πρωταγωνιστών και, κυρίως, των νεαρών πρωταγωνιστών. Η αρχηγός, αλλά και οι άλλοι, έχεις την εντύπωση ότι δεν είναι ηθοποιοί, δεν προέρχονται από δραματικές σχολές, αλλά είναι μέλη των «συμμοριών», μέλη της μικρής αυτής ρατσιστικής ουαλικής κοινωνίας! Οι φάτσες, οι ομιλίες, το περπάτημα, ο σπαραγμός, η οδύνη δένουν άριστα με το τοπίο και τους χώρους και, βέβαια, με την υπόθεση του έργου!

Παίζουν: Στέφανι Τζέιμς, Γκάρι Σέπερντ, Νάθαν Τζόονς, Ντιν Βονγκ, Σάρα Γκρέκορι, Ολιβερ Χάντεν, Μπρέντα Μπλέθιν κ.ά.

ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΛΤΜΑΝ
Η καλύτερη παρέα

Σκηνή από την ταινία με τις Μέριλ Στριπ και Λίντσεϊ Λόαν
Σκηνή από την ταινία με τις Μέριλ Στριπ και Λίντσεϊ Λόαν
Πώς μπορείς να δεις και να ακούσεις έναν «παλιό» πιανίστα ή καλύτερα έναν «παλιό» χορευτή; Ναι, καλύτερα έναν «παλιό» χορευτή. Να τον δεις να κάνει την «περπατησιά» του, πια, πάνω στη σκηνή. Θα δεις πως ο άνθρωπος, φυσικά, δεν πετάει πια. Ομως, η αρμονία δεν τον εγκατέλειψε. Ούτε το συναίσθημα, η τρυφερότητα, η συγκίνηση! Ποιος θα ξεχάσει την Μάγια Πλισέτσκαγια στις τελευταίες της καλλιτεχνικές στιγμές; Οταν δεν «πέταγε» πια, αλλά με τις αργές εκφραστικές κινήσεις του κορμιού της, με τα χωρίς «κόκαλα» χέρια της έκανε του κόσμου τα σχήματα. Ελευθέρωνε του κόσμου τα συναισθήματα!

Ο Ολτμαν, με την τελευταία του ταινία, απέδειξε πως είναι ένας «παλιός» χορευτής. Που αγαπάει την αρμονία, την ηπιότητα, την τρυφερότητα, την παράδοση! Απέδειξε πως είναι ένας «παλιός» κινηματογραφιστής, που τα 82 χρόνια του δεν του στερούν τη φρεσκάδα, την αίσθηση του μέτρου, την αισθητική. Δεν τον εμποδίζουν να δημιουργεί! Να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια ενός μικρού παιδιού, όπως θα έλεγε ο Πικάσο!

Η εμπορευματοποίηση της τέχνης, αλλά και της ζωής, ζητάνε από έναν ραδιοφωνικό και θεατρικό θίασο, από μια καλλιτεχνική συντροφιά, να διαλυθεί, ύστερα από ζωή σχεδόν μισού αιώνα. Καθώς αντιλαμβάνεστε, μιλάμε, κυριολεκτικά, για δ ι ά λ υ σ η! Ομως, ποιος καπιταλισμός νοιάζεται; Το θέατρο πρέπει να γίνει πολυώροφο και πολυυπόγειο γκαράζ!

Οι άνθρωποι; Ε, τι, οι άνθρωποι; Το γκαράζ! Αυτό, πια, κόβει μονέδα! Το γκαράζ, για να μην κρυώσουν τα αυτοκίνητα! Οι άνθρωποι και να κρυώσουν, τι; Το πολύ - πολύ να πεθάνουν. Ετσι και αλλιώς, και χωρίς το θέατρο, χωρίς αυτό που επιθυμούν και αγαπούν, θα πεθάνουν! Γκαράζ, λοιπόν!

Η ταινία δεν είναι ένα θλιβερό ρέκβιεμ. Περισσότερο μοιάζει με μια τιμητική βραδιά, για όσους ξέρουν από θέατρο. Για μια βραδιά προς τιμή του θιασάρχη, της πρωταγωνίστριας, του χορογράφου, του συνθέτη! Και αυτή η εκδήλωση βγάζει μελαγχολία. Ομως, δε σκορπάει απογοήτευση. Δε σε πιάνει η απελπισία! Νιώθεις ότι τιμάς κάτι ξεχωριστό! Ενα άτομο, μια πράξη, μια αξία!

Κανένας από τους καλλιτέχνες τού υπό διάλυση θιάσου δε σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ολοι είναι αποφασισμένοι πως «η ζωή συνεχίζεται». Και πως έχουν δίκαιο να επιμένουν στη δική τους ποιότητα. Που είναι η παράδοση και η μπαλάντα. Που είναι η τέχνη και το καλό γούστο.

Ο Ολτμαν, για να πει το νοσταλγικό λόγο του, διάλεξε τη μέθοδο του ανάλαφρου φιλμ νουάρ. Κάποιος διηγείται τα πράγματα που συνέβησαν, συμβαίνουν και αυτά που θα συμβούν. Η μέθοδος αυτή δεν επιθυμεί «μπερδέματα»! Δεν επιθυμεί να δημιουργήσει στον θεατή εντάσεις. Θέλει να πει στον θεατή μια ιστορία που μπορεί να είναι αληθινή μπορεί, όμως, και παραμύθι! Ενα αληθοφανές νοσταλγικό παραμύθι!

Ο πολύ καλός βετεράνος σκηνοθέτης, πιστός στην τακτική που ακολούθησε σχεδόν σε όλες του τις ταινίες, για να μεταφέρει τις ανησυχίες του, ζήτησε τη συνδρομή πολύ καλών ηθοποιών. Και ενώ στην ουσία δεν υπάρχουν ρόλοι, για να ερμηνευτούν, ήρωες για να αποδοθούν, οι ηθοποιοί που συμμετέχουν στην «Καλύτερη Παρέα» δίνουν ρεσιτάλ! Φτάνει κανείς να δει την Μέριλ Στριπ να αποδίδει ένα απλό τραγούδι, για να καταλάβει, πως η υποκριτική είναι επιστήμη! Μόνο με τα μάτια, με την άκρη των ματιών της, μεταφέρει χιλιάδες κραυγές και χιλιάδες ανάσες.

Αλλά, συστήνω στον θεατή, να παρατηρήσει τη γραφή. Από το πρώτο πλάνο, την καντίνα θεατρικό ντεκόρ, μέχρι το τελευταίο, πάλι την ίδια καντίνα, ωσάν να υπήρξε ένας κύκλος, ένας εξελισσόμενος κύκλος, υπάρχει ένα όραμα. Τίποτα δε γίνεται τυχαία! Ο σκηνοθέτης είπε θα δημιουργήσω ένα χώρο και ένα χρόνο και σας καλώ να συμμετάσχετε στα διαδραματιζόμενα. Στον κόσμο που εγώ θα (ανα)δημιουργήσω! Μιλάμε, δηλαδή, για ένα μικρό ποίημα!

Παίζουν: Μέριλ Στριπ, Λίλι Τόμλιν, Κέβιν Κλάιν, Γούντι Χάρελσον, Τόμι Λι Τζόονς κ.ά.

ΠΕΪΤΟΝ ΡΙΝΤ
Τα χαλάσαμε

Το μόνο καλό στοιχείο της ταινίας είναι η ελληνικής καταγωγής (λένε) πρωταγωνίστρια κ. Τζένιφερ Ανισον! Διαθέτει ένα όμορφο και εκφραστικό πρόσωπο και μια υποκριτική μανιέρα, που φέρνει στο νου την Τζένη Καρέζη, την εποχή που, με πολύ χαριτωμένο τρόπο, έπαιζε κωμωδίες και βουλεβάρτο. Από κοντά, λίγο πιο χοντροκομμένος αυτός, και στο στιλ και στο παίξιμο, ο συμπρωταγωνιστής της κ. Βινς Βον. Από εκεί και ...κάτω το χάος!

Ενας άντρας, θεωρώντας το γάμο του και τη γυναίκα του δεδομένα, επιδίδεται στο παίξιμο ηλεκτρονικών παιχνιδιών στην τηλεόραση. Την ίδια ώρα που εκείνη, η Αμερικάνα Παναγιωταρέα, κάνει τα πάντα για εκείνον και το σπίτι!

Κάποια μέρα το κορίτσι, η Ελληνίδα (;) θα κλοτσήσει! Η σχέση θα οδηγηθεί στο «μοιραίο» (χωρισμό)! Ομως, επειδή, στην Αμερική (πατρίς, θρησκεία, οικογένεια), δεν είμαστε υπέρ του διαζυγίου, το ζευγάρι, στο τέλος της ταινίας, προδίδω το τέλος για να μην πάτε να το δείτε(!), πιο συνετό και πιο έμπειρο, θα ξαναβρεθεί. Το happy end, με όλο τον αποπροσανατολισμό του, για μια ακόμα φορά θα θριαμβεύσει! Η αμερικάνικη οικογένεια, με όλα τα συν-επακόλουθά της, θα διασωθεί!

Ταινία για απογευματινές ώρες! Σαν συνέχεια των χαζών «κοινωνικών», διάβαζε κους-κους, μαγκαζίνο της τηλεόρασης.

Παίζουν: Τζένιφερ Ανισον (φωτ.), Βινς Βον, Τζον Φαβρό, Βίνσεντ Ντ' Ονόφριο, Τζούντι Ντέιβιτς, Αν Μάργκρετ, Τζάστιν Λονγκ.

μικρό πορτρέτο

Μιλώντας κάποιος για το έργο του Ρόμπερτ Ολτμαν, θαυμάζει πέρα από την ποιότητα, και τον όγκο του! Από τα πρώτα βιομηχανικά ντοκιμαντέρ, που γύρισε στο Μιζούρι, το 1955, μέχρι την τελευταία του δουλιά «Η Καλύτερη Παρέα» (2006), χάνεις τον αριθμό! Ταινίες, ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικά προγράμματα...

Ο Ολτμαν δεν ήταν μόνο σκηνοθέτης. Ηταν και συγγραφέας, σεναριογράφος, αρθρογράφος, παραγωγός. Για κάποιο διάστημα, μάλιστα, υπήρξε και επιχειρηματίας. Δημιούργησε μια εταιρία βαφής σκύλων. Ανάμεσα στα σκυλιά που έβαψε ήταν και αυτό του τότε Προέδρου της Αμερικής Χάρι Τρούμαν! Ιδρυσε κινηματογραφικές εταιρίες («Lions Gate Films»).

Ο Ολτμαν γεννήθηκε στο Κάνσας Σίτι, του Μιζούρι, στις 20 Φλεβάρη του 1925. Υστερα από μια σύντομη στρατιωτική καριέρα, το 1945, έλαβε μέρος στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σαν πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνου και λατρεύοντας τον κινηματογράφο βρέθηκε, πού αλλού, στο Λος Αντζελες. Εκεί έλαβε μέρος σαν ηθοποιός σε θέατρα, σε κλαμπ και σε μουσικές σκηνές.

Μετά από κάποιες αποτυχημένες κινηματογραφικές προσπάθειες αφήνει το Λος Αντζελες και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη (1948). Εκεί συνεργάζεται με τον George W. George. Μαζί γράφουν σενάρια, ιστορίες, μιούζικαλ, νουβέλες και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Στο νου του, όμως, πάντα είναι η σκηνοθεσία. Γυρίζει πίσω στο Χόλιγουντ. Και αυτή τη φορά τίποτα καινούριο. Ο Ολτμαν επιστρέφει πίσω στην πατρίδα του. Από εκεί που ξεκίνησε!

Στο Μιζούρι, βέβαια, δεν υπάρχει σχολή κινηματογράφου. Ο Ολτμαν μαθαίνει σινεμά δουλεύοντας στην εταιρία «Calvin Company», που ειδικεύεται στα βιομηχανικά ντοκιμαντέρ (16 Μ.Μ.). Ομως, με κάθε ευκαιρία, απουσιάζει στο Χόλιγουντ. Αυτές οι συχνές απουσίες προκαλούν την απόλυσή του. (Τα αφεντικά του τον είχαν προειδοποιήσει να παραμείνει ένας επαρχιώτης σκηνοθέτης, αν ήθελε να μη χάσει τη δουλιά του).

Ο Ολτμαν αλλάζει αφεντικό, αλλά παραμένει στην ίδια πόλη! Πιάνει δουλιά στην εταιρία του Elmer Rhoden Jr., ο οποίος εκείνη την εποχή θέλει να περάσει από τις θεατρικές παραγωγές στην παραγωγή ταινιών μεγάλου μήκους. Για λογαριασμό, λοιπόν, της εταιρίας του Elmer Rhoden Jr., ο Ολτμαν, το 1956, γυρίζει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους («The Delinquents») με τοπικό συνεργείο και με τοπικούς ηθοποιούς και κομπάρσους.

Η ταινία αυτή στάθηκε η αφορμή να γνωρίσει ο Ολτμαν τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Ο οποίος τον κάλεσε να σκηνοθετήσει κάποιον αριθμό επεισοδίων της τηλεοπτικής εκπομπής («Alfred Hitchcock Presents») που, εκείνο τον καιρό, ο μετρ του τρόμου στον κινηματογράφο, γύριζε για την τηλεόραση. Μετά από αυτά τα επεισόδια ο Ολτμαν σκηνοθετεί και για άλλες πετυχημένες τηλεοπτικές παραγωγές («Combat!», «Bonanza», «Whirlybirds»).

Το 1969, επιτέλους, έρχεται το M.A.S.H. Μια ταινία που κανένας από τους γνωστούς σκηνοθέτες δεν ήθελε να γυρίσει! Ο Ολτμαν δέχτηκε! Η ταινία αυτή υπήρξε η αρχή της μεγάλης καριέρας. Από αυτή την ταινία και μετά πλήθος ταινιών και τηλεοπτικών προγραμμάτων.

Ο Ολτμαν προτάθηκε 6 φορές για το Οσκαρ καλύτερου σκηνοθέτη. Βραβείο που ποτέ δεν κατόρθωσε να πάρει! Στη φετινή απονομή των βραβείων Οσκαρ, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου αποκατέστησε κάπως τα πράγματα. Βράβευσε τον 82χρονο, πια, σκηνοθέτη με Οσκαρ «για το σύνολο του έργου του». Είναι και αυτή μια αναγνώριση!

Από την ταινία «The Delinquents» (1957) μέχρι την «Καλύτερη Παρέα» (2006) πέρασαν μπροστά από το φακό του Ολτμαν πάνω από 40 ταινίες και ντοκιμαντέρ. Ανάμεσά τους μεγάλες επιτυχίες, M.A.S.H., «The James Dean Story», «The Long Goodbye», «Images», «A Wedding», «The Player», «Kansas City», «Gosford Park», «Nashville», «That Cold Day in the Park», «Buffalo Bill and the Indians» ή «Sitting Bull's History Lesson», «3 Women», «Quintet A Perfect Couple» κ.ά.

Ο Ρόμπερτ Ολτμαν συνεχίζει τον κινηματογράφο. Το 2007 θα βγάλει στις αίθουσες μια ακόμα ταινία: «The Widow Claire».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ