ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 4 Γενάρη 2014 - Κυριακή 5 Γενάρη 2014
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«FRAGILE FIVE»
Προβληματισμοί για τις «αναδυόμενες» οικονομίες

Την ανάγκη να πάρουν «στα σοβαρά» τις μεταρρυθμίσεις στις εγχώριες οικονομίες τους, συμπεριλαμβανομένων των «δύσκολων» τομέων του φορολογικού συστήματος και της αγοράς εργασίας υπογραμμίζουν σε πρόσφατο άρθρο τους οι «Financial Times», σε σχέση με τους λεγόμενους «Fragile Five» («Εύθραυστους Πέντε»), δηλαδή τη Βραζιλία, την Ινδία, τη Νότια Αφρική, την Ινδονησία και την Τουρκία. Το προσωνύμιο δόθηκε από τη «Morgan Stanley» και αποσκοπεί στο να καταγράψει την ιδιαίτερα ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται οι παραπάνω πέντε «αναδυόμενες οικονομίες» - όλες τους μέλη των G20, δηλαδή των 20 μεγαλύτερων καπιταλιστικών οικονομιών του κόσμου - εν μέρει και λόγω των μεγάλων ελλειμμάτων που παρουσιάζονται στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους.

Οπως υπογραμμίζει χαρακτηριστικά το άρθρο, οι κεντρικές τράπεζες των παραπάνω χωρών προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκαλεί στις εγχώριες οικονομίες η υποτίμηση των εθνικών τους νομισμάτων, την ίδια στιγμή που οι κυβερνήσεις τους έχουν μπροστά τους μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση περαιτέρω «απελευθέρωσης» της οικονομίας, ώστε να ανοίξουν πεδία κερδοφορίας για τα μονοπώλια και να προσελκύσουν τα αναγκαία επενδυτικά κεφάλαια από το εξωτερικό. Η δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι παραπάνω οικονομίες συνδέεται, σύμφωνα με αστούς αναλυτές, και με την απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) να μειώσει τη ρευστότητα που παρέχει στην αμερικανική οικονομία, γεγονός που οδήγησε σε μετακινήσεις κεφαλαίων από τις «αναδυόμενες» οικονομίες προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Οι δείκτες σε κάθε χώρα

Στη Βραζιλία, αν και προηγήθηκε μία περίοδος εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, πλέον η εσωτερική «αγορά χρήματος» έχει επιστρέψει σε διψήφια νούμερα, γεγονός κρίσιμης σημασίας αν αναλογιστεί κανείς ότι ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα έφτασε την τελευταία πενταετία να αντιστοιχεί στο 50% του εγχώριου ΑΕΠ. Την ίδια στιγμή το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού αυξάνεται, ενώ η υποτίμηση του νομίσματος και η αύξηση του πληθωρισμού καθιστούν ακόμη πιο δυσχερή την κατάσταση της οικονομίας, η οποία οδεύει προς υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας.

Στο ίδιο άρθρο υπογραμμίζεται ότι η Ινδία αποτελεί την «αναδυόμενη αγορά» που απειλείται περισσότερο από την απόφαση της «Fed». Μέχρι στιγμής οι κινήσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας, με τον έλεγχο στις εισαγωγές χρυσού και την προσέλκυση καταθέσεων σε δολάρια από Ινδούς της διασποράς κρίνονται επιτυχείς, ωστόσο επισημαίνεται ότι οι παραπάνω ενέργειες κερδίζουν απλώς χρόνο, αφού τα προβλήματα της ινδικής οικονομίας παραμένουν και πιθανά μία «δυναμική κίνηση» της «Fed» θα μπορούσε εύκολα να ανατρέψει την ήπια ανάκαμψη που σημειώνει.

Αναφορικά με την Τουρκία, επισημαίνεται ότι η αρχική αντίδραση της χώρας στην απόφαση της «Fed» ήταν «ας έρθει» και το ερώτημα που γεννάται είναι εάν ένα τέτοιο «νταηλίκι», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, οφείλεται στο ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι θεμελιώδεις αδυναμίες της που την κατατάσσουν στους «Εύθραυστους Πέντε». Μπορεί, όπως σημειώνεται, το επίπεδο του δημόσιου χρέους και το δημοσιονομικό της έλλειμμα, συγκρινόμενα με εκείνα της Βραζιλίας και της Ινδονησίας, να βρίσκονται σε «υγιή επίπεδα», ωστόσο πολλές ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα έχουν συσσωρεύσει υψηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμου χρέους σε ξένο συνάλλαγμα.

Για την οικονομία της Νότιας Αφρικής σημειώνεται ότι έχει ζοφερές προοπτικές εξαιτίας των εγγενών της προβλημάτων, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι στο χειρότερο σημείο τους από το 2009, η ανεργία βρίσκεται στο 25%, ενώ αναλυτές προβλέπουν πτώση του ΑΕΠ, τη στιγμή που η αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών κυμαίνεται στο 6,8%. Ενώ το άρθρο επισημαίνει το μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, υπογραμμίζει την ανάγκη μείωσης των «περιττών» κρατικών δαπανών.

Τέλος, για την Ινδονησία αναφέρει ότι παρά τις προσπάθειες της κεντρικής τράπεζας να διατηρήσει σταθερό το εθνικό νόμισμα της χώρας, αυτό «δέχεται σοβαρές πιέσεις», ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο χειρότερο επίπεδο μετά από την κρίση των ασιατικών χωρών στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η Παγκόσμια Τράπεζα αναθεώρησε πρόσφατα προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της χώρας για το 2014, στο 5,3%, σε σύγκριση με το 6,3% του 2012.

Η ανησυχία των αστών για την πορεία των «αναδυόμενων» οικονομιών αποτυπώνεται όλο και πιο έντονα στις αναλύσεις τους, αλλά με τρόπο που συγκαλύπτει το ουσιαστικό πρόβλημα, αυτό της επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης αυτών των καπιταλιστικών οικονομιών. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος φυγής κεφαλαίων που επιδρά και στην υποτίμηση των εθνικών νομισμάτων στη σχέση τους με το δολάριο και το ευρώ. Φαίνεται ότι η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία συνεχίζει να βολοδέρνει στη δίνη της κρίσης, ενώ συνεχίζονται οι δυσκολίες διαχείρισής της. Μόλις το Νοέμβρη του 2013 ο ΟΟΣΑ προειδοποιούσε ότι «οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν είναι σε θέση ν' αντισταθμίσουν τις απώλειες των αναπτυσσόμενων», ενώ το Δεκέμβρη ο οίκος «Standard & Poor's» υπογράμμιζε ότι η επιβράδυνση των «αναδυόμενων» οικονομιών σε υψηλότερο από το αναμενόμενο επίπεδο θα «μπορούσε να φέρει την Ευρωζώνη στην προηγούμενη οικονομική κατάσταση».

Ρωσικές ενεργειακές «μπίζνες»

Κατά 16% σε σχέση με πέρσι αυξήθηκε ο όγκος φυσικού αερίου που προμήθευσε την ευρωπαϊκή αγορά το ρωσικό ενεργειακό μονοπώλιο της «Gazprom» σύμφωνα με στοιχεία του ειδησεογραφικού πρακτορείου «RIA Novosti». Συνολικά η «Gazprom» διοχέτευσε στην ευρωπαϊκή αγορά 161,5 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου με μέση τιμή τα 380 δολάρια ανά 1.000 κυβικά μέτρα, μειωμένη κατά 5,5% σε σχέση με τα 402 δολάρια της προηγούμενης χρονιάς. Οι ευρωπαϊκές προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου είχαν μειωθεί κατά 7,5% την αμέσως προηγούμενη συγκρίσιμη ετήσια περίοδο, στα 138,8 δισ. κυβικά μέτρα.

Η αύξηση που σημειώθηκε το 2013 οφείλεται τόσο στις χαμηλές θερμοκρασίες που έχουν σημειωθεί στην Ευρώπη όσο και στη μείωση που κατέγραψαν οι προμήθειες από την Αλγερία, τη Λιβύη, τη Νιγηρία, το Κατάρ, τη Νορβηγία και τη Βρετανία. Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε ο διευθύνων σύμβουλος της «Gazprom» Αλ. Μεντβέντεφ, οι ανάγκες της Ευρώπης σε φυσικό αέριο θα απαιτούν 145 δισ. κυβικά μέτρα επιπλέον ετήσιες προμήθειες μέχρι το 2025, οι οποίες θα εκτοξευθούν στα 185 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως μέχρι το 2035. Μέχρι τέλος του έτους η «Gazprom» υπολογίζει ότι θα παράγει ημερησίως 1,7 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη οι επενδύσεις εκείνες που θα της επιτρέψουν οι εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) να αντιστοιχούν στο 15% της παγκόσμιας αγοράς, από 5% που είναι σήμερα.

Την ίδια ώρα η ΕΕ δείχνει να προσπαθεί να «απεξαρτηθεί» σε ένα βάθος χρόνου από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μέσω ανεύρεσης είτε άλλων προμηθευτών - όπως το Αζερμπαϊτζάν - είτε νέων κοιτασμάτων - όπως οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, δείγμα των ανταγωνισμών με τη Ρωσία, όχι μόνο γύρω από την Ενέργεια, αλλά γενικότερα. Αυτό εκφράστηκε και πίσω από τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία.

Αλλά και η Ρωσία αναζητεί νέους πελάτες που θα απορροφούν την υψηλή παραγωγή της σε ενεργειακά προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτό, παραμονές Χριστουγέννων υπογράφτηκε διακρατική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Καζαχστάν, από τους προέδρους των δύο χωρών Βλ. Πούτιν και Νασ. Ναζαρμπάγιεφ, για τη «διασφάλιση» της απρόσκοπτης ροής πετρελαίου προς την Κίνα, από το άλλο μεγάλο ρώσικο πετρελαϊκό μονοπώλιο της «Rosneft», διά μέσου του καζάκικου εδάφους. Η Κίνα θα προμηθεύεται ετησίως 7 εκατ. μετρικούς τόνους ρώσικου πετρελαίου, αρχής γενομένης από φέτος, με αντίτιμο που προσμετράται στα 2,3 με 2,5 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ρωσικής κυβέρνησης, το 2012 η φορολογική συνεισφορά της «Gazprom» στον εγχώριο κρατικό προϋπολογισμό ανήλθε στα 58 δισ. δολάρια και της «Rosneft» στα 52 δισ. δολάρια.

Μονοπώλιο στις θαλάσσιες οδούς

Οι τρεις μεγαλύτερες στον κόσμο ναυτιλιακές εταιρείες, η δανεζική «Maersk Line», η ιταλοελβετική «MSC» και η γαλλική «CMA CGM» έλαβαν την κατ' αρχήν έγκριση των αρμόδιων αρχών σε ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνα, ώστε να προχωρήσουν στη στρατηγική τους συνεργασία, καθώς κρίθηκε ότι δεν «συγχωνεύονται», αλλά «συμμαχούν», επομένως δεν παραβιάζουν και τις αντίστοιχες «αντιμονοπωλιακές» κανονιστικές ρυθμίσεις...

Οποιο όνομα κι αν δοθεί στη σύμπραξη των τριών αυτών ναυτιλιακών εταιρειών, η οριστική έγκριση που αναμένεται κατά τα τέλη του χρόνου θα δημιουργήσει ένα θαλάσσιο μονοπώλιο που θα ελέγχει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 43% της χωρητικότητας στο θαλάσσιο εμπόριο μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, το 41% της αγοράς του Ατλαντικού και περίπου το 24% της αγοράς του Ειρηνικού. Ο στόλος και των τριών εταιρειών θα βρίσκεται υπό τη σκέπη μιας νέας εταιρείας, που θα έχει έδρα τη Σιγκαπούρη.

Οι εκπρόσωποι της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ναυτιλίας, της Επιτροπής Ανταγωνισμού της ΕΕ και του υπουργείου Μεταφορών της Κίνας ανέφεραν, μετά την κοινή συνεδρίαση που πραγματοποίησαν στην Ουάσιγκτον, ότι η έγκριση που «κατά πάσα πιθανότητα θα δοθεί (...) θα περιλαμβάνει ρήτρες για την προστασία τρίτων, όπως οι φορτωτές, οι προμηθευτές καυσίμων, αλλά και οι μικρότερες ναυτιλιακές εταιρείες, από το ενδεχόμενο να υπάρξει καθορισμός τιμών και αθέμιτος ανταγωνισμός».

Να σημειωθεί ότι η «China Shipowners' Association» έκανε λόγο για προσπάθεια των τριών ευρωπαϊκών ναυτιλιακών εταιρειών να δημιουργήσουν μονοπώλιο και να «χειραγωγήσουν» την παγκόσμια αγορά ναύλων, ενώ και το «European Shippers' Council» (η ένωση των φορτωτών) έχει καταθέσει τις αντιδράσεις του στην Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ.

ΚΙΝΑ
Εμβάθυνση των καπιταλιστικών σχέσεων στη γεωργία

Σειρά «μεταρρυθμιστικών ενεργειών» στον αγροτικό της τομέα ετοιμάζεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση της Κίνας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, η εκπαίδευση του αγροτικού πληθυσμού στις σύγχρονες καλλιεργητικές μεθόδους, αλλά και η δυνατότητα μετατροπής σε μετοχές των υφιστάμενων καλλιεργητικών δικαιωμάτων που παρέχονται σε αγρότες για τη δημιουργία μεγάλης κλίμακας αγροτικών επιχειρήσεων.

Σκοπός του παραπάνω «μεταρρυθμιστικού» προγράμματος, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, είναι η χώρα - που σήμερα θρέφει το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού μέσω μιας αγροτικής γης που αντιπροσωπεύει το 7% των παγκόσμιων καλλιεργούμενων εκτάσεων - να εξασφαλίσει τη διατροφική ασφάλεια των κατοίκων της. Η εισαγωγή των νέων μεθόδων στη γεωργική παραγωγική διαδικασία προβλέπει την «ενθάρρυνση» των αγροτών να μεταφέρουν τα καλλιεργητικά τους δικαιώματα σε μεγάλες γεωργικές επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να αυξήσουν την ετήσια παραγωγή αγροτοδιατροφικών προϊόντων, ενώ οι ίδιοι θα παραμένουν νομικά «ιδιοκτήτες» των εδαφών.

Παράλληλα, προετοιμάζεται η δυνατότητα εισαγωγής «χρηματοπιστωτικών εργαλείων» μακράς διάρκειας, όπως η παροχή δανείων «χαμηλού κόστους» καθώς κι ένας μηχανισμός ασφάλισης της γεωργικής παραγωγής, που θα λαμβάνει υπόψη τα «ρίσκα» του αγροτικού τομέα. Επίσης η κινεζική κυβέρνηση έθεσε ως ελάχιστο όριο καλλιεργούμενων εκτάσεων τα 120 εκατ. εκτάρια ετησίως, τα οποία θα διατηρούνται με «αυστηρότητα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ